Η Έκθεση Νικόστρατου Καλομενόπουλου για την κατάληψη των Κυκλάδων από τον στρατό της Εθνικής Άμυνας (1916-1917) (Αυτούσια η Έκθεση)

Κυβέρνησις Εθνικής Αμύνης - 
Στρατιωτική Διοίκησις Κυκλάδων

Έκθεσις

περί της καταλήψεως των Κυκλάδων Νήσων[1] 

Ι.  Προκαταρκτικά της αποστολής

Κατά τας πρώτας ημέρας του μηνός Νοεμβρίου 1916 καλέσας με ο κ. Πρόεδρος της Εθνικής Κυβερνήσεως μοι ανακοίνωσεν ότι αποφάσισε να καταλάβη τας Κυκλάδας νήσους, ην δ’ εντολήν ταύτην ανέθετεν εις εμέ.[2]

            Πρώτη έδει να καταληφθή η Σύρος και βαθμηδόν αι λοιπαί νήσοι.[3]

            Η εν Σύρω κατάστασις ην η εξής:

Ο λαός της Ερμουπόλεως ην κατά το πλείστον υπέρ ημών, τουναντίον δε ο της Άνω Σύρου, κατοικουμένης υπό καθολικών διατελούντων υπό την επιρροήν της Αυστρίας.[4]

Εν Σύρω δεν υπήρχε στρατός, αλλά μόνον χωροφυλακή συγκειμένη εκ τινων αξιωματικών και 50 περίπου χωροφυλάκων.

Ο Νομάρχης Κυκλάδων Παρασκευόπουλος ων Γουναρικός,[5] αλλά ο διευθυντής της Νομαρχίας κ. Παπαδάκης εκ των ημετέρων.[6]

Εκ των δικαστικών, οι πλείστοι ήσαν Γουναρικοί. Ο εισαγγελεύς των Εφετών Γιαμαλάκης και ο εφέτης κ. Παπαδάκης ήσαν κεκυρηγμένοι υπέρ ημών.

Εν Ερμουπόλει και εν Άνω Σύρω υπήρχον οργανώσεις επιστράτων, εις ους,  κατά πάσαν πιθανότητα, είχον διανεμηθή  όπλα υπό της κυβερνήσεως των Αθηνών.[7]

Προς εκτέλεσιν της εντολής μου θα διετίθετο εις λόχος πλήρης πεζικού εκ των εν Θεσσαλονίκη Κρητών και δύναμις 150 χωροφυλάκων.[8] Εις Σύρον θα μετέφερεν ημάς η «Εσπερία», συνοδευομένη υπό ενός ή δύο αντιτορπιλλικών.

Εν τέλει διετάχθην να μελετήσω την εκτέλεση της επιχειρήσεως και να υποβάλω σημείωμα περί της  απαιτουμένης παρασκευής.

Μετά τινας ημέρας, παρουσιασθείς ενώπιον του κ. Προέδρου εξέθεσα αυτώ τας σκέψεις μου περί της αποβάσεως και συγχρόνως παρεκάλεσα αυτόν να διατάξη όπως μοι δοθώσι 250 πλήρης συλλογές οπλισμού, εξαρτήσεως και ιματισμού, ίνα άμα τη εις Σύρον αποβάσει μου κατατάξω εθελοντάς. Δια πάντα ταύτα διετάχθην να αποτανθώ προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών προς ο θα εξέδιδε τας διαταγάς του.

Μοι ανακοίνωσεν  συγχρόνως ότι η εν Σύρω κατάστασις  εβελτιώθη, καθ’ όσον προ ολίγων ημερών αγγλικόν πολεμικόν καταπλεύσαν εκεί,[9] απεβίβασε άγημα όπερ συνέλαβε και εξετόπισε τους προξένους Αυστρίας, Γερμανίας και Τουρκίας, καθώς και κορυφαίους τινάς των αντιδραστικών, εν οις τους βουλευτάς Βοκοτόπουλον και Κάπαρην, τον Νομάρχην Παρασκευόπουλον, τον εισαγγελέα Κορφιωτάκην, τους φανατικωτέρους αντιδραστικούς Καμπάνην  δικηγόρον, Δρίβαν ζυθοπώλην κ.τ.λ.[10] Έτερον αγγλικόν τμήμα συνέλαβεν εν Νάξω  τον εκεί διατριβόντα  βουλευτήν Μανούσον Δερλερέν απόστρατον αντισυνταγματάρχην.[11] Εν Σύρω εγκαταστάθη  αγγλικός έλεγχος της αστυνομίας,[12] πλοίον δε πολεμικόν σταθμεύει διαρκώς εν τω λιμένι.

Μοι ανακοινώθη ωσαύτως  ότι ο αρχήθεν ορισθείς λόχος των Κρητών δεν ήτο  δυνατόν να διατεθή,  ένεκα άλλων λόγων, και ότι αντ αυτού έτερος λόχος θα ετίθετο υπό τας διαταγάς μου.[13]

Τη αιτήσει μου διετάχθη να ετοιμασθή εις λόχος του Συντάγματος Μυτιλήνης ον θα μετέβαινον εκεί να παραλάβω.

Περί της ημέρας της αναχωρήσεώς μου εκ Θεσσαλονίκης θα ειδοποιούμην εν καιρώ.

ΙΙ.  Αναχωρήσις  εκ Θεσσαλονίκης. Άφιξις εις Μυτιλήνην  και αναχώρησις δια Σύρον.  Διαταγή διά την απόβασιν. Την πρωίαν της 22 Νοεμβρίου κληθείς υπό του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως διετάχθην να αναχωρήσω αυθημερόν εις Μυτιλήνην προς παραλαβήν του λόχου πεζικού και των χωροφυλάκων, εκείθεν δε εις Σύρον προς κατάληψιν αυτής.

Τα εν Θεσσαλονίκη σταθμεύοντα ελληνικά ατμόπλοια «Πελοπόννησος» και «Έλδα» ετίθεντο υπό τας διαταγάς μου δια την μεταφοράν της στρατιωτικής δυνάμεως.

Εν αγγλικόν αντιτορπιλλικόν διετάχθη να μας συνοδεύση.

Ώρα αναχωρήσεως ωρίσθη η 5 μμ.

Μετ’ εμού θα ανεχωρούν ο διορισθείς νομάρχης Κυκλάδων κ. Βασιλακάκης,[14]  ο επόπτης των Οικονομικών Υπηρεσιών Κυκλάδων κ. Φουντουλάκης, ο διευθυντής αστυνομίας Κυκλάδων κ. Μιαούλης μοίραρχος, ο υπομοίραρχος κ. Μανωλικίδης,  ο ανθυπασπιστής της χωροφυλακής κ. Ντουλάκης, ο έφεδρος ανθυπίατρος κ. Αμοιραδάκης,  4 ενωμοτάρχαι,  6 υπενωμοτάρχαι και 20 χωροφύλακες, πάντες Κρήτες πλην του κ. Μανωλικίδου.

Την 5:15΄ μμ.  22 Νοεμβρίου απεπλεύσαμεν και την 6:05΄ ηγκυροβολήσαμεν προ του Καραμπουρνού ένθα εγένετο νηοψία υπό αγγλικού πολεμικού.

Το αγγλικόν αντιτορπιλλικόν, περί ου είχον διαταγήν ότι θα μας συνοδεύση,  δεν εφάνη, ουδέ  ηδύνατο να μας πληροφορήση περί αυτού το εκτελέσαν  την νηοψίαν  αγγλικόν πλοίον, απλώς δε είπεν ημίν  ότι ίσως συναντήσωμεν  αυτό εις Απανομήν.

Την 7 ώραν μμ.  απεπλεύσαμεν εκ Καραμπουρνού και την 8.15΄ εφθάσαμεν προς της Απανομής, αλλ’ ουδέ εκεί εφάνη το αντιτορπιλλικόν της συνοδείας.

Απεφάσισα να παραμείνωμεν εις Απανομήν ίνα αναφέρω ταύτα εις τον κ. Πρόεδρον και ζητήσω διαταγάς του. Την αναφοράν μου εκόμισεν εις Θεσσαλονίκην η «Έλδα» ήτις επανήλθε την 4.45 μμ. της 23, φέρουσα την απάντησιν ότι τα της βραδύτητος του αντιτορπιλλικού εγένοντο γνωστά εις τον Άγγλον ναύαρχον όστις υπεσχέθει να διατάξη.[15]

Επι της «Έλδας» επέβαινον 71 Κρήτες χωροφύλακες ους άρτι μετέφερεν εκ Κρήτης η «Αντιγόνη».

Ούτοι εν Κρήτη παρέστησαν μάρτυρες της τορπιλλίσεως ενός αγγλικού μεταγωγικού πλήρους στρατού, τοιαύτη δε ην η εκ τούτων εντύπωσις αυτών,  ώστε διαρρήδην εδήλωσαν ότι δεν εννοούσιν επ’ ουδενί λόγω να ταξειδεύσωσι άνευ συνοδείας πολεμικού πλοίου. Βραδύτερον μοι εγένετο γνωστόν ότι οι χωροφύλακες ούτοι ηπείλησαν  τον ναύκληρον της «Έλδας» ότι θα εφόνευον αυτόν εάν απεπειράτο να άρη την άγκυραν προς απόπλουν προς της αφίξεως του πολεμικού πλοίου της συνοδείας, και ότι δεν θα επέτρεπον εις τον πλοίαρχον να ανέλθη επί της γεφύρας του πλοίου.[16]

Περί το μεσονύκτιον της 23-24 Νοεμβρίου μικρόν αγγλικόν  πολεμικόν, πλευρίσας  την «Πελοπόννησον», εφ’ ης  επέβαινον,  ειδοποίησεν ημάς να ημίν έτοιμοι προς αναχώρησιν, διότι μετ’ ολίγον θα κατέφθανεν αντιτορπιλλικόν ίνα μας συνοδεύση.

Την 2αν πρωινήν ώραν [24 Νοεμβρίου] αφίκετο εκ Θεσσαλονίκης το αντιτορπιλλικόν  και αμέσως απεπλεύσαμεν.

Την 1.30 πρωίας της 25 Νοεμβρίου εισήλθομεν εις τον κόλπον της Γιέρας [Μυτιλήνης].

Άμα τω κατάπλω ημών ανήλθον επί του αγγλικού πολεμικού, εφ’ ου επέβαινεν ο διοικητής της εκεί σταθμευούσης  αγγλικής μοίρας και συνεννοήθην μετ’ αυτού περί της εις Σύρον αποβάσεως.

Παρεκάλεσα αυτόν να τηλεγραφήση εις τον κ. κυβερνήτην του εν Σύρω αγγλικού πολεμικού να μεριμνήση όπως ετοιμασθώσι λέμβοι δια την αποβίβασιν των ανδρών μου, καθώς και 8-10 οδηγοί ίνα οδηγήσωσι τα τμήματα τα προορισμένα διά την κατάληψιν των διαφόρων σημείων της πόλεως.

Εκανονίσαμεν ωσαύτως τα της επιβιβάσεως του λόχου εν Γέρα διά την 3 μμ. της ημέρας εκείνης [25 Νοεμβρίου] όπως αυθημερόν αναχωρήσωμεν δια Σύρον.

Δυστυχώς δεν κατέστη η αναχώρησις ημών κατά την ημέραν εκείνην. Ο διοικητής της Μεραρχίας Αρχιπελάγους συνταγματάρχης κ. Ιωάννου μοι εγνώρισεν ότι ο λόχος ην μεν καθ’ όλα έτοιμος αλλά εστερείτο φυσσιγγίων,  διότι τοιαύτα [φυσσίγγια Μάνλιχερ] δεν υπήρχον εν Μυτιλήνη, δεν είχον δε αφιχθή εισέτι τοιαύτα εκ Θεσσαλονίκης, μολονότι προ ημερών πολλών εξητήθησαν τηλεγραφικώς παρά του Υπουργείου.[17]

Η αίτησις επανελήφθη τηλεγραφικώς και φυσσίγγια δεν ήρχοντο. Προς πρόληψιν αναβολών, ων δεν ηδυνάμην  να γνωρίζω την έκτασιν, παρεκάλεσα τον κ. Μέραρχον, να αντικαταστήση τα όπλα Μάνλιχερ του λόχου δι όπλων Γκρα, αλλ’ ουδέ τούτο ήτο δυνατον να γίνη διότι υπήρχον μόνον όπλα Γκρα αλλά όχι επαρκή δια τον λόχον φυσσίγγια.

Ηναγκάσθημεν να αναμένωμεν.

Εν τέλει την πρωΐαν της 28 Νοεμβρίου ελήφθη τηλεγράφημα του Υπουργείου Στρατιωτικών αγγέλλον ότι τα αιτηθέντα φυσσίγγια Μάνλιχερ  προς συμπλήρωσιν του εφοδιασμού των ανδρών αποστέλλονται εις Σύρον για του τορπιλλικού «Θέτιδος».[18]

[Πριν η προχωρήσω εις  την αφήγησίν μου αφορώντων την εκτέλεσιν της εντολής μου δεν κρίνω άσκοπον να αναφέρω ολίγα τίνα μαρτυρούντα  την ακριτομυθείαν ατόμων της υπηρεσίας εις ους εμπιστεύονται,  κατ ανάγκην, του κράτους τα μυστικά. Πλείστοι λόγοι επέβαλλον να τηρηθή απόλυτος εχεμύθεια, όσον αφορά και την προπαρασκευήν και την εκτέλεσιν  της αποφασισθείσης  επιχειρήσεως. Τοιαυτή ήτο ευθύς εξαρχής  η διαταγή άλλως τε του  κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως. Και ετήρησα αυτήν μετά θρησκευτικής ευλαβείας και ακριβείας. Δυστυχώς δεν συνέβη το αυτό και εις όλους εκείνους εις ους, και ανάγκην, η υπηρεσία ανεκοίνωσεν τα της επιχειρήσεως.

Ο νεοδιορισθείς Νομάρχης Κυκλάδων κ. Βασιλακάκης εδέχετο, εν  Θεσσαλονίκη έτι,  συγχαρητήρια επί τω διορισμώ αυτού! Εν Μυτιλήνη άμα τη αφίξει εκεί ημών, επληροφορήθην ότι προ  δύο ημερών αι επιτόπιαι  εφημερίδες ανέγραψαν την είδησιν  ότι ο λόχος,  ο προωρισμένος  δια την κατάληψιν της Σύρου, ην έτοιμος και αναμένετο  ο αντισυνταγματάρχης Καλομενόπουλος ίνα  παραλαβή αυτόν και προβή εις την  εκτέλεσιν της καταλήψεως!!

Βραδύτερον εν Σύρω ο τέως βουλευτής Κυκλάδων κ. Γαϊτάνος μοι έλεγεν ότι, πολλάς ημέρας  προ της καταλήψεως της Σύρου,  εγνώριζεν την μελετωμένην  επιχείρησιν εξ επιστολής του κ. Ζαμάνου.[19] Δεν χρειάζονται πολλά σχόλια επί των ακριτομυθειών τούτων, ων άλλως τε οι διαδίδοντες  δεν είναι ευχέρως να ανακαταληφθώσιν και ήδη προχωρώ εις την των γεγονότων αφήγησιν]

Άμα τη λήξει της  τηλεγραφικής ειδήσεως ότι τα φυσσίγγια Μάνλιχερ εστέλλοντο  δια της «Θέτιδος» εις Σύρον,  διέταξα τον λόχον  να εκκινήση την 1 μμ. εκ  Μυτιλήνης, ίνα ευρεθή  εγκαίρως εις τον κόλπον Γιέρας προς επιβίβασιν ήτις έδει να αρχίση την 3 μμ. ώραν.

Οι υπάλληλοι και αξιωματικοί της αποστολής διετάχθησαν  να ευρίσκωνται  επί των ατμόπλοιων την 5 μμ.  συγχρόνως παρακάλεσα τον Άγγλο Μοίραρχο να διαθέση τας απαιτουμένας ατμακάτους διά την επιβίβασιν αυτών.

Τα πάντα  εξετελέσθησαν εγκαίρως και κανονικώτατα, χάρις εις την πειθαρχίαν του λόχου πεζικού και χωροφυλακής, και την πρόθυμον συνδρομήν του διοικούντος την Γέρα αγγλικήν μοίραν.   

Το στράτευμα διενεμήθη επί του πλοίου ως εξής:

«Πελοπόννησος»:  Ο αρχηγός της αποστολής αντισυνταγματάρχης Καλομενόπουλος Νικόστρατος, ο διευθυντής αστυνομίας Κυκλάδων μοίραρχος κ. Μιαούλης,  και ο διοικητής του λόχου υπολοχαγός  κ. Σαμαρτζής  μετά τριών διμοιριών [185 άνδρας]  του λόχου του.[20]

«Έλδα»: Μία διμοιρία του λόχου και οι 100 χωροφύλακες [άνδρες 165]. Δι άπαντας επιβιβάσθησαν τροφαί 3 ημερών. Οι άνδρες είχον πλήρη τα υδροδοχεία.

Την 5.15 μμ. ευρισκόμην επί της αγγλικής ναυαρχίδος  ίνα  κανονίσω μετά του Άγγλου μοιράρχου τας λεπτομερείας του πλου και της αποβιβάσεως. Ταύτα εκανονίσθησαν  ως εξής:

1)      Εν  αγγλικόν αντιτορπιλλικόν ανοικτής θαλάσσης διετάχθη να μας συνοδεύση μέχρι Σύρου.

2)      Ο απόπλους ωρίσθη δια την 9 μμ. ακριβώς

3)      Την μεσημβρίαν της επομένης θα ευρισκόμεθα εις Σύρον και αμέσως θα ήρχετο η απόβασις. Δεν ήτο ανάγκη να ενεργηθή αύτη κατά την νύχτα, διότι εν Σύρω είμεθα σχεδόν κύριοι της καταστάσεως, χάρις εις την εν τω λιμένι παρουσίαν ενός αγγλικού καταδρομικού και τα μέτρα άτινα τούτο θα ελάμβανε.

4)       Λέμβοι δια την  απόβασιν  και οδηγοί δια τα αποσπάσματα της καταλήψεως εξησφαλίσθησαν, συμφώνως τη αιτήσει μου υπό του εν Σύρω αγγλικού καταδρομικού.

Την 6 μμ. επέστρεψα εις την «Πελοπόννησον» ένθα εκάλεσα άπαντας τους κ.κ. αξιωματικούς του πεζικού και της χωροφυλακής εις ους εξέδωκα τας περί της αποβάσεως διαταγάς μου ως εξής.

Διαταγή αποβιβάσεως εις Σύρον

«Η παρουσία εν τω λιμένι της Σύρου ενός αγγλικού καταδρομικού και τα ληφθέντα υπ’ αυτού μέτρα καθώς και το φρόνημα του λαού Ερμουπόλεως, όντος κατά το πλείστον Βενιζελικόν, με πείθουσιν ότι η απόβασις ημών να ενεργηθή άνευ τινός αντιστάσεως.[21] Πιθανόν εις Άνω Σύρον, κατοικουμένην αποκλειστικώς υπό καθολικών διατελούντων υπό την επιρροήν της Αυστρίας, να εύρωμεν μικράν αντίστασιν, αλλά και ταύτην αναξίου λόγου.

Άμα τω κατάπλω ημών εις Σύρον ο λόχος θα παραλάβη τα φυσσίγγια παρά της «Θέτιδος» και θα διανείμη αυτά εις τους άνδρας, όσον το δυνατόν ταχύτερον. Την αποπεράτωσιν της διανομής θα μοι αναφέρη ο κ. διοικητής του λόχου».

Η έναρξις της αποβιβάσεως θα σημανθή δια της σάλπιγκος

[ήχημα «προχωρείτε»]

Ο διοικητής του λόχου υπολοχαγός κ. Σαμαρτζής μετά των 4 διμοιριών αυτού θα αποβιβασθή εις την παραλίαν πλατείαν «Σανιτά» και θα αποκλείση διά δυο διμοιριών τον εκεί πλησίον κείμενον στρατώνα της χωροφυλακής, συγχρόνως θα αποστείλη μιαν μόνον διμοιρίαν εις την πλατείαν Μιαούλη και ετέραν εις την πλατείαν Αγ. Νικολάου.

Η διμοιρία πλατείας Μιαούλη θα εκπέμψη τέσσερας περιπόλους, εκάστης εξ 6 ανδρών, εις τας εξής διευθύνσεις.

  1. Οδός Ερμού και παραλίας προς ιχθυοπωλεία
  2. Οδός Ερμού και οδός Άμμου προς ναόν Κοιμήσεως, εργοστασίων
  3. Προς Ναόν Μεταμορφώσεως
  4. Πλατεία Θεάτρου

Γ΄). Η διμοιρία αγίου Νικολάου θα αποστείλη τρεις περιπόλους, εκάστης εξ 6 ανδρών εις τας εξής διευθύνσεις

  1. Περίπολος επαφής μετά πλατείας Θεάτρου
  2. Περίπολος προς πλατείαν κάτω Βαπορίων
  3. Περίπολος προς οδόν Ποταμού

Δ΄). Η αποκλείουσα τον στρατώνα χωροφυλακής δύναμις (εκ 2 διμοιριών) θα εκπέμψη τα εξής περιπόλους και φυλάκια εξ 6 ανδρών.

  1. Περίπολος επαφής μετά πλατείας Μιαούλη δια των οδών Αγοράς και Ερμού
  2. Περίπολος παραλίας από Σανιτά μέχρι της οδού Ερμού
  3. Περίπολος επαφής μετά πλατείας Αγ. Νικολάου

Β΄

Ο μοίραρχος κ. Μιαούλης μετά του λόχου της χωροφυλακής θα αποβιβασθή εις την οδόν Ερμού και θα βαδίση προς την Άνω Σύρον ακολουθών την οδόν: Πλατείας Μιαούλη - Μεταμορφώσεως. Θα εγκατασταθή εις το μεταίχμιον Άνω Σύρου και Ερμουπόλεως, και θα εκπέμψη εκείθεν τας εξής περιπόλους και φιλάκια

  1. Περίπολον εκ 15 ανδρών προς τον Ναόν των Δυτικών «Σαν Μπαστία»
  2. Εν φυλακιον εκ μιάς διμοιρίας επί της «Αναστάσεως», ένθα θα παραμείνη μέχρι της νεωτέρας διαταγής μου
  3. Περίπολον εκ 15 ανδρών προς το νεκροταφείον Αγ. Γεωργίου.

Γ΄

Εκάστη διμοιρία πεζικού και χωροφυλακής θα μοι αποστέλη ανά 2 συνδέσμους. Εκάστη διμοιρία, άμα τη εγκαταστάσει αυτής, θα μοι υποβάλη έγγραφον αναφοράν

Τα διάφορα τμήματα θα συνδέωνται μεταξύ των.

Δ΄

Εν περιπτώσει καθ’ ην τα τμήματα, ευρισκόμενα εισέτι εντός των λέμβων, δεχθώσι πυροβολισμούς εκ της προκυμαίας, εάν μεν αι λέμβοι ήναι πλησίον των πλοίων θα διευθυνθώσιν όπισθεν αυτών προς αποφυγήν των βολών και θα αναμένωσι διαταγάς, εάν δε ευρίσκονται εγγύς της προκυμαίας θα αντιπυροβολήσωσι και θα σπεύσωσι να αποβιβασθώσιν εις τας ορισθείσας θέσεις, μεθ’ ο θέλωσι προσπαθήση να συλλάβωσι ή απωθήσωσι τους πυροβολήσαντας αντιδραστικούς.

Ε΄

Εάν τα αποβιβασθέντα τμήματα συναντήσωσι σοβαράν αντίστασιν, θα προσπαθήσωσι να αποκρούσωσιν αυτήν. Εν εναντία περιπτώσει θα αποσυρθώσιν εν τάξη προς το «Νισάκι», καταλαμβάνοντα τα περί την πλατείαν «Σανιτά» οικήματα και το τηλεγραφικόν κατάστημα.

ϛ´

Άμα τω κατάπλω ημών Σύρον θα δείξω τας εν τη διαταγή μου αναφερομένας θέσεις, κατάλληλοι δε οδηγοί θα προσκολληθώσιν εις έκαστον τμήμα.

Οι άνδρες δέον να έχωσι περαιωμένον το μεσημβρινόν αυτών γεύμα την 11.30 πρωίας να φέρωσι δε μεθ’ εαυτών το εσπερινόν συσσίτιον.

Εν όρμω Γέρας 28 Νοεμβρίου 1916 [ώρα 6 πρωινή]

[Σημ. εις τους κ.κ. αξιωματικούς εδόθη πρόχειρον σχεδιάγραμμα της πόλεως Ερμουπόλεως εις ου εσημειούτο και η θέσις εκάστου στρατιωτικού τμήματος και περιπόλου, συμφώνως τη ανωτέρω διαταγή μου.

Περί την 8ην ώραν οι κ.κ. αξιωματικοί απήλθον εις τα τμήματα αυτών, την 9ην ώραν ακριβώς απεπλεύσαμεν][22]

ΙΙΙ. Κατάπλους εις Σύρον και απόβασις

Την πρωίαν της 29 Νοεμβρίου επλέομεν εις το μεταξύ Μικόνου και Τήνου στενόν, αλλ’ αντί να

Νικόστρατος Καλομενόπουλος

εξακολουθήσωμεν τον προς την Σύρον πλουν διετάχθημεν υπό του διοικητού της εν Σύρω αγγλικής μοίρας [συγκειμένης εξ ενός καταδρομικού, 1 αντιτορπιλλικού και 2-3 αλιευτικών] να περιπλέωμεν τας ανατολικάς ακτάς της Τήνου, να πλεύσωμεν δε προς την Σύρον ούτως ώστε να εισέλθωμεν εις τον λιμένα την 1.45 μμ. Όντως κατά την ώραν ταύτην εισήλθομεν εις τα προ του λιμένος συρματοπλέγματα οπότε τα πλοία εκράτησαν και ανήλθε επί της «Πελοποννήσου» ης επέβαινον ο έφεδρος πλωτάρχης του αγγλικού ναυτικού κ. Κότρελ φέρων και τους αιτηθέντας οδηγούς και τα φυσσίγγια. Ταύτα διενεμήθησαν αμέσως εις τους άνδρας και την 2.15 μμ. ήρξατο η αποβίβασις των τμημάτων. Ο κ. Κότρελ μοι ανήγγειλεν ότι άγημα Άγγλων ναυτών, αποβιβασθέν ήδη συνέλαβε άπαντας τους αξιωματικούς της χωροφυλακής και απέκλεισε εις τον στρατώνα άπαντας τους χωροφύλακας, πλην των φρουρούντων τας φυλακάς. Ταύτα πάντα άνευ ουδεμίας αντιστάσεως.

Ηναγκάσθην να τροποποιήσω εν μέρει τας διαταγάς μου. Τοιουτοτρόπως τμήμα χωροφυλακής διετάχθη να αντικαταστήση τους αποκλείοντας την χωροφυλακήν άνδρας, έτεροι δε να αντικαταστήσωσι τους φρουρούντας  τας φυλακάς χωροφύλακας είτα δε αφοπλίσωσιν και περιορίσωσιν αυτούς εντός του στρατώνος μετά των λοιπών.

Εν τω μεταξύ τούτω ο λαός της Ερμουπόλεως συνέρρεεν εις την παραλίαν ζητωκραυγάζων τον Πρόεδρον της κυβερνήσεως κ. Βενιζέλον, την Κυβέρνησιν της Εθνικής Αμύνης και τον στρατόν αυτής.

            Πλείστοι όσοι με ενηγκαλίζοντο κλαίοντες εκ της  συγκινήσεως.

            Η γενομένη προς ημάς υποδοχή ην όντως ενθουσιώδης και συγκινητική. Ο λαός μετά ανακουφίσεως έβλεπεν εαυτόν  απελευθερούμενον εκ της δουλείας  της φαυλοκρατίας και των χειρών των ανευθύνων οργανώσεων ας αύτη εδημιούργησε ίνα καταπνίξη δια του τρόμου πάσαν εκδήλωσιν υπέρ του Εθνικού κινήματος και του ηγέτου αυτού κ. Ελευθερίου Βενιζέλου.

Οι αντιδραστικοί έντρομοι παρακολουθούν τα προ των ομμάτων των εκτυλισσόμενα απροσδόκητα, ουδέν τολμών να είπωσιν αλλά και παρ’ ουδενός παρενοχλούνται.  

Η οικία του αδελφού μου, ένθα κατέλυσα, καταπλημμυρούται υπό πολιτών ερχομένων να χαιρετήτωσιν εν τω προσώπω μου το Εθνικόν καθεστώς και μεταξύ αυτών διακρίνονται πλείστοι, οι μάλλον σημαίνοντες, των Γουναρικών του τόπου.[23]

Ο Σ. αρχιεπίσκοπος Σύρου και Τήνου κ. Αθανάσιος Λεβητόπουλος, ανελθών εις το αξίωμα τούτο τη υποστηρίξει του φανατικού αντιβενιζελικού βουλευτού Βοκοτοπούλου,[24] φανατικός δε και αυτός μέχρι της στιγμής ταύτης αντιβενιζελικός, σπεύδει να αναγνώριση το Εθνικόν καθεστώς ερωτών με, άμα τη αποβιβάσει μου, διά του διακόνου αυτού, «εάν εις την αυριανήν λειτουργίαν επί τη εορτή του Αγίου Ανδρέου μνημονευθή ο Βασιλεύς και αν θα ψαλή  το πολυχρόνιον». Απήντησα εις την αυτού σεβασμιότητα ότι δεν έχομεν βασιλέα,  συνεπώς ούτε βασιλεύς θα μνημονευθή, ούτε θα ψαλλή το πολυχρόνιον.[25]

Άπαντες οι ναοί της Σύρου συνεμορφώθησαν προς τας  διαταγάς ταύτας. Χάριν  οφείλομεν ομολογουμένως εις την σώφρονα ταύτην στάσιν του σεβασμιοτάτου επισκόπου Σύρου, όστις, παρά τα μέχρι της στιγμής ταύτης φρονήματα αυτού, συνεμορφώθη  πάραυτα προς το νέον καθεστώς και έδωσε το παράδειγμα της γαλήνης εν τω τόπω.[26]

Εν Σύρω παρεδόθησαν εις ημάς 5 αξιωματικοί της χωροφυλακής και 50 περίπου υπαξιωματικοί και χωροφύλακες. Εκ τούτων προσεχώρησαν ο μοίραρχος κ. Λυκάκης,  δύο ενωμοτάρχαι,  2 υπενωμοτάρχαι  και 15 περίπου  χωροφύλακες.[27] Οι λοιποί περιορίσθησαν εις τινα οικίαν υπό φρούρησιν.  [Περί των πολιτικών υπαλλήλων πληροφορίας θα παράσχη εν τη εκθέσει του ο κ. Νομάρχης].

Την επόμενην το Δημοτικόν Συμβούλιον Ερμουπόλεως συνελθόν συνέταξε ψήφισμα προσχωρήσεως εις το Εθνικόν κίνημα, ομοίως τα κοινοτικά συμβούλια πασών των κοινοτήτων της Σύρου.[28]

Άμα τη αποβάσει μου εις Σύρον, ο κυβερνήτης του εκεί ορμούντος  τορπιλλικού ημών «Θέτιδος» μοι εκοινοποίησε , δια του υπ’ αρ. 668/28.11.1916 εγγράφου του, την εξής διαταγήν  της Προσωρινής Κυβερνήσεως.

«Ειδοποιήσατε συνταγματάρχην Καλομενόπουλον άμα τη εις Σύρον αφίξει του, ότι ο υπ’ αυτόν στρατός θέλει ενεργεί εν συνεννοήσει μετά του Άγγλου ναυτικού αρχηγού [British Senior Naval Officer]».[29]

            Ευθύς εξ αρχής ετέθην εις συνεργασίαν μετά των εν Σύρω λειτουργουσών ήδη αγγλικών αρχών, ήτοι του  στρατιωτικού ελέγχου, του ελέγχου του λιμένος, του Άγγλου ναυτικού αρχηγού και του Άγγλου προξένου.[30]

            Ο στρατιωτικός έλεγχος μοι παρέδωσε 25 περίπου άτομα άτινα είχον συλληφθή υπ’ αυτού ως αντιδραστικοί με την παράκλησιν  να εξετάσω αυτούς και τους κρατήσω ή τους απολύσω κατά την κρίσιν μου.

            Απέλυσα άπαντας πλην ενός εξ Αθηνών ονόματι Υδραίον, εν Τήνω συλληφθέντος ως οργάνου της αντιδραστικής σπείρας των Αθηνών.

            Συγχρόνως αυστηρά και δραστήρια μέτρα έλαβον,[31] εκ συνεννοήσεως πάντοτε μετά των αγγλικών αρχών, προς επιτήρησιν των ακτών της νήσου και περιορισμόν των προδοτών εκείνων οίτινες αντί χρημάτων ετροφοδότουν τα γερμανικά υποβρύχια.[32]

            Εις διάφορα παράλια χωρία έταξα φυλάκια εκ χωροφυλάκων και στρατιωτών οίτινες, εν συμπράξει  μετά των οργάνων της αγγλικής στρατιωτικής αστυνομίας, περιπόλουν  νυκτός τε και ημέρας ανά τας ακτάς.

Την επομένην ο Άγγλος ναυτικός αρχηγός με εκάλεσεν ίνα συνεννοηθώμεν  περί της καταλήψεως των λοιπών νήσων. Είπον αυτώ ότι κατά διαταγήν του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως, δεν έπρεπε να προβώ εις κατάληψιν άλλων νήσων, πριν ή παρακληθώ  προς τούτο υπό των κατοίκων μιας εκάστης εξ αυτών, όσον αφορά δε την Νάξον ώφειλον να καταλάβω αυτήν τελευταίαν όλων.[33]

Ο Άγγλος ναυτικός αρχηγός μοι υπέδειξεν ότι ήτο ανάγκη να καταληφθώσι  ταχέως άπασαι αι νήσοι, πρώτη δε πασών η Νάξος.

Εδέχθην  τα επιχειρήματα αυτού και απεφάσισα να πέμψω απόσπασμα εις Νάξον προς κατάληψιν  αυτής.[34]

IV. Κατάληψις της Νάξου

Την 2αν Δεκεμβρίου ο ανθυπολοχαγός κ. Ρουσσάκης επικεφαλής 100 στρατιωτών και τινων χωροφυλάκων απήλθε προς κατάληψιν των νήσων Νάξου, Πάρου και Ίου.[35]

Άμα τω κατάπλω του ατμοπλοίου εις τον λιμένα της Νάξου, ο λαός εδέχθη ενθουσιωδώς των αποσταλέντα στρατόν και τους υπαλλήλους της Εθνικής Κυβερνήσεως.[36] Κοινοτικαί, πολιτικαί  αρχαί καθώς και η χωροφυλακή προσεχώρησαν εις το νέον καθεστώς.[37]  

Την επομένην αφίκεντο αντιπρόσωποι ετέρων 13 κοινοτήτων της νήσου κομίζοντες ψηφίσματα προσχωρήσεως αυτών εις την Εθνικήν  Κυβέρνησιν.[38] 

Και όντως εκ των 16 κοινοτήτων αι 14 προσεχώρησαν, μόνο δε η της Μονής και η της Απειράνθου δεν συγκατετέθησαν να ακολουθήσωσι  το παράδειγμα των συμπατριωτών των. Και όσον μεν αφορά  την κοινότητα της Μονής αύτη δεν έστεργε μεν να εκδώση ψήφισμα προσχωρήσεως, αλλά πλην μικρού επεισοδίου  αποδοκιμασίας της Εθνικής Κυβερνήσεως, ουδέν ενήργησε το στασιαστικόν κατά του υπό ολοκλήρου της νήσου αναγνωρισθέντος εθνικού καθεστώτος.[39]

Αλλ’ η Απείρανθος δεν ηρκέσθη να αρνηθή να προσχωρήση προέβη εις μέτρα και διαβήματα άτινα μόνον αναρχικά θα ηδύνατο να χαρακτηρησθώσιν. Ουδέ συμβουλαί ουδέ παρακλήσεις ήρκεσαν να επαναφέρωσιν αυτούς εις την ευθείαν οδόν, εδέησε δε εν τέλει, μετά ενός μηνός υποδειγματικήν  ανοχήν των αναρχικών αυτών επιθέσεων, να αναγκασθώ να διατάξω την βία είσοδον του στρατού εις το χωρίον των και την σύλληψιν των αρχηγών της αναρχικής εκείνης σπείρας. Τούτο εγενετο την 2 Ιανουαρίου 1917. Ην σκληρόν το μάθημα αλλ’ αποτελεσματικώτατον. Ευθύς οι Απειράνθιοι εκήρυξαν την προσχώρησιν αυτών εις την Εθνικήν Κυβέρνησιν, ωμολόγησαν ότι ήσαν άξιοι της επιβληθείσης αυτής τιμωρίας, υπεσχέθησαν να παραμείνωσιν εις το μέλλον οι πιστότατοι οπαδοί της Εθνικής Κυβερνήσεως ης ανεγνώρισαν τας υπέρ του Μεγαλείου της πατρίδος υπερανθρώπους προσπαθείας.[40] Οι Απειράνθιοι δεν εψεύσθησαν, πιστοί εις την υπόσχεσιν αυτών απέστειλαν προθύμως τα τέκνα των, όταν μετ’ ολίγας ημέρας εκλήθησαν ταύτα να προσέλθωσι υπό τα όπλα. Το παράδειγμα της Απειράνθου ηκολούθησαν αμέσως και η άχρι τούδε  διστροπώσα κοινότης της Μονής.

Λεπτομερή αφήγησιν των εν Απειράνθω γεγονότων παραθέτω εν παραρτήματι εις το τέλος της παρούσης εκθέσεως.

V. Κατάληψις της Πάρου, Αντιπάρου και Ίου

Το αυτό ατμόπλοιον όπερ την 2 Δεκεμβρίου απεβίβασεν εις Νάξον την προς κατάληψιν αυτής αποστολήν, απεβίβασεν αυθημερόν ετέραν αποστολήν εκ τινών χωροφυλάκων εις Πάρον, Αντίπαρον και Ιον.

Οι κάτοικοι πασών των κοινοτήτων των τριών τούτων νήσων αμέσως εκήρυξαν  την προσχώρησιν αυτών εις το Εθνικόν κίνημα.

            Άπαντες οι υπάλληλοι, πολιτικοί και αστυνομικοί, ανεγνώρισαν ωσαύτως το νέον καθεστώς.

VI.  Κατάληψις  της Θήρας και Ανάφης

Την 1η Δεκεμβρίου ο ανθυπασπιστής της χωροφυλακής Ντουλάκης,  επί κεφαλής στρατιωτών τινων  και χωροφυλάκων απέπλευσαν εκ Σύρου προς κατάληψιν της Θήρας, και την επομένην κατέλαβον  αυτήν.

Σύμπας ο λαός της νήσου υπεδέχθη μετά ενθουσιασμού τας αρχάς  της Εθνικής Κυβερνήσεως. Άπασαι αι  κοινότητες εψήφισαν αμέσως ψηφίσματα προσχωρήσεως. Κοινοτικοί και δημοτικοί υπάλληλοι καθώς και η χωροφυλακή προσεχώρησαν ωσαύτως άνευ τινος αντιστάσεως. Εκ Θήρας  ολίγοι τινες  χωροφύλακες απεστάλησαν εις Ανάφην, τη επειγούση αιτήσει των κατοίκων αυτής, κατέλαβον και την νήσον ταύτην προθύμως προσχωρήσασαν εις την Κυβέρνησιν της Εθνικής Αμύνης μετά των αρχών, πλην του ειρηνοδίκου όστις οδηγήθη εις Σύρον.

VII. Κατάληψις της Μικόνου

Τη νύχτα τις 7-8 Δεκεμβρίου ο ανθυπολοχαγός κ. Κατωπόδης επί κεφαλής στρατιωτών τινων  και χωροφυλάκων απέπλευσεν εκ Σύρου προς κατάληψιν  των νήσων Μικόνου και Τήνου.

            Την όγδοη πρωϊνήν ώραν της 8 Δεκεμβρίου το φέρον  αυτούς ατμόπλοιον εισήλθεν εις τον λιμένα της Μικόνου. Ο λαός της Μικόνου υπεδέχθη μετά αληθούς ενθουσιασμού τους αποσταλέντας προς κατάληψιν της νήσου των.[41] Άπασαι αι κοινοτικαί και πολιτικαί αρχαί καθώς και η αστυνομία προσεχώρησαν εις το Εθνικόν καθεστώς και μόνον ο ειρηνοδίκης ηρνήθη να αναγνωρίση τούτο. Συλληφθείς ούτος ωδηγήθη εις Σύρον.

VIII. Κατάληψις Τήνου

Μετά την κατάληψιν της Μικόνου ο ανθυπολοχαγός κ. Κατωπόδης επιβάς ιδίου ατμοπλοίου μετά των στρατιωτών και χωροφυλάκων μετέβη εις Τήνον ένθα απεβιβάσθη την 9 Δεκεμβρίου.[42]

            Ο λαός της Τήνου συρρεύσας εις την παραλίαν υπεδέχθη αυτούς ζητωκραυγάζων υπέρ του κ. Βενιζέλου, της Αγγλίας, Γαλλίας και της Ρωσίας.[43]

            Άπασαι αι κοινοτικαί και πολιτικαί αρχαί ανεγνώρισαν το νέον καθεστώς. Ο αστυνομικός υποδιευθυντής υπομοίραρχος Ασημακόπουλος μετά του ενωμοτάρχου Μολφέτα  και του ταμίου Τζάφα [αποκομίζοντες  και το περιεχόμενον του επαρχιακού ταμίου, περί τις  20 χιλ. δραχμάς] προλαβόντες  απήλθον την προτεραίαν και διεπεραιώθησαν εις Άνδρον ην εισέτι δε είχομεν καταλάβει.[44]

Ο ειρηνοδίκης και ο γραμματεύς του ειρηνοδικείου Τήνου δεν έστερξαν να προσχωρήσωσιν.

Αι λοιπαί κοινότητες της νήσου προσεχώρησαν ωσαύτως προθύμως εις το νέον καθεστώς μετά πάντων των κοινοτικών υπαλλήλων και χωροφυλάκων. Είναι χαρακτηριστική ενταύθα η στάσις των καθολικών κοινοτήτων αίτινες μετά δυσφορίας απεδέχθησαν το Νέον Καθεστώς.  

            Την επομένην μικρόν απόσπασμα στρατιωτών υπό τον λοχίαν Ψυχογιόν Γρ. αποσταλέν εις Άνδρον συνέλαβε εντός Μονής τινός, τους εκ Τήνου αποδράσαντας  υπομοίραρχον Ασημακόπουλον και ταμίαν Τζάφαν μετά των αποκομισθέντων υπ’ αυτού 20 χιλ. δραχμάς του δημοσίου. Ούτοι ωδηγήθησαν εις Σύρον.

Εν τω μεταξύ ο αποδράς ωσαύτως εκ Τήνου ενωμοτάρχης Μολφέτας προλαβών διεπεραιώθη εις Κάριστον.

IX. Κατάληψις της Σύφνου

Την 10ην Δεκεμβρίου ο ανθυπολοχαγός κ. Σαρακατσάνης,  επί κεφαλής στρατιωτών τινών και χωροφυλάκων, επιβιβάσθη της «Αστραπής» ίνα μεταβη και καταλάβη τας νήσους Σύφνον, Κίμωλον, μήλον, Φολέγανδρον, Σίκινον και Αμοργόν. Κατά την έξοδον του ατμοπλοίου εκ των προ του λιμένος συρματοπλεγμάτων  ενεπλέκη,[45] εξ αδεξιότητα του πλοιάρχου, ο έλιξ προς τα δίκτυα και η προχώρησις κατέστη αδύνατος.

            Κατόπιν πολλών προσπαθειών Ελλήνων και Άγγλων δυτών κατωρθώθει να ελευθερωθή το ατμόπλοιον μετά 5 ημέρας και ούτω απέπλευσε την εσπέραν της 15 Δεκεμβρίου συνοδευόμενον υπό αγγλικού αλιευτικού,  και την πρωΐαν της επομένης [16 Δεκεμβρίου] κατέπλευσεν εις Σύφνον.  Ο λαός υπεδέχθη ενθουσιωδώς το νέον καθεστώς, άπασαι δε αι αρχαί προσεχώρησαν προθύμως εις αυτό.

X. Κατάληψις της Κιμώλου

Κατά την  τακτοποίησιν των της νήσου Σύφνου, η «Αστραπή»,   συνοδευομένη πάντοτε υπό του αγγλικού αλιευτικού, κατέπλευσε την 17 εις Κίμωλον. Η υποδοχή ενταύθα εκ μέρους του λαού υπήρξε  ψυχρά το δε κοινοτικόν Συμβούλιον μετά πολλών δισταγμών εψήφισε  την προσχώρησιν  της νήσου εις το νέον καθεστώς.

            Οι κοινοτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι καθώς και η χωροφυλακή προσέχωρησαν  και μόνον ο ειρηνοδίκης Μαντικάς Γεώργιος ηρνήθη να πράξη τούτο. Ούτος ωδηγήθη εις Σύρον.

XI. Μήλος

Εκ Κιμώλου η «Αστραπή» μετά του αγγλικού αλιευτικού έπλευσεν εις Μήλον [18 Δεκεμβρίου] εις τον λιμένα της οποίας εστάθμευε γαλλική μοίρα εξ ενός θωρηκτού και τινών μικρών σκαφών.[46]

            Ο αρχηγός της γαλλικής ταύτης ναυτικής μοίρας δεν επέτρεψε την απόβασιν  των ημετέρων, επί τω λόγω ότι κατά την αντίληψιν  αυτού το φρόνημα των κατοίκων ήτο  αντίθετον και ήτο ενδεχόμενον να συμβώσι  συγκρούσεις, τουθ’ όπερ δεν ηδύνατο να επιτρέψη διότι δεν είχε σχετικάς διαταγάς.[47]

[Ταύτα καθώς και τα επακολουθήσαντα  γεγονότα είναι γνωστά εις την σεβαστήν  κυβέρνησιν εξ  άλλων εκθέσεων]

XII. Κατάληψις Φολεγάνδρου

Εκ Μήλου το ατμόπλοιον κατευθύνθη εις Φολέγανδρον ένθα κατέπλευσε την  19 Δεκεμβρίου. Αμφότεραι αι κοινότητες της νήσου ταύτης προθύμως απεδέχθησαν  το νέον καθεστώς και εγένοντο τα σχετικά ψηφίσματα. Εκ των κοινοτικών και πολιτικών υπαλλήλων και χωροφυλακής προσεχώρησαν πάντες, πλην του τηλεγραφητού Καργαδούρη Ν.  και του ενωμοτάρχου Διασάκου οίτινες και ωδηγήθησαν εις Σύρον.

XIII. Κατάληψις της Σικίνου

Την 20 Δεκεμβρίου η «Αστραπή» απεβίβασεν εις Σίκινον χωροφυλακήν και αμέσως αμφότεραι αι κοινότητες της νήσου εψήφισαν  την προσχώρησιν αυτών, αλλ’ ούχι  μετά πολλής προθυμίας. Ο τηλεγραφητής Βουδούρης και ο αστυνομικός σταθμάρχης ενωμοτάρχης Αδριατόπουλος δεν εδέχθησαν να προσχωρήσωσι και ωδηγήθησαν εις Σύρον.

XIV. Κατάληψις της Αμοργού

Την 21 Δεκεμβρίου η «Αστραπή» κατέπλευσε εις Αμοργόν ο λαός της οποίας ενθουσιωδώς υπεδέχθη τους αποσταλμένους της Εθνικής Κυβερνήσεως. Αι κοινότητες πάραυτα εψήφισαν την προσχώρησιν αυτών ην άπαντες οι υπάλληλοι και χωροφυλακή απεδέχθησαν, πλην του ενωμοτάρχου Καλοπούλου Γ. εκφράσαντος δισταγμόν τινα και ωδηγηθέντος εις Σύρον.

ΧV. Κατάληψις της Σερίφου

Ένεκα της προ τινων μηνών εκραγείσης εν Σερίφω απεργίας των εργατών των εκεί μεταλλείων σιδήρου και των επακολουθησασών αιματηρών ταραχών, είχε σταλή εις την νήσον εις λόχος πεζικού εκ Χαλκίδος. Μετά την αποκατάστασιν της τάξεως απεσύρθη μεν ο λόχος αλλ’ απέμεινεν εκεί εν απόσπασμα εκ 50 περίπου ανδρών πεζικού υπό τον ανθυπολοχαγόν Ευαγγέλου και τινων χωροφυλάκων. Ούτος ήτο κύριος της καταστάσεως και οι κάτοικοι δεν ετόλμων να εκδηλώσωσι τα υπέρ της Εθνικής Κυβερνήσεως φρονήματα αυτών ων συμμετείχε και η εκεί χωροφυλακή.[48]

Ο ανθυπολοχαγός διεκήρυττεν  ότι επ’ ουδενί λόγω θα εδέχετο  να παραδοθή εις τας αρχάς  της Εθνικής Κυβερνήσεως, ήτο όμως πρόθυμος να απέλθη της νήσου εάν μεταβή εκεί αγγλικόν ή γαλλικόν πολεμικόν πλοίον ίνα τον παραλάβη και μεταφέρη αυτόν μετά των ανδρών του εις Αθήνας.

            Προς αποφυγήν  ματαίας  αιματοχυσίας συνεννοήθην μετά του αρχηγού της εν Σύρω αγγλικής ναυτικής μοίρας όστις την 16 Δεκεμβρίου απέστειλεν εις Σέριφον εν αλιευτικόν εφ’ ου επιβάς ο ανθυπολοχαγός Ευαγγέλου μετά των ανδρών αυτού απήλθε της νήσου.

            Μετά την αναχώρησιν  αυτού άπασαι αι κοινότητες προσεχώρησαν προθύμως εις το Εθνικόν κίνημα μετά πάντων των υπαλλήλων και της χωροφυλακής της νήσου.

XVI. Κατάληψις Άνδρου

            Την 2 μμ. της 10 Δεκεμβρίου ο ανθυπολοχαγός κ. Σκευοφύλαξ μετά 20 στρατιωτών, ενός ενωμοτάρχου και έξι χωροφυλάκων ανεχώρησε δι’ αγγλικού αλιευτικού εις Άνδρον  προς κατάληψιν  και της νήσου ταύτης ης ήσαν  γνωστά  τα φιλελεύθερα αισθήματα.

            Το ατμόπλοιον κατέπλευσεν εις Άνδρον την 10 ώραν  της νυκτός και αμέσως απεβιβάσθη  η στρατιωτική δύναμις ήτις προέβη εις  σύλληψιν του διευθυντού της εκεί αστυνομικής υποδιευθύνσεως υπομοιράρχου Σπηλιοτοπούλου Α. του ανθυπασπιστού της χωροφυλακής Παπανικολαΐδου,  ενός υπενωμοτάρχου και τριών χωροφυλάκων, μη δεχθέντων  να προσχωρήσωσιν  εις το Εθνικόν  κίνημα. Άπαντες οι λοιποί χωροφύλακες προθύμως απεδέχθησαν  το νέον καθεστώς.

Ο λαός επανηγύρησεν  ενθουσιωδώς την εγκατάστασιν των αρχών της Εθνικής Κυβερνήσεως. Άπαντες οι υπάλληλοι της νήσου προσκληθέντες την επομένην εις  την πρωτεύουσαν προσεχώρησαν πλην δυο, του ταμίου και του γραμματέως του ειρηνοδικείου, οίτινες εν αρχή εδίστασαν  αλλά βραδύτερον, ότε ωδηγήθησαν εις Σύρον, προσεχώρησαν και αυτοί. Εκ των λοιπών εν τη νήσω  αστυνομικών δεν προσεχώρησαν  ο αστυνομικός σταθμάρχης Γαυρίου και δύο χωροφύλακες.

 Απάντα τα κοινοτικά συμβούλια της νήσου [εννέα]  συνέταξαν προθύμως  ψηφίσματα προσχωρήσεως.

            Την 18 Δεκεμβρίου ο λαός της Άνδρου  και των περιχώρων συνελθών εις πάνδημον συλλαλητήριον επανηγύρισε την προσχώρησιν αυτού εις την Κυβέρνησιν της Εθνικής Αμύνης.[49]

XVII. Κατάληψις της Κέας

Την 12 Δεκεμβρίου ο υπομοίραρχος κ. Μανωλικίδης μετά τινων στρατιωτών και χωροφυλάκων επιβάς αγγλικού αλιευτικού απέπλευσε εις Κέαν, αυθημερόν δε κατέλαβε αυτήν υπό τας επευφημίας του λαού. Άπαντες οι υπάλληλοι  προσεχώρησαν, τα δε κοινοτικά συμβούλια της νήσου συνέταξαν αμέσως και προθύμως ψηφίσματα προσχωρήσεως εις το Νέον Καθεστώς.

XVIII. Κατάληψις της Κύθνου

Την επομένην 13 Δεκεμβρίου ο αυτός υπομοίραρχος επιβάς του ίδιου αλιευτικού απεβιβάσθη εις Κύθνον ην ωσαύτως κατέλαβε υπό τας επευφημίας του λαού. Άπαντα τα κοινοτικά συμβούλια συνέταξαν ψηφίσματα προσχωρήσεως υπάλληλοι δε και χωροφυλακή ανεγνώρισαν το νέον καθεστώς πλην ενός ενωμοτάρχου  όστις προλαβών επέβη πλοιαρίου και απέδρασεν εις Αθήνας.

XV. Μετά την κατάληψιν. Σκέψεις και γνώμαι

Τοιουτοτρόπως έληξεν, ουχί άνευ δυσχεριών και αντιδράσεων, η κατάληψις των Κυκλάδων νήσων, του σημαντικωτάτου τούτου τμήματος του Ελληνικού Κράτους. Ο νομοταγής και φιλόνομος λαός αυτών απηλλάγη των ονύχων της φαυλοκρατίας και επανήλθεν εις αυτούς το Κράτος του Νόμου, καταλυθεισών των απαισίων οργανώσεων των επιστράτων, της καταχθονίου ταύτης σπείρας της υπό της γερμανικής προπαγάνδας.[50]

Έπαυσαν οι διωγμοί, ο λαός επανεύρε την ελευθερίαν του, το εμπόριον και αι συγκοινωνίαι επανελήφθησαν και ετέθη τέρμα εις την πείναν και τα λοιπά δεινά άτινα επισώρευσεν επί της κεφαλής του ελληνικού λαού η πολιτική της εκτροχιασθείσης Βασιλικής Κυβερνήσεως Αθηνών.

Αλλά το σπουδαιότερον αποτέλεσμα της απελευθερώσεως των νήσων είναι η εξαφάνισις των προδοτών εκείνων οίτινες αντί χρήματος και ουχί εξ αφοσιώσεως  μόνον προς τον βασιλέα, εγένοντο  πράκτορες της απανθρώπου πολιτικής της Γερμανίας και ετροφοδότουν τα πειρατικά αυτής υποβρύχια.

            Από της καταλήψεως των Κυκλάδων υφ’ ημών οι απαίσιοι εκείνοι προδόται τελείως εξηφανίσθησαν, τα γερμανικά υποβρύχια έπαυσαν να προσεγγίσωσι εις τας ακτάς των ελληνικών τούτων νήσων και ουδεμία έκτοτε το(ρ)πίλλισις  εσημειώθη καθ’ όλον το Αιγαίον πέλαγος, μολονότι πυκνά ατμόπλοια διασχίζουσιν αυτό καθ’ όλας τας διευθύνσεις.

            Εν τούτοις όμως το έργον δεν συνεπληρώθη, και πολλά εισέτι υπολείπονται.

Δεν πρέπει να λησμονώμεν ότι τα όργανα της φαυλοκρατίας, θαυμασίως εργασθέντα, εδηλητηρίασαν το φρόνημα του λαού.

Άπας ο δρων λαός, ο στρατευόμενος λαός, επί εν ολόκληρον έτος υπηρετών υπό τας σημαίας, εκατηχήθη με ιδέας αντεθνικάς και αντιπατριωτικάς αίτινες δεν είναι δυνατό να εκριζωθώσιν διά της απλής κατοχής των χωρών υπό του στρατού και των αρχών της Εθνικής Κυβερνήσεως. Πολλά γεγονότα με έπεισαν περί τούτου.

            Υπάρχει ανάγκη συστηματικής εργασίας ίνα αφαιρεθή το δηλητήριον τούτο από τον οργανισμόν του έθνους. Φρονώ δε ότι τούτο θέλει επιτευχθή δια κηρύγματος προς τον λαόν.

            Είναι ανάγκη ο λαός να εννοήση και να μάθη τι έχασε το έθνος μη ακολουθήσαν την πολιτικήν του ημετέρου  αρχηγού και τι  κακόν επισώρευσεν εις την κεφαλήν αυτού  η πολιτική του βασιλέως των.

Κήρυκες ενήμεροι της συντελεσθείσης προδοσίας δέον να επισκέφθωσι απάσας τας νήσους, άπαντα τα χωρία και αποκαλείψωσι τα πάντα εις τον λαόν. Αλλ’ οι κήρυκες ούτοι δεν πρέπει να είναι μόνον οι εντόπιοι πολιτευόμενοι, διότι τούτους ο λαός εγνώρισεν ως οπαδούς ενός κόμματος, πρέπει να είναι πρόσωπα νέα, μη Κυκλαδίται.  

Είναι τόσον ηθικός, τόσον φιλόπατρις αλλά και τόσον ανεξάρτητος ο λαός των Κυκλάδων, ώστε όταν μάθη όσα συνέβησαν ασφαλώς θα μισήση τον προδότην βασιλέαν και τα απαίσια αυτού όργανα και θα αφοσιωθή ολοψύχως εις το Νέον Καθεστώς, όσον δε περισσότεροι είναι οι κήρυκες ούτοι τόσον ταχύτερον θα αφαιρεθή από την ψυχήν του λαού το προδοτικόν δηλητήριον της Ντινοφιλίας.

Σύρος 27 Ιανουαρίου 1917

 Ο

 Στρατιωτικός Διοικητής Κυκλάδων

Παράρτημα

 

Τα γεγονότα της Απειράνθου[51]

 

Μετά την εις Νάξον αποβίβασιν [2 Δεκεμβρίου]  την υπό τον ανθυπολοχαγό κ. Ρουσσάκη αποσταλείσαν  στρατιωτική δύναμιν εξ 100 ανδρών πεζικού,  άπασαι αι κοινότητες  της Νάξου προσεχώρησαν προθύμως εις την Εθνικήν κυβέρνησιν της Θεσσαλονίκης και ανεγνώρισαν  μετά ενθουσιασμού το νέον καθεστώς,  πλην δύο κοινοτήτων,  της Απειράνθου και της Μονής.[52]  Τοιουτοτρόπως εκ των 16 κοινοτήτων της νήσου Νάξου αι δυο απέμεινον πισταί εις την αντεθνικήν  κυβέρνησιν  του Βασιλέως Κωνσταντίνου και αντέδρασαν εις το υφ’ ολοκλήρου ου μόνον της Νάξου αλλά και του Νομού των Κυκλάδων αναγνωρισθέν Νέον Καθεστώς.

Και όσον μεν αφορά  την κοινότητα Μονής αυτή δεν ανεγνώρισε μεν το νέον καθεστώς, αλλά και δεν προέβη εις πράξεις και έργα τοιαύτα ώστε να προκαλέση  την κατ’ αυτής λήψιν μέτρων βιαίων και εξηκολούθει απλώς να αρνήται να ψηφίση επισήμως την εις το Εθνικόν κίνημα προσχώρησιν.

Η της Απειράνθου όμως κοινότης ευθύς εξαρχής ου μόνον απέναντι του στρατιωτικού ημών αποσπάσματος και των υπαλλήλων της Εθνικής Κυβερνήσεως ετήρησε  στάσιν καθαρώς επαναστατικήν, ένοπλον, αυθαδεστάτην και προκλητικήν αλλά και κατά των προσχωρησάντων συννησιωτών των προέβησαν εις  πράξεις, οιωνεί τιμωρούντες  αυτούς,  πιεστικάς και  αρπακτικάς τοιαύτας οίας  μόνον  λησταί  και αναρχικοί διαπράττουσιν.[53]

Εις Νάξον, άμα τη καταλήψει αυτής εστάλησαν άλευρα άτινα διενεμήθησαν αμέσως εις τους κατοίκους, πλην εννοείται των της Απειράνθου.[54]

Την 7ην  Δεκεμβρίου αι ενταύθα αγγλικαί αρχαί του ελέγχου μοι εγνώρισαν ότι κάτοικοι Απειράνθου κατελθόντες εις την πόλιν της Νάξου απεπειράθησαν να διαρπάσωσι  τα αποσταλέντα άλευρα. Πάραυτα  απέστειλα εις τον ανθυπολοχαγόν κ. Ρουσσάκη, διοικητή του εν Νάξω στρατιωτικού αποσπάσματος τηλεγραφικήν διαταγήν ίνα συλλαβή τους πρωταιτίους  της στασιαστικής ταύτης αποπείρας.

            Την αυτήν ημέραν 7 Δεκεμβρίου ο ανθυπολοχαγός κ. Ρουσσάκης μοι αναφέρει τηλεγραφικώς ότι εν Απειράνθω ενεργούνται διαδηλώσεις εναντίον της Εθνικής Κυβερνήσεως και ότι οι κάτοικοι του χωρίου τούτου κατέστρεψαν την τηλεγραφικήν γραμμήν. Εις  απάντησιν διέταξα τον κ. ανθυπολοχαγόν να προβή εις  την σύλληψιν  των πρωταιτίων, προ πάσης δε βίας να συνεννοηθή μετά των προκρίτων της Απειράνθου και των της Τραγαίας και να δηλωθή τοις κατοίκοις Απειράνθου, ότι εάν επιμείνωσιν εις την επαναστατικήν αυτών στάσιν θα κηρυχθή εις το χωρίον των ο στρατιωτικός νόμος και θα τιμωριθώσιν αυστηρότατα οι πρωταίτιοι της στασιαστικής  των κατοίκων διαγωγής.

Συγχρόνως ο κ. ανθυπολοχαγός διετάσσετο να μοι αναφέρη το αποτέλεσμα των ενεργειών του.

            Την 8 Δεκεμβρίου ούτος μοι ανέφερεν ότι οι πρόκριτοι της Τραγαίας και ο εκεί ιδιωτεύων Απειράνθιος έφεδρος ανθυπολοχαγός Πρωτοπαπάς ανέλαβον να συμβιβάσωσι πλήρως τα πράγματα, την δε 9 Δεκεμβρίου μοι ανέφερεν ότι παρ’ όλα τα ληφθέντα συνδιαλεκτικά μέτρα ουδέν επετεύχθη  και ότι δεν υπελείπετο ειμή μόνον η βία.[55]

            Αυθημερόν απέστειλα αυτώ διαταγήν απαγορεύουσαν την χρήσιν βίας, διέτασσον δε αυτόν να αποκλείση το χωρίον και να επιδιώξη λύσιν συμβιβαστικήν.[56]

            Συγχρόνως Άγγλοι αξιωματικοί μεσολαβήσαντες προς συμβιβασμόν, έλαβον την απάντησιν ότι τότε μόνον θα προσχωρήσωσιν όταν δηλωθή αυτοίς ότι δεν θα στρατευθώσιν. Οι Άγγλοι αξιωματικοί απήλθον δηλώσαντες αυτοίς ότι εάν παρενοχλήσωσι  τους φιλελευθέρους  θα τους θεωρήσωσι  ως εχθρούς της Entente  και θα βομβαρδίσωσι το χωρίον των.[57] Οι Απειράνθιοι και πάλιν επέμενον αμετάπιστοι.

 Εν τω μεταξύ ο ανθυπολοχαγός Ρουσσάκης, απελπισθείς περί συμβιβαστικής λύσεως, έπαυσεν πάσαν μετά των Απειρανθίων διαπραγμάτευσιν και απέκλεισε το χωρίον όπως μη εισάγωνται εν αυτώ τρόφιμα.

            Κατά τον αυτόν χρόνον διάφοραι πληροφορίαι εκ Νάξου με έπειθον ότι η στάσις των Απειρανθίων ήρχιζε να επηρεάζη και των λοιπών κοινοτήτων της νήσου το φρόνημα. Θέλων  να βεβαιωθώ περί τούτων απέστειλα εις τον κ. ανθυπολοχαγόν την εξής διαταγήν:

Αριθ. 58/14 Δεκεμβρίου. «Γνωρίσατε εις απάσας τας κοινότητας ότι δεν ήλθομεν εις την νήσον των ίνα χυσωμεν αίμα αδελφικόν. Προ της στάσεως των αντιδραστικών αναγκαζόμεθα να αποσυρθώμεν,  έτοιμοι να επανέλθωμεν άμα ως άπαντες, αναγνωρίζοντες  την σημασίαν και τον σκοπόν του Εθνικού κινήματος, μας καλέσωσιν.  Μετά την κοινοποίησιν της διαταγής μου ταύτης συγκεντρώσατε εις πόλιν Νάξον άπασαν δύναμιν αποσπάσματος και χωροφυλακής και αναφέρατέ μοι ίνα αποστείλω περαιτέρω διαταγάς».

Το προσδοκώμενον εκ του μέτρου τούτου αποτέλεσμα επήλθε ως το ανέμενον. Η είδησις της αποχωρήσεως του στρατού ημών εκ της νήσου ανησύχησε σφόδρα τους κατοίκους αυτής και ιδίως τους εκεί πολυαρίθμους φιλελευθέρους.

Ως γνωστόν, οι Απειράνθιοι ορεινοί και άποροι όντες, και μη έχοντες κτήματα αλλά αποζούντες εκ της πενιχράς αυτών κτηνοτροφίας και ως σμυριδορύκται και αγωγιάται, αποτελούσι  ανέκαθεν αληθή μάστιγα δια τους φιλησύχους κατοίκους της νήσου, ων λυμαίνονται τα κτήματα και διαρπάζουσι αγεληδόν τα ποίμνια αυτών.[58] 

Εσχάτως αποθρασυνθέντες εκ της μεταβολής του καθεστώτος και της διαλεκτικής προς αυτούς στάσεως ημών, υπερέβησαν παν όριον αναρχίας και πιέσεων, διαρπάζοντες  αναφανδόν ποίμνια και ξυλοκοπούντες τους κατοίκους των προσχωρησάντων χωρίων.

            Προ της καταστάσεως ταύτης οι κάτοικοι της νήσου εκπλιπαρούσιν ίνα μη αποσύρωμεν το στρατιωτικόν απόσπασμα και μη εγκαταλείψωμεν αυτούς εις την διάκρισιν των αγρίων Απειρανθίων.

Συγχρόνως (17 Δεκεμβρίου) ο ανθυπολοχαγός κ. Ρουσσάκης διαμαρτύρεται δια την κατάστασιν ταύτην και αιτείται να του επιτραπή να μετέλθη βίαν κατά της αναρχικής  Απειράνθου.[59]

            Την 20 Δεκεμβρίου απέστειλα εις  Νάξον τον διοικητή του υπό τας διαταγάς μου λόχου μετά 100 έτι ανδρών, ίνα μετά των εκεί ήδη ευρισκομένων ετέρων 100 αποκλείση στενώς το χωρίον και συγχρόνως ενεργήση όπως πείση τους Απειρανθίους να παραιτηθώσι πάσης περαιτέρω αντιστάσεως.[60]

Την 25 Δεκεμβρίου ο διοικητής λόχου κ. Σαμαρτζής μοι αναφέρει τηλεγραφικώς ότι εκάλεσε προς συνεννοήσιν 22 προκρίτους Απειρανθίους,[61] αλλ’ εκ τούτων προσήλθον μόνον οι εξ, των λοιπών εμποδισθέντων υπό των χωρικών ή μη στερξάντων να προσέλθωσιν, ότι απέστειλεν εργάτας ίνα επισκευάσωσι την καταστραφείσαν υπό των Απειρανθίων τηλεγραφικήν γραμμήν και ότι οι εργάται ούτοι συνελήφθησαν υπό 30 ενόπλων Απειρανθίων, ότι οι ένοπλοι ούτοι διεμήνυσαν ότι το χωρίον των ουδέποτε θα προσχωρήση, ότι οι Απειράνθιοι διαθέτουσι περί τα 150 όπλα και άφθονον δυναμίτιδα,[62] ότι πολυορκεί το χωρίον των και εν τέλει αιτείται να αποσταλή τορπιλλικόν τι εις Μουτσούναν (όρμον πλησίον της Απειράνθου) ίνα συντελέση εις τον αποκλεισμόν.

Την 25 Δεκεμβρίου ο διοικητής του λόχου μοι τηλεγραφεί εκ Νάξου ότι οι Απειράνθιοι εδήλωσαν αυτώ ότι επ’ ουδενί λόγω θα υποκύψωσιν, ότι αι τοποθετηθείσαι πέριξ του χωρίου φρουραί επαναστατών έρριψαν  την νύχτα κατά του στρατού περί τους 60 πυροβολισμούς και περί τας 10 δυναμίτιδας, ότι το στρατιωτικόν απόσπασμα δεν αντεπυροβόλησεν, εν τέλει δε αιτείται ενίσχυσιν.[63]

Την 26 Δεκεμβρίου στρατιώται  συνοδεύοντες 2 Απειρανθίους συλληφθέντας πλησίον των Βόθρων επυροβολήθησαν υπό 12 Απειρανθίων ενεδρευόντων παρά το χωρίον Χαλκί ίνα απελευθερώσωσι τους συλληφθέντας.[64]

Η τοιαύτη στάσις των Απειρανθίων έφερεν εις απελπισίαν τους φιλελευθέρους κατοίκους της νήσου, ήρξατο επηρεάζουσα το φρόνημα εκείνων οίτινες είχον προσχωρήσει εις το Εθνικόν κίνημα άνευ πολλού ενθουσιασμού. Εις το εγγύς της Απειράνθου χωρίον Μονή εσειμηώθη κίνημα στασιαστικόν. Ομάς μεγάλη κατοίκων προέβη εις διαδήλωσιν κατά της Εθνικής Κυβερνήσεως και των συμμάχων Μεγάλων Δυνάμεων, ζητωκραυγάζοντες υπέρ του βασιλέως κ.τ.λ. Την αποσταλείσαν μικράν αστυνομικήν δύναμιν υπεδέχθησαν μετά αποδοκιμασιών και κραυγών «φύγετε προδόται κ.λ.π.». Στρατιωτική δύναμις αποσταλείσα επί τόπου συνέλαβε 19 εξ αυτών ως πρωταιτίους, εν αις και τον πρόεδρον της κοινότητος Μονής. Τούτους ηπείλησαν να αρπάσσωσι εκ των χειρών του αποσπάσματος έτεροι, εν τέλει δε ωδηγήθησαν ενταύθα και εκλείσθησαν εις τας φυλακάς.[65]

Συγχρόνως εις την μικράν νήσον Κίμωλον, προσχωρήσασα ήδη εις το κίνημα, έτεραι στασιαστικαί διαδηλώσεις ελάμβανον χώραν, των διαδηλωτών κραυγαζόντων «κάτω ο Βενιζέλος, κάτω οι προδόται, κάτω η Γαλλία, κάτω η Αγγλία, ζήτω ο Βασιλεύς» κλπ. Και ούτοι συνελήφθησαν υπό της αποσταλείσης εντεύθεν στρατιωτικής δυνάμεως και ωδηγήθησαν εις τας ενταύθα φυλακάς. Οι ανά τον νομόν αντιδραστικοί, αναθαρρούσιν, υπολαμβάνοντες ως αδυναμίαν την διαλλακτικήν στάσιν ημών, ή μάλλον εξηγούντες αυτήν ως συνέπειαν των υπό των βασιλοφρόνων εφημερίδων των Αθηνών αναγραφομένων ψευδών ειδήσεων ότι οι σύμμαχοι ηττώνται κατά κράτος πανταχού, ότι οι Γερμανοί θριαμβεύουσιν, ότι οι εν  Μακεδονία συμμαχικοί στρατοί ερρίφθησαν εις την θάλασσαν, ότι ο κ. Βενιζέλος μετά των ολίγων οπαδών του μόλις εσώθησαν καταφυγόντες εις Μυτιλήνην κ.τ.λ. κ.τ.λ.[66]

Συγχρόνως οι Απειράνθιοι εξυμνούμενοι δια τον ηρωισμόν των υπό των αθηναϊκών εφημερίδων, ων φύλλα, άγνωστον πώς, εκυκλοφόρησαν εις την ορεινήν εκείνην κώμην, καθίστατο έτι αυθαδέστεροι. Και τας συνεπείας υφίσταντο τα εις το εθνικόν κίνημα προσχωρήσαντα χωρία ων οι Απειράνθιοι, τιμωρούντες αυτά, κατέστρεφον τα κτήματα και διήρπαζον αγγεληδόν τα ζώα. Εν μια νυκτί εξερρίζωσαν τας αμπέλους του χωρίου Βόθροι ως με εβεβαίωσεν ο φιλελεύθερος βουλευτής κ. Παπαβασιλείου, εν Απειράνθω το κρέας επωλείτο εις μεν τους ευπόρους προς 65 λεπτά την οκάν εις δε τους απόρους διενέμετο δωρεάν. Τοιαύτη ην η αφθονία του κρέατος εν Απειράνθω ως εκ του πλήθους των κλαπέντων ποιμνίων.

Εν τω μεταξύ το στρατιωτικόν απόσπασμα πολιορκεί το χωρίον και απαγορεύει την εις αυτό εισαγωγήν αλεύρων κλπ τροφίμων, και καθ’ όν χρόνον οι στρατιώται εις μυρίας υποβάλλονται στερήσεις και κακουχίας εκτεθειμένοι άνευ αντισκήνων, εν μέσω χειμώνι, εις τας βροχάς και τα ψύχη επί των ορεινών εκείνων μερών, οι Απειράνθιοι επυροβόλουν κατ’ αυτών, υβρίζον αυτούς προδότας και μετά των ζητωκραυγών αυτών υπέρ του βασιλεώς ανεμίγνυον άσματα αυτοσχέδια ων η έννοια ήτο: «δεν φοβούμεθα κανένα, δεν έχομεν ανάγκην από άλευρα, έχομεν χόρτα και κρέας άφθονον διότι ξεύρομεν να κλέπτωμεν κ.λ.

Η κατάστασις αυτή δεν ήτο δυνατόν να παραταθή πλέον διότι ασφαλώς διετρέχομεν τον κίνδυνον να ιδώμεν και άλλας κοινότητας, και εν Νάξω και εν ταις λοιπαίς νήσοις, να μιμηθώσι το παράδειγμα των Απειρανθίων, επί μεγίστη ζημία του εθνικού κινήματος και επί βεβαία καταστροφή των φιλελευθέρων κατοίκων του νομού τούτου.[67]

Έκρινα ότι ύψιστον εθνικόν συμφέρον επέβαλλε να τεθή εν τέρμα εις την κινδυνώδη εκείνην κατάστασιν και την 28 Δεκεμβρίου συνεννοηθείς και μετά του αρχηγού της εν Σύρω  αγγλικής ναυτικής μοίρας,[68] διέταξα τον διοικητήν του εν Νάξω λόχου να καταβάλη τελευταίαν προσπάθειαν προς συμβιβασμόν,  εν τέλει δε να εισέλθη εις το χωρίον έστω και δια της βίας, αντί πάσης θυσίας δε να συλλάβη τους πρωταίτιους της αναρχικής ταύτης καταστάσεως, ήτοι  προκρίτους, αρχηγούς επιστράτων κ.λ.π. δοθέντος ότι το μετρόν του αποκλεισμού απέβαινεν άνευ πρακτικού αποτελέσματος, διότι το χωρίον, επί ορέων δύσβατον κείμενον, δεν ήτο δυνατόν τελείως να περικλεισθή υπό της διατεθείσης δυνάμεως, οι δε ορεινοί κάτοικοι, γνώσται του εδάφους, εξεύρισκον διόδους δι’ ων εξερχόμενοι την νύκτα διήρπαζον τας περιουσίας των λοιπών χωρίων και επρομηθεύοντο τρόφιμα.

Συγχρόνως μετά της διαταγής ταύτης της επιθέσεως απέστειλα εις Νάξον μικράν ενίσχυσιν υπό τον έφεδρον ανθυπολοχαγόν κ. Ταρασουλέαν συγκειμένην εκ 15 στρατιωτών και ενός πολυβόλου το οποίον μοι παρεχώρησε ο αρχηγός της εν Σύρω αγγλικής ναυτικής μοίρας. (Την χρήσιν του πολυβόλου τούτου εδίδαξαν προχείρως εις τους ημετέρους στρατιώτας Άγγλοι ναύται).[69] Την ενίσχυσιν ταύτην μετέφερεν εις Νάξον το ημέτερον τορπιλλικόν «Θέτις» κυβερνώμενον υπό του υποπλοιάρχου κ. Βούλγαρη, όστις διετάχθη υπό του Άγγλου ναυτικού αρχηγού να καταπλεύση εις τον κάτωθεν της Απειράνθου όρμον Μουτσούναν και, εάν επιστή ανάγκη της βίας, να βάλη εκείθεν βολάς τινάς πυροβόλου προς εκφοβισμόν των Απειρανθίων.[70]

Άμα τω κατάπλω του αντιτορπιλλικού ο κυβερνήτης αυτού και ο διοικητής της στρατιωτικής δυνάμεως συνεννοήθησαν περί του τρόπου της ενεργείας αυτών, ανεγνώρισαν  το έδαφος μεταξύ Μουτσούνας και Απειράνθου και εκανόνισαν την βολήν του πυροβολικού του πλοίου. Κατά την τεθείσαν συμφωνίαν η «Θέτις» έδει να βάλη βολάς τινας προς εκφοβισμόν μεταξύ της 10ης και 10:30 της πρωίας  της επόμενης (2 Ιανουαρίου) εκτός εάν διά συμπεφωνημένου σήματος ειδοποιείτο να μη βάλη ή να διακόψη την βολήν αυτής.  Μετά τούτο ωρίσθησαν σύνδεσμοι και κοινωνοί μεταξύ του όρμου και των θέσεων ας θα κατελάμβανε ο στρατός, και είτα ο διοικητής του λόχου απέστειλε επιστολήν προς τους κατοίκους Απειράνθου δι’ ης εδήλου αυτοίς  ότι είχεν αμετάτρεπτον απόφασιν να εισέλθη εις το χωρίον των την επομένην και εξώρκιζεν αυτούς εις τα ιερώτερα αυτών αισθήματα να μην αντισταθώσι, διότι θα κτυπηθώσι από ξηράς και από θαλάσσης και θα μεταμεληθώσι σκληρώς δια την διαγωγήν των.[71]

Ωρίζετο και η ώρα μέχρι της οποίας ώφειλον να αποστείλωσι την απάντησίν των.

            Μόλις έλαβον την επιστολήν  ταύτην εξέσχισαν αυτήν εκφέροντες χυδαιοτάτας ύβρεις κατά του στρατού και της αποστειλάσης αυτόν Εθνικής Κυβερνήσεως.[72]

            Δεν έλειψαν και φρόνιμοι τινές οίτινες συνεβούλευον τους ομοχωρίους των να ενδώσωσιν. Τούτους εξύβρισαν οι λοιποί και εκακοποίησαν, συγχρόνως δε προς εγκαρδίωσιν του όχλου διέδιδον ότι γερμανικά υποβρύχια, καταπλεύσαντα εις Μουτσούνα την νύκτα, απεβίβασαν εκατοντάδας όπλων και χιλιάδας φυσσυγγίων, καθώς και τροφάς αφθόνους, προσεποιούντο δε ότι περισυνέλεγον ημιόνους προς μεταφοράν αυτών εις το χωρίον των.

            Συγχρόνως συνεπλήρουν  τας παρασκευάς των προς αντίστασιν και ώρισαν τας θέσεις τα οποίας θα κατελάμβανε εκάστη  διμοιρία. Διότι οι στασιασταί είχον διαιρεθή εις 13 διμοιρίας με όλους τους βαθμοφόρους κ.λ. εις διμοιρίας ωσαύτως διηρέθησαν και αυταί αι γυναίκες.[73]

Την 8.30 πρωινήν της επομένης (2 Ιανουαρίου)  ο στρατός κατέλαβε τα περί το χωρίον υψώματα οπότε ηκούσθει  η σαλπιγξ των επαναστατών σαλπίζουσα το προσκλητήριον και μετ’ ολίγον ομάδες ανδρών και γυναικών κατελάμβανον θέσεις περί το χωρίον.  Ο στρατός προχώρησεν εις  απόστασιν 500 μέτρων απ’ αυτών και την 10.05 η «Θέτις» έβαλε δύο βολάς πεσούσας προ του χωρίου. Τας βολάς ταύτας υπεδέχθησαν οι Απειράνθιοι δι’ ειρωνειών,  ύβρεων και γιουχαϊσμών. Ο διοικητής του λόχου και πάλιν αποπειράται να συμβιβάση τους κατοίκους να ενδώσωσι διότι θα τους κτυπήση και προς τούτο αποστέλλει τον Πρόεδρον της κοινότητος όστις εξ αρχής απέτρεπε τους συγχωρίους του από πάσης αντιστάσεως.[74] Ο Πρόεδρος εξυβρίσθη υπό των χωρικών ως προδότης και εγιουχαΐσθη εν τέλει δε ούτος παραλαβών την οικογένειάν του εξήλθε του χωρίου επιρρίπτων εις τους επιμένοντας συγχωρίους του την ευθύνην δια τα συμβησσόμενα.

Την 10.30 ακριβώς ο στρατός προυχώρησε προς το χωρίον και ήρξατο το πυρ αμφοτέρωθεν.[75] Οι Απειράνθιοι ιδόντες τότε ότι δεν ηδύναντο να αντιστώσιν εις τον στρατόν  ύψωσαν λευκάς σημαίας και εκραύγασαν  ότι παραδίδονται.[76]

            Κατά την συμπλοκήν ταύτην ετραυματίσθη ελαφρώς εις στρατιώτης εκ δε των επαναστατών 28 εφονεύθησαν και 49 ετραυματίσθησαν.[77]

 Ο στρατός εισελθών εις το χωρίον συνέλαβε περί τους διακόσιους εξ ων 87, ως πρωταιτίους, μετέφερον εις Νάξον την επομένην.[78]

            Άπαντες οι συλληφθέντες ωμολόγησαν ότι αυτοί φέρουσι πάσαν ευθύνην των γεγονότων και ανεγνώρισαν  την μακράν υπομονήν του στρατού,  και ότι η επίμονος αυτών αντίστασις ήτο αποτέλεσμα της συστηματικής και επί μακρόν χρόνον γενομένης αυτοίς διδασκαλίας και ενθαρύνσεως υπό των πολιτευομένων των και ιδίως υπό του επί μακρόν επί τούτω διατρίψαντος εις το χωρίον των βουλευτού και αποστράτου αντισυνταγματάρχου Μανούσου Δερλερέ.[79]

Ταύτα εβεβαιώθην και προσωπικώς ότε μετέβην εις Νάξον προς εξέτασιν των λυπηρών γεγονότων τούτων.[80]

            Έκτοτε η τάξις επαγιώθη  τελείως,[81]  χάρις εις το σκληρόν αλλά επιβεβλημένον εκείνον μάθημα όπερ εδόθη εις το ανέκαθεν ληστρικόν και αναρχικόν χωρίον της  Απειράνθου,[82] ουδείς δε εις το μέλλον θα τολμήση να εγείρη κεφαλήν κατά του Εθνικού Καθεστώτος,[83] οιαιδήποτε και αν ώσιν αι εισηγήσεις και αι διαβολαί των αντιδραστικών αρχόντων της φαυλοκρατίας ων θύματα έπεσαν οι άξεστοι κάτοικοι της ορεινής εκείνης κοινότητος,  τουναντίον δε θα αφεθώσιν  ήσυχοι οι απλοϊκοί εκείνοι πληθυσμοί ίνα υπό τα κελεύσματα της Εθνικής Κυβερνήσεως εκπληρώσωσι το προς την πατρίδα καθήκον.[84]

Και όντως ότε ημέρας τινάς βραδύτερον, ήτοι την 15 Ιανουαρίου εκλήθησαν να προσέλθωσιν υπό τα όπλα οι κληρωτοί της κλάσεως 1916, ουδείς εκ των Απειρανθίων,  και όλων των Ναξίων,  υστέρησε εις την  πρόσκλησιν ταύτην,[85] πάντες δε, πλην εννοείται των μακράν ευρισκομένων της νήσου, προσήλθον προθύμως και μετά χαρακτηριστικού ενθουσιασμού κατετάχθησαν εις τον στρατόν ζητωκραυγάζοντες υπέρ του Έθνους και του Αρχηγού του Εθνικού κινήματος και Προέδρου της κυβερνήσεως κ. Ελευθερίου Βενιζέλου.

Σύρος 27 Ιανουαρίου 1917 

Ο Στρατιωτικός Διοικητής Κυκλάδων

υπογραφή


[1] Διατηρήσαμε τη γλώσσα, την ορθογραφία και τα σημεία στίξης του πρωτότυπου κειμένου.

[2] Σύμφωνα με τον Καλομενόπουλο, η πρωτοβουλία κατάληψη των Κυκλάδων προήλθε από τον ίδιο τον Βενιζέλο και όχι τους Συμμάχους.

[3] Σύμφωνα με τον ανθυπολοχαγό Νικηφόρο Κυπραίο, που ανέλαβε από τον Φεβρουάριο του 1917 (- Αύγ. 1917) διευθυντής του Στρατολογικού Γραφείου, που ίδρυσε η Προσωρινή κυβέρνηση στις Κυκλάδες, η Σύρος εθεωρείτο τη δεύτερη πρωτεύουσα της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, καθώς σε αυτήν είχαν βρει καταφύγιο περί τους 20.000 πρόσφυγες από την Αθήνα και την Παλαιά Ελλάδα, διωκόμενοι από το «κράτος των Αθηνών» (Κυπραίος, ό.π., σ. 66). Ο συγκεκριμένος κατέγραψε τα βιώματα και τις εμπειρίες του από τη συμμετοχή του στο Εθνικό Κίνημα στο βιβλίο Επαναστατικαί σελίδες: Το Εθνικόν κίνημα ανά τας Κυκλάδας, το οποίο εκδόθηκε στη Σύρο το 1919. Όπως γίνεται αντιληπτό, η στενή ιδεολογική ταύτιση του Κυπραίου με τη βενιζελική παράταξη επηρέασε βαθύτατα τον τρόπο που ο ίδιος αντιλαμβανόταν το πολιτικό κλίμα της περιόδου. Συνεπώς, επιβάλλεται να δούμε το πόνημά του με κριτική διάθεση, έχοντας κατά νου ότι ο συγγραφέας υπήρξε ένας από τους «επαναστάτες».

 Για τη ζωή και την προσωπικότητα του Κυπραίου βλ. Κυριακή Ραγκούση – Κοντογιώργου, Νικηφόρος Γ. Κυπραίος 1875-1946, ο άνθρωπος και το έργο του, Εκδ. Ανθέμιον, Πάρος 1999.

[4] Αρετή Τούντα – Φεργάδη, Θέματα Ελληνικής Διπλωματικής Ιστορίας 1912-1941, Εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2005, σ. 127.

[5] Επρόκειτο για τους οπαδούς κόμματος του Δημητρίου Γούναρη, βασικού πολιτικού αντιπάλου του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ιδρυτής του Κόμματος των Εθνικοφρόνων, τον Μάρτιο του 1915, το οποίο συγκέντρωσε την πλειοψηφία των αντιβενιζελικών πολιτικών και ψηφοφόρων. Επρόκειτο για έναν συντηρητικό πολιτικό σχηματισμό, το αντίπαλο δέος του Κόμματος των Φιλελευθέρων, το οποίο θεωρούσε τον βασιλιά σύμβολο της εθνικής ενότητας.

[6] Για τη σύλληψη του Γεωργίου Παρασκευόπουλου από τους Άγγλους, βλ. το βιβλίο του Ακτίνες και Νέφη, Αναμνήσεις μιας πεντηκονταετίας, Τύποις Πυρσού, Αθήναι 1932. Για την προσωπικότητα και τη δράση του Χαράλαμπου Παπαδάκη, βλ. Κυπραίος, ό.π., σσ. 146-147.

[7] Για τους Συνδέσμους Επιστράτων ανά την Ελλάδα, βλ. Μαυρογορδάτο, Εθνικός Διχασμός και μαζική οργάνωση…», σσ. 151-163.

[8] Τα όσα αναφέρει στο σημείο αυτό ο Καλομενόπουλος αποδεικνύουν την απουσία εθελοντών Αμυνιτών, από τα ίδια τα νησιά των Κυκλάδων. Η εικόνα αυτή αντικατοπτρίζει τη διάθεση των Κυκλαδιτών έναντι του Κινήματος του Βενιζέλου.

[9] Με βάση την έκθεση του πρώην γραμματέα της Νομαρχίας Κυκλάδων, Γεωργίου Σαραντόπουλου, το ατμόπλοιο «Θεσσαλία» επιτάχθηκε από την αγγλική κυβέρνηση για να μεταφέρει από τον Πειραιά στη Σύρο, αγγλική αποστολή, στην οποία συμμετείχαν διάφοροι υπάλληλοι της αγγλικής πρεσβείας, καθώς και ο διευθυντής της αγγλικής αστυνομίας στην Αθήνα, Compton Mackenzie (Μακέντζυ). Συνολικά 90 άτομα, μαζί με τις οικογένειες τους, έφτασαν στη Σύρο στις 23 Νοεμβρίου 1916. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, κατόπιν πρόσκλησης του προξένου της Αγγλίας, μετέβησαν στο αγγλικό προξενείο οι αρχές του τόπου «ίνα ανακοινωθώσιν αυτοίς επί παρουσία και του Κυβερνήτου της Αγγλικής μοίρας εν Σύρω, συστάσεις τινές περί της εν Σύρω πολιτικής καταστάσεως». Από την ίδια πηγή πληροφορούμαστε, ότι στην πόλη επικρατούσε «ησυχία διότι οι κάτοικοι δεν είχον αντιταχθή εις την κατάληψιν». Δημοσιεύεται για πρώτη φορά από τον Γερακάρη, ό.π., σσ. 340-351.  Ακόμη, ο Νομάρχης Παρασκευόπουλος αναφέρει στα απομνημονεύματά του ότι οι αγγλικές στρατιωτικές αρχές τον απείλησαν, ότι αν οι επίστρατοι της Σύρου χτυπούσαν τα αγγλικά αγήματα, που θα αποβιβάζονταν στη Σύρο, τότε ο αγγλικός στόλος θα βομβάρδιζε την Ερμούπολη. Γερακάρης, ό.π., σ. 331.

[10] Τα λεγόμενα του Καλομενόπουλου επιβεβαιώνει ο Κυπραίος, ο οποίος γράφει ότι: «ολίγας όμως ώρας προς της αφίξεως του στρατού της Αμύνης εις Σύρον, αγγλικά αγήματα εκ της εν τω λιμένι Σύρου ναυλοχούσης αγγλικής ναυαρχίδος “Σκέρμετς” υπό τον Άγγλον πλοίαρχον Κόχραν, προς αποσόβησιν παντός απευκταίου, είχον καταλάβει τας κεντρικωτέρας οδούς και τας εξωτερικάς εισόδους των δημοσίων καταστημάτων και ιδία της Μοιραρχίας εν η είχον συγκεντρωθή οι του καταλυομένου καθεστώτος αξιωματικοί της χωροφυλακής [...] επίσης από της προτεραίας υπό των αγγλικών αρχών συνελήφθησαν και ενεκλείσθησαν εν τω οικήματι του πρώην Αυστριακού Προξενείου, ο εισαγγελεύς Κορφιωτάκης Ν., ο Νομάρχης Παρασκευόπουλος Γ., ο Εφέτης Μανουσόπουλος, οι πρόξενοι της Γερμανίας και Αυστρίας απελαθέντες ως και πολλοί άλλοι...». Κυπραίος, ό.π., σ. 34.  

[11] Όπως πληροφορούμαστε από τον Κυπραίο, τρεις μέρες πριν την άφιξη του στρατού της Αμύνης στη Σύρο, και συγκεκριμένα το απόγευμα της 25ης προς 26η Νοεμβρίου, αγγλικό αντιτορπιλικό απέπλευσε από τη Σύρο και το ίδιο βράδυ προσόρμισε σε απόκεντρο λιμενίσκο της Νάξου, όπου αποβίβασε άγημα με σκοπό τη σύλληψη του απόστρατου αντισυνταγματάρχη Μανούσου Δερλερέ και του προέδρου της κοινότητας Νάξου Εμμανουήλ Ναυπλιώτου, εναντίον των οποίων, και ιδιαίτερα του πρώτου, υπήρχαν πληροφορίες των αγγλικών αρχών ότι τρομοκρατούσαν τους κατοίκους της Νάξου, διαστρέφανε το φρόνημα των κατοίκων κατά των συμφερόντων της Αντάντ και τροφοδοτούσαν γερμανικά υποβρύχια, λαμβάνοντας «γενναίας υλικάς αποζημιώσεις υπό του Γερμανικού εν Αθήναις συνδικάτου».

Οι συγκεκριμένοι συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στη Σύρο, όπου παρέμειναν για λίγες μέρες πριν αναχωρήσουν αρχικά για τον Μούδρο της Λήμνου και έπειτα για τη Θεσσαλονίκη. Όσον αφορά την περίπτωση του Ναυπλιώτου, σε μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίστηκε από τις αγγλικές αρχές, ότι οι κατηγορίες που τον βάρυναν, ήταν εντελώς αβάσιμες. Στο ίδιο, σσ. 34-35.

[12] Μετά τα Νοεμβριανά του 1916, οι Κυκλάδες πέρασαν υπό αγγλογαλλικό έλεγχο. Ωστόσο και πριν από τα γεγονότα αυτά, σε νησιά στρατηγικής σημασίας (βλ. Σύρο και Μήλο) είχε ήδη εγκατασταθεί στρατιωτικός έλεγχος των συμμάχων, υποκαθιστώντας τις ελληνικές αρχές. Για παράδειγμα, πριν ακόμα συμβούν τα Νοεμβριανά των Αθηνών, είχαν αποβιβαστεί στη Σύρο Άγγλοι ναύτες με βαρύ οπλισμό με σκοπό τη φρούρηση του αγγλικού τηλεγραφείου (Eastern Telegraph). Στο κεντρικό λιμεναρχείο του νησιού είχε υψωθεί η αγγλική σημαία, το λιμάνι είχε περιφρουρηθεί με συρματοπλέγματα, ενώ πολεμικά σκάφη και αλιευτικά βρίσκονταν σε συνεχή κίνηση. Αρχηγός του αγγλικού στρατιωτικού ελέγχου και της βρετανικής αστυνομίας στις Κυκλάδες διορίστηκε ο Άγγλος λοχαγός Κόμτον Μακένζι, αντιπρόσωπος του γαλλικού ελέγχου ήταν ο Γάλλος υπολοχαγός Έρτελ και του ιταλικού ελέγχου ο υπολοχαγός Καστέλι.

Σε κάθε νησί λειτουργούσε υπηρεσία λογοκρισίας, υπό τον έλεγχο των Άγγλων, η οποία ήλεγχε απόλυτα τα ζητήματα επισιτισμού, καθώς αυτά θεωρήθηκαν ζητήματα δημόσιας τάξης. Ο Κυπραίος υπογραμμίζει ότι σε πολλά νησιά σημειώθηκαν έκτροπα και υπερβάσεις εκ μέρους των υπαλλήλων του αγγλικού στρατιωτικού ελέγχου. Ωστόσο, κατά τον ίδιο, παρόλες τις υπερβάσεις των Άγγλων στο Αιγαίο, η παρουσία τους λειτούργησε προστατευτικά για τους Κυκλαδίτες. Στο ίδιο, σσ. 59, 60, 71. Για μια άλλη άποψη βλ. Παναγιώτης Λ. Βοκοτόπουλος, «Ομήρων Οδύσσεια. Στην Σύρο του Εθνικού διχασμού (1916)», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τ. ΚΒ΄, Πρακτικά του Γ΄ Διεθνούς Κυκλαδολογικού Συνεδρίου, Αθήνα 2021, σσ. 207. Επίσης, Γερακάρης, ό.π.,

[13] Τα προβλήματα συγκρότησης και επάνδρωσης του βενιζελικού στρατεύματος είναι ήδη γνωστά. Στάθηκε αρκετά δύσκολο για τον Βενιζέλο να συγκροτήσει μια μάχιμη δύναμη, ικανή να συνδράμει τις συμμαχικές δυνάμεις στο Μακεδονικό μέτωπο. Οι ελλείψεις, η απροθυμία στράτευσης και η στάση των Αγγλογάλλων συνετέλεσαν, ώστε ο στρατός της Αμύνης να απαριθμεί, τέλη Οκτωβρίου 1916, μόνο 20.000 άνδρες και 700 μόνιμους και έφεδρους αξιωματικούς. Λεονταρίτης, ό.π., σ. 41.

[14] Ο Χρήστος Βασιλακάκης ήταν βουλευτής Λέσβου και αναλάμβανε πολιτικός διοικητής των Κυκλάδων. Ο συγκεκριμένος μετατέθη από τη Σύρο τον Μάρτιο του 1917.

[15] Αντιλαμβανόμαστε ότι κάθε ενέργεια των Αμυνιτών, προϋπέθετε προηγούμενη έγκριση των αγγλικών στρατιωτικών αρχών.

[16] Βλ. επίσης τη βύθιση, από γερμανικό υποβρύχιο, του επιβατικού ατμόπλοιου «Αγγελική», στις 15 Οκτωβρίου 1916, που εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Θεσσαλονίκη, κοντά στο νησάκι Φλέβες στον Σαρωνικό. Το ατμόπλοιο μετέφερε περισσότερους από 400 επιβάτες, οι περισσότεροι εθελοντές που πήγαιναν να καταταχθούν στον στρατό της Εθνικής Άμυνας. Απώλεσαν τη ζωή τους συνολικά 48 άτομα. Έθνος, 16.10.1916.

[17] Όπως θα δούμε παρακάτω, το αποβιβασθέν στη Σύρο βενιζελικό στράτευμα στερούνταν ακόμα και φυσιγγίων για τα όπλα του. Ο Καλομενόπουλος ήλπιζε ότι το πολεμικό πλοίο «Θέτις» θα παρείχε εγκαίρως σε αυτούς τις ποσότητες φυσιγγίων που είχε ζητήσει (βλ. παρακάτω). Σε γενικές γραμμές, η έλλειψη οικονομικών πόρων και η ανεπάρκεια του στρατού της Εθνικής Άμυνας υπήρξαν από τα μεγαλύτερα προβλήματα που έπρεπε να λύσει ο Βενιζέλος. Βλ. Πετσαλής – Διομήδης, ό.π., σ. 19.

[18] Η «Θέτις», με κυβερνήτη τον Υδραίο Πέτρο Βούλγαρη, προσχώρησε αμέσως στο Εθνικό Κίνημα και εστάλη στη Σύρο, μόλις οι Κυκλάδες πέρασαν υπό τον έλεγχο του «κράτους της Θεσσαλονίκης». Το ελληνικό πολεμικό πλοίο τέθηκε υπό τις διαταγές των Άγγλων, προσφέροντας ανεκτίμητες υπηρεσίες στο Κίνημα της Αμύνης στις Κυκλάδες, καθώς συνόδευε εμπορικά σκάφη, μετέφερε στρατεύματα και γενικώς έδωσε το παρών στο πόλεμο κατά των υποβρυχίων. Κυπραίος, ό.π., σσ. 66-67.

[19] Δημήτριος Ζαμάνος, βουλευτής Κυκλάδων με το κόμμα του Βενιζέλου. Εξελέγη βουλευτής Κυκλάδων στις εκλογές του Νοεμβρίου 1910 και του Μαΐου του 1915.

[20] Ο Κυπραίος αναφέρεται με κολακευτικά λόγια για τον υπολοχαγό Δημήτριο Σαμαρτζή, λέγοντας ότι ο λόχος που εστάλη για την κατάληψη των Κυκλάδων είχε σχηματιστεί στη Μυτιλήνη και βρίσκονταν υπό τις διαταγές του. Ο ίδιος τον χαρακτηρίζει «ευπαίδευτο  και γενναίο αξιωματικό», ο οποίος υπηρετούσε στο 43ο Σύνταγμα Πεζικού στο Βόλο, το οποίο υπήρξε από τα πρώτα που προσχώρησε στο Εθνικό κίνημα. Ακόμη, αναφέρεται στον Σαμαρτζή, λέγοντας ότι ήταν «ο δεξιός βραχίων του Στρατηγού κ. Καλομενόπουλου Νικοστράτου καθ’ ον χρόνον διετέλει Στρατιωτικός Διοικητής Κυκλάδων». Πρόκειται για αρκετά σημαντική δήλωση, καθώς ο Σαμαρτζής ήταν ο αρχηγός της στρατιωτικής δύναμης, που άνοιξε πυρ κατά του χωριού της Απειράνθου (Κυπραίος, ό.π.,  σσ. 33, 153-154).

Αναζητώντας στοιχεία για τον συγκεκριμένο βενιζελικό αξιωματικό, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι, κατά πάσα πιθανότητα, ο Σαμαρτζής ήταν έφεδρος αξιωματικός, απόφοιτος της Σχολής Υπαξιωματικών της Κέρκυρας (Προπαρασκευαστικόν Υπαξιωματικών Σχολείον), χωρίς περαιτέρω εξέλιξη. Από την έρευνα που κάναμε στα αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού δεν εντοπίσαμε φάκελο με το όνομά του. Βασίλης Κολλάρος, «Εθνικός Διχασμός. Η τραγωδία της Απειράνθου και το γιατί της Ιστορίας», ΣΤ΄ επιστημονικό συνέδριο με τίτλο «Η Νάξος διά μέσου των αιώνων», Δαμαριώνας Νάξου 30.8-2.9.2018, πρακτικά υπό έκδοση.

[21] Όπως γράψαμε και παραπάνω, ο Καλομενόπουλος αποβιβάστηκε σε ένα νησί, το οποίο βρισκόταν ήδη υπό αγγλικό έλεγχο. Συνεπώς, η παρουσία του βενιζελικού στρατού ήρθε απλώς και μόνο να επικυρώσει το πέρασμα της Σύρου στο «κράτος της Θεσσαλονίκης». Βλ. και παραπάνω υποσημειώσεις αριθ. 82-84.

[22] Από το επιχειρησιακό σχέδιο του Καλομενόπουλου είναι εμφανές ότι επρόκειτο περισσότερο για κατάληψη της Σύρου, παρά για οικειοθελή προσχώρηση στο Κίνημα του Βενιζέλου. Ουσιαστικά, το σχέδιο της απόβασης ήταν οργάνωση μιας πολεμικής επιχείρησης με σκοπό την κατάληψη ενός μάλλον εχθρικού εδάφους, παρά ένας περίπατος στη προκυμαία της Ερμούπολης, μεταξύ φιλελευθέρων υποστηρικτών. Η στρατιωτική ετοιμότητα, η κατάληψη στρατηγικών θέσεων εντός της πόλης, η διασπορά των δυνάμεων και η επαγρύπνηση ενώπιον πιθανών απειλών δεν συνάδουν με την άποψη περί φιλελεύθερων αισθημάτων των περισσοτέρων κατοίκων της Σύρου. Ο ίδιος ο Καλομενόπουλος περίμενε μέχρι και ένοπλη αντίσταση κατά των ανδρών της Εθνικής Άμυνας, πριν ακόμα αυτοί αποβιβαστούν και ενόσω θα βρίσκονταν μέσα στις λέμβους, από τις δυνάμεις των (φιλοβασιλικών) επιστράτων που υπήρχαν στο νησί. Η ανασφάλεια του Στρατιωτικού Διοικητή Κυκλάδων για την έκβαση της απόβασης αποτυπώνεται μέσα από τις γραμμές της έκθεσής του προς τον Βενιζέλο. Ωστόσο, η αγγλική παρουσία ήταν αυτή που εγγυήθηκε την άνευ απροόπτων απόβαση των Αμυνιτών στη Σύρο.

[23] Επρόκειτο τον μεγαλύτερο αδερφό του, Κωνσταντίνο Καλομενόπουλο, ο οποίος διετέλεσε βουλευτής του ελληνικού Κοινοβουλίου για αρκετά χρόνια (1905-1925).

[24] Ο Δημήτριος Βοκοτόπουλος (1848-1934) διετέλεσε πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Ερμουπόλεως, βουλευτής Σύρου οκτώ φορές μεταξύ 1892-1928 και υπουργός Δικαιοσύνης στις κυβερνήσεις Γεωργίου Θεοτόκη (1905-1908) και Ν. Καλογερόπουλου (1916). Βοκοτόπουλος, ό.π., σσ. 207-208.

[25] Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κλίμα της περιόδου του Εθνικού Διχασμού έχει μια από τις πρώτες διακηρύξεις του αντισυνταγματάρχη Νικόστρατου Καλομενόπουλου, Στρατιωτικού Διοικητή Κυκλάδων, προς τους κατοίκους των νησιών. Συγκεκριμένα, απαγορεύονταν στους ιερείς και στους ψάλτες να αναφέρουν το όνομα του βασιλιά Κωνσταντίνου κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας. Εν τούτοις, «επιτρέπεται ή μάλλον επιβάλλεται να γίνεται εν τοις Ναοίς μνεία του ονόματος της Αυτού Μεγαλειοτάτης Βασιλίσσης Όλγας» (Βλ. προκήρυξη Στρατιωτικού Διοικητή Κυκλάδων προς την Αστυνομική Διεύθυνση Κυκλάδων, αριθ. 229, 17 Ιανουαρίου 1917).

Ο Καλομενόπουλος επέβαλλε ακόμη την αποκαθήλωση των εικόνων του βασιλιά Κωνσταντίνου και της βασίλισσας Σοφίας από τις οικίες των Κυκλαδιτών. Οποιοσδήποτε συνέχιζε να εκφράζεται υπέρ του Κωνσταντίνου, θα θεωρούνταν «επαναστάτης και ως τοιούτος θα συλλαμβάνηται υπό των αστυνομικών και στρατιωτικών οργάνων και θα οδηγείται εις τας φυλακάς». Κυπραίος, ό.π., σ. 58.

Για το ζήτημα της μνημόνευσης της βασιλικής οικογένειας, ο Γ. Δοκουμετζίδης, ο οποίος αντικατέστησε τον Βασιλακάκη, ζήτησε με εγκύκλιο του (Απρίλιος 1917) προς τις αρχές του Νομού να μην μνημονεύονται οι βασιλείς στους ναούς και αντί αυτού να γίνεται αναφορά «Υπέρ των ευσεβεστάτων μελών της Προσωρινής Κυβερνήσεως, παντός του Έθνους και του Εθνικού Στρατού». Στο ίδιο, σσ. 56-59.

[26] Ο τότε επίσκοπος Σύρου, Τήνου και Άνδρου Αθανάσιος (Λεβεντόπουλος), αν και αρχικά ήταν αρνητικός, εν τέλει τάχθηκε με το πλευρό των βενιζελικών. Σε επιστολή του προς τον νομάρχη, ανέφερε ότι ο ίδιος είχε ζητήσει από τους ιερείς της επισκοπής του να μην μνημονεύουν τη βασιλική οικογένεια κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας. Παράλληλα, ζητούσε από τον νομάρχη να διαβεβαιώσει τον «κ. Πρόεδρο της Προσωρινής Κυβερνήσεως κ. Ελευθέριον Βενιζέλον ότι αφ’ ης ημέρας η καθ’ ημάς επισκοπή υπήχθη υπό την δικαιοδοσίαν της Προσωρινής Κυβερνήσεως, πάσα μέχρι της ημέρας εκείνης μνημόνευσις έπαυσεν…» (Βλ. απόφαση του επισκόπου Σύρου Αθανασίου, η οποία κινούνταν στο πνεύμα της τηλεγραφικής διαταγής του Συμβούλου Παιδείας και Θρησκευμάτων της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης). Ακόμη, ο Αθανάσιος έδωσε το παρών και στο μεγάλο συλλαλητήριο της 20ης Μαΐου 1917 στην Ερμούπολη της Σύρου, που κήρυξε έκπτωτο τον Κωνσταντίνο. Η στάση του τοπικού επισκόπου ανάγκασε την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος να τον καλέσει σε απολογία με την κατηγορία της προσχώρησης στο Εθνικό Κίνημα. Βλ. τις δύο εγκλίσεις που του έγιναν από την Ιερά Σύνοδο της Ελλάδος, τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1917. Στο ίδιο, σσ. 57-59, 68-70.

[27] Μόνο το 1/3 της δύναμης της χωροφυλακής του νησιού προσχώρησε στο Κίνημα.

[28] Στον Κυπραίο υπάρχει αναφορά σε συλλαλητήριο (3 Δεκεμβρίου 1916) υπέρ του Εθνικού Κινήματος, το οποίο διενεργήθηκε κατόπιν πρόσκλησης της δημοτικής αρχής και των συντεχνιών - σωματείων του νησιού στην κεντρική πλατεία Μιαούλη. Ακολούθησε η κατάθεση ψηφίσματος, με το οποίο επισημοποιήθηκε η «προσχώρηση» του νησιού στο Εθνικό Κίνημα, διακηρύσσοντας τη διάρρηξη κάθε δεσμού με το «εν Αθήναις αντεθνικόν καθεστώς». Να σημειωθεί ότι είναι έκδηλη η προσπάθεια του Κυπραίου να εμφανίσει το συλλαλητήριο της Ερμούπολης ως «εθνικόν», ενώ, όπως γράφει ο ίδιος, «ο παλαιοκομματισμός δεν ενεφανίσθη εις το συγκροτηθέν Εθνικόν συλλαλητήριον».  Στο ίδιο, σσ. 38-46.

[29] Κάθε ενέργεια των βενιζελικών στις Κυκλάδες έπρεπε να λάβει πρώτα την έγκριση της αγγλικής στρατιωτικής αρχής. Η πραγματικότητα αυτή καθόρισε εν πολλοίς την εξέλιξη της κατάληψης των Κυκλάδων από τον στρατό του Βενιζέλου, καθώς και τα αρνητικά σημεία της προσπάθειας αυτής. Η διαπίστωση αυτή θα μας φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη στην προσέγγιση και ερμηνεία των γεγονότων της Απειράνθου. Ο Καλομενόπουλος και η στρατιωτική δύναμη που είχε υπό τις διαταγές του λειτούργησαν περισσότερο ως τμήμα  της αγγλικής στρατιωτικής κατοχής, παρά ως ανεξάρτητο σώμα υπό τις διαταγές της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης.

[30] Καθόλο το εύρος της έκθεσης για την κατάληψη των Κυκλάδων, ο Καλομενόπουλος δεν παύει να τονίζει με ιδιαίτερη έμφαση τη στενή συνεργασία που είχε με τις αγγλικές αρχές της Σύρου. Ο σκοπός του ήταν διττός: Από τη μια υπογράμμιζε το πόσο πιστά ακολούθησε τις διαταγές - προτροπές των Άγγλων και από την άλλη αποποιούνταν πιθανές ευθύνες για μελανά σημεία της κατάληψης των Κυκλάδων, όπως αυτά της Απειράνθου, καθώς, όπως τονίζει ο ίδιος, εκτελούσε διαταγές άνωθεν.

[31] Ο Καλομενόπουλος σε μια από τις πρώτες του προκηρύξεις, με ημερομηνία 30 Νοεμβρίου 1916, προς τους κατοίκους της Σύρου έκανε λόγο ότι θεωρούσε μεγάλη τιμή το γεγονός, ότι η κυβέρνηση της Εθνικής Αμύνης τον διόρισε Στρατιωτικό Διοικητή Κυκλάδων, καθώς βρέθηκε επικεφαλής σε ένα μέρος που γεννήθηκε και ανατράφηκε.

Πρώτο μέλημα του Καλομενόπουλου υπήρξε η τήρηση της τάξης. Για τον σκοπό αυτό, ήταν αναγκαίο οι κατέχοντες όπλα, να τα παραδώσουν στις αστυνομικές αρχές. Δεν επρόκειτο για δήμευσή τους, αλλά για φύλαξη μέχρι να τους επιστραφούν ξανά. Καλούνταν, λοιπόν, οι κάτοχοι πολεμικών όπλων τύπου Μάνλιχερ, Μάουζερ και Γκρα να τα παραδώσουν στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή, εντός μιας εβδομάδας (1-6 Δεκεμβρίου). Οποιοσδήποτε συλλαμβανόταν, μετά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, να κατέχει πολεμικά όπλα θα τιμωρούνταν σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί πολιορκίας. Βλ. Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο / Αρχείο Ελευθέριου Βενιζέλου/ φάκελος 8/2 (Συμμαχικός αποκλεισμός – Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης 1916), Προκήρυξις Στρατιωτικού Διοικητή Κυκλάδων προς τους κατοίκους της νήσου Σύρου, 30 Νοεμβρίου 1916.

[32] Οι επιχειρήσεις στα Δαρδανέλια είχαν ένα σημαντικό αποτέλεσμα για τον πόλεμο στη θάλασσα: έφεραν τα γερμανικά υποβρύχια στη Μεσόγειο. Οι Τούρκοι είχαν αρχικά ζητήσει την αυστριακή ναυτική βοήθεια, αλλά οι Αυστριακοί δεν είχαν τα μέσα - τα υποβρύχια τους ήταν πολύ λίγα και δεν είχαν μεγάλη εμβέλεια. Οι Γερμανοί επενέβησαν. Αρχικά τα μικρά υποβρύχια αποσυναρμολογήθηκαν και μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς στην αυστριακή ναυτική βάση στην Πόλα, όπου και επανασυναρμολογήθηκαν. Οι Γερμανοί, ωστόσο, σύντομα ανακάλυψαν ότι τα μεγαλύτερα και ικανότερα υποβρύχια μπορούσαν να κάνουν το ταξίδι απευθείας από τη Βόρεια Θάλασσα, περνώντας απαρατήρητα από τα Στενά του Γιβραλτάρ. Η παρουσία τους περιέπλεξε σημαντικά τις αγγλογαλλικές ναυτικές επιχειρήσεις στα Δαρδανέλια.

Οι Γερμανοί συνειδητοποίησαν ότι η Μεσόγειος ήταν ένα εξαιρετικό θέατρο για υποβρύχιες επιχειρήσεις εναντίον της εμπορικής ναυτιλίας. Ο καιρός ήταν γενικά πολύ καλύτερος για να επιχειρήσουν σε σχέση με τη Βόρεια Θάλασσα. Επίσης, η Μεσόγειος είχε ένα ακόμη πλεονέκτημα: Ήταν λιγότερο πιθανό να συναντήσουν αμερικανικά πλοία στη θάλασσα αυτή, απαλλάσσοντας τους Γερμανούς από τις διπλωματικές επιπτώσεις. Οι Γερμανοί αύξησαν τον αριθμό των υποβρυχίων που επιχειρούσαν στη Μεσόγειο, μέχρι που στις αρχές του 1918 υπήρχαν δύο στολίσκοι που επιχειρούσαν από τις αυστριακές βάσεις Πόλα και Κάταρο. Για τον ναυτικό αγώνα στη Μεσόγειο κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, βλ. Halpern, Paul G. (ed.), The Royal Navy in the Mediterranean, 1915-1918, Aldershot Brookfield 1987, Navy Records Society.

H έντονη δράση των γερμανικών υποβρυχίων στα νερά του Αιγαίου είχε δημιουργήσει μεγάλη ανησυχία στους Συμμάχους. Από την άλλη πλευρά, ο υποβρυχιακός πόλεμος ενέτεινε την αγωνία των Κυκλαδιτών για την επιβίωσή τους, καθώς εμποδιζόταν ο επισιτισμός των νησιών. Πλήττονταν ακόμα και μικρά ιστιοφόρα που μετέφεραν τρόφιμα και ζωοτροφές.  

Το νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων, το οποίο κατέχει στρατηγική θέση στο κέντρο του Αιγαίου, ήταν ιδανικό για τη δράση των υποβρυχίων, καθώς από εκεί περνούσαν τα δρομολόγια των πλοίων, που ένωναν ακτοπλοϊκώς τον Πειραιά με τη Θεσσαλονίκη, την Κρήτη με τη Μακεδονία, ενώ αποτελεί αναγκαίο πέρασμα για όποιον κατευθύνεται από και προς τα Στενά του Ελλησπόντου. Επίσης, η γεωγραφία των Κυκλάδων, με τα διάσπαρτα νησιά και τους στενούς διαύλους, ευνοούσε τη δράση των U-boats, τα οποία έβρισκαν, από ότι φαίνεται, υποστήριξη από ορισμένους Κυκλαδίτες έναντι χρημάτων.

Βέβαια, τα γερμανικά υποβρύχια δεν τορπίλιζαν μόνο πολεμικά πλοία των Συμμάχων και ατμόπλοια, αλλά τοποθετούσαν και ναρκοπέδια. Χαρακτηριστικά πλήγματα από πρόσκρουση σε νάρκη ήταν εκείνα του «Βρετανικού», στις 21 Νοεμβρίου 1916, στο δίαυλο της Κέας, και δυο μέρες αργότερα του πλωτού αγγλικού νοσοκομείου «Μπράιμερ Κέιστλ» στο στενό Τήνου – Μυκόνου. Ωστόσο, το τελευταίο δεν βυθίστηκε, καθώς πρόλαβε να προσαράξει σε ακτή της Τήνου.

Η παγίωση της αγγλογαλλικής κυριαρχίας στις Κυκλάδες, μετά τον Νοέμβριο του 1916, στέρησε από τα γερμανικά υποβρύχια τη δυνατότητα να ανεφοδιάζονται με ασφάλεια, όπως γινόταν προηγουμένως, σε διάφορους όρμους των νησιών, συνήθως τη νύκτα. Κυπραίος, ό.π., σσ. 66, 72, 81. 

[33] Η πληροφορία αυτή, που μας παρέχει η έκθεση Καλομενόπουλου, είναι αρκετά σημαντική, καθώς φανερώνει τους φόβους του Βενιζέλου από μια πιθανή ένοπλη αντίδραση των Κυκλαδιτών μπροστά στη θέα του στρατού της Άμυνας. Ο Κρητικός πολιτικός επιθυμούσε, τουλάχιστον στην αρχή, να καταληφθεί μόνο η Σύρος και κανένα άλλο νησί, εκτός και αν οι κάτοικοι γειτονικών νησιών εκδήλωναν αυθορμήτως την επιθυμία τους να προσχωρήσουν στο Κίνημα της Άμυνας. Γνωρίζοντας, προφανώς, τα φιλοβασιλικά αισθήματα των Κυκλαδιτών, προσπάθησε να αποφύγει γεγονότα, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ των δυο αντίπαλων παρατάξεων. Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε στον αναγνώστη τα αιματηρά γεγονότα της Κατερίνης και της Χαλκιδικής. Ειδικότερα, στη περίπτωση της δεύτερης, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1916 είχαν εκδηλωθεί συγκρούσεις μεταξύ Αμυνιτών και επίστρατων (Βεντήρης, ό.π., σσ. 238-240, 325-328). Όσον αφορά τη Νάξο, πιθανότατα να γνώριζε ότι στο νησί αυτό η φιλοβασιλική παράταξη διέθετε ισχυρά ερείσματα και για αυτό ζητούσε να καταληφθεί τελευταία. Για τις παραπάνω αιματηρές περιπτώσεις, αλλά και για άλλες, την ίδια περίοδο, βλ. Γερακάρη, ό.π., σσ., 209-219 (Χαλκιδική), 219-221 (Κατερίνη), 236-252 (Κρήτη), 252-263 (Σάμος) 260-262 (Μυτιλήνη) 262-282 (Ικαρία).

[34] Επομένως, σύμφωνα με την έκθεση Καλομενόπουλου, η επέκταση του Κινήματος της Εθνικής Άμυνας σε όλο το νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων υπήρξε πρωτοβουλία των Άγγλων, και όχι του Βενιζέλου.

[35] Ο ανθυπολοχαγός Νικόλαος Ρουσάκης καταγόταν από το νησί της Πάρου. Επομένως, η ανάθεση σε αυτόν της συγκεκριμένης αποστολής, δεν ήταν τυχαία. Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι αποσιωπάται εντελώς από τον Καλομενόπουλο η ύπαρξη του επιτρόπου της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, που βρισκόταν στο νησί, του Εμμανουήλ Τσιριμωνάκη. Η πλήρης περιθωριοποίησή του, από τις στρατιωτικές αρχές, ιδιαίτερα κατά τα γεγονότα της Απειράνθου, είναι κάτι που προκαλεί το ερευνητικό ενδιαφέρον. Κατά την άποψή μας, παρόμοια κατάσταση φαίνεται να βίωνε και ο διορισθείς από την Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης στις Κυκλάδες Χρήστος Βασιλακάκης, για τον οποίο ο Καλομενόπουλος εκφέρει αρνητική άποψη στην έκθεσή του. Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Απειρανθίτης και εξέχον στέλεχος της αντιβενιζελικής παράταξης, σε συνεδρίαση της Βουλής τον Μάϊο του 1922, άφησε υπαινιγμό σε βάρος του Βασιλακάκη, που τότε ήταν βουλευτής του Κόμματος των Φιλελευθέρων, για το ρόλο του στα γεγονότα της Απειράνθου. Ο τελευταίος, όμως, του απάντησε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να αποτρέψει το κακό. Φαίνεται ότι ο στρατιωτικός διοικητής Κυκλάδων είχε τον πρώτο λόγο, παραμερίζοντας τις τοπικές πολιτικές αρχές. Ακόμη, σύμφωνα με τον Γερακάρη, ο Καλομενόπουλος ήταν αυτός που «δρομολόγησε» την αντικατάσταση του Βασιλακάκη, διότι τον θεωρούσε ανεπαρκή. Γερακάρης, ό.π., σ. 350.

[36] Από άλλες πηγές, γνωρίζουμε ότι πριν την απόβαση των Αμυνιτών στη Νάξο, πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση υπέρ του βασιλιά, ενώ επικρατούσε έντονο αντιβενιζελικό κλίμα. Λεβογιάννης, Νεότερη ιστορία της Νάξου 1800-2000, τ. Β΄, τχ. 3 (1900-1940), χ.έ., Αθήνα 2016, σ. 83.

[37] Στη Νάξο, αλλά και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων, πριν από την αποβίβαση του στρατιωτικού αποσπάσματος της Εθνικής Άμυνας, είχαν προηγηθεί συνεννοήσεις μεταξύ των αντιπροσώπων της Προσωρινής Κυβέρνησης και των τοπικών αρχών, παρουσία σχεδόν πάντα Άγγλου αξιωματικού. Κυπραίος, ό.π., σ. 84. Το ίδιο σκηνικό διαδραματίστηκε και στην κατάληψη των βορείων Σποράδων, βλ. Τούντα – Φεργάδη, ό.π., σσ. 543-547.

[38] Για το Ψήφισμα του κοινοτικού συμβουλίου Νάξου, βλ. Λεβογιάννης, ό.π., σσ. 85-86.

[39] Σύμφωνα με τον Κυπραίο, στη Νάξο συνελήφθησαν 19 άτομα. Ο πρόεδρος της κοινότητας Μονής και άλλοι 18. Η σύλληψή τους δεν είχε σχέση με την προσχώρηση ή μη της κοινότητάς τους στο Εθνικό Κίνημα, αλλά με το γεγονός ότι τα πρόσωπα αυτά, επειδή αποδοκίμασαν τον στρατό και τη χωροφυλακή που μετέβη στο χωριό τους, συνελήφθησαν για εξύβριση και εσχάτη προδοσία και οδηγήθηκαν στις φυλακές της Σύρου (Βλ. έγγραφο της Στρατιωτικής Διοίκησης Κυκλάδων προς το Αρχηγείο Δημοσίας Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, αριθ. 579, 30 Δεκεμβρίου 1916). Κυπραίος, ό.π., σσ. 84-85.

[40] Για το ψήφισμα «προσχώρησης» του κοινοτικού συμβουλίου Απειράνθου στην Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης (5 Φεβρουαρίου του 1917), βλ. στο ίδιο, σ. 90.

[41] Τα γραφόμενα του Καλομενόπουλου, όσον αφορά την Μύκονο, επιβεβαιώνονται και από τον Κυπραίο, οποίος υποστηρίζει ότι το κλίμα που επικρατούσε στο συγκεκριμένο νησί ήταν υπέρ του κινήματος της Εθνικής Άμυνας. Στο ίδιο, σσ. 54-55.

[42] Στο συγκεκριμένο νησί αποβιβάστηκε και ο Τήνιος πολιτευτής Κωνσταντίνος Αλαβάνος, κομίζοντας αρκετή ποσότητα αλεύρων, διότι «η νήσος υπέφερεν εκ πείνης».

[43] Όπως αναφέρει ο Κυπραίος: «ο πληθυσμός της νήσου εν ζωηροτάτη διαδηλώσει εξέφρασε την αγανάκτησίν του κατά του προδοτικού κράτους των Αθηνών και υπεδέχθη μετά μεγάλης χαράς την εθνικήν αντιπροσωπείαν […] Κάτωθεν του Δημαρχείου εξεφώνησε λόγο προς το λαό ο πρώην βουλευτής (Κωνσταντίνος) Αλαβάνος [] Άπαντες οι κοινοτικοί σύμβουλοι της πόλεως Τήνου και των λοιπών κοινοτήτων εδήλωσαν ότι ασπάζονται το εθνικόν κίνημα...». Φαίνεται ότι η προσχώρηση της Τήνου στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας έγινε χωρίς επεισόδια. Με βάση την ίδια πηγή, ο ανθυπολοχαγός Κατωπόδης παρέμενε στη νήσο και μετά την «προσχώρησή» της, πιθανώς λόγω του γεγονότος ότι η Τήνος θα αποτελούσε έδρα του 11ου Συντάγματος πεζικού της Μεραρχίας Κυκλάδων, ενώ ο Κυπραίος δεν αναφέρει τίποτα για την περίπτωση των Ασημακόπουλου - Μολφέτα  - Τζάφα. Στο ίδιο, σσ. 54-56.

[44] Βλ. και Γερακάρη, ό.π., σ. 347.

[45] Τα συρματοπλέγματα που είχανε τοποθετήσει οι Αγγλογάλλοι στην είσοδο του λιμανιού, όχι μόνο της Σύρου, βρίσκονταν εκεί όχι μόνο για την προστασία των πλοίων τους από τα γερμανικά υποβρύχια, αλλά και για να μην εξέρχονται οι ντόπιοι ψαράδες, ελέγχοντας έτσι απολύτως τον ανεφοδιασμό – επισιτισμό των ελληνικών νησιών. Μπελιβανάκης, ό.π., σ. 179.

[46] Τον Αύγουστο του 1915 κατέπλευσαν στο λιμάνι της Μήλου τα πρώτα γαλλικά πολεμικά πλοία. Η κατάληψη της Μήλου από το συμμαχικό στόλο έγινε στο πλαίσιο των γενικότερων εξελίξεων στη περιοχή του Αιγαίου, αλλά και του Μακεδονικού μετώπου. Οι σύμμαχοι επέλεξαν το συγκεκριμένο νησί, καθώς βρισκόταν κοντά στον Πειραιά και μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να βρεθούν στην ελληνική πρωτεύουσα, ενώ η Μήλος αποτελεί τον «πύλη εισόδου» για όσα πλοία επιθυμούν να εισέλθουν στο Αιγαίο, προερχόμενα από την Αδριατική και το Γιβραλτάρ.  

Οι Αγγλογάλλοι μετέτρεψαν τη Μήλο σε βάση του συμμαχικού στόλου στο Αιγαίο, καταλύοντας παράλληλα τις ελληνικές διοικητικές αρχές του νησιού. Από εκεί οι σύμμαχοι εκτελούσαν περιπολίες στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο για την προστασία των ναυτικών συγκοινωνιών τους από τα γερμανικά υποβρύχια. Ακόμη, όλα τα πλοία που κατευθύνονταν από τη διώρυγα του Σουέζ προς τη Μεσόγειο, καθώς και εκείνα που έκαναν το αντίστροφο δρομολόγιο, ήταν υποχρεωμένα να περνούν από το λιμάνι της Μήλου και να θεωρούν τα ναυτιλιακά τους έγγραφα. Μπελιβανάκης, ό.π., σ. 190.

[47] Στις 17 Δεκεμβρίου 1916 (ο Καλομενόπουλος αναφέρει μια μέρα αργότερα) κατέπλευσε το ατμόπλοιο «Αστραπή» στο λιμάνι της Μήλου, μεταφέροντας Επιτροπή Αμυνιτών με σκοπό την προσχώρηση των Μηλίων στο Εθνικό Κίνημα, αλλά και 260 σακιά αλεύρι που είχαν σταλεί από τις αγγλικές αρχές για τον επισιτισμό των κατοίκων (Κυπραίος, ό.π., σ.196). Στην εφημερίδα «Ελεύθερος άνθρωπος» της 15ης Φεβρουαρίου 1935 γινόταν αναφορά στα γεγονότα της άφιξης των Αμυνιτών στη Μήλο: «Ενώ οι κάτοικοι της Μήλου, λόγω του αποκλεισμού είχον λησμονήσει και την θέαν ακόμη του ψωμιού, οι αμυνίται έφτασαν με το ατμόπλοιον «Αστραπή» το οποίον είχον προηγουμένως φροντίσει να διακοσμήσουν με... κουλούρες, δια να εξαναγκάσουν ούτω τους Μηλίους να προσχωρήσουν, πιεζόμενοι υπό της πείνης των εις το κίνημα.  Διά να τους προσελκύσουν περισσότερον, ενέπηξαν εις τας λόγχας των ψωμιά και τα επεδείκνυαν προς τους κατοίκους φωνάζοντες: Σας φέρνουμε ψωμί… και θα χορτάσετε μόνον αν γίνετε φίλοι μας! Αλλώς ας ετοιμασθήτε να πεθάνετε από την πείνα…!».

Ωστόσο, ο πρόεδρος της Κοινότητος Αδάμαντος, Νικόλαος Νικηφοράκης απάντησε στην επιτροπή των Αμυνιτών, ότι ο λαός της Μήλου προτιμούσε να πεθάνει παρά να δεχθεί τους επαναστάτες βενιζελικούς, και ότι ήταν αποφασισμένος να αντισταθεί σε περίπτωση απόβασης, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Την ίδια στιγμή, επιτροπή Μηλίων μετέβη στον Γάλλο ναύαρχο και του δήλωσε ότι δεν θα αφήσουν τους επαναστάτες να αποβιβαστούν. Ο Γάλλος, σύμφωνα με το δημοσίευμα, τους απάντησε ότι δεν θα ανακατευτεί στην υπόθεση. Ωστόσο, σύμφωνα με την έκθεση του Καλομενόπουλου, οι γαλλικές στρατιωτικές αρχές ήταν αυτές που δεν επέτρεψαν απόβαση στρατιωτών του Εθνικού Κινήματος, αναγκάζοντας την επιτροπή διαπραγμάτευσης να επιστρέψει στο πλοίο και να αποχωρήσει.

Παρ’ όλα αυτά, λίγες μέρες αργότερα οι βενιζελικοί επιχείρησαν δεύτερη απόπειρα απόβασης στη Μήλο, η οποία όμως και αυτή ματαιώθηκε. Στο ίδιο δημοσίευμα γίνεται λόγος ότι η απόφαση των κατοίκων της Μήλου να μην δεχτούν εκπροσώπους της επαναστατικής κυβέρνησης δεν συνδεόταν μόνο με ιδεολογικά ελατήρια, αλλά και με την απροθυμία των κατοίκων να επιστρατευτούν. Μπελιβανάκης, ό.π., σσ. 190-195 ꞏ Γερακάρης, ό.π., σσ. 361-362.

[48] Βλ. και Γερακάρη, ό.π., σσ. 364-365.

[49] Ωστόσο, σύμφωνα με τον Κυπραίο, οι κάτοικοι της Άνδρου δεν ήταν και τόσο φιλελεύθεροι, ως προς τα αισθήματά τους, όπως υποστηρίζει ο Καλομενόπουλος. Για παραδείγματα, σε μερικά χωριά του Δήμου Κορθίου της Άνδρου, από τα οποία καταγόταν ο φιλοβασιλικός βουλευτής Νικόλαος Καμπάνης, έλαβαν χώρα παρόμοια επεισόδια με αυτά της Απειράνθου, μικρότερης όμως έκτασης και έντασης. Συγκεκριμένα, σε έγγραφο της Ανωτέρας Διοίκησης Χωροφυλακής Μακεδονίας, γίνεται λόγος ότι την 1η Μαΐου 1917, οι κάτοικοι οκτώ χωριών της Άνδρου συγκεντρώθηκαν στο Κόρθι με σκοπό να διαδηλώσουν την αντίθεσή τους σε κάθε επιστράτευση που θα διενεργούνταν από την Επαναστατική Κυβέρνηση. Να σημειωθεί, επίσης, η έντονη «επαναστατική» δράση και συμμετοχή των δασκάλων στο συλλαλητήριο. Παρόμοιες καταστάσεις παρατηρήθηκαν και σε άλλα νησιά, όπως την Αμοργό και την Κέα, χωρίς όμως να εκδηλωθούν ανοικτά.  Κυπραίος, ό.π., σσ. 91-96.

Με αφορμή τα γεγονότα αυτά, ο Σύνδεσμος Εφέδρων στο Κόρθι της Άνδρου απέστειλε στον βασιλιά Κωνσταντίνο το ακόλουθο τηλεγράφημα «Οι συμπολεμισταί Σου του Δήμου Κορθίου της Άνδρου, επίστρατοι ξηράς και θαλάσσης,  συγκροτήσαντες σήμερον σύνδεσμον, ομνύομεν πίστιν και αφοσίωσιν προς Σε τον λατρευτόν μας και δαφνοστεφή στρατηλάτη, τον διά των ηρωικών Σου αγώνων μεγαλύναντα την Πατρίδα, έτοιμοι να προασπίσωμεν μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός μας και κατά παντός εχθρού, οιουδήποτε τον ένδοξον Σου Θρόνον και να ακολουθήσωμεν σε μόνον, όπου η τιμή και η δόξα της Ελλάδος θέλουσι Σε καλέση διά να συνεχίσης τους θρυλικούς Σου άθλους του Μπιζανίου και της Τσουμαγιάς. Η διοικητική επιτροπή Θεόδ. Μπίστης, Λεών Καμπάνης, Κωνστ. Α. Γλυνός, Ζ. Κόδρος, Α. Μερκούρης, Δ. Χρυσοστράτης (έπονται τριακόσιαι υπογραφαί επιστράτων)». Στο ίδιο, σσ. 31-32, 91.

Στην περίπτωση της Άνδρου σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η γεωγραφική γειτνίαση του νησιού με την Εύβοια και τη Στερεά Ελλάδα, οι οποίες βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του «κράτους των Αθηνών». Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι αν και είχε παρέλθει ένα εξάμηνο από την κατάληψη των Κυκλάδων από τον στρατό της Εθνικής Άμυνας, η κατάσταση δεν είχε σταθεροποιηθεί και τα γεγονότα στο Κόρθι της Άνδρου, τον Μάιο του 1917, αποδεικνύουν αυτό ακριβώς.

[50] Βλ. επίσης, «εις πολλάς νήσους καταχθονίως και εντέχνως διά της μεθόδου της εξυβρίσεως του Βασιλέως, εσύροντο έντιμοι και χρηστοί φιλελεύθεροι εις τας φυλακάς...εγκληματικά έκτροπα εσημειούντο εις τας περισσοτέρας νήσους των Κυκλάδων και ιδία εις εκείνας εις α υπό την πατριωτικήν φενάκην είχεν εγκαθιδρυθή το Προτεκτοράτον του Σέγκ, υποβοηθούμενον υπό των Τομαρικών Δουσμανείων Συλλόγων των επικληθέντων «Επιστρατικών» (Στο ίδιο, σσ. 62-63). Ο βαρόνος Σενκ ήταν τυπικά αντιπρόσωπος στην Αθήνα της γερμανικής εταιρείας Κρουπ. Ουσιαστικά, όμως, ήταν ο συντονιστής και ο χρηματοδότης της γερμανικής προπαγάνδας στην Ελλάδα. Μαυρογορδάτος, 1915 Εθνικός Διχασμός…, σ. 39.

Γίνεται, επίσης, αναφορά στον στρατηγό Βίκτωρα Δούσμανη, αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού τα έτη 1914-1916 και υπασπιστή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Η στενή του σχέση με τη φιλοβασιλική παράταξη και τον ίδιο τον Κωνσταντίνο, καθώς και η ανάμειξή του στα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού, τον έθεσαν στο στόχαστρο των Αμυνιτών. Μετά την επιστροφή του Βενιζέλου στην Αθήνα, ο Δούσμανης συνελήφθη και εξορίστηκε στην Κορσική. 

[51] Η Απείρανθος είναι ορεινό χωριό της Νάξου, χτισμένο σε υψόμετρο μεταξύ 570 και 640 μέτρων στις ανατολικές υπώρειες του όρους Φανάρι. Στην απογραφή του 1920, που είναι η πλησιέστερη χρονικά στα γεγονότα του Ιανουαρίου του 1917, η Απείρανθος μετρούσε 2.289 κατοίκους. Βασίλειον της Ελλάδος, Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Πληθυσμός του Βασιλείου της Ελλάδος κατά την απογραφή της 19 Δεκεμβρίου 1920, εκ του Εθνικού τυπογραφείου, εν Αθήναις 1921, σ. 182.

[52] Υπάρχουν σημεία της τραγωδίας της Απειράνθου, τα οποία παραμένουν αφώτιστα από την ιστορική έρευνα. Οι υπάρχουσες πηγές, που αφορούν τα γεγονότα αυτά, αποτελούνται, κατά βάση, από προσωπικές - προφορικές μαρτυρίες, ημερολόγια και άλλα τεκμήρια στα οποία οι πρωταγωνιστές αυτών υπερτονίζουν τον ρόλο τους, χρωματίζουν ιδεολογικά ή λογοτεχνικά τις περιγραφές, ενώ ο βαθμός συγγένειας των αφηγητών με τους πρωταγωνιστές των γεγονότων μειώνει την αντικειμενικότητά τους. Άλλες πάλι πηγές έχουν μεγάλη χρονική απόσταση από τα τεκταινόμενα, γεγονός που έχει επιπτώσεις στην εγκυρότητα της περιγραφής. Ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα είναι τα εξής: Γιατί στην Απείρανθο χύθηκε αίμα; Ήταν τόσο σημαντικό ένα ορεινό χωριό της Νάξου για την εδραίωση του Κινήματος του Βενιζέλου; Ποιος ήταν ο ρόλος του Συνδέσμου Επιστράτων Νάξου στο αιματοκύλισμα; Γιατί η εμπλοκή του Δημήτριου Σαμαρτζή, του επικεφαλής του στρατιωτικού αποσπάσματος απέβη μοιραία; Πόσο σχετικά είναι τα γεγονότα της Απειράνθου με τις ευρύτερες εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο, την ίδια περίοδο; Τι ρόλο έπαιξε η αγγλική παρουσία στο νησί; Πως είναι δυνατόν να ξέφυγε η κατάσταση από τον αγγλικό έλεγχο, τη στιγμή μάλιστα που στο νησί είχε εγκατασταθεί αντιπρόσωπος της αγγλικής κυβέρνησης; Βλ. Κολλάρος, «Εθνικός Διχασμός. Η τραγωδία της Απειράνθου και το γιατί της Ιστορίας», ό.π., Για μια συγκεντρωτική βιβλιογραφία για τα γεγονότα της Απειράνθου βλ. Εμμ. Ν. Φραγκίσκος, «Για τα εκατό χρόνια από τα γεγονότα της Απειράνθου. Μια άγνωστη αφήγηση ενός αυτόπτη μάρτυρα», 2η συμπληρωμένη ανατύπωση από το περιοδικό Ναξιακά Γράμματα, τχ. 23-24, Αθήνα 2018, υποσημ. αριθμ. 6, σ. 3. 

[53] Ο Καλομενόπουλος προσπαθεί να παρομοιάσει τους Απεραθίτες με κοινούς εγκληματίες, που είχαν έφεση προς παραβατική συμπεριφορά. Βέβαια, είναι γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι ήταν ένας ορεινός και ασυμβίβαστος πληθυσμός, με μια αίσθηση ανωτερότητας, ο οποίος είχε κατηγορηθεί για εκτεταμένη ζωοκλοπή, αλλά και για υψηλό φρόνημα στα πεδία των μαχών. Βλ. Λ. Βαρθαλίτου, «Προσεγγίζοντας τα γεγονότα του 1917 στη Νάξο. Η υπόθεση Απεράθου», Απεραθίτικα, τχ. 1, 1988, σσ. 44-45. Για το φαινόμενο της ζωοκλοπής, το οποίο χαρακτηρίζεται από τον Ν. Λεβογιάννη, ως ένα από τα τέσσερα σημαντικότερα προβλήματα του νησιού, στις αρχές του 20ου αιώνα, στη Νάξο. Βλ. Λεβογιάννης, ό.π., σ. 24.

[54] Η τακτική, άλευρα με αντάλλαγμα ψηφίσματα προσχώρησης στο Εθνικό Κίνημα, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στην επιχείρηση κατάληψη των Κυκλάδων από τους βενιζελικούς.

[55] Ο Καλομενόπουλος αποκρύπτει εντελώς το γεγονός ότι ο Ρουσάκης, πριν την κορύφωση του δράματος, φιλοξενήθηκε από τους Απεραθίτες τέσσερις μέρες στο σχολείο του χωριού. Επομένως, δεν ήταν τόσο εχθρικοί απέναντι στους Αμυνίτες, όσο ο Καλομενόπουλος θέλει να τους εμφανίζει. Βλ. Το ημερολόγιο του Απεραθίτη βενιζελικού αξιωματικού, Φλώριου Μπάκαλου –  δημοσιεύεται για πρώτη φορά από τον Νίκο Λεβογιάννη –   που ήταν μάρτυρας των γεγονότων της Απειράνθου. Στο ίδιο, σ. 91 και Γερακάρης, ό.π., σ. 264.

[56] Ο Καλομενόπουλος υπογραμμίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι δεν προσέφυγε στη λύση της βίας εξαρχής, αλλά ότι προσπάθησε με διάφορους τρόπους να πείσει τους Απεραθίτες να εγκαταλείψουν την «αναρχική» τους συμπεριφορά.

[57] Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η έκθεση Καλομενόπουλου αναφέρει ελάχιστα σχετικά για τον μεσολαβητικό ρόλο της αγγλικής πλευράς. Συγκεκριμένα, ο βενιζελικός αξιωματικός αναφέρει ότι οι Άγγλοι αξιωματικοί που συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις, δήλωσαν στους Απεραθίτες ότι αν δημιουργούσαν προβλήματα, θα τους θεωρούσαν εχθρούς της Αντάντ και θα βομβάρδιζαν το χωριό τους. Στο σημείο αυτό, η έκθεση του Συριανού αξιωματικού διαφέρει από άλλες πηγές, όπως το (φιλοβασιλικό) δημοσίευμα της εφημερίδας Εσπερινής (6-10.5.1920), που αναφέρεται στα ίδια γεγονότα (βλ. Φραγκίσκος, ό.π.,). Επρόκειτο για την αφήγηση ενός αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων, του αντιβενιζελικού Ισίδωρου Φραγκίσκου  (η πατρότητα, όμως, του κειμένου ανήκει στον αδερφό του, Νικόλαο Φραγκίσκο). Ωστόσο, ο Καλομενόπουλος δεν αναφέρει τίποτα για το πόσο κοντά σε συμφωνία έφτασαν οι «αντιδραστικοί», όπως χαρακτήριζε τους Απεραθίτες,  με τους Άγγλους (Βαρθαλίτου, ό.π., σ. 36). Ακόμη, ο ίδιος υποστηρίζει ότι στις προσπάθειες που έγιναν για να επέλθει συμβιβασμός, οι κάτοικοι της Απειράνθου έθεταν ως όρο της προσχώρησής τους στο Κίνημα, τη μη στράτευσή τους. Αυτό, όμως, διαψεύδεται από το κείμενο της Εσπερινής, το οποίο υποστηρίζει ότι οι Άγγλοι τους ήθελαν στα ορυχεία σμύριδας, που υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή της Απειράνθου και τα οποία ήταν σημαντικά για αυτούς (Λεβογιάννης, ό.π., σσ. 90-91). Η σμύριδα θα ανταλλάσσονταν με αλεύρι, τρόφιμα και χρήματα.

 Πάντως, οι Απεραθίτες φαίνεται να επεδίωκαν τη συνεννόηση με την αγγλική πλευρά. Αλλά και ο αντιπρόσωπος της αγγλικής κυβέρνησης στη Νάξο, έφεδρος ανθυπολοχαγός Ρέσμπεθ, δήλωνε, βάση του δημοσιεύματος της Εσπερινής, ότι δεν σκόπευαν να επιβληθούν δια της βίας, εν ολίγοις δεν είχαν σκοπό να επέμβουν στρατιωτικά (Φραγκίσκος, ό.π., σ. 31ꞏ Κολλάρος, ό.π.,).

Το σημείο, λοιπόν, αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, αλλά ταυτόχρονα και «θολό». Οι Άγγλοι, στην πρώτη φάση της απειρανθίτικης τραγωδίας, είχαν τον πρώτο ρόλο στις διαπραγματεύσεις. Γιατί, όμως, στη συνέχεια άφησαν τους βενιζελικούς αξιωματικούς, παρόλο που είχαν έρθει προηγουμένως σε συμφωνία με τους Απεραθίτες, να χειριστούν τη κατάσταση και να την οδηγήσουν στα άκρα; Ολόκληρο το Αιγαίο βρισκόταν υπό τον απόλυτο έλεγχο τους, τίποτα δεν γινόταν χωρίς την έγκρισή τους. Ποιοι ήταν οι (άγνωστοι μέχρι σήμερα) λόγοι που η συμφωνία μεταξύ Άγγλων και Απεραθιτών δεν υπεγράφη τελικά; Βλ. Φραγκουλόπουλος, ό.π., σσ. 15, 18 και Κολλάρος, ό.π., ꞏ Γερακάρης, ό.π., σ. 265.

[58] Βλ. Λεβογιάννης, ό.π., σ. 24.

[59] Στο σημείο αυτό, ο Καλομενόπουλος προσπαθεί να εμφανίσει την κλιμάκωση της βίας που ακολούθησε ως απόρροια τριών παραγόντων: Της περαιτέρω όξυνσης της «αναρχικής» συμπεριφοράς των Απεραθιτών, της έκκλησης των ντόπιων Φιλελευθέρων να μην αποχωρήσει το στρατιωτικό απόσπασμα της Εθνικής Άμυνας, αλλά και της έκκλησης του ανθυπολοχαγού Ρουσσάκη να του επιτραπεί να ασκήσει βία.

[60] Η απόφαση αυτή υπήρξε καθοριστική, καθώς κατέφθασε στη Νάξο το δεξί χέρι του Καλομενόπουλου, ο υπολοχαγός Δημήτριος Σαμαρτζής, με 100 άνδρες και ανέλαβε να σφίξει τον κλοιό γύρω από το χωριό της Απειράνθου, έχοντας υπό τις διαταγές μια στρατιωτική δύναμη συνολικά 200 ανδρών. Η ενέργεια αυτή, δηλαδή η αποστολή του Σαμαρτζή, υποδηλώνει ότι η Στρατιωτική Διοίκηση Κυκλάδων ήταν αποφασισμένη να προχωρήσει στην τελική φάση διαπραγματεύσεων με τους Απεραθίτες.

[61] Για το πρώτο τηλεγράφημα του Σαμαρτζή προς τους Απεραθίτες, βλ. Βαρθαλίτου, ό.π., σ. 37.

[62] Ο Μπάκαλος αναφέρει ότι «χαλούσαν κυριολεκτικώς τον κόσμον με τους δυναμίτας» και «ντράνταξαν τα βουνά από τους κρότους των δυναμιτών που ερρίπτοντο από το Φανάρι». Ωστόσο, κατά τον ίδιο, όπλα δεν υπήρχαν μέσα στο χωριό, εκτός από μερικά κυνηγητικά. Είναι αλήθεια, επίσης, ότι η μη ύπαρξη όπλων απέτρεψε την περαιτέρω αιματοχυσία. Βλ. Λεβογιάννης, ό.π., σ. 91ꞏ Βαρθαλίτου, ό.π., σ. 37. Επίσης, «ήτο ευτύχημα, ότι ελλείψει όπλων, ουδείς απολύτως εκ των κατοίκων επυροβόλησε κατά του στρατού». Φραγκίσκος, ό.π., σσ. 32, 37, 49.

[63] Ο χλευασμός προς τον στρατό της Εθνικής Άμυνας, καθώς και επιθετικές ενέργειες των Απεραθιτών, όπως η ρίψη δυναμίτιδας και πυροβολισμών, επιβεβαιώνονται και από τον Κυπραίο, όπως και το γεγονός ότι ο διοικητής του αποσπάσματος αποφάσισε να λάβει αυστηρά μέτρα και να καταλάβει το χωριό δια της βίας, κατόπιν όμως διαταγής του Καλομενόπουλου υποχώρησε (Κυπραίος, ό.π., σ. 86). Οι Απεραθίτες διέθεταν ποσότητες δυναμίτιδας, καθώς τις χρησιμοποιούσαν για την εξόρυξη της σμύριδας. Ελεύθερος Τύπος, 01.05.1920.

[64] Για τα γεγονότα στο Χαλκί, Λεβογιάννης, ό.π.,  σ. 87.

[65] Το χωριό Μονή υποτάχθηκε και προσχώρησε στο Εθνικό Κίνημα στις 27 Δεκεμβρίου (Για τα γεγονότα της Μονής, Λεβογιάννης, ό.π., σ. 86). Τότε, η Απείρανθος έμεινε μόνη σε ένα βενιζελικό πέλαγος.

[66] Στα γραφόμενα του Καλομενόπουλου υπάρχει μια τάση υπερβολής και διόγκωσης της «αναρχικής» συμπεριφοράς των Απεραθιτών, ώστε να δικαιολογηθεί η μεταγενέστερη υπερβολή χρήση βίας κατά του χωριού. Βλ. και Φραγκουλόπουλο, ό.π., σ. 17.

[67] Η Απείρανθος, στα μάτια των βενιζελικών, λειτουργούσε ως «κράτος εν κράτει» σε ένα νησί, το οποίο δεν διάκειτο καθόλου θετικά απέναντι στο Κίνημα του Βενιζέλου. Βλ. επίσης την περίπτωση της αλυσιδωτής αντίδρασης (φαινόμενο ντόμινο). Ακόμη, Φραγκουλόπουλος, ό.π., σ. 18.

[68] Επομένως, σύμφωνα με τον Καλομενόπουλο, το σχέδιό του για τον τερματισμό της «επικίνδυνης» για το Εθνικό Κίνημα κατάστασης, είχε την έγκριση των αγγλικών στρατιωτικών αρχών της Σύρου.

[69] Η διάθεση του όπλου αυτού, με τόσο μεγάλη δύναμη πυρός, στους Αμυνίτες υποδηλώνει ότι οι αγγλικές αρχές ήθελαν και αυτές να «τελειώνουν» με το ζήτημα της Απειράνθου, αδιαφορώντας για το ανθρώπινο κόστος. Κατά την εκτίμησή μας, στη χρήση του όπλου αυτού, ίσως να οφείλεται ο μεγάλος αριθμός νεκρών και τραυματιών μεταξύ των Απεραθιτών. Από άλλες πηγές γνωρίζουμε, ότι μεγάλος αριθμός των κατοίκων του χωριού παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα ανεβασμένοι στις στέγες των σπιτιών (δώματα), επομένως ήταν εντελώς ακάλυπτοι στα ισχυρά πυρά του στρατού της Εθνικής Άμυνας. Επιπλέον, δεν πίστευαν ότι ο στρατός θα ανοίξει πυρ εναντίον άοπλων. Βλ. το ημερολόγιο του Μπάκαλου στο Λεβογιάννης, ό.π., σσ. 91, 98.

[70] Και για αυτή την απόφαση κλιμάκωσης, ο Καλομενόπουλος είχε την προηγούμενη έγκριση του Άγγλου ναυάρχου. Ωστόσο, προκαλεί απορία το εξής γεγονός: Πώς το «Θέτις» έβαλε κατά του χωριού, από τη στιγμή που μεταξύ Απειράνθου και όρμου Μουτσούνας δεν υπάρχει οπτική επαφή; (βλ. παρακάτω).

[71] Σε έγγραφο της Στρατιωτικής Αρχής Σύρου προς το Αρχηγείο Δημοσίας Ασφαλείας στη Θεσσαλονίκη, με ημερομηνία 30 Δεκεμβρίου1916, αναφέρεται ότι «οι κάτοικοι του χωριού Απειράνθου αρνούνται να αναγνωρίσωσι το νέον καθεστώς, απεμονώθησαν όμως υπό της Χωροφυλακής και του Στρατού, μη μετελθόντος βίαν προς αποφυγήν αιματηρών συγκρούσεων, ελπίζεται δε να αναγκασθώσι να υποκύψωσι και ταχθώσιν υπό τας Διαταγάς της Προσωρινής Κυβερνήσεως». Κυπραίος, ό.π., σ. 85.

[72] Στην περίπτωση των Απεραθιτών, δεν μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό το γεγονός της επίμονης άρνησης προσχώρησης στο Κίνημα του Βενιζέλου από τη στιγμή που ένα ολόκληρο νησί είχε προσχωρήσει, άλλοτε «οικειοθελώς» και άλλοτε με τη βία. Επομένως, που στηρίχτηκαν οι Απεραθίτες για να προβάλλουν αντίσταση; Το έτερο προπύργιο της ιδιότυπης αυτής αντιβενιζελικής «αντίστασης», το χωριό Μονή, το οποίο είχε αρχικά αρνηθεί να υπογράψει το πρωτόκολλο προσχώρησης, είχε καταληφθεί αναίμακτα, στις 27 Δεκεμβρίου, από τον ανθυπολοχαγό Ν. Ρουσάκη. Βέβαια, η μαρτυρία του Μπάκαλου επιβεβαιώνει ότι «είχε δημιουργηθή στο χωριό μια κατάσταση άνευ προηγουμένου», ενώ οι κάτοικοι βρίσκονταν υπό «ομαδικήν παραφροσύνην», παρασυρόμενοι από μια ολιγομελής ομάδα φανατικών βασιλικών, στελέχη τοπικών Συνδέσμων επίστρατων, που είχαν και τη στήριξη ντόπιων πολιτικών, κυρίως του Δερλερέ. Λεβογιάννης, ό.π., σσ. 88-90.

[73] Ο Καλομενόπουλος προσπαθεί να πείσει τον αποδέκτη της έκθεσης ότι υπήρχε πολεμική προετοιμασία και στην άλλη πλευρά, ώστε να δικαιολογηθεί έτσι η υπέρμετρη χρήση βίας από το βενιζελικό στράτευμα. Είναι γεγονός ότι οι Απεραθίτες προσπάθησαν να δημιουργήσουν την εικόνα ενός χωριού που βρισκόταν υπό πολεμικό ρίγος, ώστε να αποτρέψουν ενδεχόμενη είσοδο του στρατού σε αυτό. Η χρήση δυναμίτιδας, η ύπαρξη φρουρών και οι πυροβολισμοί έδιναν την εντύπωση στον Σαμαρτζή, ότι είχε απέναντί του εξοπλισμένους μαχητές και όχι άοπλους κατοίκους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στα καλέσματα του Σαμαρτζή προς τους Απεραθίτες να προσχωρήσουν στο κίνημα, γινόταν αναφορά και σε παράδοση όπλων από την πλευρά του χωριού. Για τον «ψευδή» γενικό συναγερμό βλ. για παράδειγμα το παρακάτω απόσπασμα: «η ψευδής φήμη περί κατάπλου εις τον όρμον Πανόρμου Γερμανικού υποβρυχίου κομίσαντος 500 όπλα και δυο πολυβόλα μετ’ αναλόγων φυσσιγγίων, φήμην την οποίαν οι ίδιοι οι Απεράνθιοι σκοπίμως εκαλλιέργουν καθόσον συνετέλει αυτή εις το να μη αποτολμά επίθεσιν το πολιορκητικόν σώμα του κ. Σαμαρτζή». Φραγκίσκος, ό.π., σσ. 41, 43.

[74] Πρόεδρος της κοινότητας Απειράνθου ήταν ο βενιζελικός Γιαννούλης Αναστασίου, Λεβογιάννης, ό.π., σσ. 91, 95.

[75] Ο Μπάκαλος, που ήταν παρών στα γεγονότα και βρισκόταν στο χωριό, υποστηρίζει ότι δεν έπεσε ούτε μια τουφεκιά από την πλευρά των Απεραθιτών ενάντια του στρατού (Λεβογιάννης, ό.π., σ. 96). Επίσης, σύμφωνα με τον ίδιο δεν υπήρχαν όπλα στο χωριό, πλην ορισμένων κυνηγητικών. Η μαρτυρία αυτή εξηγεί το γεγονός γιατί ο στρατός δεν είχε απώλειες. Επομένως, το «αμφοτέρωθεν» του Καλομενόπουλου χρησιμοποιήθηκε ψευδώς από τον ίδιο για να δικαιολογήσει την ανάγκη ανταπόδοσης των πυρών από τον Σαμαρτζή. Ακόμη, δεν διευκρινίζεται στην έκθεση ποιος έκανε την αρχή. Ο Μπάκαλος αναφέρει ότι λόγω των ύβρεων που δεχόταν το στρατιωτικό απόσπασμα «κάποιος φαντάρος δεν εκρατήθη και πυροβόλησε» (Λεβογιάννης, ό.π., σ. 91) Ωστόσο, ως εξήγηση δεν αρκεί για να εξηγήσει το χάος που επακολούθησε, καθώς η απόφαση να χτυπηθεί το χωριό ήταν ήδη ειλημμένη, δεν την προκάλεσε ο εκνευρισμός ενός στρατιώτη. 

[76] Ενώ περιγράφονται με μεγάλη λεπτομέρεια τα γεγονότα πριν την ένοπλη συμπλοκή των δυο πλευρών, για το ίδιο το γεγονός της σύγκρουσης αρκούν μόνο τρεις γραμμές από την έκθεση Καλομενόπουλου, χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες για το πως φτάσαμε στον θάνατο αμάχων.

[77] Ο Κυπραίος αναφέρει ότι ο στρατός της Εθνικής Άμυνας έβαλε κατά της Απειράνθου για 15 περίπου λεπτά, ενώ αναφέρει 28 νεκρούς και 48 τραυματίες. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι διαφορετική, όχι τόσο για τον αριθμό των θυμάτων, όσο για το γεγονός ότι επρόκειτο για αμάχους.  Οι νεκροί ήταν 32 (12 γυναίκες, 4 γέροντες, 5 ανήλικα παιδιά και 11 άνδρες) και οι τραυματίες 44, εκ των οποίων οι 15 έμειναν ανάπηροι. Λεπτομερής κατάλογος των νεκρών στο Λεβογιάννης, ό.π., σ. 99.

[78] Ο Μπάκαλος, ο οποίος ήταν παρών στα γεγονότα, χαρακτήριζε τον Σαμαρτζή δειλό και τελείως απόλεμο, ο οποίος έγινε δημιουργός και πρόξενος μεγάλου κακού. Για το ρόλο του μοιραίου αξιωματικού στο αιματοκύλισμα της Απειράνθου, ο ίδιος υποστηρίζει ότι σε συνομιλία που είχε, στις 23 Ιανουαρίου, με τον συνταγματάρχη Αλέξανδρο Οθωναίο, διοικητή του 10ου Συντάγματος Πεζικού της Μεραρχίας Κυκλάδων, ο τελευταίος του δήλωσε ότι «οιοσδήποτε άλλος ήτο στη θέση του Σαμαρτζή, στο χωριό δεν θα συνέβαινε απολύτως τίποτα». Στο ίδιο, σ. 92.

[79] Σύμφωνα με τον Μπάκαλο, με τον οποίο συμφωνεί και ο Νίκος Λεβογιάννης, ο Μανούσος Δερλερές ασκούσε τρομακτική επίδραση στους κατοίκους της Νάξου (Στο ίδιο, σ. 90), ενώ τα γεγονότα της Απειράνθου οφείλονταν στη δράση των Επιστράτων της Νάξου (Στο ίδιο, σσ. 78, 88, 92, 96). Ειδικότερα, η σύλληψη του πρώτου από τους Άγγλους, χωρίς συγκεκριμένη κατηγορία, ηλέκτρισε την πολιτική ατμόσφαιρα του νησιού, ειδικά αν λάβουμε υπόψη μας ότι επικρατούσε έντονα αντιβενιζελικό κλίμα μεταξύ των Ναξιωτών, γεγονός που μεταφράστηκε σε οργανωμένες διαμαρτυρίες των επιστράτων του νησιού.[79] Να υπενθυμίσουμε, όμως, ότι ο Δερλερές είχε συλληφθεί αιφνιδιαστικά από τους Άγγλους, άμα τη αφίξει τους στο νησί, (25/26 Νοεμβρίου 1916) και είχε μεταφερθεί στον Μούδρο της Λήμνου, ένα μήνα πριν από τα γεγονότα της Απειράνθου.  

 Ο Δερλερές συνελήφθη ξανά στις 24 Νοεμβρίου 1919, για συμμετοχή σε απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου. Μουσείο Μπενάκη/ Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου/Φ25/Απόρρητο Τηλ. Διομήδη προς Βενιζέλο, Αθήνα, 24.11.1919.

[80] Μετά τα γεγονότα της Απειράνθου, ο Καλομενόπουλος βρέθηκε στη Νάξο για να δει από κοντά την κατάσταση. Από εκει απέστειλε τηλεγραφική διαταγή προς τον διευθυντή της αστυνομίας των φυλακών Λαζαρέττου στη Σύρο, με την οποία του ζητούσε να απολύσει αμέσως τους 19 Ναξιώτες από το χωριό Μονή που κρατούνταν στις συγκεκριμένες φυλακές.

Ο Κυπραίος, ο οποίος και αυτός είναι εξαιρετικά σύντομος στην περιγραφή των γεγονότων της Απειράνθου, αναφέρει ότι τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν θλίψη στον Βενιζέλο, ο οποίος με επείγον τηλεγράφημα, το οποίο όμως δεν παρατίθεται από τον ίδιο, ζήτησε να μάθει τα αίτια που προκάλεσαν αυτή την άσκοπη αιματοχυσία (Κυπραίος, ό.π., σσ. 87-88). Ο ίδιος ο Βενιζέλος δεν μίλησε ποτέ για τη συγκεκριμένη τραγωδία. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως έμμεση αποδοχή, από τη πλευρά των βενιζελικών, των ευθυνών τους για τα γεγονότα της Απειράνθου, το γεγονός της ψήφισης ειδικού νόμου (19.05.1920) με σκοπό την αποζημίωση των θυμάτων της συγκεκριμένης αιματοχυσίας, αλλά και αυτών της Χαλκιδικής.

[81] Μόλις τα αιματηρά γεγονότα της Απειράνθου έγιναν γνωστά στη Θεσσαλονίκη, ο αρχηγός της χωροφυλακής, Επαμεινώνδας Ζυμβρακάκης, ζήτησε την άμεση απόσυρση της στρατιωτικής δύναμης από την Απείρανθο με παραμονή μόνο 10 χωροφυλάκων, ενός ενωμοτάρχου και ενός υπενωμοτάρχου. Τη συγκεκριμένη δύναμη θα διοικούσε ο ανθυπολοχαγός Γεώργιος Καστρίσιος, ο οποίος εστάλη από τη Θεσσαλονίκη, κατόπιν προσωπικής αίτησής του, επειδή καταγόταν από την Απείρανθο. Ο Καλομενόπουλος διέταξε τον Σαμαρτζή να αποχωρήσει ο  λόχος των Αμυνιτών από το νησί, παραμένοντας όμως ένα μικρό στρατιωτικό απόσπασμα αποτελούμενο από 25 άνδρες. Παράλληλα, η χωροφυλακή Νάξου θα ενισχυόταν με προσωπικό, ενώ στην Απείρανθο θα εγκαθίστατο σταθμός χωροφυλακής με 10-15 άνδρες. Στο ίδιο, σ. 88.

[82] Οι βενιζελικοί, το στρατιωτικό σώμα που είχε αναλάβει να «λύσει» το ζήτημα της Απειράνθου, λειτούργησαν περισσότερο με το συναίσθημα, παρά με τη λογική. Ήταν περισσότερο επαναστάτες, παρά στρατιώτες ενός τακτικού στρατού. Η ιδιότητα του επαναστάτη δεν προμήνυε ευοίωνη εξέλιξη του ζητήματος. Αντιμετώπισαν τους Απεραθίτες περισσότερο ως ληστές και «αναρχικούς», παρά ως άτομα με διαφορετική ιδεολογία.

Το ίδιο το γεγονός, δηλαδή η άρνηση ενός χωριού να προσχωρήσει σε ένα επαναστατικό κίνημα, δεν δικαιολογεί τη χρήση εκτεταμένης βίας. Βέβαια, την περίοδο εκείνη, η όξυνση των πολιτικών παθών και η κομματική τύφλωση οδήγησε αμφότερες τις πολιτικές παρατάξεις σε ακρότητες. Η χρήση βίας προήλθε από ένα επαναστατικό καθεστώς, το οποίο εδράζονταν πάνω σε σαθρά κοινωνικά και πολιτικά θεμέλια. Εν ολίγοις, αισθανόταν ότι απειλούνταν η ίδια η ύπαρξή του, ενώ ως επαναστατικό κίνημα ενεργούσε με βάση το δικό του δίκαιο, που στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν ήταν άλλο από τη λογική του Μάνλιχερ. Ο Σαραντόπουλος περιγράφει με τα πιο μελανά χρώματα την κατάσταση του επαναστατικού στρατού της Μυτιλήνης, απόσπασμα του οποίου βρέθηκε στην Απείρανθο, λέγοντας ότι επρόκειτο για ένα σκληροτράχηλο Σύνταγμα, στο οποίο κυριαρχούσε η έλλειψη οργάνωσης, πειθαρχίας και συντονισμού. Κολλάρος, ό.π., 

Κατά την άποψή μας, τα Νοεμβριανά του 1916, το πογκρόμ σε βάρος των βενιζελικών, και το αιματοκύλισμα της Απειράνθου αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος (βλ. και Φραγκίσκος, ό.π., σ. 53). Μη ξεχνάμε ότι το στρατιωτικό απόσπασμα που χτύπησε ανελέητα το χωριό ξεκίνησε από την Σύρο, στην οποία είχαν βρει καταφύγιο αμέτρητα θύματα των Νοεμβριανών της Αθήνας. Χωρίς αμφιβολία, οι περιγραφές όσων γλίτωσαν από τη μανία των επίστρατων του Μεταξά είχαν φορτίσει αρνητικά το κλίμα στη πρωτεύουσα των Κυκλάδων. 

[83] Αυτό δεν ισχύει, καθώς πολύ νωρίς μετά τα γεγονότα της Απειράνθου, ακολούθησαν τα γεγονότα της Άνδρου (βλ. παραπάνω στην ενότητα «Κατάληψις Άνδρου»). Εξάλλου, μέσα Ιανουαρίου, συνέχιζαν να υπάρχουν εστίες αντίδρασης στο νέο καθεστώς, αυτή τη φορά σε εκκλησιαστικό επίπεδο, γεγονός που ανάγκασε τον Καλομενόπουλο να παρέμβει με τηλεγράφημά του προς την αστυνομική διεύθυνση Νάξου. Τον Μάρτιο του 1917, ο επίσκοπος Παροναξίας, Ιερόθεος Παρασκευόπουλος, συνέχιζε να μνημονεύει τον έκπτωτο βασιλιά στη θεία λειτουργία. Λεβογιάννης, ό.π., σσ. 102-103.

[84] Ο Κυπραίος αναφέρει και αυτός ότι οι Απεραθίτες έπεσαν θύματα ηθικών αυτουργών «αλλαχού διαμενόντων», θύματα της «νοσηράς καθολικής καταστάσεως». Παραθέτει και αυτός την πληροφορία περί γερμανικών υποβρυχίων που θα αποβίβαζαν όπλα και πυρομαχικά στον Όρμο της Μουτσούνας, ώστε με αυτά οι Απεραθίτες να αμυνθούν έναντι του βενιζελικού στρατεύματος. Κινούμενος στη γραμμή Καλομενόπουλου, διατυπώνει την άποψη ότι «η κατάστασις έπρεπε να τερματισθή και ετερματίσθη». Κυπραίος, ό.π., σ. 87.

[85] Μόλις το Εθνικό Κίνημα εδραιώθηκε στις Κυκλάδες, η Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης ίδρυσε το Στρατολογικό Γραφείο Κυκλάδων, με επικεφαλής τον Νικηφόρο Κυπραίο, υπό την δικαιοδοσία του οποίου υπήχθη αργότερα και η Ύδρα. Ο Κυπραίος παραθέτει το διάταγμα 765 «περί συστάσεως στρατολογικού γραφείου Κυκλάδων» (7 Δεκεμβρίου 1916), με έδρα τη Σύρο, το οποίο υπαγόταν προσωρινά στο Σώμα Στρατού Μακεδονίας. Είχε προηγηθεί κάλεσμα του Καλομενόπουλου, την 1η Δεκεμβρίου, για όσους επιθυμούσαν να ενταχθούν εθελοντικά στις τάξεις του στρατού της Εθνικής Άμυνας. Ωστόσο, «ατυχώς εθελονταί πολλοί ελάχιστοι προσήλθον».   

Αρχές Ιανουαρίου 1917 έφτασε από τη Θεσσαλονίκη στη Σύρο ο συνταγματάρχης  Παναγιώτης Σπηλιάδης με το επιτελείο του για να οργανώσει τη Μεραρχία των Κυκλάδων. Προηγουμένως, είχαν αφιχθεί τα στελέχη του 10ου Συντάγματος πεζικού υπό τον συνταγματάρχη Αλέξανδρο Οθωναίο για τη συγκρότηση του πεζικού της Μεραρχίας Κυκλάδων, η οποία συγκροτήθηκε σε δύο συντάγματα πεζικού: Στο 10ο με έδρα τη Σύρο και το 11ο με έδρα την Τήνο. Διοικητής του 11ου Συντάγματος Πεζικού ορίστηκε ο αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Μαυρομιχάλης. Η εγκατάσταση του μοιράρχου Σπηλιάδη στη Σύρο σηματοδότησε την κατάργηση της Στρατιωτικής Διοίκησης Κυκλάδων και την επιστροφή του Καλομενόπουλου στη Θεσσαλονίκη.

Καθοριστικό, επίσης, υπήρξε το γεγονός ότι η συγκροτηθείσα Μεραρχία Κυκλάδων, ενισχύθηκε με τμήματα των Κρητικών Συνταγμάτων και της Μεραρχίας Αρχιπελάγους (Μυτιλήνη), απότοκο της μειωμένης προέλευσης των Κυκλαδιτών. Ο Κυπραίος εξηγεί το γεγονός αυτό, λέγοντας ότι οφειλόταν στο πολωμένο και δηλητηριασμένο κλίμα της περιόδου (άρνηση επιστράτευσης, έλλειψη στελεχών, διωγμοί, φυλακίσεις, διχασμός, εξωτερικές και εσωτερικές αντιδράσεις κατά του Εθνικού Κινήματος), αλλά και στο γεγονός ότι οι στρατεύσιμοι άνδρες είχαν μόλις γυρίσει από τους Βαλκανικούς Πολέμους, συνεπώς δεν υπήρχε ενθουσιασμός για μια νέα επιστράτευση, (Κυπραίος, ό.π., σσ. 75-83), η οποία στερούνταν κρατικής νομιμοποίησης και συλλογικής έκφρασης. Συν τοις άλλοις, επρόκειτο για πολιτική απόφαση μιας «επαναστατικής κυβέρνησης», η οποία έφερε το στίγμα της ξενοκίνητης. Ήταν, λοιπόν, μια επιστράτευση με πολιτικό χρώμα, χωρίς πατριωτική χροιά, μέσα σε ένα δηλητηριασμένο κλίμα εθνικού διχασμού. Κολλάρος, ό.π.,

Σχόλια

"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας