Η κατάρρευση του μετώπου τον Αύγουστο του 1922 και το ζήτημα των πληθυσμών

του Κωνσταντίνου Δ. Βλάσση

(Παρουσιάζεται παρακάτω, η ανακοίνωση του Κωνσταντίνου Δ. Βλάσση στα πλαίσια του Συνεδρίου “Από τις Σέβρες στη Λωζάννη” που διεξήχθη μεταξύ 14-17 Δεκεμβρίου 2022 και συνδιοργάνωσαν το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”. Το κείμενο προσαρμόστηκε στα χρονικά όρια που είχαν τεθεί στους συνέδρους, ενώ εκτενέστερη εκδοχή με περισσότερα στοιχεία και τις απαραίτητες υποσημειώσεις κατατέθηκε για την δημοσιέυση των Πρακτικών που θα εκδοθούν εντός του 2023.)

 Πρόλογος

Η κατάρρευση της Στρατιάς Μικράς Ασίας τον Αύγουστο του 1922, προκάλεσε την μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα. Στο πλαίσιο του Εθνικού Διχασμού και των οξέων πολιτικών παθών, διατυπώθηκε στον Τύπο η άποψη πως η Αθήνα δεν μερίμνησε προς διάσωση των πληθυσμών. Παρακάτω, εξετάζεται το συγκεκριμένο θέμα βάσει αρχειακών πηγών και επίσημων τεκμηρίων.

Νόμος 2870/1922

Εξετάζοντας την περίπτωση της ψήφισης του Νόμου 2870 με τον οποίο απαγορευόταν η είσοδος στην χώρα δίχως τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα και ανατρέχοντας, σε αρχειακό υλικό, εντοπίζουμε τις ρίζες της υπόθεσης το καλοκαίρι του 1919, όταν απεστάλησαν από την Αθήνα, υπάλληλοι του Υπουργείου Περιθάλψεως, προκειμένου να εξετάσουν την κατάσταση των ομογενών στην περιοχή του Καυκάσου. Όπως έγινε αντιληπτό υπήρχε μια κρίσιμη μάζα 100-200.000 ψυχών, που επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα και η κυβέρνηση Βενιζέλου σκέφθηκε πως αποτελούσε ιδανικό τρόπο για πύκνωση του ελληνικού στοιχείου στην Μακεδονία.


Ωστόσο, η οικονομική κατάσταση σταδιακά άρχισε να επιδεινώνεται, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να καταφύγει σε ευρύ εσωτερικό δανεισμό, καθώς η στρατιωτική παρουσία στην Μικρά Ασία απαιτούσε την αφιέρωση σημαντικών πόρων. Τον Απρίλιο του 1920, ο πρωθυπουργός ανέθεσε στον διπλωμάτη Κωνσταντίνο Ρέντη να μελετήσει το θέμα και να εισηγηθεί την μελλοντική πολιτική. Αυτός, ανέφερε πως δεν επιβάλλετο η λήψη δραστικών μέτρων, καθώς δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνος για τους εκεί Έλληνες. Οι οριστικές αποφάσεις ελήφθησαν στο Υπουργικό Συμβούλιου της 26ης Μαΐου, που αποφάσισε την μεταφορά μόνο 39.000 ατόμων, ενώ επιτρεπόταν σε όσους επιθυμούσαν να μεταφερθούν με δικά τους έξοδα, αν εκτιμάτο ότι είχαν τα μέσα για την συντήρησή τους επί 3μηνο και με ρητώς διατυπωμένη δήλωση επί του διαβατηρίου «ότι ουδεμίαν περί συντηρήσεως ή εγκαταστάσεώς των ευθύνην φέρει η κυβέρνησις». Όπως τηλεγραφούσε ο Ρέντης: «το ζήτημα των εν Ρωσσία Ελλήνων, εν τη κυρίως βάσει του, υπήρξεν ελάχιστα προσφυγικόν και τα μέγιστα μεταναστευτικόν. Ο Ελληνισμός δεν καταδιώκεται και αν δυσφορή λόγω της καταστάσεως, βεβαίως υποφέρει ολιγώτερον ή κατά την διάρκειαν του πολέμου».

Η μετανάστευση Καυκασίων στην Ελλάδα συνεχίστηκε από την νέα κυβέρνηση μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου μεταφερθέντων συνολικά περίπου 70.000, αλλά τον Μάρτιο του 1921, μετά την επιστράτευση εφέδρων για τις κλιμακούμενες επιχειρήσεις στην Μικρά Ασία, μοιραία διεκόπη η διαδικασία.

Ωστόσο, από την άνοιξη του 1922, οι ομογενείς στην Νότιο Ρωσσία μη αντέχοντας τις συνθήκες εκεί, έλαβαν μια πρωτοβουλία απελπισίας. Απροειδοποίητα άρχισε τον Μάρτιο η άφιξη χιλιάδων Ποντίων. Οι ίδιοι είχαν ναυλώσει ατμόπλοια, των οποίων οι πλοίαρχοι επιδιώκοντας το εύκολο κέρδος, τους μετέφεραν δίχως άδεια από τις ελληνικές Αρχές. Το πρόβλημα ήταν οξύτατο, καθώς εκτός των ζητημάτων στέγασης και περίθαλψης που ανέκυπταν, μεταξύ των επιβατών που μεταφέρονταν υπό άθλιες συνθήκες, σημειώνονταν θάνατοι και μεταδοτικές ασθένειες. Όλοι έπρεπε πρώτα να απολυμανθούν, να αναρρώσουν και αργότερα να αρχίσει η αποκατάστασή τους.

Νέες αφίξεις σημειώθηκαν τον Μαΐο, οπότε στις 31 Μαΐου υποβλήθηκε κατεπείγον νομοσχέδιο με το οποίο επιβάλλονταν αυστηρές κυρώσεις στους πλοιοκτήτες που μετέφεραν επιβάτες άνευ αδείας. Στις 11 Ιουνίου ψηφίσθηκε ομοφώνως ο Νόμος 2870 που δημοσιεύθηκε στις 20 Ιουλίου. Παρ’ όλα αυτά και κατά τον Ιούλιο, εξακολούθησαν οι αφίξεις.

Η κατάσταση στο εσωτερικό

Όμως, τι συνθήκες επικρατούσαν το 1922 στο εσωτερικό της Ελλάδας; Η κατάσταση ήταν δεινή μετά από 7ετή διαρκή πολεμική κινητοποίηση, διατηρώντας ενεργό Στρατό περίπου 350.000 ανδρών, για τον οποίο την διετία 1921–1922 το κράτος είχε δανεισθεί υπέρογκα ποσά. Ο δανεισμός και η επιδείνωση της Οικονομίας είχαν απτά αποτελέσματα στην αύξηση του κόστους διαβίωσης των πολιτών, ενώ η δραχμή συνέχισε να υποτιμάται συναλλαγματικά.

Τον Ιούνιο εξαντληθέντος του συναλλάγματος η κυβέρνηση αποφάσισε να δανεισθεί 1 εκατομμύριο λίρες Αγγλίας. Εντός του Ιουλίου και το ποσό αυτό είχε εξανεμιστεί. Η έλλειψη συναλλάγματος, είχε επίπτωση στον ζωτικής σημασίας κλάδο της Ναυτιλίας, καθώς σπάνιζε η εισαγωγή γαιανθράκων με αποτέλεσμα από κάποιο σημείο και μετά να απειλείται με κίνδυνο παράλυσης ακόμα και η Ακτοπλοΐα.

Παράλληλα, είχε αντίκτυπο στην ανεπάρκεια σίτου, επηρεάζοντας την καθημερινή διατροφή των πολιτών με άρτο. Το κράτος είχε αναλάβει την εισαγωγή των σιτηρών, καθισταμένης της μεγαλύτερης συναλλαγματοβόρας κρατικής δαπάνης, αλλά το 1922 για πρώτη φορά θα ήταν διαθέσιμη η παραγωγή της Θράκης. Υπολογιζόταν πως η εκεί παραγωγή θα επαρκούσε για να μειώσει κατά 50% το έλλειμμα σιτοπαραγωγής που παρουσίαζε η Ελλάδα σε ετήσια βάση. Συνεπώς, η κυβέρνηση αποφάσισε να αγοράσει το σύνολο του σίτου, προκειμένου να εξοικονομήσει πολύτιμο συνάλλαγμα. Ωστόσο, ενώ η τιμή που προσφέρθηκε στους παραγωγούς θεωρήθηκε ικανοποιητική κι απέστελναν μαζικά ευχαριστήρια τηλεγραφήματα προς την κυβέρνηση, αντέδρασαν οι κάθε λογής μεσάζοντες και έμποροι, οι οποίοι έτυχαν και της υποστήριξης των Θρακών βουλευτών για αντιπολιτευτικούς λόγους. Το αποτέλεσμα ήταν να σημειωθεί καθυστέρηση στην διενέργεια των περιοδικών δημοπρασιών εισαγωγής σιτηρών με συνέπεια την εμφάνιση διακοπών στην τροφοδοσία σημαντικών πληθυσμιακών κέντρων. Μεταξύ Μαΐου-Αυγούστου, η κυβέρνηση ενημερωνόταν διαρκώς για έλλειψη σιτηρών/αλεύρων σε ολόκληρες περιφέρειες της χώρας και άμεσο κίνδυνο διασάλευσης της δημόσιας τάξης.

Οι μικρασιατικοί πληθυσμοί

Περνώντας στο θέμα των μικρασιατικών πληθυσμών στην υπό ελληνικό έλεγχο Μικρά Ασία, πρέπει να διευκρινιστεί ότι στην διάρκεια των διαδοχικών διεργασιών προς επίλυση της ελληνοτουρκικής διαφοράς όπως αυτή διαμορφώθηκε το 1922, ουδέποτε εξετάστηκε οποιοδήποτε ενδεχόμενο αποχώρησής από τις εστίες τους. Το δυσμενέστερο σενάριο για τις χριστιανικές μειονότητες, αφορούσε αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού, πλήρη τουρκική κυριαρχία επί της Μικράς Ασίας, με παράλληλη ύπαρξη προνοιών εξασφάλισης των δικαιωμάτων τους υπό την επίβλεψη της Κοινωνίας των Εθνών. Όλα αυτά βάσει συμβατικής δέσμευσης των μερών, ως τμήμα μιας συνθήκης ειρήνης.

Σε κάθε περίπτωση, με τα τότε δεδομένα ουδείς μπορούσε να φανταστεί ότι ο επί 3ετία νικηφόρος Ελληνικός Στρατός θα εξέλιπε ξαφνικά από το προσκήνιο, οδηγώντας σε απόφαση εσπευσμένης εκκένωσης. Όμως, αυτό ακριβώς συνέβη τον Αύγουστο του 1922, κάτι ασύλληπτο, αλλά εντός λίγων ημερών κατέρρευσε απότομα, η στρατιωτική προστατευτική ασπίδα της Ελλάδας. Συνεπώς, οποιαδήποτε μετέπειτα επίκληση επιχειρημάτων περί δυνατότητας οργανωμένης μεταφοράς του χριστιανικού πληθυσμού, σε περίπτωση εκκένωσης της Μικράς Ασίας, αποτελεί απλά εκ των υστέρων σοφία.

Η στρατιωτική κατάρρευση

Στο πολιτικοδιπλωματικό πεδίο, ενώ αναμένετο η σύγκληση διάσκεψης για εξεύρεση λύσης, το σκηνικό ανατράπηκε από την μεγάλη κεμαλική επίθεση στις 13 Αυγούστου 1922, οπότε το μέτωπο έσπασε. Στις 19 Αυγούστου, ο Αρχιστράτηγος ενημέρωσε τον Ύπατο Αρμοστή Σμύρνης πως σκόπευε να εγκαταστήσει αμυντική γραμμή στην Φιλαδέλφεια. Με την Στρατιά να υποχωρεί, ο έλεγχος των περιοχών στις οποίες εισήρχετο περνούσε σε αυτήν, συνεπώς υπάλληλοι και χωροφύλακες θα ανακαλούντο.


Ο Στεργιάδης ζήτησε να μην ενημερωθούν οι πολίτες για την προετοιμασία αποχώρησης και όταν την επομένη αυτοί είχαν αναστατωθεί από την διαρροή, διέταξε την παρεμπόδιση φυγής τους. Με αυτόν τον τρόπο θα αποφεύγετο η δημιουργία πανικού και προσφυγικού κύματος στην Σμύρνη προκαλώντας πρόβλημα επισιτισμού, ενώ αποφεύγετο η παρεμβολή εμποδίων στις στρατιωτικές μεταφορές με τον σιδηρόδρομο, καθώς σε εμπόλεμη κατάσταση, μοιραία το Στράτευμα αποκτά απόλυτη προτεραιότητα. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι η Στρατιά βρισκόταν ακόμα πολύ ανατολικά, περίπου 150.000 πολίτες μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς και με άλλα μέσα στην Σμύρνη, προσδοκώντας να βρουν καταφύγιο.

Αργά την νύκτα της 19ης Αυγούστου, ο Ύπατος Αρμοστής τηλεγράφησε στην κυβέρνηση προτείνοντας την επίδοση διαβήματος στους Συμμάχους ώστε να επέμβουν στρατιωτικά διασώζωντας την πόλη της Σμύρνης, αλλά και τους πληθυσμούς, οι οποίοι εξαιτίας έλλειψης μέσων δεν μπορούσαν να μεταφερθούν στην Ελλάδα. Πράγματι, τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 20ής Αυγούστου τηλεγραφήθηκε στην πρεσβεία Λονδίνου, να ενημερώσει αρμοδίως. Λίγες ώρες αργότερα, ο υπεύθυνος Αρχιστράτηγος, τηλεγράφησε στην Αθήνα για ανάγκη σύναψης ανακωχής δεδομένου του ανεξέλεγκτου κύματος φυγής των ανδρών, με μόνη εναλλακτική μια προσπάθεια οργάνωσης άμυνας γύρω από την Σμύρνη.

Με τις ενέργειες για επέμβαση των Συμμάχων σε εξέλιξη, την ούτως ή άλλως ανεπάρκεια των πλωτών μέσων, μη έχοντας ακόμα ληφθεί απόφαση εκκένωσης και κυρίως την επιθυμία αποφυγής πρόκλησης πανικού και διαρροής του πληθυσμού όπου η άρχουσα τάξη θα έδιδε το κακό παράδειγμα, σε τηλεγράφημα που απέστειλε ο Στεργιάδης στην κυβέρνηση στις 22 Αυγούστου, εισηγήθηκε όπως «εμποδισθώσιν αναχωρήσωσι Έλληνες Μικρασιάται δι’ Ελλάδα ακόμη και όταν είναι εύποροι δυνάμενοι αναχωρήσωσι με συνήθη ταχυδρομικά ατμόπλοια». Ο πρωθυπουργός Πρωτοπαπαδάκης ενέκρινε αυθημερόν το μέτρο, αλλά δεν φαίνεται ότι προχώρησε και σε έκδοση σχετικής διαταγής, καθώς τις επόμενες ημέρες συνεχίστηκε η φυγή Μικρασιατών.

Απόφαση εκκένωσης

Τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 25ης Αυγούστου, η κυβέρνηση ενημερώθηκε από τον υπουργό Στρατιωτικών Θεοτόκη που είχε μεταβεί στην Σμύρνη, ότι μετά από εξέταση της κατάστασης από τον νέο Αρχιστράτηγο Πολυμενάκο, δεν υπήρχε η παραμικρή ελπίδα. Αποφασίστηκε οριστικά, η εκκένωση της Στρατιάς και το απόγευμα το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε την υποβολή παραίτησης. Στις 28 Αυγούστου σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Νικόλαο Τριανταφυλλάκο.

Ήδη από τις 21 Αυγούστου, η κυβέρνηση προέβη στην απαγόρευση απόπλου παντός πλοίου από το λιμάνι του Πειραιά, επιτάσσοντας 25 ατμόπλοια. Τις επόμενες ημέρες με την οριστική απόφαση εκκένωσης, επιτάχθηκαν από την κυβέρνηση όλα τα ατμόπλοια κατευθυνόμενα προς Τσεσμέ. Με την υποχώρηση της ελληνικής Στρατιάς να εξελίσσεται με ταχύτερους ρυθμούς στον Νότο από τα Α΄ και Β΄ ΣΣ, αποδείχθηκε πως παρ’ όλο που έως τις 30 Αυγούστου είχε επιταχθεί το σύνολο των ατμοπλοίων (προκαλώντας πρόβλημα στον ανεφοδιασμό των νήσων), αυτά ήσαν ανεπαρκή όχι μόνο για την μεταφορά πολιτών, αλλά και την ταυτόχρονη εκκένωση του Γ΄ ΣΣ στην Προποντίδα.

Κυβέρνηση και Μεγάλες Δυνάμεις

Καθώς μετά την αποχώρηση από την Μικρά Ασία, δεν θα ήταν δυνατή η προσέγγιση ελληνικών ατμοπλοίων προς παραλαβή πολιτών, στις 25 Αυγούστου αποφασίστηκε να επιδοθεί διάβημα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις ζητώντας βοήθεια για μεταφορά με δικά τους πλοία. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών επισκέφθηκε την επομένη τις διπλωματικές αντιπροσωπείες στην Αθήνα αναφέροντας ότι: «η Ελληνική Κυβέρνησις μεθ’ όλην την διακαήν αυτής επιθυμίαν στερείται των μέσων να έλθη εις επικουρίαν των δυστυχών τούτων υπάρξεων μη δυναμένη να πράξη άλλο ή να ορίση εδάφη επί του Ελευθέρου Βασιλείου προς αποβίβασιν αυτών και συνεπώς επικαλείται την αρωγήν προς αποστολήν πλοίων προς παραλαβήν και παροχήν των μέσων στεγασμού και συντηρήσεως».

Την ίδια ημέρα, ο υπουργός και Γενικός Διοικητής Θράκης Χαράλαμπος Βοζίκης σε εξαιρετικώς επείγον τηλεγράφημα προς τους νομάρχες εξηγούσε την ανάγκη εξαιρετικής δραστηριότητας για την αντιμετώπιση της κρίσης, παρακαλούσε δε: «καταβάλητε άμεσον και ταχείαν προσπάθειαν προς εξεύρεσιν και προετοιμασίαν στέγης δι’ όσον το δυνατόν μεγαλειτέρου αριθμού προσφύγων», σημειώνοντας με έμφαση: «Λάβετε υπ’ όψιν ότι πρόκειται περί υψίστης εθνικής ανάγκης και αξιούμεν ταχείαν και αποτελεσματικήν ενέργειαν υμών».

Η κυβέρνηση σκέφθηκε να εγκαταστήσει τους 120-150.000 Μικρασιάτες που υπολογιζόταν πως είχαν καταφύγει στην Ελλάδα στις γεωργικές επαρχίες της Θράκης, Κρήτης και Κυκλάδων, εφ’ όσον μάλιστα και οι κατά τόπους Αρχές, ερωτώμενες, απάντησαν πως παρά τις δυσκολίες, θα έκαναν τα αδύνατα δυνατά.

Με την άφιξη των προσφύγων, η κοινή γνώμη κινητοποιήθηκε σταδιακά με διενέργεια εράνων, διάφορες εταιρίες και τράπεζες ανέλαβαν πρωτοβουλίες προς στέγαση και φιλοξενία, ενώ το κράτος άρχισε την επίταξη οικιών, αποθηκών, αλλά και την αραίωση των προσφύγων στην επαρχία. Στις 4 Σεπτεμβρίου το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να συγκροτηθεί Κεντρική Πανελλήνιος Επιτροπή Συλλογής Εράνων υπό την επίτιμη προεδρεία της Βασίλισσας Σοφίας. Ταυτόχρονα, αποφασίστηκε η ναύλωση 3 ατμοπλοίων υπό ξένη σημαία προκειμένου να εκτελέσουν περιορισμένο αριθμό δρομολογίων για παραλαβή προσφύγων από την Σμύρνη. Ωστόσο, οι ξένοι πλοιοκτήτες ζητούσαν αυξημένα ναύλα και μάλιστα σε συνάλλαγμα, προβληματίζοντας την κυβέρνηση.

Εξαιτίας της έλλειψης συναλλάγματος, στις 3 Σεπτεμβρίου σε σύσκεψη μεταξύ υπουργών, διευθυντών τραπεζών και εμπόρων σταφίδας, εξετάστηκε ο τρόπος εξεύρεσης συναλλάγματος προς προμήθεια σιτηρών, λόγω της αναμενόμενης συρροής στην Ελλάδα 600.000 προσφύγων. Πράγματι, την επομένη, το Υπουργικό Συμβούλιο προέβη στον έκτακτο δανεισμό από τράπεζες ενώ χρησιμοποίησε και συνάλλαγμα που είχε διασωθεί από την Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης. Παράλληλα, δρομολόγησε την άνευ δημοπρασίας αγορά 5.000 τόννων γαιανθράκων προς εφοδιασμό των επίτακτων πλοίων.

Την 29η Αυγούστου επαναλήφθηκε το διάβημα για βοήθεια προς τις Μεγάλες Δυνάμεις και η Αγγλία απάντησε, πως δεν εμπόδιζε την Ελλάδα να μισθώσει αγγλικά πλοία, αλλά ότι «δεν μπορεί να αναλάβει καμία οικονομική ευθύνη για τη συντήρηση των προσφύγων λόγω της αόριστης έκτασης και διάρκειας μιας τέτοιας υποχρέωσης».

Η κυβέρνηση είχε την ευκαιρία στις 4 Σεπτεμβρίου, να διεθνοποιήσει περαιτέρω το θέμα. Ο Δρ. Νάνσεν ενημέρωσε τον Έλληνα αντιπρόσωπο στην ΚτΕ Γεώργιο Στρέιτ για ενδεχόμενο ανάληψης παροχής βοήθειας από την υπηρεσία περίθαλψης Ρώσσων προσφύγων στην Κωνσταντινούπολη. Ο Στρέιτ τον παρακάλεσε να φέρει το ζήτημα ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης, πράγμα που έγινε την επόμενη ημέρα και στις 6 Σεπτεμβρίου αποφασίστηκε η εξουσιοδότηση της Κοινωνίας, υπογραμμίζοντας ότι η βοήθεια θα ήταν προσωρινή.

Έως τις 5 Σεπτεμβρίου, οπότε και ολοκληρώθηκε η εκκένωση της Μικράς Ασίας από την ελληνική Στρατιά, εκτός των περίπου 200.000 ανδρών, χωροφυλάκων, υπαλλήλων, είχαν διαφύγει με κάθε μέσο και άνω των 200.000 πολιτών, αριθμός που αντιπροσώπευε το 1/3 του χριστιανικού πληθυσμού που διαβιούσε στην ελληνική ζώνη.

Η τραγωδία της προκυμαίας

Στο μεταξύ οι επικεφαλής των στόλων στην Σμύρνη ήσαν μάρτυρες της καταστροφής και ανθρωπιστικής κρίσης που είχε ξεσπάσει. Στις 2 Σεπτεμβρίου, συμπέραναν πως μόνη λύση ήταν η εκκένωση των πολιτών στην Ελλάδα και δεδομένου ότι ελληνικά ατμόπλοια δεν επιτρέπετο να πλευρίσουν στους κεμαλικούς λιμένες, σκέφθηκαν αρχικά να χρησιμοποιηθούν τα Συμμαχικά πολεμικά, μεταφέροντας πολίτες στα νησιά κι από εκεί ελληνικά ατμόπλοια θα τους προωθούσαν στην ενδοχώρα. Φυσιολογικά, ζητήθηκε άδεια από τον Κεμάλ, ώστε ελληνικά πλοία να δέσουν στο λιμάνι της Σμύρνης προς επιτάχυνση της εκκένωσης. Αναπάντεχα, στις 4 Σεπτεμβρίου ανακοινώθηκε από τις κεμαλικές Αρχές πως οι χριστιανοί άνδρες μεταξύ 18 και 45 ετών θεωρούντο αιχμάλωτοι πολέμου, ενώ ο υπόλοιπος πληθυσμός μπορούσε να αποχωρήσει.

Στις 9 Σεπτεμβρίου, το Υπουργικό Συμβούλιο στην Αθήνα, έλαβε μία σημαντική απόφαση, για την ναύλωση κάθε ξένου πλοίου σε ελληνικό λιμένα προς μεταφορά προσφύγων. Όμως την ίδια ημέρα, ο Έλληνας Ύπατος Αρμοστής Κωνσταντινουπόλεως τηλεγραφούσε για πρόταση που δέχθηκε από την εκεί αμερικανική επιτροπή. Αυτή, πρότεινε η Αθήνα να διαθέσει πλοία προς μεταφορά προσφύγων από τις νήσους στο εσωτερικό, επιτρέποντας στα αμερικανικά πολεμικά να εκτελέσουν περισσότερα ταξείδια στην Σμύρνη, αποβιβάζοντας πρόσφυγες στα νησιά. Η κυβέρνηση συμφώνησε, ορίζοντας τα πλοία που θα συμμετείχαν.

Συμπτωματικά, ενώ συνέβαιναν αυτά, ο επικεφαλής των αμερικανικών ναυτικών δυνάμεων στην Σμύρνη, ενημερωνόταν από τους Κεμαλικούς, ότι επιτρεπόταν πλέον σε ελληνικά ατμόπλοια να εισέλθουν στον λιμένα. Η Αθήνα ενημερώθηκε υπό τις εξής συνθήκες.

Asa K. Jennings

Ο πάστορας Έισα Τζέννιγκς μέλος την οργάνωσης Χριστιανική Αδελφότητα Νέων είχε επαφή με τον Υποστράτηγο Φράγκου στην Λέσβο, ζητώντας την αποστολή ελληνικών ατμοπλοίων ώστε να μεταφέρουν τους πρόσφυγες. Ο στρατηγός συγκατατέθηκε, ωστόσο ζήτησε εγγυήσεις ασφαλείας των πλοίων, φοβούμενος την κατάσχεσή τους μόλις έδεναν σε μικρασιατικούς λιμένες. Ο Τζένιγκς επανήλθε τα ξημερώματα της 10ης στην Λέσβο, φέροντας γραπτή δήλωση του επικεφαλής των αμερικανικών ναυτικών δυνάμεων στην Σμύρνη, περί δυνατότητας είσπλου ελληνικών ατμοπλοίων και εάν ήταν επιθυμητό αμερικανικά αντιτορπιλλικά μπορούσαν να τα συνοδεύσουν. Ο Υποστράτηγος Φράγκου παρατήρησε ότι δεν παρείχετο ρητώς εγγύηση ασφαλείας των ατμοπλοίων. Ο Τζένιγκς προσέγγιζε τα ξημερώματα το ελιμενιζόμενο εκεί θωρηκτό ΚΙΛΚΙΣ και αφού ενημέρωσε τον κυβερνήτη Πλοίαρχο Θεοφανίδη, εστάλη τηλεγράφημα στην κυβέρνηση. Από την πρωτεύουσα ζητήθηκε να διευκρινισθεί η ιδιότητα του Τζένιγκς καθώς ήταν άγνωστος. Κατά το μεσημέρι άρχισε ανταλλαγή τηλεγραφημάτων και η κυβέρνηση επανέλαβε κι αυτή τις επιφυλάξεις της δεδομένου ότι μάλλον αιφνιδιάστηκε από την εξέλιξη, καθώς η επαφή της αμερικανικής πλευράς δεν είχε προέλθει από κάποιον επίσημο κυβερνητικό δίαυλο (πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα, Ύπατη Αρμοστεία των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη). Εν πάση περιπτώσει μετά από μια τελευταία προειδοποίηση από το θωρηκτό η κυβέρνηση απάντησε θετικά κατά το απόγευμα.

Πράγματι, στις 11 Σεπτεμβρίου 7 ατμόπλοια προσέγγισαν στον λιμένα Σμύρνης και μετέφεραν 15.000 ψυχές. Ατυχώς, την επόμενη ημέρα δεν κατέστη δυνατή η αποστολή ατμοπλοίων, καθώς τα υπόλοιπα που παρέμεναν στην Λέσβο κατελήφθησαν από τα επαναστατημένα τμήματα του Στρατού που εκδήλωσαν το κίνημά τους τα ξημερώματα εκείνης της ημέρας και κατευθύνονταν πλέον προς την Αθήνα. Όμως, εντωμεταξύ η κυβέρνηση είχε διατάξει να πλεύσουν 20 επιπλέον ατμόπλοια για την βοήθεια απομάκρυνσης των προσφύγων, οπότε στις 13 Σεπτεμβρίου κατέστη δυνατή η συνέχιση της επιχείρησης, οπότε εκείνη την ημέρα μεταφέρθηκαν επιπλέον 43.000 Μικρασιάτες.

Υπολογίζεται ότι μετά το α΄ κύμα προσφύγων 210.000 περίπου ψυχών που κατέφυγαν στην Ελλάδα ως τις αρχές Σεπτεμβρίου, μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου είχε μεταφερθεί και το β΄ κύμα τουλάχιστον 240.000 προσφύγων. Από τα τέλη Οκτωβρίου, θα ακολουθήσει το γ΄ κύμα με επιπλέον 250.000 Ανατολικοθρακιώτες.

Σχόλια

"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας