Η ήττα των Βυζαντινών από το Νορμανδό Ρουσέλιο στη γέφυρα του Ζόμπου (1074 μ.Χ.): ένα ισχυρό πλήγμα για το μέλλον της Αυτοκρατορίας

γράφει ο κ. Αντώνιος Λέκκας

Προτού καταλαγιάσει ο απόηχος της μνημειώδους ήττας του Ρωμανού Διογένη από τον Σελτζούκο σουλτάνο Αλπ Αρσλάν το 1071 μ.Χ., μια νέα απειλή έκανε την εμφάνισή της: η εξέγερση του Νορμανδού Ρουσελίου, η οποία αποτέλεσε το έναυσμα ετέρων επαναστατικών κινημάτων που παρέλυσαν την ήδη παραπαίουσα κυβέρνηση του Μιχαήλ Δούκα (1071-1078). Η ολοσχερής αποδιοργάνωση του στρατού είχε άμεση επίδραση στη φρούρηση των ανατολικών επαρχιών, οι οποίες έμειναν εκτεθειμένες στο μένος των Τούρκων εισβολέων που θα εγκαθίσταντο σταδιακά στα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Κατά την άποψη του Γάλλου βυζαντινολόγου Jean-Paul Cheynet, οι αριθμητικές απώλειες για τους Βυζαντινούς στο Μαντζικέρτ δεν υπερέβαιναν το πέντε ή δέκα τοις εκατό. Να πούμε εδώ πως ακόμη κι αν ήταν οι διπλάσιες των εκτιμουμένων, αποδεικνύεται σε κάθε περίπτωση πως ο στρατός δεν υπέστη την πανωλεθρία που πίστευαν παλαιότεροι ερευνητές. Συνεπώς, δεν ήταν αυτή που θα πρέπει να θεωρηθεί ως η αρχή του τέλους για το Βυζάντιο. 

 

Η επικρατούσα κατάσταση στις ανατολικές επαρχίες μετά το Μαντζικέρτ 

 

Ένα κοινό σημείο μεταξύ των δύο συγκρούσεων στο Μαντζικέρτ και τη γέφυρα του Ζόμπου είναι η προδοσία και σύλληψη των δύο επικεφαλής, του Ρωμανού Διογένη και του καίσαρα Ιωάννη Δούκα. Η θλιβερή κατάσταση στην Ανατολή αντικατοπτρίζεται στις αφηγήσεις του Μιχαήλ Ατταλειάτη και της Άννας Κομνηνή, κόρης του Αλεξίου Α’. Ο πρώτος αναφέρεται στις προσπάθειες του Νικηφόρου Βοτανειάτη (που αργότερα κατέλαβε το θρόνο) να αναχαιτίσει τις τουρκικές ληστρικές επιδρομές με σθένος ψυχής, μη διαθέτοντας ικανό αριθμό ανδρών. Η δεύτερη περιγράφει το πως τα ανατολικά στρατεύματα είχαν διασκορπισθεί για να σωθούν από τους Τούρκους που είχαν επεκταθεί μεταξύ Μαύρης Θαλάσσης και Ελλησπόντου, ενώ τα δυτικά είχαν συγκεντρωθεί γύρω από το στασιαστή Βρυέννιο, αδιαφορώντας για την προστασία των συνόρων. Η επίλεκτη στρατιωτική μονάδα των Αθανάτων είχε μεν κληθεί να πολεμήσει, αλλά οι προσφάτως στρατολογημένοι άνδρες ήταν παντελώς άπειροι. Η άμυνα της Ανατολής βασιζόταν μόνο σε κάποιους γηγενείς στρατιώτες στη Χώμα (φρούριο της κεντρικής Μικράς Ασίας) και σε Νορμανδούς μισθοφόρους. 

 

Η μάχη του Σαγγαρίου στα κείμενα του Ατταλειάτη και του Βρυεννίου 


Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης υπήρξε νομικός, δικαστής και ιστορικός του ενδεκάτου αιώνα, ενώ ο Νικηφόρος Βρυέννιος (σύζυγος της Άννας Κομνηνή) ήταν στρατηγός, πολιτικός και συγγραφέας του δωδεκάτου. Και οι δύο είχαν δυνατότητα πρόσβασης σε επίσημα έγγραφα, αλλά μπορούσαν επιπροσθέτως να αντλήσουν υλικό και από αυτόπτες μάρτυρες. Ο πρώτος έγραψε για να εκθειάσει τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Γ' Βοτανειάτη (1078-1081), ενώ ο δεύτερος στοχεύει, όπως πρεσβεύει ο Σπύρος Βρυώνης, σε καθαρή προπαγάνδα υπέρ των Δουκάδων, των Βρυεννίων και των Κομνηνών. Η μάχη είναι μεν σημείο αναφοράς και των δύο, αλλά οι περιγραφές τους δεν ταυτίζονται, δημιουργώντας έτσι πρόβλημα ως προς την αναζήτηση της αληθείας των γεγονότων. 

 

Επί της ουσίας, ο Ατταλειάτης δεν αφηγείται την εξέλιξη της μάχης. Το ενδιαφέρον του στρέφεται γύρω από το Βοτανειάτη. Ξεκινάει με το στρατιωτικό συμβούλιο που προηγήθηκε των εχθροπραξιών, παρέχοντας μια εκτενή ανάλυση των προτάσεων του Βοτανειάτη προς τον Ιωάννη Δούκα. Ο ιστορικός επιθυμεί να πείσει τους αναγνώστες του πως η ήττα ήταν το αποτέλεσμα της απροθυμίας του Δούκα να δεχτεί τις «άριστες» υποδείξεις του συστρατήγου του. Κατόπιν, ολοκληρώνει την ενότητα με την ασφαλή απομάκρυνση του Βοτανειάτη από την περιοχή του Σαγγαρίου. Ο τελευταίος παρουσιάζεται ως το πρότυπο που θα πρέπει να έχουν μέλλοντες αυτοκράτορες και στρατιωτικοί. Άρα δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη η προσπάθεια του συγγραφέως να απαλλάξει τον «ήρωά» του από οποιαδήποτε ευθύνη, την οποία μεταθέτει ολόκληρη στους ώμους του Δούκα. 

 

Ο Βρυέννιος επικεντρώνεται στη μάχη αναλύοντας κάθε πτυχή της και προσφέροντας μια ισορροπημένη αφήγηση, η οποία, κατά την άποψη της Λεονόρα Νέβιλ, βασίζεται σε μία άγνωστη πηγή που περιγράφει τις προσωπικές εμπειρίες του Ιωάννη Δούκα. Αν ο συγγραφέας ήθελε να προπαγανδίσει την αθώωση του τελευταίου, τότε η μνεία του στην αυτομόληση των Νορμανδών του αυτοκρατορικού στρατού, όπως θα δούμε κάτωθι, θα ήταν αρκετή για να δείξει τους ενόχους της ήττας. Αντ αυτού όμως, στρέφεται απροκάλυπτα εναντίον του Βοτανειάτη, ο οποίος εγκατέλειψε τη μάχη εν τη εξελίξει της. Η εκδοχή του συνεπώς φαίνεται να υπερτερεί σε αξιοπιστία αυτήν του Ατταλειάτη. 

 


Η εκστρατεία εναντίον του στασιαστή Ρουσελίου
 


Η ζοφερή κατάσταση στις παραμεθώριες επαρχίες ήταν αυτή, κατά τον Ατταλειάτη, που ανάγκασε τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Z’ να αποστείλει τον Ισαάκιο Κομνηνό και το Ρουσέλιο εναντίον των Τούρκων εισβολέων. Ενόσω ο στρατός στάθμευε στο Ικόνιο, για άγνωστη αιτία ξέσπασε κάποια αντιδικία μεταξύ των δύο στρατηγών που κατέληξε στην αποχώρηση του Ρουσελίου με τους 400 Νορμανδούς της ακολουθίας του κατευθυνόμενος προς τη Μελιτηνή. Καθ’οδόν συγκρούστηκε με μια ομάδα Τούρκων επιδρομέων και τους εξουδετέρωσε. Αναχωρώντας και ο Ισαάκιος από εκεί, έφτασε στην Καισάρεια. Τη νύχτα επιτέθηκε σε μια άλλη ομάδα Τούρκων, αλλά ηττήθηκε και αιχμαλωτίστηκε. Πέτυχε τελικώς την απελευθέρωση του έναντι αδράς αμοιβής λύτρων.  

 

Ο Βρυέννιος παρουσιάζει μια διαφορετική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία ο Ρουσέλιος στασίασε στην Καισάρεια και από εκεί μετέβη στη Σεβάστεια όπου προέβαινε σε λεηλασίες και συγκέντρωση φόρων από τον ντόπιους κατοίκους της Γαλατίας και Λυκαονίας. Αυτό αποτέλεσε και το λόγο για τον οποίον κινήθηκε εκστρατεία εναντίον του, η οποία ουδόλως απεφασίσθη από τον ίδιον τον αυτοκράτορα, αλλά από έναν αυλικό του, τον ευνούχο Νικηφορίτζη. Στόχος του τελευταίου ήταν ο παραγκωνισμός του Ιωάννη Δούκα που είχε ισχυρή επιρροή επάνω στον ανιψιό του και αυτοκράτορα, το Μιχαήλ Ζ'. Γνωρίζοντας τις ικανότητες των Νορμανδών μισθοφόρων, απέβλεπε είτε σε ήττα του για να τον κατηγορήσει είτε, ακόμη καλύτερα, στο θάνατό του κατά τη μάχη. 

 

Ο Ατταλειάτης ισχυρίζεται πως η εκστρατεία επέβλεπε στην εκκαθάριση της ανατολικής επικρατείας από τους Τούρκους. Κατοπινές όμως αναφορές του αποδεικνύουν με κάθε βεβαιότητα πως ο Μιχαήλ Ζ’ ουδόλως ενδιαφερόταν για τις εξωτερικές επιθέσεις που δεχόταν το κράτος του. Κατά συνέπεια, ο μοναδικός στόχος του ήταν να απαλλαγεί από το Ρουσέλιο. 


Η μάχη του Σαγγαρίου 

 

Διασχίζοντας τη Βιθυνία και μαθαίνοντας πως ο Ρουσέλιος είχε στρατοπεδεύσει πλησίον του Σαγγαρίου ποταμού, ο Δούκας προχώρησε εναντίον του μέσω του Δορυλαίου. Η στρατοπέδευση του εμπείρου Νορμανδού στο συγκεκριμένο σημείο δεν μπορεί να αποδοθεί στην τύχη. Προφανώς, έλαβε χώρα για να εμποδίσει την ενδεχόμενη στρατιωτική ενίσχυση του αντιπάλου του. Έτσι μπορούμε να αιτιολογήσουμε την προσπάθεια του Ρουσελίου να καταφθάσει εκεί προ του καίσαρα Δούκα. 

 

Ακολούθησαν ανεπιτυχείς προσπάθειες ειρηνευτικών διαβουλεύσεων, τις οποίες ο Ατταλειάτης χρεώνει στους απεσταλμένους του καίσαρα που επιχείρησαν, όπως λέει, να ταπεινώσουν το Ρουσέλιο. Έτσι οι δύο στρατοί ετοιμάστηκαν για την αναπόφευκτη σύγκρουση. Ο ίδιος ο Δούκας ανέλαβε το κέντρο με τους Βάραγγες της αυτοκρατορικής φρουράς που ακολουθούσαν και εκστρατείες. Ο γιος του Ανδρόνικος πήρε την αριστερή πτέρυγα, ενώ η δεξιά ανατέθηκε σε κάποιον Νορμανδό μισθοφόρο, ονόματι Πάπα. Ο Βοτανειάτης ήταν ο διοικητής της οπισθοφυλακής, η οποία αποτελείτο από μονάδες της Φρυγίας, της Λυκαονίας και της Θράκης. Ακολούθως, ο Ρουσέλιος διαχώρισε το στρατό του σε δύο σώματα 

 

Η μάχη ξεκίνησε όταν ο Δούκας διέσχισε το Σαγγάριο και εξαπέλυσε ολομέτωπη επίθεση εναντίον των Νορμανδών. Κατά τον Ατταλειάτη, ο Βοτανειάτης είχε συμβουλέψει το συστράτηγό του να παραταχθεί με όλες του τις δυνάμεις που δεν είχαν ακόμη καταφθάσει. Αναμένοντας την άφιξή τους, θα μπορούσε να προβεί σε νέες διαπραγματεύσεις, μήπως αποφευχθεί η σύρραξη, ή να αφήσει το Ρουσέλιο να κάνει εκείνος την αρχή (να διευκρινίσουμε παρενθετικά πως ο ιστορικός ασκεί τη δριμεία του κριτική εκ του αποτελέσματος, αφού έγραψε το έργο του τέσσερα χρόνια αργότερα). Ο καίσαρας αγνόησε τις συμβουλές και διέσχισε τη ολισθηρή γέφυρα με πολλές δυσκολίες, κουράζοντας έτσι τους άνδρες του. Το λάθος του ήταν πως υποτίμησε τον εχθρό, θεωρώντας πως με την αριθμητική του υπεροχή θα πετύχαινε μια εύκολη νίκη. Συνάντησε όμως μεγάλη αντίσταση και ο στρατός του ετράπη σε φυγή, ενώ ο ίδιος οδηγήθηκε στην αιχμαλωσία. 

 

Η ανάθεση της οπισθοφυλακής στο Βοτανειάτη καταγράφεται και από τους δύο ιστορικούς, αλλά μόνο ο Ατταλειάτης τον παρουσιάζει ως συστράτηγο του Δούκα και τον απενοχοποιεί για το αποτέλεσμα της μάχης. Χαρακτηρίζει μεν τις συμβουλές του Βοτανειάτη ως άριστες, αλλά δεν εξηγεί γιατί ο Δούκας τις αγνόησε και προχώρησε πρώτος, «αν και ήταν αναστατωμένος», χωρίς βεβαίως να μας διευκρινίζει τον λόγο. Κατά πάσα πιθανότητα, δε δόθηκε στους στρατιώτες η ευκαιρία της ανάπαυσης μετά την κοπιαστική πορεία τους προς το Ζόμπο, κάτι που αντεδείκνυται στα Βυζαντινά στρατιωτικά εγχειρίδια, τα οποία συστήνουν τριήμερη ξεκούραση. 


Με την επίθεση του Δούκα, οι Νορμανδοί φάνηκαν να υποχωρούν και να τρέπονται σε φυγή, δίνοντάς του την εντύπωση μια θριαμβευτικής επικράτησης. Τότε δέχτηκε την έφοδο των επιλέκτων μονάδων του αντιπάλου και υπέστη πανωλεθρία. Ο Ατταλειάτης αφήνει τη σαφή υπόνοια πως οι Νορμανδοί παρέσυραν τους αντιπάλους τους έξω από τις γραμμές ώστε να διαλύσουν τη συνοχή τους. Είναι όμως γνωστό πως η εικονική υποχώρηση αποτελούσε συνήθη τουρκική τακτική, η οποία δεν είχε υιοθετηθεί και από τους Νορμανδούς κατά τον ενδέκατο και δωδέκατο αιώνα.  

 

Τα κενά της προβληματικής αφήγησης του Ατταλειάτη συμπληρώνονται από το Βρυέννιο, ο οποίος μας λέει πως όταν οι δύο αντίπαλες παρατάξεις έφτασαν κοντά η μία στην άλλη, οι Νορμανδοί του Ρουσελίου άρχισαν να παροτρύνουν τους μισθοφόρους συμπατριώτες τους υπό τη διοίκηση του Πάπα να ταχθούν με το μέρος τους, όπως τελικώς και έγινε. Ενώνοντας λοιπόν τις δυνάμεις τους, επιχείρησαν στη συνέχεια να έρθουν γύρω από το κέντρο που διηύφθηνε ο Δούκας, αλλά οι πελεκυφόροι Βάραγγες της προσωπικής φρουράς του το απέτρεψαν. Η μάχη συνεχίστηκε σώμα με σώμα ενώ οι απώλειες και των δύο καταγράφονται ως τεράστιες. 

 

Όλα αυτά απουσιάζουν από τη διήγηση του Ατταλειάτη, η οποία απλώς καταλήγει με την επικράτηση του Ρουσελίου, ενώ μόνον ο Βοτανειάτης, όπως δηλώνει, «επέστρεψε με τους δικούς του ατάραχος και άφοβος στο υποστατικό και στην έπαυλή του».  

 

Κατά το Βρυέννιο, «ο αρχηγός της οπισθοφυλακής, βλέποντας να έχουν προσχωρήσει οι μισθοφόροι στους εχθρούς και να επιχειρούν να κυκλώσουν την παράταξη της οποίας ηγείτο ο καίσαρας, έπρεπε να βοηθήσει. Εκείνος, όμως, παίρνοντας τις δυνάμεις του, υποχώρησε, αν και ήταν άνδρας γενναίος, όπως σε πολλές περιπτώσεις είχε δείξει». Οι Νορμανδοί τότε επωφελήθηκαν και πέτυχαν να περικυκλώσουν τον καίσαρα. Οι Βάραγγες γύρω του αντιστέκονταν, έως ότου καταβλήθηκαν από την κούραση και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ο καίσαρας συνελήφθη, ενώ οι δυνάμεις του γιου του δεν έμειναν με άλλη επιλογή πλην της ατάκτου φυγής. Η Λεονόρα Νέβιλ επιρρίπτει τις ευθύνες στον Πάπα, αλλά τα γραφόμενα του Βρυεννίου δεν επιβεβαιώνουν το συμπέρασμά της. Η προσπάθεια των αυτομολησάντων Νορμανδών και των συμπατριωτών τους τελεσφόρησε μόνο μετά την υποχώρηση του Βοτανειάτη, διότι το αποτέλεσμα της μάχης, έως τότε, ήταν αμφίβολο και οι απώλειες εκατέρωθεν σοβαρές. 

 

Ο ρόλος του Βοτανειάτη 

 

Ο Δημήτρης Κράλλης συνδέει την υποχώρηση του Βοτανειάτη με την κόπωση, η οποία ήταν πιθανώς το φυσικό επακόλουθο της προκεχωρημένης ηλικίας του. Αυτή η θεωρία δε δύναται να αιτιολογήσει τον λόγο που η απόφαση του διοικητού της οπισθοφυλακής εκτελέστηκε ενόσω η μάχη μαινόταν. 

 

Γνωρίζουμε από τον Ατταλειάτη πως ο Ρουσέλιος, ο οποίος είχε πέσει αργότερα στα χέρια του Μιχαήλ Ζ’, προσπάθησε ανεπιτυχώς να δραπετεύσει από την αιχμαλωσία του και να συναντήσει το Βοτανειάτη στη Λάμπη της Φρυγίας. Το 1077, με διαφορά μερικών μηνών, είχαν στασιάσει τόσο ο Βρυέννιος όσο και ο Βοτανειάτης αποβλέποντας στην κατάληψη του θρόνου. Όλοι οι Νορμανδοί που είχαν αρχικώς συνταχθεί με το Βοτανειάτη, προσχώρησαν έπειτα στο στρατό του Βρυεννίου. Για κάποιον περίεργο και άγνωστο λόγο, ο Ρουσέλιος ακολούθησε την αντίθετη κατεύθυνση. Η προσπάθειά του να καταφύγει στη Λάμπη είναι πιθανή ένδειξη της γνωριμίας των δύο ανδρών και ενδεχομένως δε θα ήταν αυτή η πρώτη τους συνάντηση, εάν κατάφερνε να φθάσει. Όντας απομονωμένος σε ένα σκοτεινό πύργο, δεν είχε γνώση αν και κατά πόσο είχαν τροποποιηθεί οι πολιτικές συμμαχίες στην Κωνσταντινούπολη. Συνεπώς, πώς ήταν βέβαιος ότι ο Βοτανειάτης δεν θα τον πρόδιδε, παραδίδοντάς τον δέσμιο στον αυτοκράτορα; Αυτό ενισχύει μάλλον την εικασία πως το κοινό συμφέρον εναντίον του Μιχαήλ Ζ’ Δούκα ήταν αυτό που έφερε σε μυστική συνεννόηση τους δύο άνδρες. 

 

Η σπουδαιότητα της μάχης του Σαγγαρίου δεν έχει τύχει της δεούσης προσοχής. Τα στοιχεία δεικνύουν πως υπήρξε ακόμη πιο καίρια από το Μαντζικέρτ, αφού η επικράτηση του Ρουσελίου επέφερε την πλήρη αποδιοργάνωση του Βυζαντινού στρατού και την κατάρρευση της άμυνας των ακριτικών θεμάτων.  

 

Βασικό σημείο της ασυμφωνίας των αφηγήσεων των Ατταλειάτη και Βρυεννίου είναι οι λόγοι της ήττας. H Νικολέτα Ντουγιέ εγείρει σοβαρά ερωτήματα γύρω από τον πραγματικό ρόλο του Δούκα. Δεν μπορεί να αποκλειστεί το σενάριο μιας προκαθορισμένης αιχμαλωσίας του, ώστε να αποφύγει την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη όπου κινδύνευε από τις παρασκηνιακές ενέργειες του Νικηφορίτζη. Ο ρόλος όμως του Βοτανειάτη δεν έχει ερευνηθεί διεξοδικά. Η απόσυρση της οπισθοφυλακής τη δεδομένη στιγμή που εκτελέσθηκε υποδηλώνει προδοσία, κάτι που ο Βρυέννιος το διατυπώνει δίχως περιστροφές. Η πράξη του καταδεικνύει σκοπιμότητα συσχετιζομένη με πολιτικές φιλοδοξίες. Ίσως λοιπόν από το 1074 κιόλας να σχεδίαζε την παντί τρόπω ανάρρησή του στο θρόνο του Βυζαντίου. 

 

Βιβλιογραφία 


Βρυώνης, Σ. (2008). Η παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού της Μικράς Ασίας και η διαδικασία του εξισλαμισμού (11ος έως 15ος αιώνας). Αθήνα: Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης  

Cheynet, J.C. (1980). “Mantzikert, Un désastre militaire?”, Byzantion, 50. 

Duyé, N. (1972). “Un haut fonctionnaire byzantin du XIe siècle: Basile Malésès”, Revue des Études Byzantines, 30. 

Καραγιαννόπουλος, I. (1993). Ιστορία του Βυζαντινου κράτους. 4 τομ. Θεσσαλονίκη: Βάνιας. 

Krallis, D. (2012). Michael Attaleiates and the Politics of Imperial Decline in Eleventh-Century Byzantium. Tempe: ACMRS. 

Neville, L. (2012). Heroes and Romans in Twelfth-Century Byzantium: The Material for History of Nikephoros Bryennios. Cambridge: Cambridge University Press.  

Πολέμης Ι. (1997). Μιχαήλ Ατταλειάτης, Ἱστορία. Αθήνα: Κανάκη. 

Σιδέρη, Α. (1990). Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς. 2 τομ. Αθήνα: Άγρα 

Τσουγκαράκης, Δ. – Τσουκλίδου, Δ. (1996). Νικηφόρος Βρυέννιος, Ύλη Ιστορίας. Αθήνα: Κανάκη. 

Σχόλια

"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας