Επιχείρηση Νέμεσις: Η δολοφονία του Ταλαάτ Πασά εγκεφάλου της γενοκτονίας των Αρμενίων (15 Μαρτίου 1921)


(το άρθρο αποτελεί μετάφραση του αγγλόφωνου λήμματος της wikipedia)

Η Γενοκτονία των Αρμενίων και ο Ταλαάτ Πασάς (1915-1918)

Ως ηγέτης της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου (CUP), ο Ταλαάτ Πασάς (1874–1921) ήταν ο τελευταίος ισχυρός μεγάλος βεζίρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Θεωρήθηκε ο κύριος αρχιτέκτονας της γενοκτονίας των Αρμενίων, καθώς διέταξε την απέλαση σχεδόν όλου του αρμενικού πληθυσμού της αυτοκρατορίας στη συριακή έρημο το 1915, για να τους εξαφανίσει. Από τους 20.000 Αρμένιους που απελάθηκαν από το Ερζερούμ, υπολογίζεται ότι λιγότεροι από 200 έφτασαν στο Ντέιρ εζ-Ζορ.[10] Όταν περισσότεροι Αρμένιοι επέζησαν από ό,τι είχε σκοπό ο Ταλαάτ, διέταξε ένα δεύτερο κύμα σφαγών το 1916. Υπολογίζεται ότι περίπου 1.150.000 Αρμένιοι εξοντώθηκαν κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας τους.

 Το 1918, ο Ταλαάτ είπε στον δημοσιογράφο Muhittin Birgen: «Αναλαμβάνω την πλήρη ευθύνη για τις βιαιότητες που διαπράχθηκαν» κατά την απέλαση των Αρμενίων και, ότι «δεν μετανιώνω απολύτως για την πράξη μου». Ο Ταλαάτ είπε στον Τούρκο συγγραφέα Χαλίντε Εντιμπ ότι η εξόντωση των Αρμενίων ήταν δικαιολογημένη για την προώθηση των τουρκικών εθνικών συμφερόντων και ότι, «Είμαι έτοιμος να πεθάνω για ό,τι έχω κάνει, και ξέρω ότι θα πεθάνω γι' αυτό.» Τον Αύγουστο του 1915, αφού έμαθε για τις σφαγές των Αρμενίων, ο πρώην υπουργός Οικονομικών του CUP, Cavid Bey, προέβλεψε ότι ο Ταλαάτ θα δολοφονηθεί από έναν Αρμένιο.

Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αυτοκρατορική Γερμανία ήταν στρατιωτικός σύμμαχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο πρεσβευτής Hans von Wangenheim ενέκρινε κάποιες περιορισμένες μετακινήσεις αρμενικών πληθυσμών από περιοχές στρατιωτικού ενδιαφέροντος. Οι Γερμανοί διπλωμάτες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εξέδιδαν περιστασιακά διπλωματικές διαμαρτυρίες όταν οι Οθωμανοί περνούσαν κάποια όρια. Η Γερμανία είχε λογοκρίνει τις πληροφορίες σχετικά με τη γενοκτονία και ανέλαβε προπαγανδιστικές εκστρατείες αρνούμενη τη γενοκτονία και κατηγορώντας τους Αρμένιους ότι μαχαίρωσαν πισώπλατα την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η διαφυγή του Ταλαάτ στην Γερμανία και η παραμονή στο Βερολίνο (1918-1920)

Μετά την ανακωχή του Μούδρου (30 Οκτωβρίου 1918), ο Ταλαάτ έφυγε από την Κωνσταντινούπολη στις 1 Νοεμβρίου 1918 επιβαίνοντας σε Γερμανικό πλοίο μαζί με άλλους αρχηγούς του CUP όπως οι Ενβέρ και Τζεμάλ Πασάς. Όλοι όσοι διέφυγαν ήταν οι κύριοι δράστες της αρμενικής γενοκτονίας και έφυγαν ώστε να αποφύγουν την τιμωρία για τα εγκλήματά τους και να οργανώσουν ένα κίνημα αντίστασης από το εξωτερικό. Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Βίλχελμ Σολφ είχε δώσει εντολή στην πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη να βοηθήσει τον Ταλαάτ στην προσπάθεια διαφυγής του και αρνήθηκε το αίτημα της οθωμανικής κυβέρνησης να τον εκδώσει, με την αιτιολογία ότι «ο Ταλαάτ ήταν πιστός σε εμάς και η χώρα μας παραμένει ανοιχτή σε αυτόν».

Φτάνοντας στο Βερολίνο στις 10 Νοεμβρίου, ο Ταλαάτ έμεινε σε ξενοδοχείο στην περιοχή  Alexanderplatz πριν μετακομίσει σε ένα διαμέρισμα εννέα δωματίων στη Hardenbergstraße. Δίπλα στο διαμέρισμά του, ίδρυσε το Oriental Club όπου μαζεύονταν Μουσουλμάνοι και Ευρωπαίοι αντίθετοι στην Αντάντ. Με διάταγμα του καγκελαρίου του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD) Φρίντριχ Έμπερτ νομιμοποιήθηκε η παραμονή του Ταλαάτ στο Βερολίνο και το 1920 η σύζυγος του Ταλαάτ, Χαϊρίε, ήρθε από την Τουρκία για να εγκατασταθεί μόνιμα μαζί του. Η γερμανική κυβέρνηση είχε πληροφορίες ότι το όνομα του Ταλαάτ ήταν πρώτο σε μια αρμενική λίστα δολοφονίας μελλοντικών στόχων και του πρότεινε να μείνει σε ένα απομονωμένο κτήμα έξω από την πόλη. Ο Ταλαάτ αρνήθηκε επειδή χρειαζόταν τα δίκτυα της πρωτεύουσας για να συνεχίσει την πολιτική του δραστηριότητα στην Τουρκία. Το κίνημα αντίστασης που ξεκίνησε από το CUP οδήγησε τελικά στον Τουρκικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας του 1919-1922 υπό τον Μουσταφά Κεμάλ.  Ο Ταλαάτ αρχικά ήλπιζε να χρησιμοποιήσει τον Κεμάλ ως μαριονέτα και έδωσε σχετικές απευθείας εντολές στους Τούρκους στρατηγούς από το Βερολίνο.

Ο Ταλαάτ είχε σημαντικούς Γερμανούς φίλους από την αρχή της εξορίας του, καθώς θεωρούνταν εκπρόσωπος του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος στο εξωτερικό. Χρησιμοποιώντας ένα πλαστό διαβατήριο με το όνομα Ali Saly Bey, ταξίδεψε ελεύθερα σε όλη την ηπειρωτική Ευρώπη παρά το γεγονός ότι καταζητείται από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία για τα εγκλήματά του. Πολλές γερμανικές εφημερίδες υποψιάστηκαν την παρουσία του στο Βερολίνο. Πολλοί Γερμανοί θεωρούσαν την Τουρκία αθώα και αδικημένη, συγκρίνοντας τη Συνθήκη των Σεβρών με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και βλέποντας μια «κοινότητα του πεπρωμένου» μεταξύ Γερμανίας και Τουρκίας. Ο Ταλαάτ και άλλοι εξόριστοι του CUP καταδικάστηκαν σε θάνατο ερήμην για τη «σφαγή και την εξόντωση του αρμενικού πληθυσμού της Αυτοκρατορίας» από το Οθωμανικό Ειδικό Στρατιωτικό Δικαστήριο στις 5 Ιουλίου 1919. Την περίοδο εκείνη ο Ταλαάτ έγραψε κάποια απομνημονεύματα, στα οποία επικεντρώθηκε κυρίως στην υπεράσπιση της απόφασής του να διατάξει μια γενοκτονία και στην απαλλαγή του CUP από κάθε ενοχή.

Η αρμενική οργάνωση Nemesis και ο Soghomon Tehlirian

Soghomon Tehlirian
Αφού έγινε σαφές ότι κανένας άλλος δεν θα έφερνε τους δράστες της γενοκτονίας στη δικαιοσύνη, το Dashnaktsutyun, ένα αρμενικό πολιτικό κόμμα, δημιούργησε τη μυστική επιχείρηση Nemesis, με επικεφαλής τους Armen Garo, Shahan Natalie και Aaron Sachaklian. Οι συνωμότες κατάρτισαν μια λίστα με τους 100 βασικούς γενοκτονίας που στοχοποίησαν σχεδιάζοντας την δολοφονία τους. Το όνομα του Ταλαάτ ήταν πρώτο στον κατάλογο αυτό. Δεν έλειψαν οι εθελοντές για να πραγματοποιήσουν τις δολοφονίες, κυρίως νεαροί άνδρες που επέζησαν της γενοκτονίας ή έχασαν τις οικογένειές τους.

Ένας από αυτούς τους εθελοντές ήταν ο Soghomon Tehlirian (1896–1960) από το Erzurum, μια πόλη που είχε 20.000 Αρμένιους κατοίκους πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κανέναν μετά. Ο Tehlirian ήταν στη Σερβία όταν ξέσπασε ο πόλεμος και όταν πληροφορήθηκε για τις φρικαλεότητες των Τούρκων εναντίον των Αρμενίων, εντάχθηκε στις αρμενικές εθελοντικές μονάδες του ρωσικού στρατού. Συνειδητοποιώντας ότι η οικογένειά του είχε σκοτωθεί, ορκίστηκε να εκδικηθεί. Στα απομνημονεύματά του απαριθμούνται 85 μέλη της οικογένειας του που χάθηκαν στη γενοκτονία. Ο Tehlirian υπέφερε από τακτικές λιποθυμίες και άλλες διαταραχές του νευρικού συστήματος που πιθανώς οφείλονταν σε αυτό που σήμερα ονομάζεται διαταραχή μετατραυματικού στρες. κατά τη διάρκεια της δίκης του, είπε ότι σχετίζονταν με τις προσωπικές εμπειρίες του κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας.

Μετά τον πόλεμο, ο Tehlirian πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου δολοφόνησε τον Harutian Mgrditichian, ο οποίος είχε εργαστεί για την οθωμανική μυστική αστυνομία και βοήθησε στη σύνταξη του καταλόγου των Αρμενίων διανοουμένων που απελάθηκαν στις 24 Απριλίου 1915. Αυτή η δολοφονία έπεισε τους πράκτορες της Nemesis να του αναθέσουν την δολοφονία του Ταλαάτ Πασά. Στα μέσα του 1920, η οργάνωση Nemesis κάλυψε τα έξοδα του Tehlirian ώστε αυτός να ταξιδέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο Garo τον ενημέρωσε ότι τα μέλη του καταλόγου συνέχιζαν τις αντιαρμενικές τους δραστηριότητες από την εξορία, ενώ το φθινόπωρο, το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα εισέβαλε στην Αρμενία. Ο Tehlirian έλαβε τις φωτογραφίες επτά κορυφαίων ηγετών του CUP, τους οποίους η Nemesis παρακολουθούσε, και αναχώρησε για την Ευρώπη, πηγαίνοντας πρώτα στο Παρίσι. Στη Γενεύη, έλαβε βίζα για να πάει στο Βερολίνο ως φοιτητής μηχανολόγος μηχανικός, φεύγοντας για εκεί στις 2 Δεκεμβρίου 1920.

Η δολοφονία του Ταλαάτ και η κηδεία του (15 Μαρτίου 1921)

Οι συνωμότες που σχεδίαζαν τις δολοφονίες συναντήθηκαν στην κατοικία του Libarit Nazariants, αντιπρόξενου της Δημοκρατίας της Αρμενίας. Ο Tehlirian παρακολούθησε αυτές τις συναντήσεις ακόμη και αφού αρρώστησε με τύφο στα μέσα Δεκεμβρίου, αλλά ήταν τόσο άρρωστος που κατέρρευσε και παρέμεινε κλινήρης για κάποιες μέρες. Η Κεντρική Επιτροπή του Ντασνάκ τους διέταξε να επικεντρωθούν στον Ταλαάτ και στα τέλη Φεβρουαρίου, οι συνωμότες εντόπισαν τον Ταλαάτ στο Βερολίνο.

Στις 15 Μαρτίου 1921 γύρω στις 10:45 π.μ., μια βροχερή Τρίτη, ο Ταλαάτ έφυγε από το διαμέρισμά του με σκοπό να αγοράσει ένα ζευγάρι γάντια. Ο Tehlirian τον πλησίασε από την αντίθετη κατεύθυνση και τον αναγνώρισε ως τον αυτουργό της αρμενικής γενοκτονίας.  Ο Tehlirian διέσχισε τον δρόμο και τον πλησίασε αργά από πίσω σε μια πολυσύχναστη γωνία του δρόμου. Τράβηξε το περίστροφό του και τον πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής στον αυχένα. Ο Ταλαάτ σωριάστηκε στο έδαφος σε μια λίμνη αίματος και πέθανε ακαριαία. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση, η σφαίρα πέρασε από το νωτιαίο μυελό του εγκεφάλου του και βγήκε πάνω από το αριστερό μάτι του, έχοντας καταστρέψει σχεδόν ολοσχερώς τον εγκέφαλό του. Στην αρχή ο Tehlirian στάθηκε πάνω από το πτώμα, αλλά όταν φώναξαν παριστάμενοι πολίτες έφυγε τρέχοντας πετώντας το πιστόλι του. Ακινητοποιήθηκε λίγο πιο κάτω από το σημείο της δολοφονίας και ξυλοκοπήθηκε ανηλεώς από το πλήθος. Ο Tehlirian αιμόφυρτος αναφώνησε σε σπασμένα γερμανικά: "Δεν πειράζει. Είμαι ξένος και αυτός είναι ξένος!"

Αμέσως μετά τη δολοφονία, όλοι οι εξόριστοι του CUP πανικοβλήθηκαν ότι θα είναι οι επόμενοι στόχοι και έλαβαν αστυνομική προστασία από το γερμανικό κράτος. Αρχικά, οι φίλοι του Ταλαάτ ήλπιζαν ότι θα μπορούσε να ταφεί στην Ανατολία, αλλά ούτε η οθωμανική κυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη ούτε το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα στην Άγκυρα επιθυμούσαν να συνδεθούν με τον άνθρωπο που είχε θεωρηθεί ως ο χειρότερος εγκληματίας του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Στις 19 Μαρτίου, ο Ταλαάτ κηδεύτηκε στο Alter St.-Matthäus-Kirchhof σε μια τελετή όπου μια μεγάλη πομπή συνόδευσε το φέρετρο. Πολλοί εξέχοντες Γερμανοί απέδωσαν τα σέβη τους, συμπεριλαμβανομένων των πρώην υπουργών Εξωτερικών Richard von Kühlmann και Arthur Zimmermann, μαζί με τον πρώην επικεφαλής της Deutsche Bank, τον πρώην διευθυντή του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης, αρκετούς στρατιωτικούς που υπηρέτησαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών έστειλε ένα στεφάνι με μια κορδέλα που έγραφε: «Σε έναν μεγάλο πολιτικό και έναν πιστό φίλο» καλυμμένο με οθωμανική σημαία.

Στην αρχή της αστυνομικής έρευνας, στον Tehlirian προσφέρθηκε Τούρκος διερμηνέας, αλλά εκείνος αρνήθηκε να μιλήσει τουρκικά. Στις 16 Μαρτίου, η αστυνομία διόρισε έναν Αρμένιο διερμηνέα, τον Kevork Kaloustian, ο οποίος συμμετείχε στην επιχείρηση Nemesis. Ο Tehlirian παραδέχτηκε ότι είχε σκοτώσει τον Talaat από εκδίκηση και σχεδίασε την πράξη πριν έρθει στη Γερμανία, αλλά είπε στην αστυνομία ότι έδρασε μόνος. Το Dashnaktsutyun συγκέντρωσε μεταξύ 100.000 και 300.000 μάρκα για τη νομική του υπεράσπιση, κυρίως από Αρμενιοαμερικανούς. Τρεις Γερμανοί δικηγόροι—Ο Adolf von Gordon, ο Johannes Werthauer και ο Theodor Niemeyer, οι οποίοι πληρώθηκαν 75.000 μάρκα ο καθένας—εκπροσώπησαν τον Tehlirian.

Η δίκη του Tehlirian (2-3 Ιουνίου 1921)

Η δίκη πραγματοποιήθηκε στο Ποινικό Δικαστήριο Moabit στις 2–3 Ιουνίου 1921. Πολλοί Αρμένιοι στη Γερμανία παρευρέθηκαν στη δίκη, όπως και ορισμένοι Τούρκοι, συμπεριλαμβανομένης της συζύγου του Ταλαάτ. Δημοσιογράφοι γερμανικών και διεθνών εφημερίδων ήταν παρόντες. Η Daily Telegraph, η Chicago Daily News και η Philadelphia Public Ledger, μεταξύ πολλών άλλων, ζήτησαν δελτία τύπου. Σύμφωνα με τον ιστορικό Stefan Ihrig, «ήταν μια από τις πιο θεαματικές δίκες του 20ου  αιώνα».

Η εύλογη τακτική της υπεράσπισης για να δωθούν ελαφρυντικά στον κατηγορούμενο από την Έδρα ήταν να κατηγορηθεί ο Ταλαάτ Πασάς για τη δολοφονία των μελών της οικογένειας του Tehlirian και του άλλου ενός εκατομμυρίου Αρμενίων των οποίων είχε διατάξει τον θάνατο. Η επιτροπή Του Ντασνάκ το είδε ως ευκαιρία να προπαγανδίσει την αρμενική υπόθεση, πίστευαν ότι ο Tehlirian πιθανότατα θα καταδικαζόταν σε θάνατ6ο σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία, αλλά ήλπιζε να εξασφαλίσει χάρη. Ο Werthauer ήταν πιο αισιόδοξος, ανακοινώνοντας μέρες μετά τη δολοφονία τη βεβαιότητα ότι θα επιτύχει την αθώωση του πελάτη του. Ο προτεστάντης ιεραπόστολος και ακτιβιστής Johannes Lepsius, ο οποίος είχε εκφραστεί κατά της δολοφονίας των Αρμενίων από το 1896, εργάστηκε για την παρουσίαση της υπόθεσης κατά του Ταλαάτ. Η στρατηγική τους ήταν επιτυχής, όπως σημείωσε η σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα Vorwärts: «Στην πραγματικότητα ήταν η αιματοβαμμένη σκιά του Ταλάτ Πασά που καθόταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου».

Για να μεγιστοποιηθεί η πιθανότητα αθώωσης, η υπεράσπιση παρουσίασε τον Tehlirian ως μοναχικό αρμένιο που υπέφερε από την γενοκτονία, παρά ως εκδικητή ολόκληρου του έθνους του. Επίσης η υπεράσπιση προσπάθησε να σφυρηλατήσει μια σύνδεση μεταξύ Tehlirian και Talaat μέσω της μητέρας της Tehlirian αποδεικνύοντας ότι ο Talaat προκάλεσε τον θάνατό της. Μαζί με το πλήθος των εγκλημάτων του Ταλαάτ, το επιχείρημα υπεράσπισης βασίστηκε στην τραυματισμένη ψυχική κατάσταση του Tehlirian, η οποία θα μπορούσε να τον καταστήσει μη υπεύθυνο για τις πράξεις του σύμφωνα με τον γερμανικό νόμο της προσωρινής παραφροσύνης, άρθρο 51 του ποινικού κώδικα.

Αντίθετα, ο κύριος στόχος της γερμανικής εισαγγελίας ήταν να αποπολιτικοποιήσει τη διαδικασία και να αποφύγει τη συζήτηση για τον ρόλο της Γερμανίας στη γενοκτονία. Η δίκη διεξήχθη μόνο σε μιάμιση ημέρα αντί για τις τρεις που ζήτησε η υπεράσπιση, και έξι από τους δεκαπέντε μάρτυρες που κάλεσε η υπεράσπιση δεν εξετάστηκαν. Η ιστορικός Carolyn Dean γράφει ότι η προσπάθεια να ολοκληρωθεί η δίκη γρήγορα και να απεικονίσει θετικά τις ενέργειες της Γερμανίας κατά τη διάρκεια του πολέμου «μεταμόρφωσε ακούσια τον Tehlirian σε σύμβολο της ανθρώπινης συνείδησης που αναγκάστηκε τραγικά να σκοτώσει έναν δολοφόνο λόγω έλλειψης δικαιοσύνης».

Ο Ihrig και άλλοι ιστορικοί υποστήριξαν ότι η στρατηγική του εισαγγελέα ήταν βαθιά λανθασμένη, υποδεικνύοντας είτε την ανικανότητά του είτε την πρόθεσή του να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος. Ο εισαγγελέας επέμεινε ότι τα γεγονότα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είχαν καμία σχέση με τη δολοφονία και προσπάθησε να αποφύγει την παρουσίαση στοιχείων για τη γενοκτονία. Μόλις παρουσιάστηκαν τα στοιχεία, αρνήθηκε ότι ο Ταλαάτ έπαιξε ρόλο στις αρμενικές φρικαλεότητες και τελικά ήταν υποχρεωμένος να δικαιολογήσει τις εντολές που έστειλε ο Ταλαάτ. Πριν από τη δίκη, ο Hans Humann, ο οποίος ήλεγχε την αντιαρμενική εφημερίδα Deutsche Allgemeine Zeitung, άσκησε έντονη πίεση στο γραφείο του εισαγγελέα. Αν και είχε πρόσβαση στα απομνημονεύματα του Ταλαάτ Πασά, ο εισαγγελέας δεν τα προσκόμισε ως στοιχεία στη δίκη.

Η δίκη ξεκίνησε με τον δικαστή να κάνει πολλές ερωτήσεις στον Tehlirian σχετικά με τη γενοκτονία, κάτι που αποκάλυψε τη γνώση του δικαστή για τη γενοκτονία και τις τουρκικές και γερμανικές αφηγήσεις σχετικά με αυτήν. Ζήτησε από τον Tehlirian να αφηγηθεί όσα είδε κατά τη διάρκεια των γεγονότων. Ο Tehlirian είπε ότι μετά το ξέσπασμα του πολέμου, οι περισσότεροι Αρμένιοι άνδρες στο Erzindjan επιστρατεύτηκαν στο στρατό. Στις αρχές του 1915, ορισμένοι αρχηγοί της αρμενικής κοινότητας συνελήφθησαν και οι αναφορές για τη σφαγή τους έφτασαν στην πόλη. Τον Ιούνιο του 1915 δόθηκε γενική εντολή απέλασης και ένοπλοι χωροφύλακες ανάγκασαν τους Αρμένιους της πόλης να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να αφήσουν πίσω τις περιουσίες τους. Μόλις έφυγαν από την πόλη, οι χωροφύλακες άρχισαν να πυροβολούν τα θύματα και να λεηλατούν τα τιμαλφή τους. Ο Τεχλιριάν είπε, «ένας από τους χωροφύλακες πήρε την αδερφή μου», αλλά δεν συνέχισε, δηλώνοντας: «Προτιμώ να πεθάνω τώρα παρά να μιλήσω ξανά για αυτή τη σκοτεινή μέρα». Αφού παρακινήθηκε έντονα από τον δικαστή, θυμήθηκε πώς είδε τη δολοφονία της μητέρας και του αδελφού του και στη συνέχεια έπεσε αναίσθητος, ξυπνώντας κάτω από το πτώμα του αδελφού του. Δεν είδε ποτέ ξανά την αδερφή του. Μετά από αυτό, είπε ο Tehlirian, βρήκε καταφύγιο με αρκετούς Κούρδους πριν διαφύγει στην Περσία μαζί με άλλους επιζώντες.

Ο Tehlirian ρωτήθηκε ποιον θεωρούσε υπεύθυνο για την υποκίνηση των σφαγών και για ιστορικά προηγούμενα όπως η σφαγή των Αδάνων. Μόνο τότε ο δικαστής διάβασε τις κατηγορίες για φόνο εκ προμελέτης. Ερωτηθείς αν ήταν ένοχος, ο Tehlirian είπε «όχι», παρόλο που αρχικά είχε παραδεχτεί ότι διέπραξε τη δολοφονία. Εξήγησε, "Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο επειδή η συνείδησή μου ήταν καθαρή... Έχω σκοτώσει έναν άνθρωπο, αλλά δεν είμαι δολοφόνος." Ο Tehlirian αρνήθηκε ότι είχε σχέδιο να σκοτώσει τον Ταλαάτ, αλλά είπε ότι δύο εβδομάδες πριν από τη δολοφονία, είχε ένα όραμα: "οι εικόνες από τη σφαγή ήρθαν μπροστά στα μάτια μου ξανά και ξανά. Είδα το πτώμα της μητέρας μου. Αυτό το πτώμα σηκώθηκε και ήρθε κοντά μου και μου είπε: "Είδες ότι ο Ταλάτ είναι εδώ και είσαι εντελώς αδιάφορος; Δεν είσαι πια γιος μου!'" Σε αυτό το σημείο, είπε ότι "ξύπνησε ξαφνικά και αποφάσισε να σκοτώσει" τον Ταλαάτ. Μετά από περαιτέρω ανάκριση, αρνήθηκε ότι γνώριζε ότι ο Ταλαάτ βρισκόταν στο Βερολίνο και επανέλαβε ότι δεν είχε σχέδιο να σκοτώσει τον Οθωμανό αξιωματούχο, εμφανιζόμενος μπερδεμένος. Ο δικαστής παρενέβη υπέρ του Tehlirian μετά από περαιτέρω έρευνα από τον εισαγγελέα, λέγοντας ότι «υπήρξαν μεταπτώσεις στην αποφασιστικότητά του Tehlirian να σκοτώσει».

Η μαρτυρία ήταν ψευδής: Ο Tehlirian πολεμούσε στην πραγματικότητα με τους Αρμένιους εθελοντές στον ρωσικό στρατό τη στιγμή που σκοτώθηκε η οικογένειά του. Ο ιστορικός Rolf Hosfeld λέει ότι ο Tehlirian «ήταν εξαιρετικά περιποιημένος» και η μαρτυρία του ήταν πολύ πιστευτή.Η ιστορικός Tessa Hofmann λέει ότι, ενώ είναι ψευδής, η μαρτυρία του Tehlirian περιείχε «εξαιρετικά τυπικά και ουσιαστικά στοιχεία της συλλογικής μοίρας των συμπατριωτών του». Η εισαγγελία δεν αμφισβήτησε την ακρίβεια της μαρτυρίας και η αλήθεια δεν αποκαλύφθηκε παρά μόνο δεκαετίες αργότερα. Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Tehlirian δεν ρωτήθηκε ποτέ εάν ανήκε σε Αρμενική επαναστατική ομάδα ή αν διέπραξε τη δολοφονία ως μέρος συνωμοσίας. Αν το δικαστήριο γνώριζε ότι η δολοφονία ήταν μέρος μιας προμελετημένης συνωμοσίας, υποστηρίζει ο Hosfeld, ο Tehlirian δεν θα είχε αθωωθεί.

Στη συνέχεια, το δικαστήριο άκουσε τους αστυνομικούς και τον ιατροδικαστή ως μάρτυρες της δολοφονίας και των συνεπειών της, καθώς και τις δύο σπιτονοικοκυρές του Tehlirian. Αρμένιοι μάρτυρες που προσήλθαν ως μάρτυρες υπεράσπισης, έδωσαν πληροφορίες για τη γενοκτονία των Αρμενίων. Ο Levon Eftian είπε στο δικαστήριο ότι η οικογένειά του βρισκόταν στο Ερζερούμ κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας και οι δύο γονείς του σκοτώθηκαν, αλλά άλλοι συγγενείς του κατάφεραν να τραπούν σε φυγή. Ο διερμηνέας του Tehlirian, Zakariants, κατέθεσε επίσης αργότερα την ίδια μέρα, λέγοντας ότι έχασε τον πατέρα, τη μητέρα, τον παππού, τον αδερφό και τον θείο του κατά τη διάρκεια των σφαγών του 1890 στο Hamidian. Ο Terzibashian, Αρμένιος καπνέμπορος στο Βερολίνο, κατέθεσε ότι όλοι οι φίλοι και οι συγγενείς του που βρίσκονταν στο Ερζερούμ κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας σκοτώθηκαν.

Η αθωωτική απόφαση και η συνέχεια της ζωής του Tehlirian

Η επιτροπή των ενόρκων επηρεασμένη από τις σοκαριστικές πληροφορίες για την γενοκτονία των Αρμενίων χρειάστηκε λίγο περισσότερο από μία ώρα για να εκδώσει μια αθωωτική ετυμηγορία. ι γερμανικές αντιδράσεις στην ετυμηγορία ήταν ανάμεικτες, γενικά ευνοϊκές μεταξύ εκείνων που συμπαθούσαν τους Αρμένιους ή τα παγκόσμια ανθρώπινα δικαιώματα. Ο δημοσιογράφος Emil Ludwig έγραψε, «Μόνο όταν μια κοινωνία εθνών έχει οργανωθεί ως προστάτης της διεθνούς τάξης, κανένας Αρμένιος δολοφόνος δεν θα μείνει ατιμώρητος, γιατί κανένας Τούρκος Πασάς δεν έχει το δικαίωμα να στείλει ένα έθνος στην έρημο».

Μετά τη δολοφονία, ο Tehlirian μετακόμισε στο Κλίβελαντ των Ηνωμένων Πολιτειών. Στη συνέχεια μετακόμισε στη Μασσαλία και μετά στη Γιουγκοσλαβία όπου και τελικά παντρεύτηκε την Anahit Tatikian. Το ζευγάρι μετακόμισε στο Βελιγράδι και έζησε εκεί μέχρι το 1950, όταν μετακόμισαν πρώτα στην Καζαμπλάνκα, μετά στο Παρίσι και τελικά στο Σαν Φρανσίσκο. Εκεί εργάστηκε ως ταχυδρομικός υπάλληλος και έζησε με το όνομα Σάρο Μελικιάν.

Ο Tehlirian πέθανε το 1960 από εγκεφαλική αιμορραγία και θάφτηκε στο νεκροταφείο Αραράτ στο Φρέσνο της Καλιφόρνια. Το μνημείο - τάφος του Tehlirian είναι ένας οβελίσκος με έναν επίχρυσο αετό να σκοτώνει ένα φίδι από πάνω. Αναφέρεται ότι ο αρχικός καλλιτέχνης του μνημείου φέρεται να είπε ότι ο αετός ήταν «ο βραχίονας της δικαιοσύνης του αρμενικού λαού που απλώνει την οργή του στον Ταλαάτ Πασά», ο οποίος συμβολιζόταν από το φίδι. Το ίδιο το μνημείο επικεντρώνεται στη μέση του νεκροταφείου με ένα διάδρομο από κόκκινο τούβλο που περιβάλλεται από κυπαρίσσια.

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Ο σχολιασμός του αναγνώστη (ενημερωμένου η μη) είναι το καύσιμο για το ιστολόγιο αυτό, έτσι σας προτρέπουμε να μας πείτε την γνώμη σας. Τα σχόλια οφείλουν να είναι κόσμια, εντός θέματος και γραμμένα με Ελληνικούς χαρακτήρες (όχι greeklish και κεφαλαία).

Καλό είναι όποιος θέλει να διατηρεί την ανωνυμία του να χρησιμοποιεί ένα ψευδώνυμο έτσι ώστε σε περίπτωση διαλόγου, να γίνεται αντιληπτό ποιος είπε τι. Κάθε σχόλιο το οποίο είναι υβριστικό η εμπαθές, θα διαγράφεται αυτομάτως.

"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας