Ευγένιος Βούλγαρης: Κορυφαίος δάσκαλος και γνήσιος πατριώτης (1716-1806)

γράφει ο Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος ( τον ευχαριστούμε θερμά για την τιμητική συμμετοχή του στο ιστολόγιό μας)

Ο Αρχιεπίσκοπος Σλαβωνίου και Χερσώνος Ευγένιος Βούλγαρης (1716 – 1806) δεν ήταν μόνον ο κορυφαίος  διδάσκαλος του Γένους και  εκ των πολυμαθεστέρων και πολυγραφοτέρων συγγραφέων όλης της Ευρώπης. Σε μια δύσκολη για τον Ελληνισμό εποχή προσπάθησε για την ελευθερία των Ελλήνων και τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, έχοντας τον σεβασμό και την εκτίμηση της Αυτοκράτειρας της Ρωσίας Αικατερίνης Β΄.

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα και ήταν ιδιοφυής στα γράμματα. Όπως γράφει ο Κων. Σάθας ήταν «πανεπιστήμων  και χαλκέντερος συγγραφεύς, πρόμαχος της Ορθοδοξίας λαμπρός, τα μέγιστα συντελέσας εις μετάδοσιν της νεωτέρας φιλοσοφίας εν τω ημετέρω έθνει» («Νεοελληνική Φιλολογία – Βιογραφίαι των εν τοις γραμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων 1453-1821», Εν Αθήναις, Εκδ. τέκνων Αν. Κορομηλά, 1868, σελ. 569). Σημειώνεται ότι γνώριζε να διαβάζει, να γράφει και να ομιλεί σε δέκα γλώσσες.

Ο Ιησουίτης μοναχός Gerhard Podskalsky στο κλασικό του έργο «Η Ελληνική Θεολογία επί Τουρκοκρατίας 1453 - 1821» (Μετ. π. Γεωργίου Μεταλληνού, Έκδ. ΜΙΕΤ,  Αθήνα, 2005, σελ. 440)  αναφέρει για τον Βούλγαρη: «Στη μνήμη των μεταγενεστέρων, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, ο πιο μορφωμένος εκπρόσωπος του λαού του ζει ακόμη, αν όχι ως πρότυπο (χάρη στον συγκρατημένο πάντοτε τρόπο του), έστω ως ο μεγάλος διδάσκαλος της γενιάς της Επανάστασης. Διανοούμενοι όπως ο Αδαμάντιος Κοραής ομολογούν με παρρησία ότι σε αυτόν και μόνο οφείλουν τις άριστες γνώσεις τους».

Ως πανεπιστήμων ο Αρχιεπίσκοπος Σλαβινίου και Χερσώνος άφησε κληρονομιά στον Ελληνισμό έργα θεολογικά, φιλοσοφικά, φιλολογικά, εθνικά και θετικών επιστημών (φυσικής και μαθηματικών). Ο Βούλγαρης, ως Έλληνας, μαθαίνει ό, τι νέο υπάρχει στη φιλοσοφία και στις θετικές επιστήμες και ενεργεί όπως δίδαξε ο Μέγας Βασίλειος στον προς τους νέους λόγο του. Γράφει σχετικά ο αείμνηστος Βασ. Τατάκης: «Ο Βούλγαρης παρουσιάζεται ως τύπος Νεοέλληνα λογίου, που πηγαίνει προς τη Δύση, αποδέχεται τη φιλοσοφία και την Επιστήμη, αλλά δεν θυσιάζει τίποτε από την κληρονομιά του Έλληνος Ορθοδόξου» («Σκούφος – Μηνιάτης – Βούλγαρης – Θεοτόκης» Εκδ. «Αετός», Βας. Βιβλ. τόμος 8,  σ. 240).

Ιεροδιάκονος ο Βούλγαρης χειροτονήθηκε το 1738, σε ηλικία 22 ετών. Τα εγκύκλια μαθήματα τα έλαβε στη γενέτειρά του Κέρκυρα και στη συνέχεια σπούδασε στην Πάντοβα και στην Βενετία. Σχολάρχης διετέλεσε στις σχολές των Ιωαννίνων και της Κοζάνης. Σταθμός για την Εκκλησία, το Έθνος και τα Γράμματα ήταν όταν ο Πατριάρχης Κύριλλος Ε΄ του ανέθεσε, το 1753, τη διεύθυνση της Σχολής στο Άγιον Όρος, που επί των ημερών του ονομάσθηκε Αθωνιάς Εκκλησιαστική Ακαδημία. Κατά τον Σάθα «πανταχόθεν συνέρρεον εκεί μαθηταί, ίν’  ακροασθώσι του Ευγενίου και των συνδιδασκόντων» (Αυτ. σελ. 567). Ενώ η Σχολή ήταν θεωρητικής κατευθύνσεως, ο Ευγένιος δίδασκε στους μέλλοντας ιερείς και ιεραποστόλους φιλοσοφία και θετικές επιστήμες. Στην είσοδο της Ακαδημίας ανήρτησε επιγραφή, ανάλογη της Ακαδημίας του Πλάτωνα: «Γεωμετρήσεων εισίτω, ου κωλύω. Τω μη θέλοντι συζυγήσω τας θύρας» ( Όποιον ασχολείται με την Γεωμετρία δεν τον εμποδίζω να εισέλθει. Σε εκείνον που δεν θέλει να ασχοληθεί του κλείνω τις πόρτες).

Μαθητές του στην Αθωνιάδα ήσαν οι ιερομάρτυρας Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός,  Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, ιερομάρτυρας Αθανάσιος. Μαθητές του επίσης ήσαν οι Σέργιος Μακραίος, Ιώσηπος Μοισιόδακας, Διονύσιος ο Πλαταμώνος και Αθανάσιος Ψαλίδας. Αυτοί ίδρυσαν σχολές ανά την Ελλάδα και «συνέβαλαν εις την πνευματικήν αναγέννησιν και την εθνικήν ενατένισιν του εν τω σκότει δουλείας ευρισκομένου Γένους ημών». (Προσφώνηση προς τον Οικ. Πατρ. κ. Βαρθολομαίο Αρχιμ. Νικηφόρου Μικραγιαννανίτου Σχολάρχου Αθωνιάδος, «Τόμος για τα 240 χρόνια από τον διορισμό του Ευγενίου Βουλγάρεως σχολάρχου της Αθωνιάδος, 1753-1993», Αθωνιάς, 1997, σελ. 36).

Ο Οικ. Πατριάρχης στην  από 15 Δεκεμβρίου 2004 επιστολή του προς τους   μεταφραστές – επιμελητές του έργου του Βούλγαρη «Διατριβή περί ευθανασίας» (Εκδ, «Εξάντας», Αθήναι, 2005), καθηγητές της Ιατρικής Ιωάν. Δημολιάτη και Εμμ. Γαλανάκη, αποκαθιστά με σαφή τρόπο τον διακεκριμένο Ιεράρχη διδάσκαλο του Γένους, μετά τα όσα  είχε υποστεί από το Οικ. Πατριαρχείο. Αυτά περιγράφονται στην, με ημερομηνία 29 Ιανουαρίου 1759, επιστολή του Ευγενίου προς τον Πατριάρχη Κύριλλο Ε΄. (Βλ. σχ. Ιωάννου Οικονόμου Λαρισσαίου (1783-1842) «Επιστολαί διαφόρων Ελλήνων Λογίων, Ανωτάτων Κληρικών ...», Εκδ. Γιάννης Αντωνιάδης, Αθήνα, 1964, σελ. 485-492). Γράφει ο κ. Βαρθολομαίος:

          «Ο μακαριστός και πολυγραφώτατος Επίσκοπος Ευγένιος, ο τοσούτον τιμήσας εν τη αλλοδαπή το Ορθόδοξον αρχιερατικόν σχήμα, έζησε και ενεργοποιήθη εις μίαν λίαν δύσκολον πνευματικώς περίοδον, εκείνην του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, εχθρικώς σφόδρα αρχήθεν διακειμένου έναντι παντός του Χριστιανικού. Όμως, εν βαθεία επιστημοσύνη και ακλινεί προσκολήσσει προς την Ορθόδοξον δογματικήν διδασκαλίαν, κατώρθωσεν ο χαλκέντερος ούτος ανήρ να συνδυάση αμφότερα και να πλουτίση την εκκλησιαστικήν ημών βιβλιογραφίαν, αλλά και την τοιαύτην των θετικών επιστημών, δια βιβλίων και έργων εχόντων διαχρονικήν την αξίαν, ως το υφ’ υμών μέλλον να κυκλοφορηθή...» (Σελ. 9-10).

          Το 1759 ο διάκονος Ευγένιος υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Αθωνιάδα. Δεν

άντεξε τις υπονομεύσεις και τις ίντριγκες. Ο Μοισιόδαξ περιγράφει τη συμφορά και την ερημία της Σχολής μετά την αποχώρηση του: «Πού ο κλεινός Ευγένιος; Πού η πολυπληθής χορεία των μαθητών, ήτις εν χαρά της Ελλάδος πάσης συνεκρότει έναν Ελικώνα νέον Μουσών και μουσοτρόφων; Εφυγαδεύθη εκείνος, εφυγαδεύθη αυτή. Βροντή νεμέσεως επέπεσε και εσκόρπισε διδάσκοντας και διδασκομένους και η οικοδομή εκείνη, υπέρ της οποίας ο τοσούτος θρους (θόρυβος) εν τη βασιλευούση και εν τη λοιπή Ελλάδι, κατήντησεν (οίμοι!) η κατοικία, η φωλεά των κοράκων!» ( Κων. Σάθα «Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων», σελ. 568, σημ. 1).

          Στο τέλος του 1759 ο Ευγένιος Βούλγαρης προσεκλήθη από τον Πατριάρχη Σεραφείμ Β΄ να διδάξει τις σύγχρονες επιστήμες στην Μεγάλη του Γένους Σχολή.  Το 1761 ο Πατριάρχης Σεραφείμ ανατρέπεται και εξορίζεται. Αναλαμβάνει Πατριάρχης ο εχθρός του Ιωαννίκιος Γ΄ Καρατζάς (1761 – 1763) και μετά ο Σαμουήλ Χαντζερής. Και οι δύο αντιπαθούσαν τον Ευγένιο και τον υποχρέωσαν να παραιτηθεί. Απογοητευμένος έφυγε από την Κωνσταντινούπολη το 1763 και δεν επέστρεψε ποτέ στη σκλαβωμένη Πατρίδα. Όμως δεν την ξέχασε. Αυτό αποδεικνύεται από τους «Λογισμούς» και την Διαθήκη του.

          Οι Κων. Κούμας και Σέργιος Μακραίος έγραψαν ότι για λίγο πέρασε από την Δακία (σημερινή Ρουμανία), και φιλοξενήθηκε από τους ηγεμόνες της. Στη συνέχεια μετέβη στη Λειψία.  Εκεί, το 1766, εκδίδει το περίφημο βιβλίο του «Λογική εκ παλαιών τε και νεωτέρων συνερανισθείσα», τιμάται από τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β΄  και γνωρίζεται με τον μοιραίο για τον Ελληνισμό Ρώσο κόμη Θεόδωρο Ορλώφ. Με τη γνωριμία αυτή ένα νέο κεφάλαιο ανοίγει στη ζωή του, το οποίο συνδέεται με τη Ρωσία.

Ο Ευγένιος Βούλγαρης μετά τη Λειψία φιλοξενήθηκε κάποιους μήνες στο Βερολίνο  από τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β΄. Αυτός  θεωρείτο εκφραστής  της πεφωτισμένης δεσποτείας, ήταν φίλος και χορηγός του Βολταίρου και του άρεσε να φιλοξενεί και να συζητεί με διανοούμενους της εποχής του. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα το 1771 μετέβη στην Αγία Πετρούπολη, όπου μετά από σύσταση του Θεοδώρου Ορλώφ τον δέχθηκε με τιμές η Αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη Β΄ η Μεγάλη.

          Η εποχή για τον Ελληνισμό ήταν εξαιρετικά κρίσιμη. Ο Θεόδωρος Ορλώφ και ο αδελφός του Αλέξιος, άνθρωποι της αυλής, που επηρέαζαν την αυτοκράτειρα, από το 1766 είχαν αρχίσει να παρακινούν τους Έλληνες να επαναστατήσουν. Την 1η Μαρτίου  1770 ο Θεόδωρος Ορλώφ, επικεφαλής μοίρας του Ρωσικού στόλου, κήρυξε την Επανάσταση από το Οίτυλο της Μάνης, που δεν περιορίσθηκε στην Πελοπόννησο, αλλά απλώθηκε σε πολλές περιοχές του Ελληνισμού, όπως στην Κρήτη (με τον Δασκαλογιάννη), στην Ήπειρο με τους Χειμαριώτες, στα νησιά του Αιγαίου.

Το τραγικό ήταν ότι μετά την αντίδραση των Οσμανιδών οι Ρώσοι αποχώρησαν, αφήνοντας τους επαναστάτες μόνους και ανυπεράσπιστους. Αποτέλεσμα η σφαγή χιλιάδων Ελλήνων. Το 1770 ήταν σε εξέλιξη και ο Α΄ Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1768-1774), ο οποίος έληξε με νίκη της Ρωσίας και την υπογραφή της συνθήκης Κιουτσούκ – Καϊναρτζή. Με αυτήν ουδέν υπέρ των Ελλήνων προέκυψε, πλην του ότι τα εμπορικά πλοία με ρωσική σημαία απέκτησαν το δικαίωμα να πλέουν ελεύθερα στον Εύξεινο Πόντο, στα στενά του Βοσπόρου και στο Αιγαίο. Πολλά τότε ελληνικά πλοία σήκωσαν ρωσική σημαία...

          Αυτά συμβαίνουν ΠΡΙΝ από τη Γαλλική επανάσταση. Ανάμιξη στην Επανάσταση του 1770 έχει μόνο η Ρωσία, για την οποία οι Έλληνες πίστεψαν ότι μπορούσε να τους βοηθήσει. Τότε οι Γάλλοι θεωρητικοί της Επανάστασης Βολταίρος και Ντιντερό ήσαν τρόφιμοι των αυλών των αυτοκρατόρων, του Φρειδερίκου και της Αικατερίνης, και απομυζούσαν πολλά χρήματα. Ο Christophe Migeon σημειώνει για τον Βολταίρο μεταξύ άλλων: «Ο Βολταίρος ήταν ένας δεινός επιχειρηματίας. Αγαπά το χρήμα και το κερδίζει χάρη στην πένα του και στους πρίγκηπες που τον καλομαθαίνουν» (Les cahiers science et vie, No 152, Avril 2015, p. 93). Με τα Ορλωφικά αποδεικνύεται μύθος η επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης στο να αποτινάξουν οι Έλληνες τον  οθωμανικό ζυγό.

          Ο διάκονος Ευγένιος Βούλγαρης γράφει το 1771 ή το 1772, αμέσως δηλαδή μετά τα Ορλωφικά, το έργο του «Στοχασμοί», ένα από τα σημαντικότερα προεπαναστατικά κείμενα. Σπάνιο αντίγραφό του ανήκε στην βιβλιοθήκη Γιάννη Βλαχογιάννη. (Βλ. Ν. Καμαριανού «Επτά σπάνια ελληνικά φυλλάδια δημοσιευμένα στην Πετρούπολη» (1771-1772), Ο Ερανιστής τ. 18, 1986, σελ. 1-34). Τα όσα ο Βούλγαρης γράφει περί της Τουρκίας και των Μεγάλων Δυνάμεων, είναι ως να τα γράφει σήμερα.

          Το κείμενο αρχίζει έτσι: «Ήλπισε ποτέ κάποιος με τόση οξύτητα και ευκολία να μέλλει να καταντήσει στο χείλος του γκρεμού το Οθωμανικό Κράτος; όχι. Μα ήλπισε κάποιος ότι ενώ έφτασε έως εκεί, με την πίεση ενός βραχίονος ισχυρού, άλλα χέρια ισχυρά και αυτά, δυνάμενα να συνεισφέρουν  και με μια  μικρή ώθηση στο να το κατακρημνίσουν, δεν το θέλουν; Μα, τελευταίο, ήλπισε κάποιος ότι αυτά τα χέρια δια να εμποδίσουν το γκρέμισμα του Οθωμανικού Κράτους θα το στηρίξουν; Οπωσδήποτε όχι....( Σημ. γρ. Η μεταφορά του κειμένου στα νεοελληνικά από τον γρ.).

          Στη δεύτερη σελίδα σα να περιγράφει τον Ερντογάν: «Τα χρησμολογήματα του Μωάμεθ πληροφορούν τους Τούρκους ότι αυτοί είναι το έθνος το θεοφιλές και άγιο και εκλεκτό. Το μόνο έθνος το οποίο ο Θεός το διόρισε να κυβερνήσει όλο τον κόσμο, και ότι επομένως το Βασίλειό τους...δεν είναι δυνατόν ουδέποτε να καθαιρεθεί, ούτε και αν συμφωνήσουν όλες οι δυνάμεις των Βασιλίσκων της Ευρώπης». Και συνεχίζει στη σελίδα 4:

          «Αλλά τίθεται το ερώτημα οι Τούρκοι δεν βλέπουν το οφθαλμοφανές ότι η μοίρα τους εξαρτάται από την απόφαση των Χριστιανών βασιλέων; Αποκρίνομαι το αντίθετο, ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι Τούρκοι και ως Τούρκοι  είναι πληροφορημένοι ότι κατά τις αρχές της πίστης τους το Βασίλειό τους θα μείνει ακέραιο έως το τέλος, θα απολαύσει δόξα και δύναμη και θα υποτάξει όλους, όπως είπαμε. Επίσης ως Τούρκοι πρεσβεύουν και το δόγμα ότι υπάρχει μια ισχυρή ειμαρμένη, η οποία κρατά δεμένους τους Χριστιανούς Βασιλείς, τους σφίγγει και τους αναγκάζει να μένουν στα όριά τους...Ως Τούρκοι είναι εκ συστήματος άσπονδοι εχθροί του Χριστιανισμού...».

          Ο Βούλγαρης στην 34η σελίδα τονίζει ότι τρία πράγματα κινούσαν τους Γραικούς

να παίρνουν το μέρος των Χριστιανών Βασιλέων, κάθε φορά που αυτοί έκαμαν πολέμους εναντίον των Οθωμανών: Πρώτον η θλίψις της βαρείας και ανυπόφορης τυραννίας. Δεύτερον η ελπίδα της αποκαταστάσεως της ελευθερίας του Γένους και τρίτον η ζέση της πίστεώς τους στον Χριστό. Αλλά, όπως σημειώνει, οι Γραικοί βλέπουν ότι όλα τα άλλα χριστιανικά κράτη της Ευρώπης δεν έχουν τον ζήλο της χριστιανικής πίστεως κατά της ψευδοθρησκείας του Μωάμεθ. Οι Γραικοί βλέπουν ότι δεν πρέπει να ελπίσουν στο εξής να δουν βοήθεια για την ελευθερία τους. «Επειδή τώρα», όπως γράφει,  «που περισσότερο από κάθε άλλη φορά (Σημ. γρ. Με τα Ορλωφικά) έφεξε σε αυτούς μια τέτοια ελπίδα οι Δυνάμεις της Ευρώπης, αντί να προθυμοποιηθούν και να απλώσουν σε αυτούς χέρι βοηθείας δια να τους καταστήσουν ελεύθερους, έστω εν μέρει, φάνηκαν τρόπον τινά ζηλότυποι στην ελευθερία τους. Και εκείνο το χέρι που υπέρ τους από μακριά απλώθηκε να τους ελευθερώσει δεν έλειψαν από το να το εμποδίσουν».   

          Προς το τέλος των «Στοχασμών» του ο Βούλγαρης επιχειρηματολογεί γιατί είναι προς το συμφέρον της  Ρωσίας και  της υπόλοιπης χριστιανικής Ευρώπης, ένα ισχυρό, ελεύθερο και ακηδεμόνευτο Ελληνικό Κράτος. Υποστηρίζει ότι η ύπαρξη Ελληνικού Κράτους « ήθελε φυλάξει εις το εξής την επιζητούμενη ισορροπία της Ευρώπης». Και απαντά στο επιχείρημα ότι οι Ευρωπαίοι αφήνουν την Τουρκία να αλωνίζει γιατί αυτό υπαγορεύουν τα συμφέροντά τους: «Κύριε των Δυνάμεων! Όφελος εις την Ευρώπη είναι να βασιλεύουν οι Τούρκοι στην Ευρώπη! Τα εμπορικά συμφέροντα αλλάζουν στον χρόνο, ενώ η κυριαρχία της Τουρκίας μένει». Και καταλήγει οι χριστιανοί βασιλείς να μην αφήσουν την ευκαιρία να βοηθήσουν στη δημιουργία του Ελληνικού κράτους και στον εξοστρακισμό από την Ευρώπη των Οθωμανών: «Αν ο Τούρκος αποκατασταθεί πάλιν ως πρότερον  αναμφιβόλως ουδέποτε θα βρίσκεται σε ασφάλεια η Ευρώπη, ενόσω ο Οθωμανός θα βασιλεύει στην Ευρώπη». Αυτά γράφονται το 1771/72!

Ο Ευγένιος Βούλγαρης το 1772 ήταν στην Αγία Πετρούπολη και είχε την εκτίμηση της Τσαρίνας Αικατερίνης Β΄ της Μεγάλης. Αυτήν την εκτίμηση προσπάθησε να αξιοποιήσει υπέρ της Πατρίδας, κάτι που δεν ήταν καθόλου εύκολο. Στη Μόσχα και στο Κεντρικό Κρατικό Αρχείο Παλαιών Εγγράφων (Φ. 18, ντ. 249, σελ. 14) φυλάσσεται το ελληνικό κείμενο της σύντομης ομιλίας, που έκαμε ο Βούλγαρης κατά τη διάρκεια της πρώτης ακρόασης που του παραχώρησε η Αυτοκράτειρα, τον Ιούλιο του 1772. Σε αυτό αφού εξέφρασε τη χαρά του για τη συνάντηση ζήτησε τη βοήθειά της για να απελευθερωθούν οι συμπατριώτες του: «Είμαι ευτυχισμένος, εγώ, ο τελευταίος από τους δούλους σου, παμφιλεύσπλαχνη Βασίλισσα! Αλλά ολοκλήρωσε την ευημερία μου με το να φέρεις και το λαό μου σε μια ευημερούσα κατάσταση. Η Ελλάδα, μετά το Θεό, Παντοδύναμη Αυτοκράτειρα, σε σένα προσβλέπει, εσένα ικετεύει, σε εσένα προστρέχει...».

Έγραψε πολλά επαινετικά για την Αικατερίνη, όχι προς ίδιον όφελος, αλλά προς όφελος της Πατρίδας του. (Βλ. Σχ. Λήμμα «Ευγ. Βούλγαρις» εις Θρησκ. και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, Αθήναι, 1964, 5ος Τόμος, στήλ.1012). Ο ίδιος ουδέποτε ζήτησε κάτι από αυτήν. Αντίθετα η Αικατερίνη έκανε το παν να τον πείσει να μην μείνει Διάκονος, αλλά να δεχθεί την πρόταση της Ρωσικής Εκκλησίας και να καταστεί  Αρχιεπίσκοπος. Τελικά τον έπεισε: Το 1775 χειροτονήθηκε ιερομόναχος από τον Μητροπολίτη Μόσχας Πλάτωνα και το 1776 εξελέγη από τη Ρωσική Εκκλησία Αρχιεπίσκοπος της Αρχιεπισκοπής Σλαβινίου και Χερσώνος.  

Την εις Επίσκοπο χειροτονία του Ευγενίου τέλεσαν ο κυνηγημένος από τους Οσμανίδες και καταφυγών στη Ρωσία Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σεραφείμ Β΄, ο Μητροπολίτης Μόσχας Πλάτων και άλλοι Αρχιερείς. Παρούσα στη χειροτονία  η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη. Έγραψε σχετικά ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος: «Η μεγάλη κυρία ετίμησε το κλέος, το σέμνωμα και το ως αληθώς άκρον άωτον του γένους των Γραικών». (Βλ. σχ. Αθαν. Γ. Καρμή «Ευγένιος Βούλγαρης και οι πνευματικές ζυμώσεις του ιη΄ αιώνα», Εκδ. Παρρησία, Αθήνα, 2008, σελ. 24). Σημειώνεται ότι ο Πατριάρχης Σεραφείμ Β΄ εκτιμούσε ιδιαίτερα το εκκλησιαστικό ήθος και τα πολλά προσόντα του Ευγενίου και συνδεόταν μαζί του. Αυτός τον είχε χειροτονήσει διάκονο και του είχε αναθέσει τη διεύθυνση της Πατριαρχικής Ακαδημίας.

          Η Γερμανικής καταγωγής Αικατερίνη, γεννημένη ως πριγκίπισσα του AnhaltZerbst- Bernburg Σοφία Φρειδερίκη Αυγούστα, παντρεύτηκε το 1745, σε ηλικία 16 ετών, τον επίσης Γερμανό Μέγα Δούκα της Ρωσίας Πέτρο, που ως Τσάρος κυβέρνησε τη Ρωσία για λιγότερο από δύο χρόνια (1761-1762). Ο αλαζονικός χαρακτήρας του και τα εγκληματικά του λάθη σε βάρος του ρωσικού λαού προκάλεσαν την από συνωμότες, με επικεφαλής τον Γκριγκόρι Ορλώφ, δολοφονία του. Της συνωμοσίας είχε γνώση η Αικατερίνη, η οποία ανήλθε στον θρόνο. (Ν. Ζερνώφ «Οι Ρώσοι και η Εκκλησία τους», Εκδ. Αστέρος, Αθήναι, 1972, σελ. 140).  

          Επιθυμία της Αικατερίνης ήταν να αγαπηθεί από τον Ρωσικό λαό και να μείνει στην Ιστορία ως η Αυτοκράτειρα που επεξέτεινε τα σύνορα της Ρωσίας και κυβέρνησε με τον «προοδευτικό» τρόπο της εποχής της, την πεφωτισμένη Δεσποτεία. Προς τούτο ασπάσθηκε το Ορθόδοξο δόγμα, δήλωνε μεγάλη εχθρά του Ισλάμ, επεξέτεινε τα σύνορα της Ρωσίας, σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Πολωνίας και συνομιλούσε με τους «μοντέρνους» Γάλλους διανοούμενους Βολταίρο και Ντιντερό.

          Ως προς τον Ελληνισμό μετά τον Α΄ Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1768-1774) και τα Ορλωφικά, που είχαν τραγικές συνέπειες για τους Έλληνες, ακολούθησε ο Β΄ Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1787-1792). Σε αυτόν στο πλευρό της Αικατερίνης ήταν ο αυτοκράτορας της Αυστρίας Ιωσήφ Β΄. Όπως φαίνεται από την αλληλογραφία μεταξύ αυτής και του Ιωσήφ, σκοπός της ήταν η δι΄ αποσπάσεως εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας  δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

          Στην από 10 Σεπτεμβρίου 1782 επιστολή της προς τον Ιωσήφ Β΄ η Αικατερίνη,

του εξέφρασε την εμπιστοσύνη της, ότι θα βοηθήσει ώστε «η Ευρώπη να απαλλαγεί από τον εχθρόν του χριστιανικού ονόματος, να εκδιωχθεί αυτός εκ της Κωνσταντινουπόλεως και να ανιδρυθή η αρχαία ελληνική μοναρχία επί των ερειπίων της βαρβάρου οσμανικής κυβερνήσεως, υπό τον ρητόν εκ μέρους μου όρον να διατηρήσω την μοναρχίαν ταύτην όλως ανεξάρτητον της εμής». Για τη θέση του Μονάρχου του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους προόριζε τον νεότερο των εγγονών της, Κωνσταντίνο, ο οποίος «θα παραιτείτο πάσης αξιώσεως επί της ρωσικής μοναρχίας». Σύνορα του Ελληνικού Κράτους η Αικατερίνη προγραμμάτιζε προς την Ρωσία τον Εύξεινο και προς την Αυστρία «το δημιουργηθησόμενο κράτος της Δακίας». (Βλ.σχ. Κων. Παπαρρηγόπουλου «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδ. Οίκ. Ελευθερουδάκη. Εν Αθήναις, 1925, Τόμ. Ε΄, σελ. 204-205).

          Η κατάσταση της Ευρώπης με την επικράτηση της επαναστατικής κυβέρνησης στη Γαλλία και « ιδίως τα συμφέροντα της Ρωσίας  στα πολωνικά πράγματα» έπεισαν την Αικατερίνη να συνομολογήσει το 1792 στο Ιάσιο ειρήνη με την Τουρκία και να διατάξει να εμποδιστεί «παν ελληνικόν κίνημα μέχρι νεωτέρας διαταγής» (Αυτ. σελ. 206). Έτσι οι Λάμπρος Κατσώνης, Ανδρέας Ανδρούτσος, πατέρας του Οδυσσέα, και άλλοι πολέμαρχοι στεριάς και θάλασσας αφέθηκαν μόνοι να συνεχίσουν τον αγώνα....

           Το 1787 ο Ευγένιος Βούλγαρης παραιτήθηκε της Αρχιεπισκοπής Σλαβινίου και Χερσώνος και το 1789 επελέγη μέλος της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας. Το 1802 απεσύρθη στη Μονή Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι της Αγίας Πετρουπόλεως, στην οποία, έως την κοίμησή του, το 1806, έζησε εν ειρήνη, προσευχή και μελέτη. Ο Βούλγαρης έγραψε ιδιοχείρως την διαθήκη του στις 16 Απριλίου 1805, ένα χρόνο προ του θανάτου του. Με αυτήν δώρισε στη νεοσύστατη Ιονική Επτάνησο Ηγεμονία πολύτιμα Εγκόλπια και Σταυρούς, δώρα της Αικατερίνης και άλλων ηγεμόνων  για να πωληθούν. Όλα τα υπόλοιπα δώρα που είχε δεχθεί (δείγματα, όπως γράφει, «της εμής αφροσύνης και ματαιότητος») ζήτησε να πωληθούν και να δοθούν στους ενδεείς και πτωχούς, μαζί με 1.000 ρούβλια, από  τα 10.000 που υπήρχαν στο όνομά του στην Βασιλική Τράπεζα της Πετρουπόλεως. Τα υπόλοιπα ρούβλια τα μοίρασε κυρίως στην Αθωνική Ακαδημία, στο σχολείο της Πάτμου, στον «περίβλεπτο ναό του Αγίου Σπυρίδωνος Κερκύρας», στο Ναό της Φανερωμένης Ζακύνθου, στον «Ζωοδόχο Άγιο Τάφο» και στη Μονή Σινά.

Στην επιτύμβια πλάκα εξέφρασε την επιθυμία του να γραφεί το εξής: «Ης όθεν; Εκ γης. Νυν δ’ αυ εις γην ωδ’ επανήλθον... Και δη ου βροτός, αλλ’ εξής έσομ΄ αμβροτος αιέν...» (Από πού είσαι; Από τη Γη. Και τώρα πάλι στη γη επανήλθα...Και πλέον δεν είμαι θνητός, αλλά στο εξής θα είμαι πάντοτε αθάνατος...). (Σημ. Η Διαθήκη του Βούλγαρη υπάρχει στο βιβλίο του «Διατριβή ευθανασίας», το οποίο εξέδωσαν το 2005 οι εκδόσεις «Εξάντας», σε επιμέλεια των καθηγητών Γ. Δημολιάτη και Μαν. Γαλανάκη).- 

Σχόλια

"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας