O άνθρωπος ως δημιουργός πολιτισμού


(Διάλεξη του κ. Κυριάκου Κατσιμάνη που δόθηκε στις 14/5/2012, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Ένωσης Καθηγητών και Διανοουμένων για την Προαγωγή της Φιλοσοφίας στην Εκπαίδευση (ΕΚΔΕΦ), σε πρώτη διαδικτυακή δημοσίευση στο http://www.istorikathemata.com/.)
1.  Η «ΕΝΤΕΧΝΟΣ ΣΟΦΙΑ ΣΥΝ  ΠΥΡΙ»
Η λέξη «πολιτισμός», ετυμολογικά, προέρχεται από τη λέξη «πολίτης» και η λέξη «πολίτης», με τη σειρά της, προέρχεται από τη λέξη «πόλις». Όταν ο Αριστοτέλης λέει ότι ο άνθρωπος είναι «πολιτικόν ζώον»[1], εννοεί, κατ’ αρχάς, ότι συμμετέχει  στη ζωή της πόλης και απολαμβάνει στο εσωτερικό της τα αγαθά της οργανωμένης ζωής, όπως την ικανοποίηση των υλικών αναγκών, την ασφάλεια, την εξημέρωση των ηθών, την εξευγενισμένη ζωή και την ευδαιμονία. Δευτερογενής ιδιότητα του ανθρώπου, δηλαδή απόρροια της συμμετοχής του στη ζωή της πόλης, είναι το ότι ασκεί την πολιτική παίρνοντας μέρος στη διακυβέρνηση της πόλης και τη λήψη πολιτικών αποφάσεων που την αφορούν. Χωρίς να  σταθούμε στο μεταφυσικό υπόβαθρο της πολιτικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη[2], συγκρατούμε εδώ το ότι πόλη είναι η «η του ευ ζην κοινωνία και ταις οικίαις και τοις γένεσι ζωής τελείας χάριν και αυτάρκους»[3]. Επομένως, ο πολιτισμός συναρτάται άμεσα με την πόλη (και κατ’ ακολουθίαν με την πολιτική) και δε  νοείται ανεξάρτητα από αυτήν, αφού όποιος συνειδητά και εκούσια  επιλέγει να ζει εκτός της πόλης είναι «ή θηρίον ή θεός»[4].


Η έννοια του πολιτισμού μπορεί να προσδιοριστεί σε συνάφεια και κατ’ αντιπαράθεση με την έννοια της φύσης, με τον ίδιο τρόπο που η έννοια του ανθρώπου διασαφείται σε συσχετισμό και κατ’ αντιδιαστολή προς την έννοια του ζώου. Εξαιρετικά διαφωτιστικά επί του προκειμένου είναι τα διδάγματα που απορρέουν από την ομιλία του Πρωταγόρα, στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο, στην οποία κάποια πολύτιμα ψήγματα πολιτικού στοχασμού, ιστορίας του πολιτισμού, και φιλοσοφικής ανθρωπολογίας εκτίθενται υπαινικτικά μέσα από μια έξοχη μυθική αφήγηση[5]. Όταν ο Επιμηθέας ανέλαβε να εξοπλίσει τα διάφορα ζώα πριν αυτά έρθουν στο φως, φρόντισε με ευρηματικότητα και φαντασία να τα εφοδιάσει με όλα εκείνα τα μέσα που θα τους επέτρεπαν να επιβιώσουν, χωρίς όμως να αλληλοεξοντωθούν[6]. Ωστόσο, διέπραξε το λάθος να λησμονήσει τον άνθρωπο, τον οποίο άφησε «γυμνόν τε και ανυπόδητον και άστρωτον και άοπλον»[7]. Οπότε ο Προμηθέας, κατάπληκτος και ανήσυχος από την απερισκεψία του αδερφού του, έκλεψε από το εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου «την έντεχνον σοφίαν συν πυρί»[8], προκειμένου ο άνθρωπος να αντισταθμίσει μέσω αυτής την πολλαπλή ένδεια και υστέρησή του και να πετύχει τελικά να επιβιώσει.

Αυτή τη φράση «την έντεχνον σοφίαν συν πυρί» πρέπει εννοιολογικά να την σχολιάσουμε, γιατί είναι πλούσια σε βαρυσήμαντες υποδηλώσεις. Η «.έντεχνος σοφία», που ενισχύεται σημαντικά με την προσθήκη του πυρός, αποτελεί στην ουσία την ειδοποιό διαφορά του ανθρώπου από τα άλλα έμβια όντα. Σε αντίθεση με το ζώο, που εγκλωβίζεται στο στενάχωρο τρίγωνο θρέψη – πολλαπλασιασμός – αυτοσυντήρηση, ο άνθρωπος, χάρη στην ευεργετική παρέμβαση του Προμηθέα, διαθέτει τώρα τη λογική ικανότητα, που του επιτρέπει να παρατηρεί, να κατανοεί και να επεξεργάζεται κριτικά τα φαινόμενα. Αλληλένδετη με την ειδοποιό αυτή διαφορά του ανθρώπου από τα άλλα έμβια όντα είναι η ικανότητά του να έχει αίσθηση του χρόνου. Όπως θα  τονίσει πολλούς αιώνες αργότερα ο Καντ, «ή στοχαστική προσμονή του μέλλοντος, (…) ή δύναμη, να μην απολαμβάνει μόνο την παρούσα στιγμή της ζωής, άλλα να φέρνει μπροστά του ως κάτι παρόν τον ερχόμενο, συχνά τον πιο απομακρυσμένο χρόνο, είναι το πιο αποφασιστικό γνώρισμα της ανθρώπινης υπεροχής»[9]. Και για να επανέλθουμε στον πρωταγόρειο μύθο, είναι άξιο ιδιαίτερης προσοχής το ότι η σοφία που πρόσφερε ο Προμηθέας στον άνθρωπο δεν κατατρίβεται αποκλειστικά και μόνο σε ατελέσφορες θεωρητικές ενατενίσεις, αλλά παίρνει ταυτόχρονα τη συγκεκριμένη μορφή των πρακτικών δραστηριοτήτων – κάτι το οποίο ηχεί σαν επεξεργασμένη παραλλαγή του αφορισμού που ο Θουκυδίδης είχε αποδώσει στον Περικλή: «και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας»[10]. Χάρη στην «έντεχνον σοφίαν συν πυρί» ο άνθρωπος γίνεται πλέον homo faber, κατασκευαστής και δημιουργός, ο οποίος παρεμβαίνει στην πραγματικότητα, βελτιώνει της συνθήκες της ύπαρξής του και αναδεικνύεται «maître et possesseur de la nature» -- κυρίαρχος και κάτοχος της φύσης, σύμφωνα με την έκφραση του Ντεκάρτ[11].

2. Ο ΔΥΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΑΠΟΡΡΟΙΑ ΜΙΑΣ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑΣ

Εδώ ας μου επιτραπεί μια παρένθεση, που συμπληρώνει και προεκτείνει όσα προανέφερα. Όπως γράφει ο σύγχρονος Γάλλος φιλόσοφος Λουί Ρουζιέ, «Ο μύθος του Προμηθέα είναι το προμήνυμα του πνεύματος της Δύσης. (…). Ο Προμηθέας είναι το πνεύμα της εξέγερσης ενάντια στις απαγορεύσεις των φθονερών θεών (…). Είναι το πνεύμα της περιέργειας και της περιπέτειας, το οποίο σπρώχνει τον Οδυσσέα στους άγνωστους ορίζοντες, κάνοντάς τον να αντιμετωπίζει το ρίσκο της θάλασσας και τις πονηριές του Ποσειδώνα και, χάρη στην εξυπνάδα και το θάρρος του, να ξεπερνά τους  κινδύνους που τον κυκλώνουν. Είναι η λατρεία της εργασίας και του μόχθου, που παρακινεί τον Ηρακλή να απαλλάξει τη γη από τους τυράννους της, από τους ληστές της και από τα τέρατά της, να δαμάσει τους ποταμούς,  να καθαρίσει τις κοιλάδες, να τρυπήσει τα βουνά, να διανοίξει διώρυγες και να εξημερώσει και να εκπολιτίσει τη φύση.(…). Με λίγα λόγια, ο δυτικός πολιτισμός είναι απόρροια μιας νοοτροπίας. Η νοοτροπία αυτή συνίσταται στο να μη συμβιβάζεται κανείς με την αθλιότητα της ανθρώπινης κατάστασης, αλλά να προσπαθεί να τη βελτιώσει με μια συνεχή προσπάθεια, έτσι ώστε να την προσαρμόσει στις απαιτήσεις μας και στα όνειρά μας»[12]

Ας επανέλθουμε, όμως, στο μύθο του Πρωταγόρα. Επειδή οι άνθρωποι αδυνατούσαν να οργανώσουν ορθολογικά τις κοινωνίες τους, ώστε να μην εξοντώνουν ο ένας τον άλλο, αλλά να συμβιώνουν αρμονικά μεταξύ τους και να αντιμετωπίζουν παράλληλα τους εξωτερικούς κινδύνους, ο Ερμής, εκτελώντας ρητή εντολή του Δία, προσφέρει στους ανθρώπους όχι βέβαια το υπέρτατο εκείνο κοινωνικό αγαθό που  αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο των Θεών, δηλαδή την ίδια την πολιτική τέχνη, αλλά δύο υποκατάστατα της πολίτικής. Τους προσφέρει συγκεκριμένα την αιδώ, δηλαδή τις εσωτερικές αναστολές που αποτρέπουν από τις κάθε λογής ηθικές εκτροπές, και τη δίκη, δηλαδή την έμφυτη περί δικαίου αντίληψη[13]. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται ένα «δυνάμει» πολιτικό ον, το οποίο μπορεί ή δεν μπορεί να πραγματώσει και να ασκήσει την πολιτική ανάλογα με το αν και κατά πόσο, μέσω της παιδείας, αναπτύσσει και αξιοποιεί την αιδώ και τη δίκη, με τις οποίες έχει εξοπλιστεί[14]. Επομένως, και στο μύθο του Πρωταγόρα, όπως και στις αναλύσεις του Αριστοτέλη, η βελτίωση των υλικών όρων διαβίωσης, η ασφάλεια από εξωτερικούς κινδύνους, η ορθολογική οργάνωση της κοινωνίας με σκοπό την υπέρβαση των εσωτερικών συγκρούσεων και την εναρμόνιση των ανθρώπινων σχέσεων, η εξημέρωση των ηθών, και, τέλος, η επίτευξη επιδόσεων που εξευγενίζουν τη ζωή και οδηγούν στην ευδαιμονία του συνόλου --με μια λέξη: ο πολιτισμός-- αποτελούν επιτεύγματα που άμεσα ή έμμεσα συνυφαίνονται με την πολιτική.


Τι θα συνέβαινε άραγε, αν ο Επιμηθέας αποδεικνυόταν προνοητικότερος; Αν, λοιπόν, ο Επιμηθέας αποδεικνυόταν προνοητικότερος, ο άνθρωπος θα είχε έγκαιρα εφοδιαστεί με όλα εκείνα τα μέσα που θα του επέτρεπαν να τρέφεται, να αναπαράγεται και να επιβιώνει, αλλά δε θα ήταν τίποτα περισσότερο από ένα απλό ζώο μέσα σε όλα τα άλλα. Επομένως, η απερισκεψία του Επιμηθέα υπήρξε για τον άνθρωπο ευεργετική. Πραγματικά, κατά το μέτρο  που έθεσε σε άμεσο κίνδυνο την ίδια τη φυσική επιβίωση του ανθρώπου και, επομένως, προκάλεσε τη γεμάτη αυτοθυσία παρέμβαση του Προμηθέα, ενώ ενεργοποίησε την τελευταία στιγμή και την ευαισθησία του Δία, κατέστησε τον άνθρωπο ικανό να πραγματοποιήσει το τεράστιο εκείνο ποιοτικό άλμα από την κατάσταση του ζώου στην ιδιότητα του έλλογου όντος με τη σύμφυτη ιστορικότητα. Ας αφήσουμε, λοιπόν, το μύθο και ας διατυπώσουμε τώρα το ακόλουθο ερώτημα: τι είναι ακριβώς η «ιστορικότητα» ως θεμελιώδης ιδιότητα που κατηγορείται αποκλειστικά και μόνο στον άνθρωπο;

3. ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ, ΦΥΣΗ,  ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ιστορικότητα είναι η ιδιότητα και το προνόμιο του ανθρώπου να δημιουργεί ιστορία[15]. Χάρη στη λογική, στην οποία αναφερθήκαμε ήδη, χάρη στη συνείδηση, με την οποία μπορεί να συσπειρώνεται στον πυρήνα του ψυχικού του κόσμου –στο εγώ του-- και να μετατρέπει τον εαυτό του σε αντικείμενο στοχαστικής αναζήτησης[16], αλλά και χάρη στον έναρθρο λόγο, μέσω του οποίου επικοινωνεί με τον άλλο, οργανώνει τη σκέψη του και οικειοποιείται τα επιτεύγματα των προηγούμενων γενεών που θα τα κληροδοτήσει εμπλουτισμένα και βελτιωμένα στους απογόνους του –χάρη σε όλα αυτά-- ο άνθρωπος  γίνεται δημιουργός πολιτισμού και στη διαδρομή των αιώνων εξελίσσεται με διαρκώς επιταχυνόμενους ρυθμούς. Οι ενέργειές του δεν καθορίζονται αποκλειστικά και μόνο από φυσικές νομοτέλειες και δεν αποτελούν μια τυφλή ακολουθία γεγονότων όπως ένα παλιρροϊκό κύμα ή η κατολίσθηση ενός βράχου. Αντίθετα, συνδέονται με σκοπούς, προκύπτουν από επιλογές, υποβάλλονται σε λογικές επεξεργασίες και υπόκεινται σε κανόνες. Στη διαδρομή των αιώνων ο άνθρωπος κινείται από το απλούστερο στο συνθετότερο, από το ανεπαρκέστερο στο πληρέστερο και από το ατελέστερο στο τελειότερο. Αυτό σημαίνει ότι απελευθερώνεται ολοένα και περισσότερο από τη φυσική αναγκαιότητα, επινοεί, δημιουργεί και ικανοποιεί σκοπούς που ξεπερνούν κατά πολύ τις ζωώδεις απαιτήσεις του και ανακαλύπτει διαρκώς μέσα που υπηρετούν ολοένα και περισσότερο αποτελεσματικά τις κάθε λογής ανάγκες του. Τέλος, ο άνθρωπος σημειώνει επιδόσεις όπως η επιστήμη, η τέχνη, η θρησκευτική δραστηριότητα και ο φιλοσοφικός στοχασμός, οι οποίες  καταφάσκουν και καταξιώνουν την ύπαρξή του, προάγοντας την αυτοαποκάλυψη, την αυτογνωσία και την τελείωσή του. Ενώ, λοιπόν, το ζώο, που είναι ύπαρξη ανιστορική, δεν έχει πετύχει το παραμικρό στη διαδρομή των χιλιετιών, προκειμένου να βελτιώσει τις συνθήκες της διαβίωσής του, ο άνθρωπος, που είναι ύπαρξη ιστορική, από τρωγλοδύτης και τροφοσυλλέκτης που ήταν αρχικά, έφτασε στο σημείο, για παράδειγμα, να μην αρκείται στην κυριαρχία επί του πλανήτη γη, αλλά να επιδίδεται στην εξερεύνηση και την κατάκτηση του διαστήματος, να αναλύει το μικρόκοσμο της ύλης και να ανασύρει τις δυνάμεις που κρύβονται μέσα της, να εξιχνιάζει τα μυστικά της ζωής και να αναρωτιέται για το νόημα της ύπαρξής του[17].

Επομένως, αν το σύνολο των δραστηριοτήτων και των επιδόσεων του ανθρώπου ως όντος ιστορικού θα μπορούσαμε πρόχειρα να το ονομάσουμε «πολιτισμό», η έννοια του πολιτισμού διαφοροποιείται ριζικά από την έννοια της φύσης. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Καντ στο δοκίμιό του «Πιθανή αρχή της ιστορίας των ανθρώπων», ο πολιτισμός ισοδυναμεί με «απομάκρυνση  του ανθρώπου από τον μητρικό κόλπο της Φύσης, μεταβολή που είναι βέβαια τιμητική, αλλά συνάμα και επικίνδυνη, αφού τον έδιωξε από την απέριττη και σίγουρη κατάσταση της παιδικής πρόνοιας (…) που προνοούσε γι’ αυτόν χωρίς τον δικό του κόπο και τον έσπρωξε προς τον μεγάλο κόσμο, όπου τον περιμένουν τόσες έγνοιες, κόποι και άγνωστα δεινά  (…). Αλλ’ ανάμεσα  σ’ αυτόν και σ’ εκείνη τη φανταστική εστία της ευδαιμονίας βρίσκεται ο Λόγος, που δεν αναπαύεται ποτέ (…) – αυτός δεν επιτρέπει την επιστροφή (ενν. του ανθρώπου) στην κατάσταση της αγριότητας και της απλοϊκότητας, από την οποία τον είχε βγάλει»[18]

Πραγματικά, ο κόσμος της φύσης είναι ριζικά διαφορετικός από τον κόσμο του πολιτισμού. Ενώ η φύση είναι κάτι το έτοιμο, το δεδομένο και το πρωταρχικό, ο πολιτισμός είναι κάτι το επίκτητο, το «κατασκευασμένο» και το δευτερογενές. Ενώ η φύση είναι κάτι το ομοιόμορφο, το απόλυτο και το καθολικό, ο πολιτισμός είναι κάτι το διαφοροποιημένο, το σχετικό και το επιμέρους. Ενώ η φύση είναι κάτι το μοναδικό, αφού υπάρχει μόνο μία φύση, ο πολιτισμός είναι κάτι το πολλαπλό, αφού υπάρχουν  πολλοί πολιτισμοί. Ενώ, τέλος, η φύση είναι κάτι που υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο, ο πολιτισμός είναι κάτι που προϋποθέτει, ακριβώς, την παρουσία του ανθρώπου και δε νοείται ανεξάρτητα από αυτόν. «Παντού όπου εκδηλώνεται ο κανόνας ξέρουμε με βεβαιότητα πως είμαστε στο χώρο της κουλτούρας. Συμμετρικά, είναι εύκολο να αναγνωρίσουμε στο καθολικό το κριτήριο της φύσης. Και αυτό, γιατί ό,τι είναι σταθερό σε όλους τους; ανθρώπους ξεφεύγει αναγκαστικά από τον τομέα των εθίμων, των τεχνικών και των θεσμών, μέσω των οποίων οι ανθρώπινες ομάδες
Κλώντ Λεβί-Στρως
διαφοροποιούνται και αντιτίθενται η μία στην άλλη. (…). Οτιδήποτε είναι καθολικό στον άνθρωπο απορρέει από τη φυσική τάξη και χαρακτηρίζεται από αυθορμησία, οτιδήποτε υποτάσσεται σε έναν κανόνα ανήκει στον πολιτισμό και παρουσιάζει τα κατηγορήματα του σχετικού και του επιμέρους», γράφει ο Κλωντ Λεβί-Στρως[19]

Για να εμβαθύνουμε ακόμη περισσότερο στη διαφορά μεταξύ του βιολογικού/φυσικού στοιχείου και του ανθρώπινου/πολιτιστικού, αρκεί να σκεφτούμε το εξής. Μπορεί στη διαδρομή των χιλιετιών τα μυρμήγκια, για παράδειγμα, να μην πέτυχαν το παραμικρό προκειμένου να εξελιχθούν και να πάνε παραπέρα από το σημείο στο οποίο τα άφησε η φύση. Ωστόσο, όπως έχει παρατηρηθεί (Ζαν Ροστάν), νεαρά μυρμήγκια είναι σε θέση να ξανακάνουν από την αρχή κατά τρόπο τέλειο μια καινούργια μυρμηγκοφωλιά στην περίπτωση που θα απομονώνονταν από αυτή στην οποία ζουν. Αντίθετα, μπορεί οι άνθρωποι, ως όντα ιστορικά, να έχουν απομακρυνθεί τόσο πολύ από την πρωταρχική φυσική τους κατάσταση, ώστε να έχουν, μεταξύ άλλων, επιμηκύνει εντυπωσιακά τη μέση διάρκεια της ζωής τους και να έχουν πετύχει την ηλεκτρονική επανάσταση. Παρ’ όλα αυτά, νεαροί άνθρωποι, στην υποθετική περίπτωση που θα αποκόπτονταν από τον πολιτισμό, θα επανέρχονταν στην πρωτόγονη κατάσταση και θα υποχρεώνονταν να δημιουργήσουν τον πολιτισμό από την αρχή. Και αυτό, γιατί η γόνιμη και διαρκώς εμπλουτιζόμενη πολιτιστική μνήμη, στην οποία ο άνθρωπος βασίζεται και από την οποία ως ον ιστορικό ξεκινά κάθε φορά την πορεία του για νέα επιτεύγματα, βρίσκεται στα πανεπιστήμια, στα ερευνητικά κέντρα, στα εργαστήρια, στα σχολεία, στις βιβλιοθήκες, στους σκληρούς δίσκους των Η/Υ, στα μουσεία και γενικότερα στην πολιτικά οργανωμένη κοινωνία με τα ήθη και τα έθιμα, τις αξίες, τις παραδοχές, τους νόμους και τους θεσμούς της.  Η διαφορά, λοιπόν, του ανθρώπου από το ζώο συνίσταται στο ότι, κατ’ αντίθεση προς το ζώο, που έχει τις όποιες ικανότητες γραμμένες στο βιολογικό του κώδικα και επομένως έτοιμες να ξεδιπλωθούν αυθόρμητα και ομοιόμορφα σε πρώτη ζήτηση, ο άνθρωπος, μολονότι διαθέτει κατ’ αποκλειστικότητα τη μεγαλειώδη δυνατότητα να εξελιχθεί σε άνθρωπο, δηλαδή να αποτελέσει το μέλλον του εαυτού του, δε διατηρεί στα χρωμοσώματά του ικανότητας διαμορφωμένες  και άμεσα διαθέσιμες.

4. Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ

Η συνείδηση ιστορικότητας, δηλαδή η επίγνωση του ότι η ανθρώπινη ιστορία κινείται κατά τρόπο ευθύγραμμο ακολουθώντας μια εξελικτική πορεία που κατατείνει διαρκώς προς το καλύτερο, εισάγεται στην ευρωπαϊκή σκέψη με το Χριστιανισμό. Βέβαια, στην Αρχαία Ελλάδα η καταγραφή και η αξιολόγηση του παρελθόντος  όχι μόνο ήταν γνωστή, αλλά και είχε συνδυαστεί με την ανάδειξη μεγάλων ιστορικών. Ωστόσο, ο Έλληνες θεωρούσαν ότι ο ιστορικός χρόνος είτε οδηγεί σε διαδοχικές  καταστάσεις, που η καθεμιά τους συνιστά μια φάση επιδείνωσης και έκπτωσης σε σχέση με την προηγούμενη[20],  είτε ότι, μιμούμενος τη σταθερότητα της εναλλαγής και την περιοδικότητα της κίνησης των ουράνιων σωμάτων, ακολουθεί πορεία κυκλική, στο εσωτερικό της οποίας οι ενέργειες του άνθρωπου επαναλαμβάνονται αενάως χωρίς όμως να σημειώνονται ουσιαστικές αλλαγές[21].Την πρώτη αντίληψη εκπροσωπεί η  ησιόδεια έκπτωση των γενών  από το «χρύσεον» και το «αργύρεον» γένος στο «χάλκειον» και το πιο επώδυνο από όλα, το «σιδήρειον»[22], κατά τη διάρκεια του οποίου οι άνθρωποι «ουδέ ποτ’ ήμαρ παύσονται καμάτου και οϊζύος ουδέ τι νύκτωρ φθειρόμενοι: χαλεπάς δ’ θεοί δώσουσι μερίμνας»[23]. Και η δεύτερη αντίληψη, που υιοθετεί την κυκλική πορεία, βρίσκει την κλασική διατύπωσή της στον Πολύβιο, σύμφωνα με τον οποίο «Αύτη πολιτειών ανακύκλωσις, αύτη φύσεως οικονομία, καθ’ ην μεταβάλλει και μεθίσταται και πάλιν εις αυτά καταντά τα κατά τας πολιτείας»[24]

Αντίθετα, χάρη στην Ιουδαιοχριστιανικη αντίληψη,  που εισάγει τις έννοιες της Δημιουργίας, της Έκπτωσης των Πρωτοπλάστων, της Σάρκωσης, της Σταύρωσης, της Ανάστασης και της Δευτέρας Παρουσίας, η ευρωπαϊκή σκέψη «διαπαιδαγωγείται», κατά κάποιο τρόπο, και εθίζεται σε μια σταθερή και ευθύγραμμη κίνηση του ιστορικού χρόνου που κυριαρχείται από τις έννοιες του «πριν» και του «μετά» και  μέσα από διαδοχικές εξελικτικές φάσεις βαδίζει σταθερά και ανεπίστρεπτα προς την πραγμάτωση συγκεκριμένων σκοπών. Στο έργο του «Παρέκβαση σχετικά με τους Αρχαίους και τους Νεωτέρους», για παράδειγμα, (μεταξύ του 1688 και του 1692), ο Φοντενέλ θα υποστηρίξει πως η ανθρωπότητα προοδεύει σταθερά έχοντας ήδη φτάσει στο στάδιο της ωριμότητάς της και ότι κινητήρια δύναμη αυτής της προόδου είναι η επιστήμη που αναπτύσσεται ακατάπαυστα[25].

5. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ  ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Ρουσσώ
Αλλά η σταθερή προσήλωση στη μεγαλοσύνη του ανθρώπου, η οποία συνυφαίνεται με την ιδέα της αέναης προόδου, θα αποτελέσει αντικείμενο κριτικής και θα αμφισβητηθεί από τους ρομαντικούς νοσταλγούς του «ευγενούς πρωτόγονου», που  κατά την εκτίμησή τους απολάμβανε μια ειδυλλιακή ζωή στους κόλπους της φύσης, πριν ανταλλάξει την αμεριμνησία του με τα βάσανα και τις αγωνίες του πολιτισμού. Οι νοσταλγοί αυτοί είχαν βασικό εκφραστή τους  το Ρουσσώ, ο οποίος στο Λόγο για την προέλευση της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων σημειώνει πως η έξοδος από τη φυσική κατάσταση και το τέλος της ευτυχίας που αυτή συνεπαγόταν προκλήθηκαν από την εξαφάνιση της ισότητας και την εισαγωγή της ιδιοκτησίας: «Όσο οι άνθρωποι αρκούνταν στις αγροτικές καλύβες τους, όσο περιορίζονταν να ράβουν  τα δερμάτινα ρούχα τους με βελόνες ή με αγκάθια, να στολίζονται με φτερά  και με κοχύλια, να ζωγραφίζουν το σώμα τους με  διάφορα χρώματα, να τελειοποιούν ή να ομορφαίνουν τα τόξα και τα βέλη τους, να λαξεύουν με κοφτερές πέτρες  μερικές ψαρόβαρκες  ή κάποια χονδροειδή μουσικά όργανα --  με μια λέξη: όσο δεν επιδίδονταν παρά μόνο σε έργα που ένας και μόνο μπορούσε να κάνει και σε τέχνες που δεν είχαν ανάγκη από τη συνδρομή πολλών χεριών, ζούσαν ελεύθεροι, υγιείς,  καλοί και ευτυχισμένοι όσο μπορούσαν από τη φύση τους να είναι και συνέχισαν να απολαμβάνουν μεταξύ τους τις χαρές μιας ανεξάρτητης επικοινωνίας. Αλλά από τη στιγμή που ένας άνθρωπος είχε ανάγκη από τη βοήθεια  ενός άλλου, από τη στιγμή που διαπίστωσαν ότι ήταν χρήσιμο σε έναν και μόνο να έχει προμήθειες για δύο, η ισότητα εξαφανίστηκε, η ιδιοκτησία εισήχθη, η εργασία έγινε αναγκαία και τα πελώρια δάση μετατράπηκαν σε  γελαστές εξοχές, οι οποίες έπρεπε να ποτιστούν με τον ιδρώτα των ανθρώπων και στις οποίες σύντομα η δουλεία και η δυστυχία θα φυτρώσουν και θα αυξηθούν μαζί με τη σοδειά.(…)»[26].

Χωρίς αμφιβολία, η νοσταλγία του «αρχεγονισμού» που χαρακτηρίζει τη φυσική κατάσταση έχει την εξήγησή της. Η φύση συνδέεται στη συνείδησή μας με την παράσταση της αγνότητας, της πρωταρχικότατες, της αυθεντικότητας και της εγκυρότητας. Γι’ αυτό από την ελληνική κιόλας αρχαιότητα η Φύση και το φυσικό δίκαιο χρησιμοποιήθηκαν ως αλάνθαστα κριτήρια, προκειμένου να απαξιωθούν η  πολιτισμένη κοινωνία και το θετό δίκαιό της και να εμφανιστούν ότι αντιπροσωπεύουν κάτι το πλαστό, το δευτερογενές, το ηθικά παρηκμασμένο και, άρα, το αναξιόπιστο[27]. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος, με τον οποίο ο Ιππίας ο Ηλείος προσφωνεί τους παρισταμένους, στον Πλατωνικό Πρωταγόρα: «Ω άνδρες οι παρόντες, ηγούμαι εγώ υμάς συγγενείς τε και οικείους και πολίτας άπαντας είναι φύσει, ου νόμω: το γαρ όμοιον τω ομοίω φύσει συγγενές εστιν, ο δε νόμος, τύραννος ων των ανθρώπων, πολλά παρά την φύσιν βιάζεται»[28].
Ωστόσο, η ειδυλλιακή αυτή εικόνα της φύσης χάνει τη λάμψη της και ξεθωριάζει, από τη στιγμή που θα σκεφτούμε ότι στη φύση, όπου επικρατεί η νομοτέλεια του κράτους της ανάγκης, κυριαρχούν, ταυτόχρονα, η σκληρότητα, η αγριότητα, η θηριωδία και το δίκαιο του ισχυροτέρου. Αν δεν ίσχυε αυτό το τελευταίο, αναρωτιέται  κυνικά Καλλικλής κατά την έντονη διαλεκτική αντιπαράθεσή του με το Σωκράτη του πλατωνικού Γοργία, τότε με ποιo δικαίωμα ήρθε Ξέρξης από την Ασία για να καταλάβει την Ελλάδα[29] και πώς νομιμοποιήθηκε ο Ηρακλής να αρπάξει «απριάτας τα βους», δηλαδή χωρίς να τα πληρώσει, τα βόδια του Γηρυόνη;[30] Ο Καλλικλής  υιοθετεί ανεπιφύλακτα το δίκαιο του ισχυροτέρου, το οποίο ταυτίζει με το φυσικό δίκαιο, και ευαγγελίζεται την έλευση ενός υπερανθρώπου ο οποίος θα το πραγματώσει, σαρώνοντας στην κυριολεξία τις διατάξεις του θετού δικαίου, που ο συνομιλητής του Σωκράτη τις χαρακτηρίζει ονειδιστικά «γράμματα και μαγγανεύματα και επωδάς και νόμους τους παρά φύσιν άπαντας»[31]. Εκείνο που ο Καλλικλής δεν μπορεί ή δε θέλει να ανεχτεί είναι το ότι ο περιορισμός της δύναμης του ισχυροτέρου ισοδυναμεί με κατοχύρωση της ελευθερίας και της ασφάλειας των πολλών και αδύναμων. Και ότι η πολιτισμένη κοινωνία προϋποθέτει, ακριβώς, εξημέρωση των ηθών, σύλληψη αξιών, θέσπιση νόμων, επιβολή κανόνων και εμπέδωση της δικαιοσύνης, δηλαδή παραμερισμό και υπέρβαση του χάους που εγκαθιδρύεται από τη φυσική κατάσταση. 


Είναι, λοιπόν, χαρακτηριστικό το ότι ο μεγάλος υμνητής της φυσικής κατάστασης Ρουσσώ θα χαιρετίσει τη μετατροπή του ηλίθιου ζώου σε έλλογο ον  --σε άνθρωπο-- η οποία επιτυγχάνεται, ακριβώς, χάρη στο κοινωνικό συμβόλαιο, που σημαίνει πέρασμα από τη φυσική στην πολιτική  κατάσταση, δηλαδή στον πολιτισμό. Τώρα, στην ανθρώπινη  συμπεριφορά η δικαιοσύνη αντικαθιστά το ένστικτο και οι πράξεις αποκτούν την ηθικότητα που προηγουμένως τους έλειπε: «Μόνο τότε, καθώς η φωνή του καθήκοντος διαδέχεται τη φυσική παρόρμηση και το δίκαιο την όρεξη, ο άνθρωπος, που ως τότε δεν είχε προσέξει παρά μόνο τον εαυτό του, υποχρεώνεται να δράσει σύμφωνα με άλλες αρχές και να συμβουλευτεί τη λογική του πριν υπακούσει στις ροπές του»[32]. Δυο αιώνες αργότερα, στο έργο του Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας (1930), ο Φρόιντ  θα διεκτραγωδήσει την καταπίεση των πρωτόγονων ενστίκτων, την οποία επιβάλλει ο πολιτισμός στο άτομο εμποδίζοντάς το να διαπράττει δολοφονίες ή να ικανοποιεί ανεμπόδιστα τις σεξουαλικές του ορέξεις. Ωστόσο, παραδέχεται ταυτόχρονα ότι υπάρχει κάτι σαν αγιάτρευτη κακία στο βάθος του ανθρώπινου ψυχισμού, την οποία ο πολιτισμός  με τους καταπιεστικούς περιορισμούς του εμποδίζει να εκδηλωθεί, άσχετα αν το τίμημα είναι η δυστυχία του ανθρώπου με τα ανεκπλήρωτα ένστικτα. Επομένως, ο πολιτισμός σύμφωνα με τον Φρόιντ λειτουργεί ως αναγκαίο κακό.

6. Η ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΗ ΠΡΟΟΔΟΣ

Θα ήταν ευχής έργο αν αυτά τα τελευταία συνιστούσαν σταθερά και μόνιμα γνωρίσματα των πολιτισμένων κοινωνιών, αλλά δυστυχώς αυτό δε συμβαίνει. Χωρίς αμφιβολία, εξετάζοντας την κοινωνική πραγματικότητα με μια προοπτική δεκαετιών ή και αιώνων, διαπιστώνουμε ότι, σε σύγκριση με άλλες εποχές, ποτέ η έμπρακτη ευαισθητοποίηση για τις δημοκρατικές ελευθερίες, για τα ανθρώπινα δικαιώματα και για την κοινωνική δικαιοσύνη δεν ήταν μεγαλύτερη από ό,τι στις μέρες μας. Και ότι ποτέ οι άνθρωποι δεν απολάμβαναν τόσα υλικά αγαθά και τέτοια τεχνικά μέσα, που κάνουν τη ζωή τους περισσότερο άνετη, περισσότερο εύκολη και περισσότερο ευχάριστη. Επομένως, θα μπορούσε να γίνει λόγος για πρόοδο, για μια πρόοδο, όμως, χαρακτηριζόμενη από αντιφάσεις και παλινωδίες, οι οποίες δυστυχώς στιγματίζουν τον πολιτισμό μας σε βαθμό ολοένα και περισσότερο αποκαρδιωτικό. Οι ανθρωπιστικές αξίες αποτελούν αντικείμενο υποκριτικών διακηρύξεων και σε πάμπολλες περιπτώσεις αποδεικνύονται λόγος κενός, οι γενοκτονίες και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως ανακαλούν απαίσιες  μνήμες και δημιουργούν  σε όλους μας συναισθήματα ενοχής, η ευρηματικότητα στην παραγωγή μέσων μαζικής καταστροφής εγκυμονεί εφιαλτικούς κινδύνους που απειλούν την ανθρωπότητα με αληθινό (και όχι με κατά φαντασίαν, τύπου Φουκογιάμα[33]) τέλος της ιστορίας και η δικαιοσύνη ως ηθική αξία έχει αντικατασταθεί από το δίκαιο της ισχύος και του συμφέροντος.  Επιπλέον, η διαφθορά, η αναξιοκρατία, η λατρεία του υλικού κέρδους, η εμπορευματοποίηση των πάντων, οι οικονομικοκοινωνικές ανισότητες, η αγριότητα και η αναλγησία -- όλη αυτή η σύγχρονη φαινομενολογία της ηθικής παρακμής επαναφέρει στη μνήμη μας τις αναλύσεις του Αριστοτέλη στα Πολιτικά του. 

Ο άνθρωπος, σύμφωνα με το φιλόσοφο, έχει την τάση να φέρεται προς την αρετή, και μάλιστα διαθέτει τη λογική, τη συνείδηση και τη γλώσσα, που του επιτρέπουν να την υπηρετήσει αποτελεσματικά. Ενώ, λοιπόν, μπορεί να αναδειχτεί το τελειότερο ον εφόσον κάνει εποικοδομητική χρήση των δυνατοτήτων του, αντίθετα, σε περίπτωση που θα απομακρυνθεί από το νόμο  και τη δικαιοσύνη  και θα απεμπολήσει την αρετή, καταντά το πιο ανίερο και άγριο ζώο («ανοσιώτατον και αγριώτατον άνευ αρετής»). Ο λόγος είναι απλός: «χαλεπωτάτη αδικία έχουσα όπλα»[34] -- η χειρότερη μορφή αδικίας είναι αυτή που διαθέτει τα όπλα τα οποία θα της επιτρέψουν να επιβληθεί. Με άλλα λόγια, τα ίδια τα πνευματικά εφόδια του ανθρώπου, τα οποία στοιχειοθετούν την υπεροχή του ως
Kant
όντος ιστορικού, καταντούν τα πλέον αποτελεσματικά μέσα για τη διάπραξη του κακού και ουσιαστικά μετατρέπονται σε αυτεπίστροφο όπλο –σε «μπούμερανγκ»-- που κατευθύνεται εναντίον του. Χρειάζεται συνεχής αγώνας των ατόμων και των λαών, επαγρύπνηση συνειδήσεων, διεύρυνση της παιδείας, παγίωση των δημοκρατικών διαδικασιών και καθολική αντίσταση στους οδοστρωτήρες της παγκοσμιοποίησης και της νέας τάξης, ώστε, κατά την έκφραση του Αντόρνο, το κακό να μην έχει την τελευταία λέξη[35]
 
Ωστόσο, η διαλεκτική σχέση του πολιτισμού με τη φύση, όπως και του ανθρώπου με το ζώο, παρουσιάζει μια πρόσθετη διάσταση και αναπτύσσει μια πρωτόγνωρη δυναμική, εξαιτίας της οποίας ο άνθρωπος υποχρεώνεται σταδιακά να αναθεωρήσει τη στάση του απέναντι στη φύση, στον πολιτισμό αλλά και στον ίδιο τον εαυτό του. H επίγνωση της υπεροχής του ανθρώπου έναντι του ζώου τού επέτρεψε να κάνει ένα αποφασιστικό βήμα παραπέρα. Δεν εξέλαβε απλώς τον εαυτό του ως το τελειότερο ον της φύσης. αλλά και ανακηρύχτηκε αυτοσκοπός της Δημιουργίας, θεωρώντας μάλιστα τα άλλα έμβια όντα υποχρεωμένα να υπηρετήσουν τη μεγαλοσύνη του. Εκφραστής του πνεύματος του Διαφωτισμού, ο Καντ σημειώνει τα εξής σε ένα βαρυσήμαντο απόσπασμα του δοκιμίου του Πιθανή αρχή της ιστορίας των ανθρώπων: «[Ο άνθρωπος] κατάλαβε (αν και μόνο σκοτεινά) πώς αυτός κυρίως είναι ό σκοπός της Φύσης και κανένα από τα οντά πού ζουν απάνω στη γη δεν θα μπορούσε να του διεκδικήσει τούτο το πρωτείο. Την πρώτη φορά πού είπε στο πρόβατο : το μαλλί πού φορείς, σου τ ό ‘δώσε ή Φύση όχι για σένα άλλα για μένα, του το πήρε και το φόρεσε, συνειδητοποίησε ένα προνόμιο πού το είχε από τη φύση του απέναντι σ' όλα τα ζώα· από δω και πέρα πλέον τα 'βλέπε όχι σαν συντρόφους του μέσα στη δημιουργία, άλλα ως αφημένα στη βούληση του μέσα και όργανα για την πραγματοποίηση των οποιωνδήποτε προθέσεων του»[36].

7. Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Αλλά μια τέτοια θεώρηση των άλλων έμβιων όντων, την οποία ο πολιτισμός θα πληρώσει μακροπρόθεσμα πολύ ακριβά, σηματοδοτεί  απλώς μια εξελικτική φάση στην ολοένα και μεγαλύτερη ανθρώπινη αλαζονεία. Θεωρώντας τον εαυτό του Προμηθέα που εκθρονίζει το Θεό με τη βεβαιότητα ότι τώρα πλέον όλα επιτρέπονται, όπως θα έλεγε και ο Ντοστογιέφσκι, ο άνθρωπος αυτοαναγορεύεται Θεός και αισθάνεται έτοιμος να εξαπολύσει τη μεγάλη επίθεση εναντίον της φύσης[37]. Ωστόσο, η επίθεση αυτή βασίζεται σε μια τριπλή παρανόηση. Παρανόηση πρώτη: ο άνθρωπος είναι κάτι  το ριζικά διαφορετικό από τη φύση, αποκλειστικά και μόνο res coguitans --ένα ον σκεπτόμενο-- ενώ αποτελεί στην πραγματικότητα αναπόσπαστο τμήμα της φύσης, το οποίο αναδύθηκε από αυτήν και έχει άμεσα την ανάγκη της προκειμένου να επιβιώσει. Παρανόηση δεύτερη: η φύση είναι ατέλειωτη, άπειρη και ανεξάντλητη, άρα η όποια καταστροφή της δεν εγκυμονεί κανενός είδους κινδύνους, ενώ  στην πραγματικότητα η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού της γης, η εκμηδένιση των αποστάσεων λόγω της τελειοποίησης των συγκοινωνιών και η ραγδαία ανάπτυξη των τεχνικών μέσων έχουν ως αποτέλεσμα οι παρεμβάσεις του ανθρώπου στη φύση να αποδεικνύονται ανεπανόρθωτα καταστρεπτικές. Παρανόηση τρίτη: η φύση, η αρχετυπική εκείνη μητέρα και τροφός του ανθρώπου, δεν είναι παρά μια υλική αναγκαιότητα, μια ακατέργαστη μάζα, την οποία ο άνθρωπος καλείται να αντιμετωπίσει εχθρικά, προκειμένου να καταφέρει εναντίον της καίρια πλήγματα[38].  

Το 1831, στην Εισαγωγή στην Παγκόσμια Ιστορία, ο Michelet αφιερώνει στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση το ακόλουθο εύγλωττο απόσπασμα: «Μαζί με τον κόσμο ξεκίνησε ένας πόλεμος που δε θα τελειώσει παρά μόνο όταν τελειώσει ο κόσμος, όχι νωρίτερα: ο πόλεμος του ανθρώπου εναντίον της φύσης, του πνεύματος εναντίον της ύλης, της ελευθερίας εναντίον της μοίρας. Η ιστορία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αφήγηση αυτής της ατέλειωτης πάλης»[39].
Αυτός πόλεμος εναντίον της φύσης γίνεται ολοένα και πιο ανελέητος από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά, οπότε η πρόοδος συνυφαίνεται με ένα νεόκοπο δυτικότροπο ιδεολόγημα: την  οικονομία της ανάπτυξης. Μπορεί η μαγική αυτή λέξη να ηχεί σήμερα ως πανάκεια και να ανακαλεί στη μνήμη μας την παράσταση της σανίδας σωτηρίας μέσα στην κοσμοχαλασιά μια πρωτόγνωρης οικονομικής κρίσης, αν πάρουμε, όμως, κάποια χρονική απόσταση από τα τραγικά δρώμενα των ημερών μας, ώστε να θεωρήσουμε το θέμα με μια ιστορική προοπτική, θα διαπιστώσουμε ότι η οικονομία της ανάπτυξης, κατά το μέτρο που αποσκοπεί στην παραγωγή ολοένα και περισσότερου υλικού πλούτου ο οποίος θα υπηρετήσει την καταναλωτική μας βουλιμία, προϋποθέτει αυτομάτως παρέμβαση στη φύση και διαρκώς αυξανόμενη εκμετάλλευση, δηλαδή φθορά και καταστροφή της. Και ενώ το ιδεολόγημα της ανάπτυξης θα αποθεωθεί από τη φιλελεύθερη σκέψη, ταυτόχρονα θα
Michelet
υιοθετηθεί χωρίς καμιά επιφύλαξη από το μαρξισμό. Όπως είναι γνωστό, πιστοποιητικό γεννήσεως του ανθρώπου θεωρεί ο Μαρξ την ιστορία, ταυτόχρονα όμως ταυτίζει την παγκόσμια ιστορία με τη γέννηση του ανθρώπου από την εργασία του. Ο άνθρωπος, χάρη στην εργασία του, οικειοποιείται τη φυσική ύλη, δηλαδή επιφέρει στη φύση μεταβολές, που δεν είναι, στην ουσία, παρά φθορές, αλλοιώσεις και καταστροφές, μέσω των οποίων πραγματώνει τους σκοπούς του, δηλαδή πετυχαίνει τη βελτίωση των όρων της διαβίωσής του[40]

Το αποτέλεσμα αυτής της κοσμογονίας ήταν, μεταξύ άλλων,  να καταστραφούν χιλιάδες ζωικά και φυτικά είδη, να ρυπανθούν τα ποτάμια και οι θάλασσες, να  μολυνθεί ο αέρας, να στραγγιχτούν οι πηγές ενέργειας να ανατραπεί η ισορροπία του οικοσυστήματος και να τείνει να μετατραπεί σταδιακά ο πλανήτης γη σε ένα άνυδρο θερμοκήπιο[41]. Το σήμα κινδύνου όχι απλώς για τον πολιτισμό αλλά και για την ίδια τη ζωή, χωρίς την οποία ο πολιτισμός είναι αδιανόητος, έχει δοθεί αναρίθμητες φορές από πολλές και διάφορες πλευρές. Ένας σύγχρονος Γάλλος διανοούμενος μάλιστα, ο Εντγκάρ Μορέν, θα απευθύνει σε όλους μας την ακόλουθη έκκληση, του επέχει θέση μιας αγωνιώδους κραυγής: «Σώστε την πατρίδα γη!». «Πρέπει να διατηρήσουμε, γράφει μεταξύ άλλων, πρέπει να σώσουμε την πατρίδα Γη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα μας η σύγκλιση των αληθειών που έρχονται από τους πιο ποικίλους ορίζοντες, άλλες από τις επιστήμες, άλλες από τις ανθρωπιστικές σπουδές, άλλες από την πίστη, άλλες από την ηθική, άλλες από την συνείδηση του ότι ζούμε την περίοδο του Σιδήρου της πλανητικής εποχής». Σημειώνει, επίσης, ότι μακροπρόθεσμα μπορούμε να φύγουμε, να ταξιδέψουμε σε άλλους πλανήτες και να ιδρύσουμε εκεί αποικίες, αλλά οι ζωές μας και οι νεκροί μας είναι εδώ, στην πατρίδα μας, στο σπίτι μας. Και αυτήν την πατρίδα, αυτό το σπίτι, δηλαδή τον πλανήτη γη, πρέπει να τον σώσουμε[42].

8. ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

Αναφέρθηκα από την αρχή της ομιλίας μου στη φύση κατ’ αντιδιαστολή προς τον πολιτισμό και στον πολιτισμό κατ’ αντιπαράθεση προς τη φύση. Κατά βάθος, είναι αδύνατον να εξεταστεί ο καθένας από τους δύο αυτούς πόλους ενδιαφέροντος ανεξάρτητα από τον άλλο. Και είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι και η φύση και ο πολιτισμός απειλούνται και κινδυνεύουν άμεσα από τους ίδιους ακριβώς φοβερούς εχθρούς, που δεν είναι άλλοι από την αλαζονεία, την απληστία και την επιθετικότητα του ίδιου του ανθρώπου. Για το λόγο, λοιπόν, αυτό, οι μεγάλες αποστάσεις που πρέπει να διανυθούν, οι μεγάλες εξερευνήσεις που πρέπει να οργανωθούν, οι μεγάλες ανακαλύψεις που πρέπει να επιδιωχθούν, οι μεγάλες ανακατατάξεις που πρέπει να σημειωθούν, οι μεγάλες ανατροπές που πρέπει να καταγραφούν και οι μεγάλες ανασυγκροτήσεις που πρέπει να δρομολογηθούν – αυτά όλα--  οφείλουν να λάβουν χώρα μέσα μας, στον εσωτερικό κόσμο ημών των ιδίων. Πράγμα που σημαίνει ότι για να επιβιώσει και να μεγαλουργήσει ο άνθρωπος, οφείλει πρώτα να δαμάσει, να εξημερώσει και να εξανθρωπίσει τον ίδιο τον εαυτό του.

Ήδη, για τη σωτηρία «της πατρίδας γης» από το επερχόμενο οικολογικό ολοκαύτωμα γίνονται σε διακρατικό επίπεδο συνέδρια με σκοπό τη λήψη αποφάσεων. Αλλά οι αποφάσεις αυτές υπονομεύονται από τις υστερόβουλες υπεκφυγές και την ιδιοτελή αναβλητικότητα των ισχυρών, που δεν είναι κατά βάθος διατεθειμένοι να περιστείλουν  την οικονομική ανάπτυξη, γιατί αυτό θα οδηγούσε ευθέως στον περιορισμό του παραγόμενου πλούτου και, συνακόλουθα, στη μείωση των θέσεων εργασίας, άρα θα προκαλούσε πολιτική αποσταθεροποίηση στις αποχαυνωμένες από τον καταναλωτισμό κοινωνίες του λεγόμενου ανεπτυγμένου κόσμου. Παράλληλα, εντείνεται ο προβληματισμός και  αυξάνονται οι διεργασίες για μια «παγκόσμια» ή «οικουμενική» ηθική ή για μια «ηθική της γης», που θα ξεπερνούσε την ηθική κουλτούρα των επιμέρους πολιτισμών και θα διατύπωνε ορισμένα πανανθρώπινης ισχύος ηθικά αιτήματα με τη μορφή συστάσεων ή παραινέσεων. Και εδώ, επίσης, εκφράζονται σοβαρές επιφυλάξεις. Αυτές οι συστάσεις και οι παραινέσεις σε ποιο βαθμό άραγε ακουμπούν  σε μια γνήσια φιλοσοφική θεμελίωση, ώστε να αποτελέσουν κάτι ουσιαστικότερο από μια έκθεση ιδεών, που παίρνει τη μορφή ενός ανέξοδου ευχολόγιου; Ή μήπως, για να αποκτήσουν κάποιο ουσιαστικό περιεχόμενο, θα έπρεπε να προωθηθούν στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης, ενός «Global Government», που όμως προκαλεί σε πολλούς, στους οποίους συγκαταριθμείται και η ταπεινότητά μου, αρνητικούς για να μην πω ανατριχιαστικούς συνειρμούς; Προσωπικά, δεν αισθάνομαι έτοιμος να πραγματευτώ αυτό το θέμα και να απαντήσω στα σχετικά ερωτήματα. Ίσως θα μπορούσε να οργανωθεί μελλοντικά μια ad hoc εισήγηση, στο πλαίσιο της οποίας θα καλούνταν να μας προσφέρουν τα φώτα τους κάποιοι περισσότερο αρμόδιοι από εμένα.


[1] Πολιτικά, 1253 a 3. Για τεχνικούς λόγους δεν κατέστη δυνατή η καταχώριση των αρχαίων χωρίων σε πολυτονικό.
[2] Για το μεταφυσικό υπόβαθρο της πολιτικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, βλ. Κυριάκου Κατσιμάνη, Πλάτων και Αριστοτέλης, Φιλοσοφική ερμηνεία επιλεγμένων κειμένων, Gutenberg, Αθήνα 2001, σσ. 248-266
[3] Όπ. παρ., 1280 b 33-35.
[4] Όπ. παρ., 1253  a 29.
[5] Εκτενής φιλοσοφική επεξεργασία του μύθου του Πρωταγόρα περιέχεται στην εργασία μου Ανθρωπισμός, δημοκρατία και παιδεία στον πλατωνικό ‘Πρωταγόρα’, in Αναλύσεις και τομές σε θέματα παιδείας, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα, 1985, σσ. 40-60.
[6] Πλάτ. Πρωταγόρας, 320 c 8 – 321 b 6.
[7] Όπ. παρ., 321 c 6.
[8] ‘Οπ.  παρ. 321 d 1-2.
[9] Ιμμ. Καντ, Πιθανή αρχή της ιστορίας των ανθρώπων, in Ιμμάνουελ Καντ, Δοκίμια, Εισαγωγή, Μετάφραση, σχόλια Ε. Π. Παπανούτσου, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα, 1971, σελ. 57.
[10] Θουκ., ΙΙ, 48, 1-2.
[11] Αντί των φιλοσοφικών θεωριών  που διδάσκονται στα σχολεία, θα ήταν προτιμότερο κατά τον Ντεκάρτ να προχωρήσουμε σε βαθιά γνώση των δυνάμεων και των ενεργειών των διαφόρων φυσικών στοιχείων (του αέρα, του νερού, της φωτιάς, των άστρων κτλ.), έτσι ώστε να τις χρησιμοποιήσουμε με τον κατάλληλο τρόπο με σκοπό να κυριαρχήσουμε πάνω στη φύση  (Discours de la méthode (1637), 6e partie, Bibliothèque de la Pléiade, Éd. Gallimard, 1966, p. 168).
[12]  Louis Rougier, Le génie de l’ Occident, Robert Laffont, Paris 1969, pp. 16-17. Κλασικός είναι ο τρόπος, με τον οποίο εκφράζεται στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, στ. 353-361, ο θαυμασμός για τη «δαιμονική» φύση του ανθρώπου ως δημιουργού πολιτισμού
[13]  Πλάτ. Πρωταγόρας, 322 a 8 - d  5
[14] Όπ. παρ., 323 a-e.
[15] Ε. Π. Παπανούτσου, Ηθική, Ίκαρος, Αθήνα, 19562 ,σσ. 278-285.  Βλέπε και τη μελέτη μου Ιστορικότητα και ιδέα του ανθρώπου στην ευρωπαϊκή σκέψη, Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα, 2008, σσ. 381-404.
[16] Βλ. Κυριάκου Κατσιμάνη, Η αυτογνωσία και οι ωδίνες της. Από τον προβληματισμό στο μυστήριο. Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, τεύχος 85, Ιανουάριος 2012, σσ. 3-16, ειδικότερα σσ. 5-7..
[17] Βλ. και Κυριάκου Κατσιμάνη και Στέλιου Βιρβιδάκη, Προβλήματα Φιλοσοφίας, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1999, σσ. 201 κ.εξ.
[18] Ιμμ. Καντ, όπ. παρ., σελ. 59. Στην καντιανή νοσταλγία του χαμένου παραδείσου, ο οποίος σχετιζόταν άμεσα με τη φυσική κατάσταση, εύκολα διακρίνει κανείς την επίδραση του Ρουσσώ, για τον οποίο ο Καντ έτρεφε απεριόριστο θαυμασμό (Βλ. παρακάτω, «Καταγγελία και υπεράσπιση του πολιτισμού»). Σχετικά με τα κοινά σημεία μεταξύ των δύο φιλοσόφων βλ. Ernst Cassirer, Καντ και Ρουσσώ (ελλ. μτφρ.), Εκδόσεις Έρασμος, Αθήνα, 1976.
[19] Cl. Lévi-Strauss, Les structures élémentaires de la parenté, Mouton, Paris, 1971, σσ. 9-10.
[20] Κ. Παπαϊωάννου,  Κόσμος και ιστορία, Ελληνική Κοσμολογία και δυτική εσχατολογία, αναδημοσίευση στο περιοδικό Εποπτεία, 75, 1983, σσ. 6, 9.
[21] Κ. Παπαϊωάννου, όπ. παρ., σσ. 7 κ. εξ.
[22] Έργα και ημέραι, στ 109-201..
[23] Όπ. παρ.,176-178.
[24] Ιστορίαι, 6,9,10-11.
[25] Κυριάκου Κατσιμάνη, Ιστορικότητα και ιδέα…, σελ. 391.
[26] J. – J. Rousseau, Discours sur l’ origine de l’ inégalité, 2e partie, in Extraits des philosophes du XVIIIe  siècle, Classiques Hachette, Paris 1933, p. 442.
[27] Βλ. Κυριάκου Κατσιμάνη, Πρακτική φιλοσοφία και πολιτικό ήθος του Σωκράτη, Επικαιρότητα, Αθήνα, 1981, σσ. 40-41.
[28] Πλάτ. Πρωταγόρας, 337c
[29] Πλάτ. Γοργίας, 483 d 6 - 7.
[30] Όπ. παρ., 484 b 1- c 3.
[31] Όπ. παρ., 484 a 4-5.
[32] J.-J. Rousseau, Le contrat social, I, 8, in Georges Pascal, Les grands textes de la philosophie, Bordas, Paris, 1974, p. 144.
[33] Στο βιβλίο του Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος (1992) ο Φράνσις Φουκογιάμα διατείνεται ότι με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού παγιώνεται πλέον στο πλαίσιο της ύστερης νεωτερικότητας ένα status quo χαρακτηριζόμενο από την αναπότρεπτη κυριαρχία της φιλελεύθερης οικονομίας και την παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ.
[34] Πολιτικά, 1253 a, 29 – 39.
[35] Th.W. Adorno, Σε τι χρησιμεύει ακόμα η φιλοσοφία; (ελλ. μτφρ.)., Εκδόσεις Έρασμος, Αθήνα, 1975, σσ. 17-18.
[36] Όπ. παρ., σελ. 58.
[37] Σχετικά με τη «θεοποίηση» του ανθρώπου, Κυριάκου Κατσιμάνη, Ιστορικότητα και ιδέα…, σσ. 395-398.
[38] Κυριάκου Κατσιμάνη, Η οικολογική καταστροφή ως αναίρεση του ανθρωπισμού, Ανακοίνωση σε διεθνές συνέδριο της Ορθόδοξης Ακαδημίας Κρήτης (4-7/8/1990), με την ευκαιρία της συμπλήρωσης σαράντα πέντε ετών από την καταστροφή της Χιροσίμα (Τα Εκπαιδευτικά, 24, σσ.116-129), σσ. 121-122.
[39] In Louis Rougier, όπ.παρ. σελ., 221.
[40] Κυριάκου Κατσιμάνη, όπ. παρ., σσ. 119-120.
[41] Κυριάκου Κατσιμάνη, όπ. παρ., σσ. 116-117.
[42] Le Monde Diplomatique, Οκτώβριος 1989.

Σχόλια

  1. Κυριακος Κατσιμανης
    εξαιρετικος δασκαλος,υπεροχος ανθρωπος,σημαντικος στοχαστης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αυτό είναι αλήθεια. Ο Κατσιμάνης ξεχωρίζει από τους υπολοίπους, ίσως επειδή δεν είναι "δήθεν".

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Ο σχολιασμός του αναγνώστη (ενημερωμένου η μη) είναι το καύσιμο για το ιστολόγιο αυτό, έτσι σας προτρέπουμε να μας πείτε την γνώμη σας. Τα σχόλια οφείλουν να είναι κόσμια, εντός θέματος και γραμμένα με Ελληνικούς χαρακτήρες (όχι greeklish και κεφαλαία).

Καλό είναι όποιος θέλει να διατηρεί την ανωνυμία του να χρησιμοποιεί ένα ψευδώνυμο έτσι ώστε σε περίπτωση διαλόγου, να γίνεται αντιληπτό ποιος είπε τι. Κάθε σχόλιο το οποίο είναι υβριστικό η εμπαθές, θα διαγράφεται αυτομάτως.

"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας