Η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου και πώς η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως τραγωδία

 Κίμωνος του Αθηναίου (αποκλειστικά για τα Θέματα Ελληνικής Ιστορίας).

Περί το τέλος του 1967 (Νοέμβριος & Δεκέμβριος), η δικτατορία των Αθηνών - υποκύπτοντας στις απειλές της Τουρκία και στις διπλωματικές πιέσεις των Η.Π.Α. - απέσυρε από την Κύπρο την ενισχυμένη ελλαδίτικη Μεραρχία που είχε αποστείλει η κυβέρνηση Παπανδρέου την Άνοιξη τού 1964. Γνωρίζουμε πλέον ξεκάθαρα, πενήντα χρόνια μετά, πως αυτή ήταν η πρώτη πράξη σε μία σειρά ενεργειών του δικτατορικού καθεστώτος, που ανέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία με μία και μόνη αποστολή: να «κλείσει» το Κυπριακό. Η τελευταία ενέργεια που επισφράγισε και την επιτυχία της αποστολής της, ήταν το Πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 και η παρεμπόδιση κάθε προσπάθειας εφαρμογής των πολεμικών σχεδίων για την προάσπιση της Κύπρου, στην Τουρκική εισβολή που ακολούθησε.

Η απόφαση της δικτατορίας για την απόσυρση της Μεραρχίας προκάλεσε έντονους τριγμούς στην στρατιωτική και διπλωματική ιεραρχία των Αθηνών, ακόμη και τριβές εντός των κόλπων του καθεστώτος. Επρόκειτο για ταπεινωτική διευθέτηση, για εξευτελιστική υποχώρηση των Αθηνών, σε βαθμό που εξέπληξε και τους Τούρκους: ο Τούρκος Πρωθυπουργός Σ. Ντεμιρέλ είπε αργότερα σε Έλληνα συνομιλητή του πως «Περίμενα ότι θα υποχωρήσουν οι Έλληνες αλλά όχι οτι θα ξεβρακωθούν»[i]. Τα γεγονότα του Νοεμβρίου 1967 στην Κύπρο και την Ελλάδα, αποτελούν ένα μεγάλο, πικρό, και σε μεγάλο βαθμό «σκοτεινό» υποκεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας του Κυπριακού. Εδώ όμως, θα σταθούμε σε ένα από αυτά τα γεγονότα, που θα δείξει και τη σχέση αυτής της αφήγησης με τον τίτλο του άρθρου.

Στην Αθήνα, Υπουργός των Εξωτερικών ήταν ο Π. Πιπινέλης, παλαιός και έμπειρος διπλωμάτης και πολιτικός, από τους «Ηρακλείς» του «Ατλαντισμού» στην Ελλάδα και εμβληματική μορφή του ελληνικού ενδοτισμού. Ο οποίος, ανέλαβε να παρουσιάσει την εξευτελιστική συμφωνία ως βήμα προς την κατεύθυνση της «λογικής» και  της «σωφροσύνης», περίπου ως «θρίαμβο» του ρεαλισμού και προϊον «πολιτικού θάρρους», που θα οδηγούσε, εν πολλοίς, στην περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, την εδραίωση του διεθνούς της κύρους και στη σταθεροποίηση των σχέσεων καλής γειτονίας με την Τουρκία. Αν κάτι σας θυμίζουν όλα αυτά, καλώς σας τα θυμίζουν. Συγκρατήστε τα, θα τα χρειαστούμε παρακάτω. Ας υπενθυμίσουμε μόνο το πόσο δικαιώθηκαν οι αιτιάσεις του σε όλα τα παραπάνω, στα χρόνια που ακολούθησαν.  Το επιστέγασμα της δικαίωσης των «απόψεων» του Π. Πιπινέλη ήταν η επίσημη έναρξη των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο τον Μάιο του 1973 και η εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974.

Ας δούμε ενδεικτικά μία μικρή συρραφή των τοποθετήσεων του Π. Πιπινέλη, όπως καταγράφηκαν στη σύσκεψη της 30ης Νοεμβρίου 1967 με τη στρατιωτική ιεραρχία[ii] αλλά και σε συνεντεύξεις τύπου[iii] που έδωσε στο αμέσως επόμενο διάστημα:

«Το Κυπριακόν πρόβλημα πράγματι εχώριζε δύο μέλη του ΝΑΤΟ διά μίας διαρκώς αυξανόμενης διαμάχης. ... Εζούσαμε είς ένα κόσμον φανταστικόν ... Εχρειάσθη θάρρος δια να επανέλθουμε εις την πραγματικότητα. ... Εκείνο όπερ προέχει τόσον δια την Τουρκίαν όσο και δια την Ελλάδαν, είναι ακριβώς η σταθεροποίησις αυτής της ειρηνικής συνυπάρξεως και όχι η επ’ άπειρον διατήρησις πνεύματος εχθρότητος καθιστώντος έτι δυσκολωτέραν την οικονομική και κοινωνική ανόρθωσίν των ... Η Κυβέρνησις ανελογίσθη ψυχραίμως ποίας συνεπείας θα είχε η ρήξις τόσο δια τον ελληνικόν λαόν, ευρισκόμενον ήδη σε φάση ανοδικής οικονομικής πορείας και ευημερίας η οποία τον ωδήγει σταθερώς εις την οικογένειαν των ανεπτυγμένων χωρών ήτις πορεία με τον πόλεμο θα ανεκόπτετο, όσον και εις το ΝΑΤΟ, του οποίου η ΝΑ πτέρυξ ασφαλώς θα διελύετο. .... με την ρύθμισιν αυτήν παύει αφ’ ενός το Κυπριακόν να αποτελεί λίαν επαχθή στρατιωτική και οικονομική επιβάρυνσιν δια την Ελλάδα και με την απουσίαν εις Κύπρον τόσου προσωπικού και υλικού το οποίο είναι αναγκαίον εδώ .... και αφ’ ετέρου δια της στάσεώς της αυτής η Ελλάδα εξέρχεται από την διεθνή απομόνωσιν και αποκτά τον σεβασμόν και την ευγνωμοσύνην του Ελευθέρου Κόσμου διά την σύνεσιν, την ψυχραιμίαν και τον άκρως υπεύθυνον τρόπον με την οποία αντιμετώπισε την προκλητική τουρκική ανευθυνότητα, μεταθέσασα το θέμα από τους ώμους της εκεί όπου ανήκει, τουτ’ έστιν στο Συμβούλιο Ασφαλείας το οποίο και αναλαμβάνει την εγγύησιν της Ανεξαρτησίας της Κύπρου».

[Υπογραμμίσεις, δικές μας]


Το Φθινόπωρο του 2020, τα «Θέματα Ελληνικής Ιστορίας» φιλοξένησαν ένα άρθρο μου για την Ελληνική Μεραρχία της Κύπρου. Κοιτάζοντας τότε αυτά τα φρικώδη επιχειρήματα που είχε εκστομίσει ο Π. Πιπινέλης (που επαίρετο ότι απογύμνωσε αμυντικά την Κύπρο για να εξοικονομήσει μερικά χρήματα και να προστατεύσει το ΝΑΤΟ ...) και γνωρίζοντας την παλαιότατη[iv] εμμονή της Τουρκικής διπλωματίας για το θέμα της οχύρωσης των νησιών του Αιγαίου, καθώς και την δεκτικότητα των εν Ελλάδι «προθύμων», σκέφτηκα να κάνω μία φανταστική προβολή στο μέλλον, με το εξής κείμενο:  

Επειδή η ιστορία δίνει πάντα το μέτρο των μελλοντικών εξελίξεων, θέλω να ελπίζω πως τόσο εμείς – η γενιά της Μεταπολίτευσης που πλησιαζει (ή πέρασε) τα 60 – όσο και οι απόγονοί μας στο απώτερο μέλλον, δεν θα αξιωθούμε να ακούσουμε κάποιον μελλοντικό μεταμοντέρνο Πιπινέλη να μας λέει πως «η Ελλάς και η Τουρκία έζων εις έναν φανταστικόν κόσμον ανταγωνισμού», ενώ τώρα «η πλήρης αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου ανοίγει ένα δρόμο ευημερίας, συνεργασίας και ανάπτυξης», αφού «εξοικονομούνται τεράστια ποσά που εξοδεύοντο για αμυντικές δαπάνες και εξοπλισμούς». Παράλληλα, η Ελλάδα «συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις αποστρατιωτικοποίησης που οι διεθνείς συνθήκες επιβάλλουν» ενώ «διά της στάσεώς της αυτής, η Ελλάς εξέρχεται από την διεθνήν απομόνωσιν και αποκτά την ευγνωμοσύνην του Ανεπτυγμένου Κόσμου δια την σύνεσιν, την ψυχραιμίαν και τον άκρως υπεύθυνον τρόπον με τον οποίον αντιμετώπισε την προκλητική τουρκική ανευθυνότητα, μεταθέσασα το θέμα από τους ώμους της εκεί όπου ανήκει, τουτ’ έστιν εις την Ευρωπαϊκήν Ένωσιν και τα Ηνωμένας Πολιτείας της Αμερικής, αίτινες αναλαμβάνουν την εγγύησιν της Ασφαλείας των ελληνικών νήσων». Διότι, δεν ξέρω πόσα σωστά είπε (αν είπε) ο Κάρλ Μάρξ, αλλά είμαι πεπεισμένος πως έκανε τουλάχιστον ένα λάθος: η Ιστορία βεβαίως επαναλαμβάνεται, και όταν επαναλαμβάνεται, σπανίως είναι φάρσα. Τις περισσότερες φορές, είναι τραγωδία.

Το κείμενο αυτό, μου φάνηκε τότε «τραβηγμένο», ακραίο. Σε βαθμό που, βοηθούσης και της «κριτικής» που δεχθηκα από τους φίλους, δίσταζα να το συμπεριλάβω στο άρθρο για τη Μεραρχία. Απεφάσισα οριστικά να το συμπεριλάβω όταν είδα ένα άρθρο του Ν. Μαραντζίδη στην «Καθημερινή» το οποίο εκθείαζε – εν πολλοίς – τα καλά της «Φινλανδοποίησης».  Σκέφτηκα τοτε πως αν ένας πολιτικός επιστήμονας και Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας γράφει «Θα φινλανδοποιηθούμε λοιπόν; Μάλιστα! Ε και;», γιατί να μην ακούσουμε κάποτε και όσα είχα «φανταστεί» παραπάνω; 

Από το Φθινόπωρο του 2020, κύλισε αρκετό νερό στο αυλάκι, αλλά τα γεγονότα ξεπέρασαν κατα πολύ τη δική μου φαντασία. Η Τουρκία ενέγραψε πολύ ψηλά στην αναθεωρητική της agenda το θέμα της οχύρωσης των νησιών, σταδιακά άρχισε να μας ενημερώνει πως «θα έλθει ένα βράδυ», και οι εξελίξεις  πήραν μορφή κατολίσθησης: οι «σύμμαχοι» άρχισαν να απευθυνουν παραινέσεις να «μειώσουμε το στρατιωτικό μας αποτύπωμα», ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος μίλησε για «νατοϊκά νησιά», μάθαμε πως η Ελλάδα έστειλε εξοπλισμό και πυρομαχικά από τα Ελληνικά νησιά στην Ουκρανία χωρίς να τα εχει - εως τωρα – αντικαταστήσει και μερικοί «βιαστικοί» - αλλά, «πρόθυμοι» και έτοιμοι από καιρό – άρχισαν να μιλούν για «Πρέσπες του Αιγαίου». Το τελευταίο διάστημα δε, μία σειρά άρθρων, κυρίως στο εξαιρετικό και έγκυρο slpress.gr του Στ. Λυγερού μας προιδεάζει για την παρασκηνιακή προεργασία της «ελληνοτουρκικής προσέγγισης», που θα προωθηθεί πολύ σύντομα και θα συμπεριλαμβάνει προσφυγή στη Χάγη και ιδέες για ΝΑΤΟικές ή Αμερικανικές εγγυήσεις για την ασφάλεια των νησιών, όπως και άλλα εξόχως ενδιαφέροντα. Από κοντά, και τα “events” που διοργανώνουν γνωστές «δεξαμενές σκέψης» για να συζητηθεί μάλλον το πώς θα «εκπαιδευτεί» η κοινή γνώμη στην αποδοχή των λύσεων που κυοφορούνται, με «συσκευασία» την προσφυγή στη Χάγη και περιτύλιγμα τα «χρήματα που θα εξοικονομηθούν από τους εξοπλισμούς για να γίνουν σχολεία και νοσοκομεία». Μαζί με τροχιοδεικτικές δηλώσεις «προθύμων», εκτοξευμένες προφανώς για να διερευνηθούν οι αντιδράσεις.

Ειλικρινά, όταν έγραφα το παραπάνω κείμενο, μόλις τρία χρόνια πριν, δεν πίστευα πως η πραγματικότητα θα με ξεπερνούσε τόσο πολύ. Κακώς ίσως. Σε μία χώρα που διοικείται την τελευταία δεκαπενταετία «από το εξωτερικόν», και το πολιτικό προσωπικό ψηφιζει, με νοοτροπία κοπαδιού και χωρίς να εχει διαβάσει ούτε γραμμή, νομοθετικά κείμενα πολλών χιλιάδων σελίδων, που υποθηκεύουν το μέλλον τριών γενεών και έχουν φτάσει στο Κοινοβούλιο τα ξημερώματα της ιδίας ημέρας (με email, φυσικά, από «τους θεσμούς») μεταφρασμένα με Google Translate, τι καλό θα μπορούσε κανείς να περιμένει;

Ωστόσο, το θέμα της κυοφορούμενης «συμφωνίας» στα ελληνοτουρκικά, που (φαίνεται πως) θα περιλαμβάνει και πρόβλεψη «αποστρατιωτικοποίησης» των νησιών, είναι και παλαιότερο και βαθύτερο. Έτσι πιστεύω.

Προφανώς, η Ελλαδική κοινωνία ετοιμάζεται να δρέψει τους καρπούς μίας θλιβερής μεταπολίτευσης που καταρρέει παταγωδώς, έχοντας προλάβει να διαπαιδαγωγήσει δύο γενιές Ελλάδιτών στην πεποίθηση οτι το υπέρτατο αγαθό είναι η ειρήνη και η καταναλωτική ευημερία, και όχι η ελευθερία και η συλλογική αξιοπρέπεια. Οι πολιτικοί και οι «διανοούμενοι» του Αθηναϊκού Κράτους που πασχίζουν να μας πείσουν ότι βρισκόμαστε «στη σωστή πλευρά της Ιστορίας» είναι έτοιμοι (από καιρό, μάλλον) να διαπράξουν το έγκλημα μίας συμφωνίας που θα προβλέπει σταδιακή (για να «απορροφηθούν» οι αντιδράσεις) αποδυνάμωση της ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου. Και οι διαβεβαιώσεις «επίσημων» αρθρογράφων ότι «δεν θα βρεθεί ελληνική κυβέρνηση που θα προωθήσει και θα αποδεχθεί τις «Πρέσπες του Αιγαίου», όχι γιατί θα καταρρεύσει πάραυτα –αυτή την αιτιολογία τη θεωρώ προσβλητική για τους πολιτικούς μας– αλλά γιατί θα αντίκειται στον πατριωτισμό της.» (Σ. Μουμτζής, Καθημερινή, 14/5/2022)  δεν πείθουν κανέναν.

Είμαι βαθύτατα πεπεισμένος ό,τι δεν θα το κατορθώσουν. Το πιστεύω. Σε κάθε περίπτωση πάντως, καλό είναι να γνωρίζουν πως η Ιστορία επαναλαμβάνεται μεν ως τραγωδία, αλλά δεν δέχεται και δεδικασμένα. Όσοι επιχειρήσουν να αφήσουν τα νησιά ανοχύρωτα, στο έλεος των τουρκικών προθέσεων, με αντάλλαγμα την εύνοια της «σωστής πλευράς της Ιστορίας», θα διακινδυνεύσουν την καταδίκη τους τόσο από το κοινωνικό σώμα, όσο και από τη Δικαιοσύνη. Το γεγονός ότι δεν τιμωρήθηκε κανείς, ποτέ, για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν μεταξύ 1967 και 1974 στην Κύπρο (απόσυρση της Μεραρχίας το 1967, Πραξικόπημα του Ιουλίου 1974, «αυτοσυγκράτηση» στην Τουρκική απόβίβαση, υπονόμευση των αμυντικών σχεδίων στις 20 Ιουλίου 1974, πλήρης απουσία και στις δύο φάσεις των επιχειρήσεων του Ιουλίου-Αυγούστου 1974) πάντα θα μας στοιχειώνει.    Αποτελεί ένα κάκιστο προηγούμενο, αλλά δεν αποτελεί κανενός είδους δεδικασμένο, νομικό, πολιτικό ή ιστορικό.

Ας το έχουν υπ’ όψιν τους. 


[i] «Χαρακτηριστικό της όλης ιστορίας είναι και το εξής περιστατικό: ο τ. Πρωθυπουργός Σ. Στεφανόπουλος χρησιμοποιούσε κατά τη διακυβέρνησή του τον Έλληνα επιχειρηματία και έμπορο Κυρατσάκη, για προσωπικές συνεννοήσεις και ανταλλαγή απόψεων με τον Πρωθυπουργό της Τουρκίας Demirel. O άνθρωπος αυτός μου διηγήθηκε το 1968 ότι συναντήθηκε με τον Demirel μετά τη συμφωνία με την Τουρκία, και εκείνος του είπε: «Περίμενα ότι θα υποχωρήσουν οι Έλληνες αλλά όχι οτι θα ξεβρακωθούν!».» [Στρ. Π. Πανουργιά, Κύπρος, Εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2004, σελ 112]

[ii]  [Στρ. Π. Πανουργιά, Κύπρος, Εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2004, σελ 102-103]

[iii]  [Σπ.  Παπαγεωργίου, Επιχείρηση Κοφίνου, Εκδ. Κ. Επιφανίου, Λευκωσία 1987, σελ 148-159]

[iv] Το θέμα είναι παλαιότατο για όσους γνωρίζουν, απλά τα τελευταία χρόνια εχει μπεί ψηλά στις προτεραιότητες της Τουρκικής γραφειοκρατίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε το βιβλίο που εχουν συγγράψει οι διπλωμάτες Κωνσταντίνος Οικονομίδης και Χουσεΐν Παζαρτζί, (εκδόσεις ΓΝΩΣΗ 1989) και αποτελεί πολύτιμη αναφορά, όπου φαίνεται με σαφήνεια ο κυνισμός των τουρκικών νομικών επιχειρημάτων. 

Σχόλια

  1. Απαράδεκτο άρθρο! Βασισμένο σε εικοτολογίες και αυθαίρετα συμπεράσματα. Μου αρέσει κιόλας ότι χρησιμοποιεί βαρύγδουπες προτάσεις τύπου "Γνωρίζουμε πλέον ξεκάθαρα, πενήντα χρόνια μετά" και μας παραπέμπει σε ένα άρθρο του Observer και σε μια "δήλωση" του Τζόνσον την οποία κατέγραψε ο Ντην Τσιγάντες στο βιβλίο του και από τότε, θεωρείται θέσφατο από διάφορους ψεκασμένους συνωμοσιολόγους, λες και αποτελεί ατράνταχτη απόδειξη μια δήθεν δήλωση που "ακουσε" ο Τσιγάντες! Απλούστατα κάποιοι επιμένουν να θεωρούν "στοιχεία", διάφορες αρλούμπες που απλά βολεύουν τις ιδεοληψίες τους. Όσο για το άρθρο του Observer, ας διαβάσει ο αναγνώστης τι λέει για αυτό ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης (που μόνο χουντικός δεν είναι) στην μελέτη του "Γεώργιος Παπαδόπουλος, Τάγματα Ασφαλείας και ‘Χ’: Μια απόπειρα συγκέντρωσης και επανεκτίμησης του παλαιότερου και νεότερου τεκμηριωτικού υλικού".
    Είναι κρίμα το κατά τ'άλλα αξιόλογο ιστολόγιό σας, το οποίο είναι γνωστό ότι επιμένει στην σοβαρή τεκμηρίωση και την ιστορική ακρίβεια, να δημοσιεύει τέτοια άρθρα που μάλιστα μας κάνουν και την χάρη να το δημοσιεύουν "αποκλειστικά εδώ"...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. ΑΠΑΝΤΗΣΗ απο τον Συντάκτη του άρθρου:
      Το πρώτο που παρατηρώ, είναι πως ο «Ανώνυμος» σχολιαστής, δεν διάβασε το άρθρο. Όλες του οι παρατηρήσεις, αφορούν στην πρώτη εισαγωγική παράγραφο και δεν εχουν καμμία απολύτως σχέση με το κυρίως σώμα και το κυρίως μήνυμα του άρθρου, που εστιάζει στην κυοφορούμενη «λυση» στα ελληνο-τουρκικά με πρόβλεψη για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου Πελάγους. Ο «Ανώνυμος» σχολιαστής, «κόλλησε» (όπως καταλαβαίνω) στην («βαρύγδουπη» όπως λέει) άποψη της πρώτης παραγράφου πως η Χούντα της 21ης Απριλίου έγινε για να κλείσει το Κυπριακό, πως αυτή ήταν και η μονη της αποστολή από τους εντολοδόχους της, και πως η απόσυρση της Μεραρχίας ήταν η πρώτη πράξη για αυτά που ακολούθησαν. Λυπάμαι αν έθιξα κάποια ευαίσθητη χορδή του «Ανωνύμου» σχολιαστή, αλλά εξακολουθώ να πιστεύω μέχρι κεραίας αυτό που έγραψα και νομίζω πως θα μπορούσα να το υποστηρίξω.
      Δεν με ενδιαφέρει όμως ο διάλογος με τον «Ανώνυμο». Όχι γιατί θεωρεί το άρθρο μου απαράδεκτο, ούτε επειδή το χαρακτηρίζει έτσι χωρίς να το εχει διαβάσει. Αυτό, ναι μεν δεν είναι ευχάριστο (σε κανέναν αρθρογράφο άλλωστε), αλλά είναι αναπόφευκτο να συναντά κανείς αρνητική αποδοχή των γραπτών του και εχει και ένα ενδιαφέρον. Είναι δικαίωμα του αναγνώστη να θεωρεί το άρθρο μου απαράδεκτο ή συναρπαστικό, ενδιαφέρον ή βαρετό, καλό ή κακό, τεκμηριωμένο ή αυθαίρετο. Και θα μπορούσε να γίνει ένας διάλογος, με επιχειρήματα, πάνω σε όλους αυτούς τους αξιολογικούς χαρακτηρισμούς, ιδιαίτερα τους αρνητικούς.
      Δεν εχω κανένα ενδιαφέρον όμως στο διάλογο με κάποιον που θεωρεί το κείμενο του Ντην Τσιγαντες αναξιόπιστο, και τροφή για «διάφορους ψεκασμένους συνωμοσιολόγους», στους οποίους κατατάσσει προφανώς και εμένα. Να υποθέσω πως αφήνοντας έξω τη μαρτυρία ανθρώπων σαν τον Ντην Τσιγάντες (που «δήθεν» ακουσε κατά τον «Ανώνυμο», ενώ στην πραγματικότητα κατέγραψε με λεπτομέρεια την αφήγηση του Έλληνα πρέσβη στην Washington), θα πρέπει να καταφύγουμε στη μόνη «αξιόπιστη» πηγή: στις μαρτυρίες του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου, στις συνεντεύξεις του Στ. Παττακού, και άλλων «αξιόπιστων» μαρτύρων. Έτσι δεν είναι; Κυκλοφορούν άλλωστε διάφορες «αγιογραφίες» του Γ. Παπαδόπουλου τα τελευταία χρόνια, ίσως εκεί θα ήθελε ο «Ανώνυμος» να ανατρέξουμε. Λυπάμαι.

      Διαγραφή
    2. Παρεμπιπτόντως: για το ποιός ήταν ο Ντην Τσιγάντες και πόσο αξιόπιστη ήταν η μαρτυρία του (αυτη που «δήθεν» άκουσε, κατα τον «Ανώνυμο»), ας διαβάσει ο αναγνώστης το άρθρο του Μ. Ευρυβιάδη στον σύνδεσμο (αντιγραφή/επικόλληση)
      https://www.konstantakopoulos.gr/24824/%ce%b3%ce%b5%cf%81%ce%ac%cf%83%ce%b9%ce%bc%ce%bf%cf%82-%cf%84%cf%83%ce%b9%ce%b3%ce%ac%ce%bd%cf%84%ce%b5%cf%82
      και ας βγάλει τα συμπεράσματα του.
      Στην πραγματικότητα, αυτό που (νομίζω πως) έγινε είναι το εξής: ο «Ανώνυμος» διάβασε τις πρώτες γραμμές από το άρθρο μου και έκανε «κλικ» στον πρώτο σύνδεσμο που παραπέμπει σε ένα άρθρο του Δ. Κωνσταντακόπουλου. Εκεί, είδε στην προμετωπίδα του άρθρου μία αναφορά στο βιβλίο του Ντην Τσιγάντες και μία αναφορά σε άρθρο του Observer (1973) που αποκαλούσε τον Γ. Παπαδόπουλο «πράκτορα της CIA». Ως εκεί διαβασε, και αυτά σχολιάζει, έμπλεως οργής και αποτροπιασμού, στο σχόλιό του. Τα οποία, βεβαίως τα συμμερίζομαι ΠΛΗΡΩΣ αλλά – παρεμπιπτόντως – ΔΕΝ ανήκουν στο άρθρο μου και ελάχιστη σχέση εχουν με τη συνέχειά του.
      Επειδή λοιπόν δεν με ενδιαφέρει ο διάλογος με τέτοιους «Ανωνύμους» και θεωρώ άδικο να διακοσμούν το άρθρο μου σχόλια αυτού του επιπέδου («θέσφατο από διάφορους ψεκασμένους συνωμοσιολόγους», « δήθεν δήλωση που "ακουσε" ο Τσιγάντες», « αρλούμπες που απλά βολεύουν τις ιδεοληψίες τους») ζήτησα από τον διαχειριστή του Ιστολογίου να απενεργοποιήσει τα σχόλια. Και αναλαμβάνω την ευθύνη γι’ αυτό.
      Ειλικρινά, δεν μου αρέσει και είναι άδικο για όσους αναγνώστες – θετικά ή αρνητικά διακείμενους στις απόψεις μου – θα μπορούσαν να συμβάλουν σε έναν γόνιμο διάλογο. Δυστυχώς όμως, εχουν πληθύνει οι «Ανώνυμοι» (ή και «Επώνυμοι») του διαδικτύου που ρυπαίνουν τα ιστολόγια με σχόλια τέτοιου τύπου. Ο καλόπιστος αναγνώστης – από τον οποίον ζητώ ειλικρινά συγγνώμη – ας διαβάσει το άρθρο και τις παραπομπές του, και ας το κατατάξει όπου νομίζει.
      Κιμων ο Αθηναίος

      Διαγραφή
  2. Εξαιρετικό άρθρο. Όχι τόσο για την συνεισφορά υποκειμενικών απόψεων και ερμηνειών, οι οποίες, εκ των πραγμάτων, υπαγορεύονται από την ιδεολογική στάση του αρθρογράφου έναντι στα γεγονότα, αλλά για την αμείλικτη ανάδειξη της ομοιότητας και της σχέσης αιτίας - αιτιατού μεταξύ πολιτικών αποφάσεων και των συνεπειών τους, με την απλή αντιπαραβολή της χρονικής τους αλληλουχίας μέσα στην ιστορία. Όποιος, πάντως, έχει συνηθίσει να βαυκαλίζεται μπορεί πάντα να επινοεί λόγους αφορισμού τέτοιων ενοχλητικών άρθρων. Συγχαρητήρια στον ιστότοπο για την ποιότητα των άρθρων που δημοσιεύει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας