Το τελευταίο πράγμα που
ξεχνά η μνήμη είναι οι ενοχές
Κώστας Μόντης, Στιγμές. Λευκωσία, 1958.
Στις 14 Ιουλίου 2022, ο (τότε Υφυπουργός Παιδείας) Καθηγητής Άγγελος Συρίγος, με μία αποστροφή της ομιλίας του στη Βουλή των Ελλήνων, άνοιξε – έστω και για βραχύ χρονικό διάστημα – μία συζήτηση που εκκρεμεί στην Ελληνική κοινωνία εδώ και πενήντα χρόνια. Η συζήτηση αφορά στο αν η δικτατορία κατέρρευσε το καλοκαίρι του 1974 λόγω της Κυπριακής τραγωδίας ή αν η κατάρρευσή της οφειλόταν στην αντίδραση - και αντίσταση - του κοινωνικού σώματος που είχε κορυφωθεί με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973, και απλά τα γεγονότα της Κύπρου ήταν το τελικό χτύπημα σε ένα ετοιμόρροπο καθεστώς.
Το απόσπασμα της
τοποθέτησης του Α. Συρίγου που πυροδότησε τη σχετική συζήτηση και τις
εντονότερες αντιδράσεις, ήταν το εξής (οι
υπογραμμίσεις δικές μας):
«Το χουντικό καθεστώς δεν έπεσε λόγω της
εσωτερικής αντιστάσεως. Η Χούντα
κατέρρευσε το ’74 υπό το βάρος των ανομημάτων της κυρίως υπό το βάρος της
Κυπριακής τραγωδίας. Το γεγονός ότι στα θεμέλια της μεταπολιτεύσεως δεν
υπήρχε ένα γεγονός ανατροπής, είχε τεράστια αξιακή σημασία στην ποιότητα της
μεταπολιτευτικής μας ζωής. Δεν υπήρξαν
ογκώδεις συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις και πορείες επί Χούντας. Υπήρχαν
μεμονωμένες ενέργειες κάποιων γενναίων Ελλήνων που αντιμετωπίζονταν με βάρβαρο
τρόπο από τη δικτατορία. Αυτό που δεν έγινε από την πλειοψηφία του λαού,
όταν χρειαζόταν, όταν υπήρχε η Χούντα, έπρεπε να αναπληρωθεί μετά. Μετά το ’74
είχαμε τις πορείες μας, τα λάβαρά μας, τα αντάρτικά μας και μετά πηγαίναμε
σπίτι μας αφού είχαμε εκπληρώσει εκ του ασφαλούς το αντιστασιακό μας καθήκον
έναντι της δικτατορίας».
«Δημιουργήθηκε
λοιπόν μία μυθολογία που είχε και
εξακολουθεί να έχει στο επίκεντρό της το Πολυτεχνείο. Γιατί το Πολυτεχνείο;
Γιατί το Πολυτεχνείο υπήρξε το μοναδικό σοβαρό γεγονός μαζικής λαϊκής
αντιστάσεως απέναντι στη Δικτατορία».
Οι παραπάνω φράσεις του Α. Συρίγου έθιγαν δύο ζητήματα:
ένα κύριο,
και ένα συναφές και δευτερεύον. Το κύριο αφορά στο μέγεθος και την ένταση της αντίστασης κατα της δικτατορίας και αν
μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτή υπήρξε η αιτία της πτώσης της. Το δευτερεύον αφορά ειδικότερα στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, τον
ρόλο της στην πτώση της δικτατορίας και τη θέση της στη φαντασιακή θέσμιση της
ελλαδικής μεταπολίτευσης. Η συζήτηση που άνοιξε με αυτές τις φράσεις είναι
μία σοβαρή και σημαντική συζήτηση που
αφορά κυριολεκτικά στο DNA της
μεταπολίτευσης. Μία συζήτηση που αποφεύγει επιμελώς η κοινωνία και το πολιτικό
σύστημα του Κράτους των Αθηνών εδώ και μισό (πλέον) αιώνα. Κατά τη γνώμη μου
πάντα, η αποφυγή διεξαγωγής αυτης της συζήτησης οφείλεται στην – κάποτε
συνειδητή, κάποτε ασυνείδητη - συλλογική
ενοχή του κοινωνικού σώματος και στην πολιτική
ιδιοτέλεια του μεγαλύτερου μέρους του πολιτικού κόσμου στην Αθήνα.
Η Ελλαδική κοινωνία εχει τεράστιες ενοχές για την
τραγωδία του 1974. Όσο και αν
προσπάθησε (και προσπαθεί), από το 1974 και μετά, να αποστρέψει το πρόσωπο από
την Κύπρο για να απολαύσει την επίπλαστη ευημερία της μεταπολίτευσης (η οποία
κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος το 2010), όσο και αν προσπάθησε να κρυφτεί πίσω
από ιδεολογήματα της πεντάρας (για τους «Κύπρίους που δεν πολέμησαν», κτλ.) ή
από θλιβερές αναλύσεις «ειδικών» για την αδυναμία παροχής στρατιωτικής βοηθείας
στην Κύπρο εκείνες τις μαύρες ημέρες, η
αλήθεια είναι εκεί, παρούσα, και τυραννάει τη μνήμη και τη συνείδηση (όσων βεβαίως, εχουν ακόμη κάτι από αυτά):
η Κύπρος σφαγιάσθηκε επειδή κάποιοι στην
Αθήνα πρόδωσαν (χωρίς εισαγωγικά) και
την άφησαν αβοήθητη να υπερασπιστεί την ακεραιότητά της. Η Ελλάδα έμεινε
εξευτελιστικά απαθής, παρά τις ευθύνες της, παρά τα σχέδια, παρά το γεγονός ότι
εκεί εμάχοντο – αν μη τι άλλο – τμήματα του Ελληνικού Στρατού που αφέθηκαν στην
τύχη τους. Απίστευτος και οδυνηρός
εξευτελισμός, τραγική ήττα. Πώς να ξεχαστεί, όσο και αν προσπαθήσεις; Το
χειρότερο δε: η κοινωνία του μεταπολιτευτικού
Αθηναϊκού Κράτους ανέχθηκε την ατιμωρησία των υπευθύνων αυτής της προδοσίας,
των ανθρώπων που αποδεδειγμένα ευθύνονταν για την τραγωδία. Περαιτέρω
σχόλια, παρέλκουν, μπορεί να γράφει κανείς μέρες ολόκληρες. Οι ενοχές μπορεί να
οδηγησουν κάποιον σε καθαρτήρια και λυτρωτική αυτοκριτική, και σε αποφάσεις για
το πώς μπορεί να αρθεί το άγος που δημιουργεί τις ενοχές. Ή μπορεί να οδηγήσουν
στην ψυχολογική λειτουργία της άρνησης, που σε οδηγεί να αποφεύγεις κάθε
συζήτηση που σου επαναφέρει τις ενοχές: «ναι,
η Κυπριακή τραγωδία του 1974 υπήρξε, είναι λυπηρόν, αλλά η δικτατορία έπεσε με
τον τιτάνιο αγώνα του ελληνικού λαού, δεν μπορούμε να χρεωνόμαστε το έγκλημα
μία δικτατορίας, την οποίαν ματώσαμε για να ρίξουμε». Νομίζω πως είναι
ξεκάθαρο ποιά στάση επέλεξε η ελληνική κοινωνία.
Η δεξιά παράταξη που «οδήγησε» τις
πολιτικές διεργασίες της μεταπολίτευσης υπό το κομματικό σχήμα της Νέας Δημοκρατίας (ΝΔ) (ασχέτως αν στις μερες μας, η σχέση του
κόμματος αυτού με το κόμμα της δεκαετίας του ’70 είναι μηδαμινή) και
ηγέτη-σύμβολο τον Κων/νο Καραμανλή,
είχε και έχει κάθε λόγο να αποφεύγει τέτοια συζήτηση – είναι η προσωπική
ποιότητα του Α. Συρίγου που έθεσε αυτά τα θέματα επί τάπητος. Γνώριζε η ΝΔ σε
όλο αυτό το χρονικό διάστημα ότι σε μία τέτοια συζήτηση θα έπρεπε να δώσει απάντηση σε δύο καίρια ερωτήματα,
για τα οποία είναι πάντα υπόλογη απέναντι στο Έθνος και στην Ιστορία. Το πρώτο ερώτημα: γιατί δεν έπραξε
τίποτα για να ενισχύσει στρατιωτικά την Κύπρο ανάμεσα στον Αττίλα Ι (20-22
Ιουλίου 1974) και στον Αττίλα ΙΙ (14-16 Αυγούστου 1974), όταν οι κινήσεις των
Τούρκων έδειχναν ξεκάθαρα τις προθέσεις τους και η αποτυχία των διπλωματικών
συνομιλιών ήταν σίγουρη; Η αδυναμία παροχής στρατιωτικής βοηθείας όταν ξέσπασε
ο Αττίλας ΙΙ (την οποία επικαλέστηκε ο Κ.
Καραμανλής, αλλά και αυτή σηκώνει πολλή συζήτηση) ήταν απόρροια της
πρακτικής που ακολούθησε η Ελλάδα μεταξύ των δύο φάσεων της εισβολής, υπό
πολιτική κυβέρνηση μετά τις 24 Ιουλίου 1974. Δεν εξηγήθηκε ποτέ. Το δεύτερο ερώτημα: γιατί δεν
τιμωρήθηκαν τουλάχιστον οι
στρατιωτικοί που παραδεδεγμένα σχεδίασαν και διέταξαν το πραξικόπημα της 15ης
Ιουλίου 1974, παραπλάνησαν με αισχρό τρόπο ολόκληρο τον αμυντικό μηχανισμό της
Εθνικής Φρουράς στην Κύπρο («πρόκειται
για επίδειξη δύναμης», «είναι άσκηση»,
«δείξτε αυτοσυγκράτηση», κτλ.) και
ισχυρίσθηκαν την αδυναμία εφαρμογής των Σχεδίων Αμύνης Κύπρου – τα οποία οι
ίδιοι είχαν επιμεληθεί και εγκρίνει; Τα δύο αυτά αμείλικτα ερωτήματα, οδήγησαν
την πολιτική αυτή παράταξη να αποφεύγει επιμελώς αυτη τη συζήτηση: αν στο πρώτο
ερώτημα μπορούν να ψελλίσουν κάποιες αστείες δικαιολογίες, δεν μπορούν να πουν
τιποτα απολύτως για το δεύτερο. Και για την εξευτελιστική – για ένα ανεξάρτητο
κράτος και για την ηθική ακεραιότητα του κοινωνικού σώματος – αιτιολόγηση του: η
δικαστική διερεύνηση της Κυπριακής τραγωδίας έπαυσε το 1976 επειδή «ανακύπτει
κίνδυνος να προκύψουν γεγονότα ικανά να διαταράξουν τας διεθνείς σχέσεις της
Ελλάδος μετ’ άλλων κρατών». Χρειάζονται
σχόλια;
Η Αριστερά, βολευόταν ωραιότατα με την
ακύρωση μίας τέτοιας συζήτησης. Από θέσεως «ηθικής ισχύος» μπορούσε να
κατακεραυνώνει εκ του ασφαλούς τους «υπερπατριώτες» τύπου Ιωαννίδη που «πήγαν για την Ένωση και έφεραν τη Διχοτόμηση»,
χωρίς όμως να πιέζει και ιδιαίτερα για το άνοιγμα του «Φακέλλου της Κύπρου» -
και όποτε το έκανε, ήταν λόγω της πίεσης που ασκούσε το ΠΑΣΟΚ (δείτε στην επόμενη παράγραφο). Η στάση
ήταν βολική: από τη μία κατακεραύνωνε τους δεξιούς, αντικομμουνιστές και «υπερπατριώτες»
που έφεραν την καταστροφή, από την άλλη συντηρούσε και τον ζωτικό μύθο της «μεγαλειώδους λαϊκής πάλης» (με πρωτοπόρο
την ίδια) που «έριξε την Χούντα».
Εδώ, χρειάζεται ίσως να θυμήσουμε – για να μην ξεστρατίσει η συζήτηση – πως όντως υπήρξε αντιστασιακή δρατηριότητα
και υπάρχουν μέσα στην Αριστερά άνθρωποι γενναίοι
που ταλαιπωρηθηκαν αγρίως από τη
δικτατορία, διακινδυνεύοντας τη ζωή τους. Ωστόσο, όπως θα τεκμηριώσουμε
παρακάτω, είναι μεν αξιέπαινοι και τους τιμούμε, απλά δεν ήταν η πάλη τους που
έριξε την δικτατορία. Ήταν η τραγωδία της Κύπρου. Και οι άνθρωποι αυτοί, με τον αγώνα τους διέσωσαν την δική
τους αξιοπρέπεια, αλλά και την αξιοπρέπεια των πολλών που έμειναν ανενεργοί.
Για
να είμαστε ιστορικά ακριβείς και δίκαιοι, η κύρια (αν όχι μοναδική) παραφωνία
σε αυτό το κλίμα, υπήρξε το ΠΑΣΟΚ της
περιόδου 1974-1988 – η περίοδος αυτή τελειώνει με τη συνάντηση Παπανδρέου-Οζάλ
στο Davos, τη
συμφωνία «μη πολέμου» και «το Κυπριακό στο ράφι». Στο διάστημα
1974-1981, το ΠΑΣΟΚ είχε ως κεντρικό αίτημα το άνοιγμα του «Φακέλλου της Κύπρου»
και την τιμωρία των ενόχων της Κυπριακής τραγωδίας, παράλληλα και αλληλένδετα
με το αίτημα για εθνική ανεξαρτησία.
Τα αιτηματα αυτά αποτέλεσαν μία από τις κινητήριες δύναμεις του ΠΑΣΟΚ στην
ξέφρενη πορεία από το 12% του 1974 στο 48% του 1981 – η άλλη ισχυρή δύναμη σε
αυτη την πορεία, ήταν το αίτημα για κοινωνική
ολοκλήρωση. Ας σημειωθεί πως το ΠΑΣΟΚ προχώρησε σε Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής το 1986 για το θέμα της Κύπρου,
άσχετα αν η πρωτοβουλία αυτή υπήρξε πολιτικά «ιδιοτελής» και έμεινε «μετέωρη»
για διαφορους λόγους που μπορούμε να εικάσουμε – πάντως, το υλικό που συνέλεξε
η Επιτροπή είναι συγκλονιστικό και χρήσιμο, ιδίως αν σκεφτεί κανείς πως πολλοί
εκ των πρωταγωνιστών εκείνων των γεγονότων που κατέθεσαν στην Επιτροπή, έφυγαν
από τη ζωή στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Για να συμπληρώσουμε την εικόνα
και τη συζήτηση περί ευθύνης και ενοχών, ο Ανδρέας Παπανδρέου (στον
οποίον πολλά αρνητικά μπορούμε να καταλογίσουμε σε άλλους τομείς, αλλά πρέπει
να είμαστε δίκαιοι) επισκέφθηκε, ως Πρωθυπουργός, την Κύπρο το 1982 και
μίλησε για την ευθύνη της Ελλάδας
απέναντι στην Κύπρο, ανεξαρτητως κυβερνήσεων, σε μία ιστορική τοποθέτηση
που δυστυχώς δεν είχε συνέχεια στα χρόνια που ακολούθησαν: «Πράγματι άφρονες αξιωματικοί αφού κατόρθωσαν να υπονομεύσουν τις Ένοπλες
Δυνάμεις, παρέμειναν δια της βίας στην εξουσία επτά ολόκληρα χρόνια. Και στο τέλος της καταστροφικής τους πορείας,
παρέσυραν στην καταστροφή και τη μεγαλόνησο, την Κύπρο. Η ευθύνη είναι δική
τους και όχι του Ελληνικού λαού, ο οποίος δεν ήταν σε θέση να εκφράσει τον πόθο
του για μια Κύπρο ανεξάρτητη, για μια Ελλάδα δημοκρατική. Αλλά παραμένει αλήθεια ότι είναι Ελλαδική ευθύνη, όπως και αν
συνέβη, εάν θέλετε είναι ευθύνη δική μας, γιατί δεν κατορθώσαμε να
δομήσουμε τότε τους δημοκρατικούς θεσμούς, σε βάσεις μόνιμες που να εγγυούνται
πάντα το σεβασμό της λαϊκής κυριαρχίας. Και ένας από τους σκοπούς του ταξιδιού μου εδώ, είναι να επουλώσω αυτό το
τραύμα και να σας διαβεβαιώσω ότι δεν είσαστε μόνοι, ότι η Ελλάδα γνωρίζει
σήμερα άριστα την ευθύνη απέναντι στον Ελληνισμό της Κύπρου.». Την ίδια
περίοδο δε, προειδοποίησε από το βήμα της Βουλής την Τουρκία πως οποιαδήποτε
στρατιωτική ενέργεια στην Κύπρο θα σημάνει γενικευμένο ελληνοτουρκικό πόλεμο. Αλήθεια,
πόσο μακρυνά μοιάζουν όλα αυτά σήμερα (Ιούλιος 2023) που γράφονται οι γραμμές
αυτές! Εχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Η Κύπρος φαίνεται πως εγκαταλείπεται επισήμως από το Κράτος των Αθηνών, που την αισθάνεται ως «βάρος».
Η λογική κατάληξη μίας ξέφρενης πολιτικής και διπλωματικής κατρακύλας
δεκαετιών.
Ας επιστρέψουμε όμως στην ομιλία του Α. Συρίγου το
καλοκαίρι του 2022. Όπως αναμενόταν, η αντίδραση της (ακόμη τότε κραταιάς, αλλά δοκιμαζόμενης σήμερα) Αριστεράς υπήρξε
σφοδρή και σε κάποιες στιγμές πήρε διαστάσεις πολιτικού τραμπουκισμού. Η
εφημερίδα Αυγή ανακήρυξε τον Α.
Συρίγο σε «υφυπουργό
παραχάραξης της Ιστορίας του Πολυτεχνείου», ο Νίκος Βούτσης του
ΣΥΡΙΖΑ μίλησε για «ύβρι»,
ο Πάνος Σκουρλέτης του ΣΥΡΙΖΑ μίλησε για «προσβλητική
τοποθέτηση» ζητώντας από τον Α. Συρίγο να ανασκευάσει, και ο Θανάσης
Παφίλης του ΚΚΕ είπε απευθυνόμενος στον Υφυπουργό «Το
να σας πω δεν ντρέπεστε, είναι λίγο». Δυναμικότερος όλων ο Χάρης
Καστανίδης, ο οποίος μίλησε
για «παράβαση του κανονισμού της Βουλής»,
δήλωσε πως ο Α. Συρίγος αμφισβητεί «την
ιστορία του τόπου» (!) και ζήτησε «να
σβηστούν από τα πρακτικά λέξεις και φράσεις που υπονομεύουν τη συλλογική
συνείδηση του έθνους και της πραγματικής ιστορίας». Είναι πραγματικά
ενδιαφέρον να βλέπεις τέτοιες τοποθετήσεις σε ένα Κοινοβούλιο που ανέχθηκε στη
θέση του Υπουργού Παιδείας έναν Υπουργό (τον Ν. Φίλη) ο οποίος είχε αμφισβητησει
ευθέως την Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού και αρνήθηκε επίμονα
να ανασκευάσει όταν «σφυροκοπήθηκε»
στο Κοινοβούλιο για την θέση του αυτή – μάλιστα, υπήρξαν συνάδελφοί του στον
ΣΥΡΙΖΑ που στήριξαν την επιμονή του (τότε) Υπουργού στην άποψη του, με το
επιχείρημα ότι «οι
επιστημονικές προσεγγίσεις μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα σε μία Δημοκρατία».
Είναι σαφές πως κάποιοι «αποφασίζουν και διατάσσουν» ποιές απόψεις (και σε ποιά
θέματα) είναι «επιστημονικές» και μπορουν να εκφραστούν, και ποιά θέματα απαγορεύεται δια («προοδευτικού») ροπάλου να αγγίζει
κανείς.
Κάποιες
από τις αντιδράσεις εντός Βουλής είχαν χαρακτήρα πολιτικού σουρρεαλισμού, δεν μπορώ να βρώ άλλη λέξη. Ο μεν Νίκος
Φίλης αντέδρασε στη δευτερολογία του Α. Συρίγου αποκαλώντας τον «φασιστάκι»,
φωνάζοντας και χειρονομώντας δίκην ζηλωτή μοναχού που κατακεραυνώνει κάποιον
βλάσφημο. Μίλησε για «μορφή
χρυσαυγιτισμού» ενώ δίπλα του ο Θ. Δρίτσας αποκαλούσε τον Α. Συρίγο «ξέπλυμα της Χούντας». Τόση δημοκρατία
και τόση ευρύνοια από ανθρώπους που θεωρούν οτι «δεν
είναι έγκλημα καθοσιώσεως να αποκαλεί κάποιος την μειονοτητα της Θράκης Τουρκική»
αλλά προφανώς είναι έγκλημα
καθοσιώσεως να λέει κάποιος ότι η Χούντα έπεσε λόγω της Κυπριακής τραγωδίας και
όχι λόγω του Πολυτεχνείου.
Στην
ίδια συνεδρίαση, ο Κλέων
Γρηγοριάδης του Μέρα25 μίλησε για τον πατέρα του, αξιωματικό του
Πολεμικού Ναυτικού που αποτάχθηκε και βασανίστηκε από την Χούντα, και γιά τις
δύσκολες στιγμές που έζησε η οικογένειά του. Δεν βρέθηκε κανείς να του
επισημάνει πως απάντησε σε λάθος
ερώτηση: η τοποθέτηση του Α. Συρίγου δεν έλεγε πως δεν υπήρξε αντίσταση κατά της Χούντας, έλεγε απλά πως η Αντίσταση
αυτή δεν υπήρξε όσο ογκώδης και
μαζική θα χρειαζόταν να την ρίξει. Αξίζει τιμής
ο πατέρας του Κλέωνα Γρηγοριάδη για την έντιμη και γενναία στάση του και
μάλιστα αξίζει μεγαλύτερης ακόμη τιμής,
ακριβώς επειδή δεν υπήρξαν πολλοί με τη
δική του γενναιότητα. Απλά, η δικτατορία δεν έπεσε – δυστυχώς – εξ αιτίας της
αντίστασης λίγων γενναίων, ούτε από «τη
μια μέρα μουσακά και την άλλη μέρα πατάτες τηγανιτές με αυγά»
που έφερναν οι – επίσης αξιέπαινοι - δεξιοί γείτονες, για να επιβιώσει η
οικογένεια. Χρειάστηκε μία εθνική τραγωδία για να πέσει, και αυτη είναι η
αλήθεια.
Η
αποκορύφωση του πολιτικού σουρρεαλισμού ήταν η αποχώρηση
του ΣΥΡΙΖΑ μετά την «αθλιότητα
Συρίγου». Προς τιμήν του, ο Α. Συρίγος δεν έκανε βήμα πίσω
στις επόμενες ημέρες πίσω από τα όσα είπε και επέμεινε στην τοποθέτηση του.
Αν δεί κανείς κάπως προσεκτικά (και πίσω από τις άναρθρες κραυγές και τα συνθήματα) την επιχειρηματολογία όλων αυτών
που ξιφούλκησαν κατα των απόψεων του Α. Συρίγου, θα παρατηρησει το εξής: σε
όλες τις περιπτώσεις αναφέρονται οι ηρωικές πραγματικά πράξεις αντίστασης κατα
της δικτατορίας, οι διώξεις, οι εξορίες, τα φρικτά βασανιστήρια, η απόπειρα του
Αλέξανδρου Παναγούλη, οι βόμβες του Σάκη Καράγιωργα, το Κίνημα του Ναυτικού και
όλα όσα πραγματικά έγιναν. Κανείς όμως δεν απαντά στο βασικό ερώτημα που τίθεται. Θα
έπεφτε η δικτατορία το καλοκαίρι του 1974 αν δεν είχε προχωρήσει στο παρανοϊκό
πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και δεν είχε μείνει απαθής στην
τουρκική εισβολή που ακολούθησε; Έχουμε κάποια ένδειξη έστω ότι το καθεστώς
Ιωαννίδη είχε κλονιστεί, είχε αποδυναμωθεί – είτε λόγω της αντίστασης του κοινωνικού σώματος, είτε για άλλους λόγους
– και επέκειτο η κατάρρευσή του, είτε σύντομα είτε σε κάποιο εύλογο χρονικό
διάστημα;
Νομίζω πως η
απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ξεκάθαρα αρνητική. Προφανώς έχει περιορισμένη
αξία το να προσπαθήσει να αποτιμήσει κανείς τέτοιες υποθέσεις, που στη Φιλοσοφική Λογική ονομάζονται counterfactuals – προτάσεις,
στις οποίες η προκειμένη του συλλογισμού είναι ψευδής και το γνωρίζουμε («Αν η δικτατορία δεν ειχε πυροδοτησει την Τουρκική
Εισβολή με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, τότε δεν θα κατέρρεε»).
Ωστόσο, τα πραγματικά δεδομένα επιτρέπουν να επιχειρήσει κανείς κάποια
αποτίμηση.
Το καθεστώς
Ιωαννίδη επιβλήθηκε στις 25
Νοεμβρίου 1973 και κατέρρευσε στις 24
Ιουλίου 1974. Μεσολάβησαν περίπου οκτώ μήνες, για την ακρίβεια 247 ημέρες. Στο διάστημα αυτό, οι
καταγεγραμμένες δυναμικές ενέργειες (και
όχι ενέργειες «ιδεολογικής ζύμωσης» ή «εκπαίδευσης» στην Ευρώπη, την Κούβα ή
αλλού) κατά της δικτατορίας είναι
ελάχιστες, αναντίστοιχα προς τα προηγούμενα έτη της δικτατορικής διακυβέρνησης.
Ο καλόπιστος αναγνώστης μπορεί να δεί τον κατάλογο
των ενεργειών, όπως δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία της 22ας Απριλίου 1997. Αναφέρονται λίγες βομβιστικές ενέργειες (3/12/1973 σε Τράπεζα, 6/1/1974 σε εκδοτικο
οίκο και 18/1/1974 σε αυτοκίνητα ξένων αποστολών, 23/2/1974 σε εργοστάσιο στο
Λαύριο, 15/4/1974 εξω από Αστυνομικό Τμήμα) που φαίνεται να «αραιώνουν»
προϊοντος του χρόνου, καθώς και μία ρίψη προκηρύξεων στο κέντρο της Αθήνας
(14/1/1974). Αντίθετα, αναφέρονται δεκάδες συλλήψεις μελών του ΚΚΕ, του ΚΚΕσ.,
της ΑΑΣΠΕ, του ΕΚΚΕ και άλλων οργανώσεων, καθώς και καταδίκες αντιστασιακών από
Στρατοδικείο στα Ιωάννινα. Αν συγκρίνει κανείς με τον κατάλογο των δυναμικών
ενεργειών στο διάστημα 1971-73, θα αντιληφθεί πως δεν έχουμε την εικόνα ενός κινήματος που γιγαντώνεται αλλά μάλλον
ενός κινήματος σε καταστολή, από ένα καθεστώς (Ιωαννίδη) προφανώς αγριότερο από
το προηγούμενο.
Μπορεί βεβαίως να θεωρήσει κανείς αυτη την εικόνα ως
ένδειξη ενός καθεστώτος σε αδυναμία και αποδρομή, αν αυτο εξυπηρετεί τις
ψυχολογικές του ανάγκες. Στοιχειώδης όμως ικανότητα πολιτικής ανάλυσης δείχνει
πως η δικτατορία δεν ένιωθε ιδιαίτερη
πίεση εκείνη την εποχή. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τίποτα και είναι δεδομένο
πως η κοινωνία «έβραζε» - το είχε δείξει η εξέγερση του Πολυτεχνείου και
σιγουρα η καταστολή της, δεν είχε παρά μονο προσωρινό αποτέλεσμα. Απλά, φαίνεται
πιθανόν ότι το καθεστώς Ιωαννίδη θα μπορούσε, εφαρμόζοντας τις ίδιες μεθόδους
καταστολής που γνωρίζουμε, να επιβιώσει για κάποιο σημαντικό χρονικό διάστημα.
Το σίγουρο είναι πως το καλοκαίρι του 1974 δεν εδειχνε να εχει κλονιστεί. Ας
σημειώσουμε εδώ και τις ιστορικές πληροφορίες που συνοδεύουν την ενεργοποίηση
των κοιτασμάτων πετρελαίου στη Θάσο (περί τις αρχές του 1974) που οδήγησαν τον
Ιωαννίδη σε διάφορους παρανοϊκούς κομπασμούς – η γενικότερη συγκυρία μάλλον
ενεθάρρυνε τις παρανοϊκές και (τελικά) προδοτικές του ενέργειες, μονο
ανασφάλεια δεν πρέπει να αισθανόταν εκείνη την περίοδο.
Ο διάλογος γύρω από τα βασικά θέματα αυτού του άρθρου
συνεχίστηκε – ευτυχώς – και σε σοβαρό επίπεδο. O Μελέτης
Μελετόπουλος, σε ένα εξαιρετικό άρθρο
στο slpress.gr υπερασπίστηκε τις δηλώσεις του Α. Συρίγου και
ακολούθησε ένας πολύ ενδιαφέρων διάλογος (άρθρα εδώ, και εδώ) με τον Σταύρο Λυγερό που υπήρξε
μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής
στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Τα άρθρα αυτά, αξίζει πραγματικά να διαβαστούν
από τον αναγνώστη που θέλει να δεί έναν πραγματικά ενδιαφέροντα και εύστοχο
ιστορικό και πολιτικό διάλογο για τα θέματα που θίγουμε εδώ.
Προσωπικά, θα ήθελα να σταθώ στο άρθρο
του Σταύρου Λυγερού, στο οποίο υπαρχει μία βασική επιχειρηματολογία που
καταλήγει σε ένα συμπέρασμα τελείως αντίθετο με το δικό μας, όπως εκτέθηκε παραπάνω
στο παρόν άρθρο. Συνοπτικά, τα σημεία είναι δύο: (α) η καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είχε απονομιμοποιήσει τη Χούντα και οι μέρες
της ήταν μετρημένες. Ήταν σε τροχιά κατάρρευσης και η τραγωδία της Κύπρου εδωσε
το τελικό χτύπημα. (β) η ανατροπή
του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη ήταν μία απεγνωσμένη και ανεπιτυχής προσπάθεια επανανομιμοποίησης του δικτατορικού
καθεστώτος. Τα σχετικά αποσπάσματα έχουν ως εξής (οι υπογραμμίσεις δικές μας):
«
... Δεδομένου ότι το δικτατορικό καθεστώς
κατέρρευσε τον Ιούλη 1974, προφανώς η
εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν το ανέτρεψε το Νοέμβρη. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε,
να το ανατρέψει. Στο Πολυτεχνείο δεν συγκρούστηκε ο στρατός με ένοπλους
αντάρτες. Δεν υπήρξε, λοιπόν, στρατιωτικά νικητής και ηττημένος. Οι φοιτητές
ήταν άοπλοι κι αυτή ήταν η δύναμή τους. Η
δικτατορία κατέστειλε την εξέγερση με τα όπλα κι αυτό ακριβώς ήταν η ήττα της.
Τότε επήλθε η ηθική κατάρρευσή της, έστω κι αν χρειάστηκαν μερικοί μήνες και η
τραγωδία της Κύπρου για να καταρρεύσει και ως μηχανισμός εξουσίας. ....
Η
εξέγερση του Πολυτεχνείου, λοιπόν, δεν ανέτρεψε το δικτατορικό καθεστώς, αλλά το
απονομιμοποίησε πλήρως πολιτικά. Όπως μας διδάσκει η Ιστορία, κανένα καθεστώς
πλήρως απονομιμοποιημένο πολιτικά δεν έχει μακροημερεύσει. Αυτό που έκανε
το Πολυτεχνείο ήταν να θέσει τη δικτατορία σε τροχιά κατάρρευσης. Και η κατάρρευση επήλθε όταν με αφορμή το
πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο. Η
δικτατορία, εκτός από το να σκοτώσει νέους Έλληνες που ζητούσαν ελευθερία και
δημοκρατία, διέπραξε και το μεγαλύτερο εθνικό έγκλημα μεταπολεμικά. ....
... Το
γεγονός ότι μία εβδομάδα μετά την εξέγερση ο Ιωαννίδης ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο
οφείλεται ακριβώς στο ότι η πλήρης πολιτική απονομιμοποίηση του καθεστώτος το
υποχρέωσε σε μία εσωτερική αλλαγή φρουράς στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να
ανακτήσει μέρος έστω της απωλεσθείσας πολιτικής νομιμοποίησης. ... »
Ας μου επιτραπεί να εκθέσω την διαφωνία μου και με τα δύο σκέλη αυτού του συλλογισμού. Αρχίζω από
το (β). Ο Ιωαννίδης σχεδίαζε
την ανατροπή του Παπαδόπουλου αρκετό καιρό πριν την εξέγερση του Πολυτεχνείου,
επενδύοντας στη δυσαρέσκεια των μεσαίων και κατώτερων αξιωματικών απέναντι στην
υπερσυγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο του Γ. Παπαδόπουλου, στα φαινόμενα
διαφθοράς ανθρώπων του περιβάλλοντος Παπαδοπούλου αλλά και στην δυσπιστία για
την «πολιτικοποίηση» που είχε εξαγγείλει με την Κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Η άποψη
του αρθρογράφου μπορεί ίσως να εχει
κάποια βάση αν θεωρήσουμε πως η
καταστολή της εξέγερσης των φοιτητών επιτάχυνε
την εκδήλωση του κινήματος Ιωαννίδη, σε καμμία περίπτωση όμως δεν την προκάλεσε. Θα ήταν
μάλλον παράλογο να συμπεράνουμε ότι σε διάστημα 5 ημερών, ο Ιωαννίδης κατάφερε
να μυήσει στην κίνηση του τόσους πολλούς αξιωματικούς, σε διάφορα επίπεδα της
στρατιωτικής ιεραρχίας. Ο «αόρατος δικτάτωρ» το επικαλέστηκε και στις δίκες που
έγιναν. Αντιγράφω από το βιβλίο του Α. Ζαούση[1]: «Ο Ιωαννίδης ισχυρίσθηκε (σ.σ. στη Δίκη των Πρωταιτίων της Χούντας) ότι δεν είχε λόγο να συνεργήσει στην
επέμβαση (σ.σ. στην καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου με τα τανκς) διότι αυτό απλούστατα θα δυσχέραινε τα δικά
του σχέδια για την ανατροπή του Παπαδόπουλου, ιδιαίτερα αν, όπως αναμενόταν, θα
κηρυσσόταν στρατιωτικός νόμος».
Έρχομαι στο (α)
που είναι σημαντικότερο και επιτρέπει στον αρθρογράφο να συμπεράνει πως η
δικτατορία ήταν σε τροχιά κατάρρευσης: «Η
εξέγερση του Πολυτεχνείου, λοιπόν, δεν ανέτρεψε το δικτατορικό καθεστώς, αλλά
το απονομιμοποίησε πλήρως πολιτικά. Όπως μας διδάσκει η Ιστορία, κανένα καθεστώς
πλήρως απονομιμοποιημένο πολιτικά δεν έχει μακροημερεύσει.». Αν όντως έτσι μας διδάσκει η Ιστορία, ναι,
η Χούντα θα κατέρρεε έτσι κι αλλιώς. Είναι
όμως έτσι; Μας διδάσκει πράγματι τέτοιο πράγμα η Ιστορία; Με πλήρη σεβασμό
στον εξαιρετικό αρθρογράφο, καταθέτω εδώ την αντίρρηση μου. Η Ιστορία, αλλά και η επικαιρότητα, βρίθουν
αντιπαραδειγμάτων. Καταθέτω επιλεκτικά δύο από αυτά, υπάρχουν περισσότερα.
Η δικτατορία της Αργεντινής υπήρξε ένα από τα αγριότερα δικτατορικά καθεστώτα του 20ου
αιώνα. Διήρκεσε από την 24η Μαρτίου του 1976 έως την 14η Ιουνίου του 1982. Στο διάστημα αυτό διέπραξε
φρικτά εγκλήματα: εκτιμάται ότι δολοφόνησε πάνω από 30.000 ανθρώπους, κάποιες
εκατοντάδες εκ των οποίων πετάχτηκαν ζωντανοί από αεροπλάνα στον ωκεανό. Οι περισσότεροι από τους δολοφονηθέντες
απλά εξαφανίστηκαν. Συγκλονιστική ήταν η περίπτωση του κινήματος «Μητέρες της Πλατείας του Μαϊου»: γυναίκες που διαδήλωναν από το 1977 στην Plaza de
Mayo, για να βρούν τα παιδιά τους, που είχαν εξαφανιστεί. Τα φρικτά εγκλήματα
της χούντας αυτής ήταν γνωστά από πολύ νωρίς, σχεδόν από τον πρώτο χρόνο. Αν η τριήμερη καταστολή και οι 25 νεκροί
του Πολυτεχνείου απονομιμοποίησαν τη χούντα των Αθηνών, ποιά λέξη θα μπορούσε
κανείς να χρησιμοποιήσει για τη χούντα της Αργεντινής; Παρά την πλήρη
απονομιμοποίηση της (αν εχει νόημα αυτη η
λέξη για το στυγνό αυτό καθεστώς), παρέμενε στην εξουσία χωρίς πρόβλημα,
μιάς και «τακτοποιούσε» τα ζητήματα στην «πίσω αυλή» των ΗΠΑ, δολοφονώντας αριστερούς
πολίτες. Ήταν η τυχοδιωκτική κίνηση στα Falklands (1982) και η στρατιωτική ήττα
από την Βρετανία που οδήγησε στην κατάρρευσή της – και αν ο αναγνώστης βλέπει
κάποια ομοιότητα με τον παρανοϊκό τυχοδιωκτισμό της Χούντας των Αθηνών στην
Κύπρο το 1974, καλώς την βλέπει. Αν η
χούντα της Αργεντινής δεν είχε εμπλακεί στα Falklands, ή – πολύ περισσότερο – αν κάποια αδυναμία της Βρετανίας
της είχε επιτρέψει να τα προσαρτήσει, πιθανώς ακόμη θα ήταν παρούσα και θα
κυβερνούσε την Αργεντινή. Η όποια «απονομιμοποίηση» της δεν θα είχε καμμία απολύτως σημασία.
Η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιραν
εγκαθιδρύθηκε το 1979. Έκτοτε, το θεοκρατικό καθεστώς των μουλάδων εχει
«απονομιμοποιηθεί» αρκετές φορές. Μόνο τα τελευταία 20 χρόνια εχει καταστείλει
βίαια αρκετές εξεγέρσεις της ιρανικής
κοινωνίας, ενώ αρκετές περιπτώσεις βίαιης καταστολής με νεκρούς διαδηλωτές
έχουν σημειωθεί και παλαιότερα. Στο τελευταίο επεισόδιο, ο θάνατος της Μαχσά
Αμινί τον Σεπτέβριο του
2022 στα χέρια της «Αστυνομίας Ηθών»
(που την συνέλαβε επειδή εξείχε μία μπουκλα μαλλιών από το hijab της) προκάλεσε διαδηλώσεις
στις οποίες σκοτώθηκαν πάνω από 500 άτομα ενώ αρκετές δεκάδες έχουν
απαγχονιστεί μετά από καταδίκες σε θάνατο για συμμετοχή στα επεισόδια. Την ώρα
που γράφονται οι γραμμές αυτές (Ιούλιος 2023), το καθεστώς του Ιραν φαίνεται να
εχει καταστείλει πλήρως το κίνημα για τη Μαχσά Αμινί και μάλλον δεν ενοχλείται
ιδιαίτερα από την «απονομιμοποίηση» του, νομίζω δε πως δεν είναι καθόλου ορατή
η αποκαθήλωση του.
Πόθεν
εξάγεται λοιπόν το συμπερασμα πως «κανένα
καθεστώς πλήρως απονομιμοποιημένο πολιτικά δεν έχει μακροημερεύσει»;
Για να επιστρέψουμε πάλι στο κυρίως θέμα μας, το
καλοκαίρι του 2022, η συζήτηση που ξεκίνησε ο Α. Συρίγος στη Βουλή (και οι αντιδράσεις
που υπήρξαν) προκάλεσε επίσης μία ομοβροντία
εξαιρετικών άρθρων στον Κυπριακό Τύπο,
που νομίζω πως τοποθετούν πολλά πράγματα στη θέση τους. Ασχέτως αν στην elite του Κολωνακίου είναι εξαιρετικά αδιάφορο το τι λέγεται
(και γίνεται) στη Λευκωσία – άσε που οι Ελληνοκύπριοι έχουν και μία «εσωτερική
ψυχική ατζέντα» όπως απεφάνθη προσφάτως ο (τότε) Υπουργός Εξωτερικών Ν.
Δένδιας στο Forum των Δελφών.
Ενδεικτικά: τά άρθρα του Αλέκου Μιχαηλίδη («Ο Συρίγος και οι αρνητές της τουρκικής εισβολής») και του Φρίξου Δαλίτη («Ναι, η Χούντα έπεσε υπό το βάρος της κυπριακής τραγωδίας») στον Φιλελεύθερο της Λευκωσίας. Θα σταθώ όμως
ξεχωριστά σε ένα συγκλονιστικό άρθρο του Άριστου Μιχαηλίδη («Η Χούντα, η Κύπρος και οι νεο-Έλληνες»), για να
παραθέσω ένα απόσπασμα, μαζί με τις από καρδιάς ευχαριστίες για αυτο που έγραψε, το οποίο – τον
διαβεβαιώνω – εκφράζει πολλούς Ελλαδίτες, πραγματικά πολλούς. Την πικρή αλήθεια, με τρόπο λιτό και έξοχο:
«Κάθε
χρόνο, τις μέρες που στην Κύπρο θρηνούμε και τιμούμε τους νεκρούς της τουρκικής
εισβολής, στην Αθήνα γιορτάζουν την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. 23 Ιουλίου έπεσε η Χούντα. Και κάθε χρόνο βαραίνει την ψυχή μου αυτή η
αντίθεση. Από τη μια, τα μνημόσυνα σε εκείνο το απέραντο κοιμητήριο στον
Τύμβο, από την άλλη, δεξιώσεις για να γιορταστεί η Μεταπολίτευση. Να,
όμως, που δεν είναι μόνο αυτή η συναισθηματική σύγκρουση, που προκαλεί πικρία
και απογοήτευση. Είναι, που στο
αθηναϊκό κράτος έχουν ξεπεράσει τόσο εύκολα και επιπόλαια την κυπριακή
τραγωδία, που ούτε καν ως ιστορική αναφορά δεν αντέχουν πια να την ακούνε.
Επιλέγουν να πολιτεύονται με τους μύθους που δημιούργησαν για να χτίζουν πάνω
τους κόμματα και ιδεολογίες, και όποιος τολμήσει να τους πει την αλήθεια είναι
προς εξοστρακισμό.» (οι υπογραμμίσεις
δικές μας)
Το απόσπασμα από το έξοχο άρθρο του Άριστου Μιχαηλίδη,
μας φέρνει στο επόμενο θέμα: στην περίφημη δεξίωση
του/της Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, κάθε 24η Ιουλίου. Ίσως όχι κεντρικό στη συζήτηση μας, αλλά
πάντως σημαντικό. Σημειολογικά, ηθικά αλλά και αισθητικά.
Η «λαμπρή» αυτή δεξίωση δίνεται κάθε χρόνο, στο κέντρο
των Αθηνών, τις ίδιες ημέρες που η Κύπρος θρηνεί για τον ακρωτηριασμό της, για
τα χαμένα της παιδιά, την προσφυγιά και την καταστροφή. Τις ίδιες ημέρες που
κάποιοι Ελλαδίτες κατεβαίνουν στο Νησί για να αφήσουν ένα λουλούδι και ένα
δάκρυ στους τάφους των στρατιωτών της ΕΛΔΥΚ και στον Τύμβο της Μακεδόνίτισσας –
εκεί που είναι τα λείψανα του αδελφού, του συστρατιώτη, του φίλου τους. Στην «λαμπρή» αυτή δεξίωση της Προεδρίας της
Ελληνικής Δημοκρατίας χώρεσαν όλα αυτά τα χρόνια πολιτικοί, επιχειρηματίες,
δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, τηλε-αστέρες και διάφορες «λαμπερές» κυρίες για τις
οποίες κατόπιν εορτής μαθαίνουμε πολλά ενδιαφέροντα και εξόχως συγκλονιστικά: πως η μία
είχε φορέσει «ένα shift, εφαρμοστό φόρεμα
που αγκάλιαζε τις καμπύλες της», ενώ μία άλλη «με βαθύ ντεκολτέ ήταν τόσο-όσο σέξι». Κάποια στιγμή, χώρεσε και μία
– συμπαθέστατη, είναι η αλήθεια – νεαρή
γυναίκα από τη Σιέρα Λεόνε, που συνόδευσε το 2008 τον Αλέξη Τσίπρα στη δεξίωση, σε
μία επικοινωνιακή κίνηση για να αναδειχθεί το θέμα της ενσωμάτωσης των
μεταναστών.
Ε λοιπόν, σε αυτή τη δεξίωση δεν βρέθηκε ποτέ
(και αν κάνω κάπου λάθος, ας με διορθώσουν
οι αναγνώστες) χώρος για την Χαρίτα
Μάντολες, την μαυροντυμένη εμβληματική φιγούρα της Κυπριακής
προσφυγιάς, για την Ελένη
Φωκά, τη δασκάλα της κατεχόμενης Γιαλούσας, τον παπα-Ζαχαρία που
λειτουργεί στο κατεχόμενο Ριζοκάρπασο, τη Σύλβια
Κατούντα, που δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον θρυλικό πατέρα της, τον
Λοχαγό των Καταδρομών Νίκο Κατούντα που έπεσε
μαχόμενος στη Κερύνεια στις 22 Ιουλίου 1974 σε έναν αγώνα προδομένο, τη σύζυγο
του Συμεωνίδη,
του Παναγόπουλου, του Κουρούπη και του Καλμπουρτζή. Για αυτούς,
δεν υπήρξε χώρος. Ποτέ.
Είναι ντροπή.
Θα ρωτήσει ο καλόπιστος αναγνώστης: «Δεν έχει δικαίωμα η Ελληνική Δημοκρατία να γιορτάζει την πτώση της
δικτατορίας και την επαναφορά του κοινοβουλευτικού βίου; Δεν εχει δικαίωμα να
τιμά αυτούς που όρθωσαν ανάστημα απέναντι στους δικτάτορες;». Η απάντηση μου είναι πως ναι, φυσικά και έχει. Εννοείται. Μόνο που αυτή η μεταπολίτευση οικοδομήθηκε πάνω στο αίμα και στα ερείπια του
Κυπριακού Ελληνισμού και, αν μη τι άλλο, χρειάζεται κάποια συστολή απέναντι
στον θρήνο του Νησιού. Θα μπορούσε να γίνεται μία τέτοια δεξίωση, αλλά με μία
προϋπόθεση: πως κάθε χρόνο, στις 19 Ιουλίου, η/ο Πρόεδρος της Ελληνικής
Δημοκρατίας θα μεταβαίνει στη Λευκωσία συνοδευόμενη/ος από (τουλάχιστον) τον
Υπουργό Εξωτερικών και τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης. Θα παρίστανται στη δοξολογία
της 20ης Ιουλίου, θα αφήνουν ένα λουλούδι πρώτα στα Φυλακισμένα Μνήματα και μετά στο Στρατιωτικό Νεκροταφείο στη Λακατάμια
και στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας. Θα
επισκέπτονται την ΕΛΔΥΚ και την 35η Μοίρα Καταδρομών, και θα κάνουν
την ίδια και απαράλλαχτη δήλωση κάθε χρόνο: «η Κύπρος δεν θα είναι ποτε ξανά μόνη στη μάχη. Η Ελλάδα θα είναι εδώ,
με κάθε τρόπο, με κάθε μέσον!». Και ύστερα, ας επιστρέφουν στην Ελλάδα και
ας κάνουν και τη δεξίωση για την αποκάτάσταση της Δημοκρατίας. Μόνο έτσι όμως.
Θα τελειώσουμε με το τελευταίο θέμα που άνοιξε ο Α.
Συρίγος το καλοκαίρι του 2022: την «μυθολογία
του Πολυτεχνείου». Ας σημειώσω εδώ πως εχω καταθέσει τη γνώμη μου για τις
προσπάθειες απόδόμησης (ή διόγκωσης) των γεγονότων του Πολυτεχνείου, σε άρθρο
του καλοκαιριού 2021 και δεν θα ήθελα να την επαναλάβω εδώ. Ο Σταύρος Λυγερός
γράφει λοιπόν πως το Πολυτεχνείο «είναι ο
ιδρυτικός «μύθος» του δημοκρατικού πολιτεύματος που με τα καλά και τα κακά του
έχουμε αδιαλείπτως για σχεδόν μισό αιώνα». Ο Γιώργος Καραμπελιάς εχει
γράψει, αν θυμάμαι καλά, πως πρόκειται για την «ιδρυτική ιδεολογική διακήρυξη της Μεταπολίτευσης». Κανείς όμως δεν
σχολιάζει το γεγονός πως η εξέγερση του Πολυτεχνείου, εχει πάρει με τα χρόνια
μία μυθική πραγματικά διάσταση στο φαντασιακό της κοινωνίας,
αναντίστοιχα μεγάλη σε σχέση με το πραγματικό της μέγεθος. Βοηθούσης και της
σχολικής αργίας, οι νεώτεροι την τοποθετούν δίπλα στην 25η Μαρτίου
1821 και στην 28η Οκτωβρίου 1940 – νομίζουμε πως δεν πρόκειται για τα ιδια μεγέθη, έτσι
δεν είναι;
Αλλά, αν ο
αναγνώστης θεωρεί πως υπερβάλλουμε, ας σκεφτεί τα παρακάτω παραδείγματα που
δείχνουν το μέγεθος της υπερβολής (η
ηπιότερη λέξη που μπορώ να φανταστώ) σε σχέση με την αποτίμηση των
γεγονότων και την προβολή των πρωταγωνιστών. Και ας αποφανθεί.
Θα τελειώσουμε λοιπόν με δύο παραδείγματα, χωρίς να τα
σχολιάσουμε. Ο αναγνώστης ας βγάλει τα συμπεράσματά του.
Ο Κώστας Κωτσάκης ήταν ο μόνος επιζών μίας αποτυχημένης βομβιστικής επίθεσης στην
Αμερικανική Πρεσβεία των Αθηνών, τον Σεπτέμβριο του 1970. Οι αλλοι δύο της
ομάδας (Μαρία Ελένη Αντζελόνι και Γιώργος Τσικουρής) σκοτώθηκαν ενώ
προσπαθούσαν να τοποθετήσουν τα εκρηκτικά σε ένα αυτοκίνητο. Ο Κωτσάκης
κατάφερε να φύγει στο εξωτερικό και εντάχθηκε στο ΚΚΕ Εσωτερικού, μένοντας πολιτικά
ενεργός μέχρι κάποιο σημείο. Δεν τον γνωρίζει κανείς. Απολύτως κανείς. Δεν
είναι ο μόνος από τους πραγματικούς αντιστασιακούς που χαίρει τέτοιας
«ανωνυμίας». Διαλέξτε τυχαία έναν πολίτη έως 30 ετών και ρωτήστε τον για τα
εξής πρόσωπα: υπαρχει πιθανότητα 50% (το πολύ) να γνωρίζει το όνομα του Αλέκου Παναγούλη και μηδενική να
γνωρίζει τα ονόματα των συναγωνιστών του στην απόπειρα τυραννοκτονίας (Ι.
Κλωνιζάκη, Ν. Λεκανίδη, Ν. Ζαμπέλη, Γ. Ελευθεριάδη, Γ. Αβρααμ, Ε. Βερυβάκη και
Ε. Γιώτα). Υπάρχει πολύ μικρή
πιθανότητα να γνωρίζει το όνομα του Σάκη
Καράγιωργα, και καμμία απολύτως
πιθανότητα να γνωρίζει το όνομα του Σπύρου
Μουστακλή. Είναι απολύτως βέβαιον όμως πως γνωρίζει τα ονόματα του Κ. Λαλιώτη, της Μαρίας Δαμανάκη, του Στέφανου
Τζουμάκα και ίσως μερικών άλλων «επωνύμων» εκείνης της εξέγερσης – τα εχει
ακούσει τόσες φορες στις σχολικές γιορτές που αποκλείεται να τα εχει ξεχάσει.
Αν αυτό είναι δίκαιο, ας το κρίνει ο αναγνώστης. Αν όμως δεν είναι ένδειξη
κάποιας «μυθολογίας», τι άλλο είναι;
Ας
φύγουμε από την πολιτική και ας πάμε σε έναν άλλον χώρο που σχετίζεται με τη
«μυθολογία». Το καλοκαίρι του 2022, συζητούσαμε τα θέματα αυτού του άρθρου με
έναν εξαίρετο ανώτατο αξιωματικό, απόστρατο πλέον. Είχα την μεγάλη τύχη να
υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία μαζί του προ αρκετών ετών, και έκτοτε μας
συνδέει καλή φιλία. Ρώτησα τη γνώμη του για την «μυθολογία του Πολυτεχνείου» και θα προσπαθήσω να αποτυπώσω με
ακρίβεια την απάντηση του: «Κοίταξε»,
μου είπε. «Είναι γνωστό πως μία κοινωνία
αποδίδει τιμές εκεί που νομίζει, με διάφορους τρόπους. Ένας εξ’ αυτών, είναι τα
τοπωνύμια - η ονοματοδοσία οδών,
πλατειών, πάρκων κτλ. – ή η ονοματοδοσία κτιρίων, γηπέδων, νοσοκομείων, ανάλογα
εν πάση περιπτώσει του τι προσέφερε ο καθένας. Στη Λάρισα, υπάρχει το στρατόπεδο
«Νικολάου Πλαστήρα» όπου εδρεύει η 1η Στρατιά. Ήταν παλιό στρατόπεδο
του Σώματος Ιππικού – μετέπειτα Ιππικού-Τεθωρακισμένων – και μάλιστα προ του
1995 έφερε άλλο όνομα. Ένα θρυλικό όνομα του Σώματος Ιππικού-Τεθωρακισμένων,
είναι αυτό του Επιλάρχου Σαρίμβεη. Ο Επίλαρχος
Σαρίμβεης διατάχθηκε τον Απρίλιο του 1941 να σταματήσει την πανίσχυρη
τεθωρακισμένη Γερμανική Μεραρχία Πάντσερ, επικεφαλής μίας ελαφράς
ελληνικής μηχανοκίνητης μεραρχίας που είχε συγκροτηθεί με ελάχιστα τεθωρακισμένα οχήματα,
λάφυρα από το Βορειοηπειρωτικό μέτωπο. Η ελληνική μονάδα πορεύθηκε στην άνιση
μάχη, πιστή στο καθήκον, και φυσικά θερίστηκε: έπεσαν μαχόμενοι γενναία
απέναντι στα πανίσχυρα γερμανικά άρματα και στα γερμανικά Stukas. Ο Επίλαρχος
Σαρίμβεης εμψύχωνε όρθιος τους άνδρες του,
μέχρι που θερίστηκε από μια ριπή. Το ονομά του έχει δοθεί σε έναν από
τους μικρούς (σε μήκος) πλευρικούς δρόμου του στρατοπέδου «Νικολάου Πλαστήρα». Η
μεγάλη λεωφόρος που περνά μπροστά από την Πύλη του Στρατοπέδου – λεωφόρος που
διασχίζει δίκην δακτυλίου την πόλη – ονομάζεται «Ηρώων Πολυτεχνείου». Σου
φαίνεται λογικό;»
[1] Α.
Ζαούση «Ο Εμπαιγμός», Εκδόσεις Παπαζήση,
Αθήνα 1998, τ. Β, σελ. 222 (με παραπομπή στο βιβλίο του Chris Woodhouse: The Rise and Fall of the Greek Colonels,
Granada 1985).