Η επίθεση των Αιγυπτίων στη Σφακτηρία |
γράφει ο Γιάννης Β. Δασκαρόλης (αποκλειστικά για το istorikathemata.com)
(όλες οι ημερομηνίες είναι στο παλαιό ημερολόγιο)
Πρόλογος - Ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται στην Μεθώνη και νικάει τους Έλληνες στο Κρεμμύδι (11 Φεβρουαρίου-7 Απριλίου 1825)
Καθώς η ελληνική κυβέρνηση είχε αποσπαστεί από τον εμφύλιο και την πρόθεσή της για εκστρατεία
στην Πάτρα, είχε υποτιμήσει τον κίνδυνο από την εκστρατεία του Ιμπραήμ. Αυτός, αφού κατέστειλε κάθε επαναστατική εστία στην Κρήτη, την Κάσο και τα Ψαρά, συγκέντρωσε δυνάμεις στη Σούδα. Στις 11 Φεβρουαρίου 1825 οι Αιγύπτιοι αποβίβασαν αιφνιδιαστικά στην Μεθώνη ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα 4.000 στρατιωτών, συνεπικουρούμενο από ελαφρύ ιππικό
και ισχυρό πυροβολικό. Η κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε καθώς δεν περίμενε την απόβαση πριν την Άνοιξη και αντέδρασε σπασμωδικά,
καθώς δεν είχε σαφή εικόνα των καταιγιστικών εξελίξεων στη Μεσσηνία. Προσπάθησε σε πρώτο χρόνο να κινητοποιήσει τον στόλο για να αποκλείσει τον Ιμπραήμ και
τελικά κινητοποίησε όλες τις δυνάμεις που είχαν νικήσει στον εμφύλιο (κυρίως Στερεοελλαδίτες
και Νησιώτες). O Γ. Κουντουριώτης αποφάσισε
να εκστρατεύσει ο ίδιος από το Ναύπλιο, φέροντας μαζί του τα κρατικά ταμεία και
έχοντας εξασφαλίσει από το βουλευτικό απόλυτη πληρεξουσιότητα για οποιαδήποτε απόφαση.
Ταυτόχρονα συντελέστηκε και μια σοβαρή εσωτερική κυβερνητική μεταβολή, καθώς ο Κωλέττης
παραμερίστηκε λόγω της εμπάθειας που επέδειξε εναντίον των Πελοποννήσιων και ως
βασικό πρόσωπο επιρροής στην κυβέρνηση αναδείχθηκε ο Μαυροκορδάτος, μεταβολή όμως
που έθιξε τους οπλαρχηγούς της Στερεάς. Ο Γ. Κουντουριώτης
ήταν εμφανώς ακατάλληλος για τον πολεμικό ρόλο που ανέλαβε καθώς δεν ήταν σε θέση ούτε να ιππεύσει, ήταν εντελώς
ανίκανος να συντονίσει τις ελληνικές δυνάμεις, ενώ διέπραξε ολέθριο σφάλμα διορίζοντας
τον γενναίο αλλά άπειρο Υδραίο πλοίαρχο Σκούρτη ως αρχιστράτηγο
του εκστρατευτικού σώματος, καθώς έτσι πρόσβαλλε την φιλοτιμία όλων των υπολοίπων
οπλαρχηγών.
Ιμπραήμ |
Τα στερεοελλαδίτικα στρατεύματα που συγκεντρώθηκαν στη Μεσσηνία βρίσκονταν
σε πλήρη αναρχία, ενώ λαφυραγωγούσαν τα χωριά των γύρω περιοχών για να συντηρηθούν. Στις 5
Μαρτίου ο Ιμπραήμ έλαβε νέες ισχυρές επικουρίες μέσω της Σούδας και έχοντας
πλέον 8.000 στρατιώτες ξεκίνησε να πολιορκεί το Νεόκαστρο. Ο Σκούρτης επέλεξε
μια ακατάλληλη τοποθεσία για τον στρατωνισμό των ελληνικών στρατευμάτων κοντά στο
χωριό Κρεμμύδι όπου στις 7 Απριλίου 1825, ο Ιμπραήμ τους επιτέθηκε
αιφνιδιαστικά μετά από νυχτερινή πορεία. Ο Σκούρτης ανέλαβε να υπερασπιστεί ο ίδιος
το κέντρο της παράταξης με απειροπόλεμα στρατεύματα και οι Έλληνες υπέστησαν
δεινή ήττα με πάνω από 150 νεκρούς. Αν
και εντελώς άπειρος και χωρίς σύνεση, ο Ιμπραήμ
ήδη είχε αποδείξει ότι ήταν πολύ ικανότερος και επικίνδυνος στρατηγός από τον
Δράμαλη, όχι μόνο κατά τις μάχες, αλλά κυρίως στον τρόπο διαχείρισης των δυνάμεών
του, διέθετε προσωπικό θάρρος, ενεργητικότητα και πείσμα για να πετύχει το σκοπό του.
Η κατάσταση στο Νεόκαστρο και στη Σφακτηρία πριν την αιγυπτιακή επίθεση (9-19 Απριλίου 1825)
Η κατάσταση πλέον έγινε κρίσιμη καθώς η κυβέρνηση δεν μπορούσε να χρηματοδοτήσει
τα στρατεύματά της που
έφευγαν προς τη Στερεά Ελλάδα με επικεφαλής τον Καραϊσκάκη και
τον Τζαβέλα. Αλλά απρόσμενα και οι Αιγύπτιοι είχαν περιέλθει σε δύσκολη θέση καθώς λόγω της έλλειψης εφοδίων, είχαν αναγκαστεί να διακόψουν ακόμη και την πολιορκία του Νεοκάστρου. Στις 9 Απριλίου ο Μαυροκορδάτος αυτοπροσώπως επιθεώρησε το Νεόκαστρο, συνοδευόμενος από τους Ιταλούς Σανταρόζα και Κολένο. Οι δύο Ιταλοί δέχθηκαν να μείνουν για να ενισχύσουν τη φρουρά του κάστρου που έφτανε πλέον τους 1300 πολεμιστές με φρούραρχο τον Δημήτριο Σαχτούρη. Στην φρουρά του κάστρου βρίσκονταν έμπειροι οπλαρχηγοί όπως ο Μακρυγιάννης, ο Τσόκρης, ο Νικόλαος Τζαβέλας, ο Παναγιώτης Γιατράκος και ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης. Στις επάλξεις του κάστρου κυμάτιζαν διάφορες σημαίες με συμβολισμούς, αλλά στην κορυφή υπήρχε μια μαύρη με τον Χριστό εσταυρωμένο και από κάτω την επιγραφή: Ελευθερία η Θάνατος.
Σάνταρόζα |
Όμως το κλίμα εντός του κάστρου ήταν κάκιστο. Οι στρατιώτες είχαν μείνει απλήρωτοι καθώς ο Γ, Κουντουριώτης είχε πληρώσει όσους τον πίεζαν απευθείας, αμελώντας αυτούς που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του κινδύνου. Στις 9 Απριλίου, ο Πετρόμπεης ενημέρωσε με επιστολή τον Γ. Μαυρομιχάλη ότι η κυβέρνηση δεν ικανοποίησε οικονομικά τους αιτήματα, με αποτέλεσμα τόσο αυτός όσο και ο Γιατράκος να θέλουν να αποχωρήσουν από τη φρουρά του κάστρου και να εμποδίζονται δια της βίας από τους υπολοίπους και τον Μακρυγιάννη. Οι υπερασπιστές του φρουρίου χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα και παραλίγο να αλληλοσκοτωθούν, ενώ ο Σαχτούρης έδωσε διαταγή στον Τσαμαδό να εμποδίσει τον απόπλου οποιουδήποτε πλοίου θα μετέφερε τους επίδοξους λιποτάκτες.
Το νέο της φυγής των ρουμελιωτών από το στρατόπεδο δημιούργησε μεγάλη ένταση ανάμεσα στους στρατιώτες του Ν. Τζαβέλα, οι οποίοι αποχώρησαν αμέσως. Χάρις όλες αυτές τις διαρροές οι στρατιώτες της φρουράς μειώθηκαν σε 1.000, ενώ η απραξία των Αιγυπτίων ομοίως τους είχε οδηγήσει σε μια κατάσταση αδράνειας και ραθυμίας, καθώς πίστευαν ότι ο Μιαούλης θα βύθιζε οποιοδήποτε πλοίο πλησίαζε για να ανεφοδιάσει τους Αιγυπτίους, των οποίων η ολική καταστροφή ήταν θέμα χρόνου. Ο Σανταρόζα, ο οποίος είχε ενδυθεί με μια φουστανέλα, προσπάθησε να τους πείσει να βγουν από τα τείχη και να επιτεθούν, ώστε να κάμψουν το φρόνημα του αντιπάλου, αλλά κανείς δεν συντάχθηκε με τη γνώμη του.
Γενικά οι Έλληνες έκαναν πολύ λίγα για να οργανώσουν καλύτερα την άμυνα του κάστρου και της Σφακτηρίας. Είχαν ανεφοδιαστεί αρκετά καλά με τρόφιμα και με πυρομαχικά, είχαν πλέον γιατρό και τεχνίτες όπως είχαν ζητήσει, αλλά δεν είχαν πόσιμο νερό και το χειρότερο από όλα, έπιναν το λίγο που είχαν χωρίς περιορισμούς. Για το νησί της Σφακτηρίας που δέσποζε στην τοποθεσία, μετά από αυτοψία, είχε κριθεί ότι ήταν απρόσβλητο από θάλασσα εκτός ενός σημείου, υπό την προϋπόθεση ότι ο Άρης του Τσαμαδού με τα υπόλοιπα πλοία θα αμύνονταν στο λιμάνι. Στις 7 Απριλίου, η μικρή φρουρά του νησιού ενισχύθηκε με τον οπλαρχηγό Π. Καπετανάκη και τους στρατιώτες του, ενώ ο λοχαγός πυροβολικού του Τακτικού Εμμανουήλ Καλλέργης με τους πυροβολητές του μετακίνησε 4 κανόνια στο νησί και προσπάθησε να δημιουργήσει μια κανονιοστοιχία, αλλά οι εργασίες προχωρούσαν υπερβολικά αργά.
Ο ανεφοδιασμός του Ιμπραήμ και ο σχεδιασμός της επίθεσης του στη νήσο Σφακτηρία (19-25 Απριλίου 1825)
Ο αιγυπτιακός στόλος κατάφερε με αρκετή δόση τύχης να ξεφύγει από
τον Μιαούλη και να εισέλθει θριαμβευτικά στη Μεθώνη στις 19 Απριλίου ανεφοδιάζοντας
τον Ιμπραήμ. Ο ανεφοδιασμός αυτός ενίσχυσε αποφασιστικά τους Αιγύπτιους που ανέλαβαν και πάλι την πρωτοβουλία κινήσεων. Ξεκίνησε εκ νέου η πολιορκία του Νεοκάστρου με σφοδρό κανονιοβολισμό που προκάλεσε απώλειες στους υπερασπιστές του. Έγινε μια πρώτη κρούση εναντίον του Παλαιοκάστρου, ενώ στη Μεθώνη πλέον βρισκόταν όλος ο αιγυπτιακός στόλος με 80 πλοία, που αποτελούσε έναν ακόμη καθοριστικό παράγοντα ισχύος των Αιγυπτίων στην περιοχή. Ο Ιμπραήμ επιθεωρώντας την τοποθεσία του Ναυαρίνου κατάλαβε αμέσως την στρατηγική σημασία της μικρής νήσου της Σφακτηρίας που δέσποζε στην περιοχή αποτελώντας ένα φυσικό οχυρό για το λιμάνι του Ναυαρίνου και ότι θα του έδινε την ευκαιρία να βομβαρδίσει από ευνοϊκή θέση το Νεόκαστρο. Αμέσως έδωσε εντολή να ετοιμαστεί ένα ισχυρό απόσπασμα 3.000 στρατιωτών υπό την διοίκηση του τολμηρού Χουσεΐν μπέη για να κάνει την απόβαση στο νησί με την υποστήριξη του συνόλου του αιγυπτιακού στόλου. Η διαταγή του Ιμπραήμ στον Χουσεΐν ήταν να καταληφθεί η Σφακτηρία έναντι οποιουδήποτε κόστους.
Ο Μιαούλης έφτασε με τον ελληνικό στόλο έξω από τη Μεθώνη στις 20 Απριλίου και αν και διέθετε πολύ ασθενέστερες δυνάμεις (20 βρίκια και δύο πυρπολικά, η ναυαρχίδα είχε 18 κανόνια) προσπάθησε να καταναυμαχήσει τον εχθρικό στόλο (11 φρεγάτες και 33 βρίκια, η ναυαρχίδα είχε 64 κανόνια!), αλλά χωρίς αποτέλεσμα καθώς δεν τον βοήθησε ο άνεμος, ενώ ο αιγυπτιακός στόλος κινήθηκε προσεκτικά, αποφεύγοντας τη ναυμαχία. Στις 24 Απριλίου ο Μιαούλης ενισχύθηκε από 12 μαχητικά και δύο πυρπολικά των Σπετσών, αλλά ο αιγυπτιακός στόλος παρέμενε κοντά στην ξηρά σε αμυντική στάση και δεν έδινε ευκαιρίες για ναυμαχία.
Οι ετοιμασίες των Αιγυπτίων και η πρόθεσή τους για απόβαση στη Σφακτηρία δεν πέρασαν απαρατήρητες από τους Έλληνες. Στο νησί της Σφακτηρίας υπήρχε ήδη μια μικρή φρουρά 100 οπλιτών υπό τον υπουργό πολέμου Αναγνωσταρά, ενώ εντός του λιμένα της Πύλου υπήρχε ένα ισχυρό τμήμα του ελληνικού στόλου, υπό τον ναύαρχο Τσαμαδό και την περίφημη ναυαρχίδα του Άρης. Στις 25 Απριλίου βρέθηκε στην Πύλο ο Μαυροκορδάτος και ακολούθησε ευρεία σύσκεψη όλων των Ελλήνων αξιωματούχων όπου αποφασίστηκε αφενός η σημαντική ενίσχυση της φρουράς της Σφακτηρίας με 100 στρατιώτες υπό τον οπλαρχηγό Σίμο Κόρτζαλη και αφετέρου ο ανεφοδιασμός της φρουράς του νησιού με εφόδια που προορίζονταν για την Πάτρα καθώς και να σταλεί επείγον μήνυμα στο εκτελεστικό για άμεση αποστολή ενισχύσεων. Το βράδυ της 22ης Απριλίου το μικρό στρατιωτικό τμήμα μεταφέρθηκε στη νήσο συνοδευόμενο από τον Σανταρόζα, οποίος ήταν αποφασισμένος να προκινδυνέψει, παρά το γεγονός ότι πολλοί τον απέτρεψαν. Τη νύχτα 25ης προς 26η Απριλίου μεταφέρθηκαν στο νησί 150 Κρήτες που ήταν η προσωπική σωματοφυλακή του Μαυροκορδάτου, ο οποίος από τον Άρη του Τσαμαδού, αλληλογραφούσε απελπισμένα, ζητώντας επειγόντως βοήθεια, ενώ από το Παλαιόκαστρο μεταφέρθηκαν στη νήσο ακόμη 200 στρατιώτες του Χατζηχρήστου, χωρίς όμως τον ίδιο. Στο νησί βρισκόταν ο οπλαρχηγός Σταύρος Σαχίνης με 60 στρατιώτες, 100 ναύτες από τον Άρη του Τσαμαδού και 100 Φαναρίτες και Ανδρουσιανοί. Συνολικά η φρουρά της νήσου, παραμονή της επίθεσης, είχε αυξηθεί σε 750 οπλίτες, διαιρεμένη σε διάφορα αμυντικά σημεία.
Αναγνωσταράς |
Η απόβαση των Αιγυπτίων και ο ελληνικός όλεθρος - Θάνατος του Σανταρόζα, του Αναγνωσταρά και του Σαχίνη (26 Απριλίου 1825)
Το πρωί της 26ης Απριλίου ο καιρός δεν ήταν κατάλληλος για επίθεση και οι Έλληνες πίστεψαν ότι τίποτε δεν θα γινόταν. Στις 09.00 το πρωί όμως ο καιρός άλλαξε, ο άνεμος κόπασε και ο Ιμπραήμ έλαβε την απόφαση για την απόβαση κατά της Σφακτηρίας, Όλος ο αιγυπτιακός στόλος αποτελούμενος από 40 πολεμικά πλοία κάλυψε έναντι του στόλου του Μιαούλη, μια εσωτερική γραμμή μεταγωγικών πλοίων που έφεραν τις βάρκες της απόβασης. Τα πλοία αυτά στράφηκαν κατά μέτωπο προς τη Σφακτηρία με ευνοϊκό άνεμο, ενώ προπορευόταν μια ευκίνητη γολέτα που διενεργούσε αναγνώριση. Οι Έλληνες στο νησί ανησύχησαν για τις απειλητικές αυτές κινήσεις και ενημέρωσαν αμέσως τον Μαυροκορδάτο και τον Τσαμαδό που προγευμάτιζαν αμέριμνοι στον Άρη από τη μέσα πλευρά της Σφακτηρίας. Αυτοί αιφνιδιάστηκαν από την απροσδόκητη εξέλιξη και αμέσως μαζί με τους άλλους καπετάνιους των υπόλοιπων πλοίων, ανέβηκαν στο νησί για να δουν τι συμβαίνει. Η κατάσταση όμως είχε ήδη γίνει κρίσιμη, καθώς ο μισός αιγυπτιακός στόλος είχε βρεθεί πλέον σε θέση βολής και βομβάρδιζε το νησί, ενώ ένα τμήμα του είχε μεταβεί στο στόμιο του λιμανιού από όπου βομβάρδιζε τις θέσεις των κανονιών στο νησί, με πρόσθετη αποστολή να μην επιτρέψει στα ελληνικά πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι του Ναυαρίνου να διαφύγουν.
Μετά από μιας ώρας ανηλεών βομβαρδισμών από τον στόλο των Αιγυπτίων, οι βάρκες με τους εισβολείς ξεκίνησαν στις 11.00 και πλησίαζαν προς τη Σφακτηρία, όταν 50 μέτρα πριν τη στεριά έπεσαν σε σκοπέλους και ύφαλους. Το πυροβολικό του αιγυπτιακού στόλου είχε πάψει να κανονιοβολεί καθώς τα φίλια τμήματά του είχαν πλησιάσει στη στεριά και υπήρχε κίνδυνος να τα πλήξει. Οι εισβολείς είχαν βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση δεχόμενοι πυρά από το νησί, ενώ δεν μπορούσαν να απαντήσουν, καθώς δεν είχαν οπτική επαφή με τους αμυνόμενους. Σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή, οι αξιωματικοί των Αιγυπτίων με το ξίφος ανα χειρας και με την απειλή του θανάτου εξανάγκασαν τα πληρώματα στις βάρκες να συνεχίσουν για λίγα μέτρα να κωπηλατούν. Μέσα σε λίγα λεπτά οι πρώτοι Αιγύπτιοι πατούσαν στο έδαφος του νησιού και οι Έλληνες που βρίσκονταν στο σημείο άδειασαν τα όπλα τους και υποχώρησαν άτακτα. Από το σημείο αυτό εκτυλίχθηκε η ελληνική τραγωδία.
Μαυροκορδάτος |
Όταν όλη η δύναμη κρούσης των Αιγυπτίων πάτησε στο νησί χωρίστηκε σε δύο ομάδες, η μια υπό τον Χουσεΐν πρόσβαλλε τις θέσεις των Ελλήνων κατά μέτωπο και η άλλη κινήθηκε κυκλωτικά προς τις ελληνικές κανονιοστοιχίες στο νότιο τμήμα του νησιού. Καθώς ο καπνός είχε εμποδίσει την ορατότητα των ελληνικών τμημάτων στο κέντρο και στα βόρεια του νησιού, όταν αυτά είδαν ξαφνικά εμπρός τους τους Αιγύπτιους τράπηκαν σε φυγή. Κάποιος φώναξε "Οι Αράπηδες στο νησί", οι σάλπιγγες των επιτιθέμενων ήχησαν και οι Έλληνες πανικόβλητοι εγκατέλειψαν ομαδικά τις θέσεις τους και στράφηκαν προς το λιμάνι για να σωθούν. Οι Αιγύπτιοι ακολουθούσαν κατά πόδας τους υποχωρούντες και όσοι από αυτούς στέκονταν να αντισταθούν ή καθυστερούσαν τους σκότωναν επί τόπου. Κατά την υποχώρηση σκοτώθηκε ο υπουργός πολέμου Αναγνωσταράς, ενώ ο Μαυροκορδάτος δυσκολευόταν να τρέξει στο κακοτράχαλο έδαφος, έχανε έδαφος και ο κίνδυνος να αιχμαλωτιστεί ήταν πολύ πιθανός. Η αιχμαλωσία του γραμματέα του Εκτελεστικού και ενός από τους επιφανέστερους άνδρες της επανάστασης, θα επέφερε δεινό πλήγμα και για τον λόγο αυτό ο Μαυροκορδάτος έβαλε την κάνη του όπλου του στον λαιμό του για να αυτοκτονήσει. Την κρίσιμη στιγμή δύο άνδρες της συνοδείας του τον πήραν σηκωτό και τον μετέφεραν ως εκεί που ήταν η βάρκα του Τσαμαδού για να μεταφερθούν στον Άρη.
Στο νότιο τμήμα του νησιού βρισκόταν ο Τσαμαδός με τους ναύτες του, οι κανονιοστοιχίες, ο Σαχίνης και ο Σανταρόζα. Οι Έλληνες αμύνθηκαν σθεναρά προκαλώντας απώλειες στον αντίπαλο, αλλά ήταν πολύ λίγοι αριθμητικά για να αντέξουν το βάρος των επιτιθέμενων. Ο Τσαμαδός καθοδήγησε σθεναρά τους ναύτες του να αμυνθούν αλλά έπεσε, ο Σανταρόζα αφού εξάντλησε τα πυρομαχικά του κατέφυγε σε μια σπηλιά αρνούμενος να παραδοθεί και σκοτώθηκε από έναν εξωμότη Μαλτέζο. Όταν ο Αγώνας κρίθηκε, πολλοί έπεσαν στη θάλασσα για να να κολυμπήσουν ως το Νεόκαστρο, αλλά πνίγηκαν. Ο Σαχίνης με μια ομάδα οπλοφόρων προσπάθησε να ανοίξει πέρασμα μέσα από τους εκατοντάδες εχθρούς, αλλά οι Αιγύπτιοι τους κατέκοψαν και ο ίδιος έπεσε ηρωικά.
Η ηρωική έξοδος των ελληνικών πλοίων από το λιμάνι του Ναυαρίνου - Ο Άρης
Αναστάσιος Τσαμαδός |
Όταν οι Αιγύπτιοι έγιναν κύριοι της Σφακτηρίας, έστρεψαν τα τηλεβόλα του νησιού που είχαν εγκαταλείψει οι Έλληνες προς τα πλοία που ναυλοχούσαν στο λιμάνι του Ναυαρίνου, ενώ ο στόλος τους κινήθηκε απειλητικά προς το στόμιο του λιμανιού για να αποκόψει τη φυγή τους. Οι κυβερνήτες των ελληνικών πλοίων είδαν τις κινήσεις αυτές με μεγάλη αγωνία και κινήθηκαν για να αποπλεύσουν εσπευσμένα από το λιμάνι αφού πρώτα περιμάζεψαν όσους πολεμιστές κατάφεραν να αποφύγουν τον θάνατο στο νησί. Ο Σαχτούρης βούτηξε στη θάλασσα και κολύμπησε ως τον Άρη κάτω από ένα χαλάζι σφαίρες που έπεφταν γύρω του. Όσοι επέζησαν του ολέθρου της Σφακτηρίας όρμησαν στις βάρκες χωρίς τάξη, κάποιες από αυτές αναποδογύρισαν, κάποιοι πνίγηκαν ή σκοτώθηκαν από τα πυρά των Αιγυπτίων. Οι υπόλοιποι κατάφεραν να επιβιβαστούν στα πλοία με μεγάλη αταξία. Στο βρίκιο Αχιλλεύς, ενώ απέπλεε από τον όρμο υπό τους Γεώργιο και Αντώνιο Ορλάνδο, κρεμάστηκαν τριάντα ναύτες στα πλευρά της λέμβου με το σώμα στη θάλασσα, όπως και σε άλλα πλοία, καθώς δεν χωρούσαν όλοι στο κατάστρωμα.
Τα πλοία πλέον ήταν κατάφορτα από στρατιώτες και ναύτες, αλλά ο χρόνος πριν την καταστροφή τους είχε λιγοστέψει επικίνδυνα. Τα δύο πρώτα πλοία έκοψαν τις άγκυρές τους και πέρασαν αλώβητα από το στόμιο του λιμανιού, καθώς ο αιγυπτιακός στόλος δεν είχε προλάβει να το αποκλείσει αποτελεσματικά. Ακολούθησε η Αθηνά που ομοίως πέρασε σαν πουλί ανάμεσα στα θηριώδη αιγυπτιακά πολεμικά, αλλά ακολουθήθηκε από δύο βρίκια τα οποία το περικύκλωσαν. Επειδή η Αθηνά δεν είχε τον καπετάνιο της Ν. Βότση, οι ναύτες της πανικοβλήθηκαν, πίστεψαν ότι είχε έρθει το τέλος τους και κινήθηκαν προς το αμπάρι για να ανατινάξουν το πλοίο ώστε να ανατιναχθούν και οι διώκτες τους. Μέσα στην αναταραχή είχαν ξεχάσει ότι τα κανόνια του πλοίου ήταν οπλισμένα, έτοιμα να ρίξουν. Ο 15χρονος Γιάννης Βρεττός, ξάδερφος του Βότση, ως από μηχανής θεός, πυροδότησε διαδοχικά όλα τα κανόνια. Καθώς τα βρίκια είχαν πλησιάσει πολύ κοντά δέχθηκαν σφοδρά πυρά και βυθίστηκαν αύτανδρα, ενώ το ελληνικό πλοίο έπλευσε προς το Νότο ελεύθερο.
Ακολούθησαν τα δύο μικρά σπετσιώτικα βρίκια, ο Αχιλλεύς και ο Ποσειδών, που έκοψαν τις άγκυρές τους και κατευθύνθηκαν με ορμή προς το στόμιο του λιμανιού, κυκλωμένα από εχθρικά πλοία. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Ορλάνδου, η θάλασσα τρανταζόταν από τις συνεχείς δονήσεις των πυρών των κανονιών φίλιων και μη, ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει από τον καπνό και ένα χαλάζι από σφαίρες δονούσε την ατμόσφαιρα. Επειδή έμοιαζε αδύνατο να γλυτώσουν, οι καπετάνιοι τους είχαν τάξει ναύτες στα αμπάρια με εντολή να τα ανατινάξουν αν πατούσαν εχθροί στο κατάστρωμά τους. Χάρις όμως την ταχύτητά τους και τους επιδέξιους ναυτικούς χειρισμούς των καπετάνιων του, τα δύο μικρά πλοία απέδρασαν μέσα από ένα δάσος αιγυπτιακών πλοίων ακολουθούμενα όμως από μια ισχυρή εχθρική γολέτα. Μετά από την αγωνιώδη καταδίωξη και ενώ η γολέτα φαινόταν ότι πλεύριζε τα δύο πλοία, ανατινάχθηκε στον αέρα, πιθανά από εύστοχη βολή πυροβόλου από το Νεόκαστρο.
Σε πρώτο χρόνο, φαίνεται ότι οι Αιγύπτιοι αιφνιδιάστηκαν, καθώς θεωρούσαν βέβαιη την παράδοση των ελληνικών πλοίων και έτσι αρχικά δεν κινητοποιήθηκαν. Έμενε τελευταίος μέσα στο λιμάνι ο περίφημος Άρης, η ναυαρχίδα του, νεκρού πλέον, Τσαμαδού. Στο κατάστρωμά του είχε τους πιο πολλούς στρατιώτες που είχαν γλιτώσει από τον όλεθρο της Σφακτηρίας, αλλά και τον Μαυροκορδάτο με λίγους ακολούθους του που είχαν κλειστεί στο αμπάρι του πλοίου. Ο Μαυροκορδάτος κρατούσε μια μπιστόλα ώστε να αυτοκτονήσει για να μη συλληφθεί, εκφράζοντας την πρόθεσή του να ιδιωτεύσει αν γλύτωνε. Το πλήρωμα ρωτούσε για την τύχη του Τσαμαδού και δεν ξεκινούσε χωρίς αυτόν, αλλά ο Σαχτούρης που είχε σωθεί και αυτός την τελευταία στιγμή, τους ανακοίνωσε τον θάνατό του. Ακολούθησε πανδαιμόνιο καθώς το πλήρωμα της ναυαρχίδας το κατέλαβε απελπισία, ενώ ο εχθρικός στόλος είχε σχεδόν σφραγίσει την έξοδο του λιμανιού και τα κανόνια της Σφακτηρίας σημάδευαν τον Άρη. Οι ναύτες αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλον λέγοντας: «Καλήν αντάμωσι στόν Αδη.» Τότε ένας μούτσος, ονόματι Τουφεξής άρπαξε το καντήλι από το εικονοστάσι και όρμησε στην πυριτιδαποθήκη για να βάλει φωτιά. Μόλις πού πρόλαβαν οι υπόλοιποι ναύτες να τον πιάσουν και να τον δέσουν. Ένας παπάς, πολεμιστής της Σφακτηρίας που σώθηκε, γονάτισε στο κατάστρωμα και προσευχόταν σε όλη τη διάρκεια τους έκπλου του Άρη. Ο άνθρωπος της στιγμής ήταν ο Ν. Βότσης που με ψυχραιμία ανέλαβε κυβερνήτης, με έπαρχο τον Σαχτούρη. Ο Βότσης έχοντας ευνοϊκό άνεμο, κατευθύνθηκε με ταχύτητα προς την έξοδο όπου βρισκόταν ο εχθρικός στόλος, ενώ το πλοίο περιτριγυρισμένο από μικρά και μεγάλα εχθρικά πλοία δεχόταν καταιγισμό πυρών και από Αιγύπτιους στρατιώτες που βρίσκονταν στη στεριά της Σφακτηρίας.
Η έξοδος του Άρη από το λιμάνι του Ναυαρίνο εν μέσω του εχθρικού στόλου |
Πίσω από τα βρίκια ακολουθούσαν δύο πανίσχυρες φρεγάτες που κανονιοβόλησαν σφοδρά τον Άρη και ακολούθως τον πλεύρισαν, με τα αγήματα εφόδου τους έτοιμα να σαλτάρουν στο ελληνικό κατάστρωμα. Ο Βότσης έδωσε εντολή στους ναύτες στο αμπάρι να ανατιναχθεί ο Άρης στον αέρα αφού ο αγώνας ήταν πλέον μάταιος, και καθώς η εντολή αυτή ακούστηκε και στο αντίπαλο πλοίο (μερικοί Κασιώτες ναύτες, πού ήταν σκλάβοι στην αιγυπτιακή φρεγάτα, είπαν στον καπετάνιο της ότι οι Ρωμιοί ετοιμάζονται να βάλουν φωτιά και εκείνος άλλαξε ρότα), φόβισε τους Αιγύπτιους που ματαίωσαν την επίθεση και προσπάθησαν να βυθίσουν τον Άρη με κανονιοβολισμούς. Ακολούθησε νέα ναυμαχία στην οποία ο Άρης προκάλεσε σοβαρές ζημιές και στους δύο διώκτες του, αναγκάζοντας τους να μη συνεχίσουν την καταδίωξη. Ακολούθησαν όμως και άλλες ναυμαχίες, καθώς ο Άρης αντιμετώπισε διαδοχικά και άλλα αιγυπτιακά πλοία που του επιτίθονταν ασταμάτητα. Συνολικά ο Άρης ναυμάχησε εκείνη την ημέρα με 35 εχθρικά πλοία σε διάρκεια 5 ωρών, ξοδεύοντας 100 βαρέλια μπαρούτι σε κανονιοβολισμούς.
Όταν βρήκε ευνοϊκό άνεμο, ο Άρης κατάφερε να ξεφύγει από τους διώκτες του, έχοντας γίνει κόσκινο από τα εχθρικά πυρά, με σοβαρές ζημιές στο πηδάλιο, με τρύπια πανιά και φθαρμένα κατάρτια. Το πλήρωμά του επέδειξε απαράμιλλο θάρρος και ψυχραιμία στη διάρκεια της πολύωρης ναυμαχίας, οι πυροβολητές κανονιοβολούσαν ασταμάτητα, οι ναύτες επισκεύαζαν τις ζημιές του πλοίου κάτω από τα εχθρικά πυρά, ενώ ο Βότσης επέδειξε σπάνιες αρετές και ατσαλένια νεύρα ως κυβερνήτης του Άρη, ελισσόμενος συνεχώς όταν ένα λάθος του θα ήταν μοιραίο. οφείλουμε να αναφέρουμε ότι κάποιοι ιστορικοί της επανάστασης, όπως ο Γόρδων αναφέρουν ότι τη διοίκηση του Άρη κατά την ηρωική του έξοδο, είχε αναλάβει ο Σαχτούρης.
Επίλογος - Η εκδίκηση του ελληνικού στόλου στη Μεθώνη (30 Απριλίου 1825)
Ο όλεθρος της Σφακτηρίας κόστισε στους Έλληνες 450 νεκρούς, ενώ όλοι οι αρχηγοί τους (Αναγνωσταράς, Τσαμαδός, Σαχίνης, Σανταρόζα) έπεσαν στο πεδίο της τιμής. Η κατάληψη της Σφακτηρίας από τον Ιμπραήμ, αποτέλεσε μεγάλη του επιτυχία καθώς λίγες ημέρες μετά, στις 30 Απριλίου, η φρουρά στο Νεόκαστρο εγκατέλειψε το φρούριο με συνθήκη, καθώς είχε αποκλειστεί και δεν μπορούσε να ανεφοδιαστεί. Με την πτώση του Νεοκάστρου, ο Ιμπραήμ είχε αποκτήσει το απαραίτητο προγεφύρωμα στην Πελοπόννησο και μια σημαντική βάση ανεφοδιασμού από τη Σούδα. Ήταν πλέον σε θέση να βαδίσει προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου και δεν είχε απέναντι του σοβαρή ελληνική δύναμη να τον εμποδίσει.
Το νέο της πτώσης της Σφακτηρίας αποκάρδιωσε τόσο τη φρουρά στο Νεόκαστρο, όσο και γενικότερα τους Έλληνες που ένιωσαν ότι ο Ιμπραήμ αποτελούσε πλέον θανάσιμο κίνδυνο για την επανάσταση. Για ψυχολογικούς λόγους ήταν επείγον να καταφερθεί ένα πλήγμα στον εχθρό και αυτό το αντιλαμβανόταν περισσότερο από όλους ο Μιαούλης που είχε υπό τις διαταγές του τον ελληνικό στόλο. Οι δυσκολίες όμως που αντιμετώπιζε ήταν μεγάλες, καθώς τα πλοία του στόλου χρειάζονταν επειγόντως επιδιορθώσεις. Είχε δύο πυρπολικά με κυβερνήτες τον Πιπίνο και τον Ραφαλιά (αντικαταστάθηκε από τον ναύτη Γεώργιο Πολίτη) τα οποία όμως ήταν ακατάλληλα, καθώς λόγω φθορών που είχαν υποστεί, είχαν χάσει σε ταχύτητα. Οι πιθανότητες ήταν εναντίον του, αλλά ο Μιαούλης αποφάσισε να δράσει και να προσπαθήσει να πυρπολήσει όσα περισσότερα εχθρικά πλοία μπορούσε στο λιμάνι της Μεθώνης. Σύντομα ενώθηκαν με τον στόλο τέσσερα ακόμη πυρπολικά υπό τους γενναίους ναυτικούς Αντώνη Μπίκο, Αναστάσιο Ρομπότση, Δημήτρη Τσαπέλη και Κ. Μπελεμπίνη, ενώ για να συγκεντρωθούν πληρώματα, ο Μιαούλης έταξε αμοιβή 1.000 γρόσια αν ανατίναζαν φρεγάτα.
Ο Μιαούλης στις 29 Απριλίου αγκυροβόλησε με τον μικρό του στόλο πίσω από τη Σαπιέντζα ετοιμάζοντας τα πληρώματα για μια επιδρομή που έμοιαζε με αποστολή αυτοκτονίας. Τη θέση του ελληνικού στόλου επεσήμανε ένα αυστριακό πλοίο που ενημέρωσε τους Αιγυπτίους. Από τις κινήσεις των εχθρικών πλοίων, ο Μιαούλης κατάλαβε ότι είχε προδοθεί η θέση του, αλλά δεν δείλιασε μπροστά στον κίνδυνο. Ο ευνοϊκός αέρας έσπρωξε τα ελληνικά πλοία με ορμή εντός του λιμανιού της Μεθώνης, όπου εισήλθαν με κανονιοβολισμούς τρομοκρατώντας τα πληρώματα των εχθρικών πλοίων. Οι καπετάνιοι των αιγυπτιακών πλοίων πανικοβλήθηκαν και προσπάθησαν να μετακινήσουν τα πλοία τους, αλλά με μεγάλη καθυστέρηση, καθώς δεν σκέφτηκαν να κόψουν τις άγκυρες. Η βασανιστική αδράνεια των πλοίων των Αιγυπτίων έδωσε τον χρόνο στα ελληνικά πυρπολικά να αναπτυχθούν στο λιμάνι και να επιλέξουν τους στόχους τους. Οι Αιγύπτιοι κοίταζαν αποσβολωμένοι τους Έλληνες και κάποιοι όρμησαν στις βάρκες ενώ κάποιοι άλλοι έπεσαν στη θάλασσα να σωθούν.
Το πρώτο ελληνικό πυρπολικό ανατίναξε την κορβέτα Svezia, το δεύτερο έκαψε τη φρεγάτα Ασία που έφερε 44 κανόνια, και τα υπόλοιπα πυρπολικά έκαψαν 2 βρίκια και δύο γολέτες. Από αυτά τα σκάφη πήραν φωτιά άλλα πέντε μεταγωγικά και τελικά ανατινάχθηκαν 12 αιγυπτιακά πλοία σε ένα θέαμα διαδοχικών εντυπωσιακών ανατινάξεων που λίγο έλειψε να κάψουν τη Μεθώνη.Πάνω από τους μισούς ναύτες των πληρωμάτων των πλοίων που ανατινάχτηκαν, είτε βρήκαν τον θάνατο, είτε έπαθαν φρικτά εγκαύματα. Ο ελληνικός στόλος αποχώρησε από τη Μεθώνη, όχι μόνο αλώβητος αλλά κυριολεκτικά απυροβόλητος. Το κατόρθωμα των Ελλήνων ναυτικών που εκδικήθηκαν για την πτώση της Σφακτηρίας υπήρξε μεν πρωτοφανές, αλλά δεν επέφερε καμία επίπτωση στην πορεία των επιχειρήσεων και στη γενικότερη έκβαση του πολέμου. Ο Ιμπραήμ είχε αποκτήσει ότι χρειαζόταν και όταν έμαθε για την πυρπόληση του στόλου του είπε με ποταπό ύφος "ο πατέρας μου είναι πλούσιος θα φτιάξει άλλα ισχυρότερα!".
Πηγές
Σακελλαρίου Μιχαήλ, Η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (καταλύτης για την αποδιοργάνωση της Ελληνικής Επανάστασης, 24 Φεβρουαρίου - 23 Μαΐου 1825), Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2016
Συλλογικό έργο, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τ. ιβ΄
Γόρδων Θωμάς, Ίστορία της ελληνικής επαναστάσεως (τόμος Γ΄), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2017
Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (Τόμος Γ')
Κόκκινος Διονύσιος, Η ελληνική επανάστασις, εκδόσεις Μέλισσα
Σιμόπουλος Κυριάκος, Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ΄21, Πολιτιστικές εκδόσεις, Αθήνα 2004
Μακρυγιάννης Ιωάννης, Απομνημονεύματα, εκδόσεις Πέλλα
Εφημερίδες ΣΚΡΙΠ, Εμπρός και Δημοκρατία (επετειακά φύλλα 8ης Μαΐου 1825 για τα 100 χρόνια από την πτώση της Σφακτηρίας)
Κασομούλης Νικόλαος, Απομνημονεύματα, τόμος Β΄
http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis26.html
http://perikosmou.blogspot.com/2009/05/blog-post_10.html
Επίμετρον 1- Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη – Ἀπομνημονεύματα, Βιβλίον Α´, Κεφ. ἕβδομον
Σὲ δυὸ ῾μέρες εἴδαμε καρσὶ εἰς τὴν Μοθώνη καὶ Σφαχτηρία ὡς ἑκατὸν τριάντα κομμάτια καράβια Τούρκικά του Σουλτάνου, τοῦ Μπραΐμη, τῶν Ἀλτζερίνων καὶ τῶν ἀλλουνῶν ὀτζακιῶν…Βλέπομε ἀπὸ τὰ καράβια ἔρχονται πλῆθος φελοῦκες κ᾿ ἔμπαιναν ἀσκέρια καὶ τὰ πήγαιναν εἰς τὰ καράβια. Εἰς τὴν Σφαχτηρία τὸ νησὶ εἴχαμε ἕξι κομμάτια κανόνια καὶ φύλαγαν τὸ στόμιον τοῦ λιμανιοῦ καὶ καμπόσους ἀνθρώπους ἐκεῖ ἀπάνου. Ὅταν οἱ φελοῦκες τελείωσαν τ᾿ ἀσκέρι τὸ Τούρκικον, τὸ ῾βαλαν εἰς τὰ καράβια τους. Τότε βλέπομεν τὰ καράβια πλησιάζουν, ὅσα εἶχαν τ᾿ ἀσκέρι, κοντὰ εἰς τὸ νησὶ κι᾿ Ἀβαρίνους.
Ὅσοι ἦταν εἰς τὸ νησὶ γυρεύουν δύναμιν – γύρευε ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ὁ ὑπουργὸς νὰ ῾βγω ἐγὼ μὲ τοὺς ἀνθρώπους μου εἰς τὸ νησί, ὁποῦ ῾ταν κι᾿ αὐτός, καὶ νὰ πάρω κ᾿ ἐκείνους ἀπὸ τοὺς Ἀβαρίνους νὰ πᾶμε ὅλοι ῾στὸ νησὶ νὰ δυναμώσουμε ἐκείνη τὴν θέσιν. Ἀκούγοντας αὐτὸ ὂσ᾿ ἦταν εἰς τὸ κάστρο, πὼς θὰ πάγω μὲ τὸ σῶμα μου εἰς τὸ νησί, δὲν θέλησαν, ἂν βγῶ ἐγὼ μὲ τοὺς ἀνθρώπους μου, βγαίνουν κ᾿ ἐκεῖνοι. Καὶ γράφει ὁ φρούραρχος ὅτι ἐμένα δὲν μ᾿ ἀφίνουν ἀπὸ τὸ κάστρο νὰ βγῶ. Τότε βγάλαμεν τὸν Τζόκρη καὶ τὸν Σταῦρο Σαΐνη μὲ καμπόσους καὶ πῆγαν εἰς τὸ νησί, κ᾿ ἔστειλε κι᾿ ὁ Χατζηχρῆστος καμπόσους δικούς του ἀπὸ τοὺς Ἀβαρίνους.
Τότε τὰ καράβια τὰ Τούρκικα βαρούγαν ἐκείνους εἰς τὸ νησὶ μὲ τὰ κανόνια, δὲν τοὺς ἔδωσαν καιρὸν νὰ ὀχυρωθοῦνε, καὶ ἦταν εἰς τὸ σιάδι. Οἱ φελοῦκες πλῆθος μὲ τ᾿ ἀσκέρια τὰ Τούρκικα κάμανε ντισμπάρκο ἀπάνου εἰς τὸ νησί. Αὐτεῖνοι πολλοί, οἱ ἐδικοί μας ἀδύνατοι – καὶ κάτι ὀλίγοι γλύτωσαν ἀπὸ τοὺς δικούς– μας κατὰ τὸ μέρος τοῦ Ἀβαρίνου. Ρίχνονταν εἰς τὴν θάλασσα κι᾿ ὅσοι μέναν χωρὶς νὰ πνιγοῦνε ἐκεῖνοι γλύτωσαν. Χάθηκαν ἐκεῖ κεφαλὲς ὁ Τζαμαδός, ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, ὁ Σαΐνης, ὁ Σίμος κι᾿ ἄλλοι πολλοί…Εἰς τὸ νησὶ ἀπάνου ἦταν κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος, μπῆκε εἰς τὸ καράβι τοῦ Τζαμαδοῦ, μπῆκε κι᾿ ὁ Σαχτούρης μέσα ὁ φρούραρχος τοῦ Νιόκαστρου, καὶ πολεμώντας μ᾿ ὅλα τὰ καράβια τῶν Τούρκων σώθηκαν μὲ μεγάλον κίντυνο καὶ μ᾿ ἀπερίγραφη γενναιότητα ὁποῦ ῾δειξαν αὐτεῖνοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ καραβιοῦ Ἄλλο ἦταν νὰ τὸ λέπη ὁ ἄνθρωπος κι᾿ ἄλλο νὰ τὸ λέγη. Σώθηκαν μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, δίνοντάς τους ἀντρεία πολλή.
Επίμετρο 2 - Ο ελληνικός όλεθρος στη Σφακτηρία κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη
«Ο στόλος, αφ' ού απεβίβασεν εις Μοθώνην τετρακισχιλίους στρατιώτας καί ικανά πολεμεφόδια, εξέπλευσε καί τά μέν ογκωδέστερα πλοία αυτού παρετάχθησαν τήν 26ην Απριλίου 1825 κατέναντι τών ελληνικών, τά δέ μικρότερα έπλεαν πρός τό στόμα τού λιμένος τού Νεοκάστρου επί σκοπώ ν' αποβιβάσωσι στρατεύματά τινα επί τής Σφακτηρίας. Τήν αυτήν δέ ημέραν έν τάγμα εχθρικόν ήλθε πλησίον τών παλαιών Ναβαρίνων (Παλαιόκαστρο) διά ξηράς, κατέλαβε τό Πετροχώρι καί επολέμησε. Περί δέ τήν 9ην ώραν τής αυτής ημέρας ο εν Ναβαρίνοις Μαυροκορδάτος επέβη εις τό εν τώ λιμένι τού Νεοκάστρου πλοίον τού Τσαμαδού επί σκοπώ νά μεταβή εις Σφακτηρίαν πρός επιθεώρησιν, καί νά εισέλθη έπειτα εις τό φρούριον τού Νεοκάστρου πρός εκπλήρωσιν τής αποστολής του.
Ο Τσαμαδός, πεπεισμένος ότι, εν όσω επεκράτει ο πνέων σφοδρός άνεμος, ο εχθρός δέν ετόλμα νά επιχειρήση ήν εμελέτα απόβασιν επί τού νησιδίου, έπεισε τόν Μαυροκορδάτον νά μείνη καί συμπρογευματίση· αλλ' αναγγελθείσης, εν ώ συμπροεγευμάτιζαν, τής πρός τό νησίδιον προσεγγίσεως τών εμπροσθινών πλοίων τού εχθρικού στόλου, απέβησαν εις αυτό πρός επιθεώρησιν· συναπέβησαν πρός υπεράσπισιν αυτού καί πολλοί ναύται· καί ούτοι μέν ετοποθετήθησαν πρός τήν νότιον άκραν, όπου ήσαν πρό αυτών οι συμπατριώται των, Σταύρος Σαχίνης καί Δημήτριος Σαχτούρης, μετά τών περί αυτούς· τήν δέ πρός τούς παλαιούς Ναβαρίνους εφύλατταν Βούλγαροι εκ τών περί τόν Χατζηχρήστον· οι δέ Φαναρίται καί Ανδρουσανοί ήσαν εν τώ μέσω· όλοι δέ οι οπλοφόροι συνηριθμούντο μόλις 800, εν ώ, άν οι αρχηγοί των είχαν όσους η κυβέρνησις υπελόγιζε, θά ήσαν τετραπλάσιοι· μόνος ο Αναγνωσταράς, έχων 18 σύν αυτώ χωρικούς, είχε διαταγήν νά στρατολογήση 700· ήσαν δέ επί τού νησιδίου καί τρία τηλεβολοστάσια φέροντα 8 κανόνια καί μίαν βομβοβόλον. (Ο Τρικούπης, φίλος τού Μαυροκορδάτου, όπως πάντα εκθειάζει τόν Φαναριώτη πολιτικό καί είναι πολύ ήπιος στίς αναφορές του γιά τήν τότε κυβέρνηση, πού άφησε τήν Σφακτηρία ουσιαστικά ανυπεράσπιστη).
Ο δέ Τσαμαδός καί ο Μαυροκορδάτος, αποβάντες υπήγαν εκείνος μέν πρός τά νότια, ούτος δέ πρός τά βόρεια. Εν ώ δέ παρετήρουν τάς θέσεις, τάς παρετήρει καί τίς εχθρική γολέττα παραπλέουσα καί κανονοβολούσα εκ διαλειμμάτων. Η γολέττα αύτη έπλευσε μετά ταύτα πρός τήν ναυαρχίδα· η δέ ναυαρχίς ύψωσέ τι σημείον, καί αμέσως πολυάριθμοι λέμβοι ερρίφθησαν εις τήν θάλασσαν, επληρώθησαν εν τώ άμα στρατιωτών, καί παρακολουθούντων αυτάς καί κανονοβολούντων καί τών πλοίων έπλευσαν περί τήν μεσημβρίαν πρός τήν Σφακτηρίαν αι μέν κατά τάς εκ δεξιών, αι δέ κατά τάς εν τώ μέσω θέσεις· επειδή δέ αι ύφαλοι εμπόδιζαν τήν προσόρμισιν τών λέμβων, έπεσαν οι Άραβες εις τήν θάλασσαν. Βλέποντες τότε οι κατέχοντες τάς εν μέσω θέσεις, ότι εμπεσόντες ήρχοντο πρός αυτούς, τούς ετουφέκισαν όλοι διά μιάς καί ετράπησαν εν τώ άμα εις φυγήν.
Αφ' ού τοιουτοτρόπως αι θέσεις αύται εκυριεύθησαν παρά τού εχθρού, κατέλαβε τούς λοιπούς φόβος, εκενώθησαν όλαι αι άλλαι, καί δέν επρόκειτο πλέον πώς νά νικήσωσιν, αλλά πώς νά σωθώσι· καί όσοι μέν τών ναυτών επρόλαβαν, επανήλθαν εις τά πλοία των, τινές επί τών λέμβων, τινές δέ κολυμβώντες· οι δέ λοιποί οι μέν έπεσαν εις τά ρηχά πρός διαπεραίωσιν εις τήν αντικρύ ξηράν, οι δέ εκρύβησαν εν ταίς τρώγλαις τής νήσου. Ο δέ Μαυροκορδάτος έτρεχε πρός τήν θάλασσαν, όπου η λέμβος τού "Άρεως" ανέμενεν αυτόν καί τόν Αναστάσιον Τσαμαδόν. Ο τόπος είναι απότομος, καί ο Μαυροκορδάτος εκινδύνευεν ως βραδύπους νά πέση εις χείρας τών εχθρών ερχομένων κατόπιν αυτού. Καλή τύχη απήντησε δύο στρατιώτας του καθ' οδόν, καί χειροκρατηθείς έφθασε σώος εις τό παράλιον, καί μετεκομίσθη ασφαλώς εις τό πλοίον· η δέ λέμβος επανήλθεν εις τό παράλιον πρός μεταβίβασιν τού Τσαμαδού· αλλ' ο Τσαμαδός δέν εφαίνετο.
Εν τοσούτω οι Άραβες περιφερόμενοι επλησίασαν καί όπου η λέμβος τουφεκίζοντες. Επικειμένου τότε τοιούτου κινδύνου, καί ακουσθείσης φωνής ότι ο Αναστάσιος Τσαμαδός εφονεύθη, παρέλαβεν η λέμβος εκ τών συσσωρευθέντων επί τού παραλίου όσους εχώρει καί τούς έφερεν εις τό πλοίον. Επί τής τροπής δέ ταύτης εφονεύθησαν εκτός πολλών άλλων ο Τσαμαδός, ο τιμώμενος δικαίως διά τόν πατριωτισμόν, τήν εμβρίθειαν καί τήν ανδρείαν του· ο χρηστός καί φιλότιμος Σαχίνης· ο Αναγνωσταράς, είς τών εγκριτωτέρων οπλαρχηγών τής Πελοποννήσου, ο καί πολλά μοχθήσας καί κινδυνεύσας ως απόστολος τής Φιλικής Εταιρίας, καί ο Ιταλός κόμης Σανταρόζας, εξορισθείς μετά τήν αποτυχίαν τών τελευταίων περί πολιτικής μεταβολής τής πατρίδος του κινημάτων καί μεταβάς εις Ελλάδα, αξιότιμος ανήρ, ούτινος τά υπέρ ελευθερίας δεινά παθήματα εξήψαν έτι μάλλον τόν υπέρ αυτής διακαή ζήλον· ηχμαλωτίσθησαν δέ ο αρχηγός τής σωματοφυλακής τού Μαυροκορδάτου Κατσαρός σταλείς εις αναζήτησιν τού Τσαμαδού, καί ο Κωνσταντίνος Ζαφειρόπουλος παρακολουθήσας τόν Μαυροκορδάτον, ίνα διαπραγματευθή δι' αυτού τήν απελευθέρωσιν τού εν τή μάχη τού Κρεμμυδίου αιχμαλωτισθέντος αδελφού του.
Καί τά μεν άλλα ελληνικά πλοία, αφ' ού παρέλαβαν τούς ναύτας των, έκοψαν τάς αγκύρας καί εξέπλευσαν αβλαβή πρίν κλεισθή στενώς ο λιμήν· ο δέ "'Άρης" επ' ελπίδι σωτηρίας τού Τσαμαδού εβράδυνε, καί εν τούτοις τά εχθρικά πλοία έκλεισαν τόν λιμένα διά τής συμπυκνώσεώς των. Διηρημέναι ήσαν αι γνώμαι τών εν τώ "Άρει" ως πρός τόν τρόπον τού διέκπλου· οι μέν εγνωμοδότουν νά διεκπλεύσωσι παραπλέοντες τό παράλιον πρός αποφυγήν τού πυρός πολλών εχθρικών πλοίων μή δυναμένων διά τόν όγκον νά πλησιάσωσιν όπου τά νερά ήσαν ρηχά· οι δέ, εν οίς καί ο αναλαβών τήν διοίκησιν τού πλοίου Βώκος καί ο δευτερεύων Δημήτριος Σαχτούρης, ήθελαν ν' απομακρυνθώσιν από τού παραλίου καί ιθύνωσι τό πλοίον πρός τό στόμα μή τύχη καί παύση ο πνέων καλός άνεμος, καί τότε πεσόντες εις γαλήνην πέσωσιν εις χείρας τών επί τού παραλίου πολυαρίθμων εχθρών.
Σφοδράς δέ συζητήσεως γενομένης, ενίκησεν η τελευταία γνώμη, αποδειχθείσα καί η μόνη σωτήριος, διότι ο καλός άνεμος μετ' ολίγον εξέπνευσε. Καθ' ήν δέ ώραν έκοψαν τήν άγκυραν οι ναύται τού πλοίου καί ήνοιξαν τά πανία εις έκπλουν ανάμεσον τού εχθρικού στόλου, ανεβίβασαν επί τού καταστρώματος ψάλλοντες τήν εικόνα τής Θεοτόκου καί τήν έθεσεν επί τού εργάτου· ιερεύς δέ τίς εκ τών επί τής ξηράς, διασωθείς επί τού πλοίου, έψαλλε τήν παράκλησιν επήκοον όλων· οι δέ ναύται εκύκλωσαν τήν εικόνα, τήν ησπάσθησαν καί κατέθεσαν έκαστος ό,τι προηρείτο επί σκοπώ νά τήν χρυσώσωσιν απαλλαττόμενοι τού προφανούς κινδύνου. Είς δέ τών ναυτών, προσφέρων καί αυτός τόν οβολόν του, προσήλωσε τούς οφθαλμούς εις τήν εικόνα καί είπε μεγαλοφώνως "Παναγία μου, άν δέ μάς σώσης, θά χαθής καί σύ".
Μετά δέ τήν παράκλησιν ο μέν ιερεύς δέν έπαυσε προσευχόμενος καθ' όλον τό διάστημα τού κινδύνου, οι δέ ναύται, ασπασθέντες αλλήλους τόν τελευταίον ασπασμόν, "Καλή εντάμωσις εις τόν άδην", είπαν, καί κατέλαβαν τάς θέσεις των πλήρεις θάρρους υπό τήν συνετήν οδηγίαν τού Βώκου ισταμένου αφόβως επί τής στέγης τού πλοίου εις εμψύχωσιν τού πληρώματος, καί υπό τήν υφοδηγίαν του γενναίου Σαχτούρη. Αλλ' ό,τι εφοβούντο μή πάθωσιν υπό εχθρού, εκινδύνευσαν νά πάθωσιν υπό φίλου. Τό παιδίον τού πλοίου, απαρηγόρητον διά τόν θάνατον τού πλοιάρχου, κατέβη όπου ήτο τό εικονοστάσιον, ήρπασε τήν έμπροσθεν τών εικόνων κανδυλίθραν καί βαστάζον αυτήν αναμμένην καί φωνάζον, "Τί τήν θέλομεν τήν ζωήν, αφ' ού εχάθη ο πλοίαρχός μας", έτρεξε δρομαίον νά τήν ρίψη εις τήν πυριτοθήκην· αλλ' οι ναύται τό συνέλαβαν καί τό έδεσαν ως παράφρον.
Εν τούτοις, προχωρών ο "'Άρης" έφθασεν εις τό στόμα τού λιμένος, στόμα δι' αυτόν τού άδου, καί αμέσως εκυκλώθη υπό μιάς φρεγάτας, μιάς κορβέττας καί τριών βρικίων καί εκανονοβολείτο έμπροσθεν, όπισθεν, δεξιόθεν καί αριστερόθεν· αντεκανονοβόλει καί αυτός ακαταπαύστως, υπερασπίζετο, επροχώρει, καί πολλά παθών απέφυγε τόν εκ τών πλοίων τούτων κίνδυνον, αλλ' έπεσε μετ' ολίγον εις τό μέσον πολλών άλλων. Τρείς ώρας επάλαισεν εν μέσω σμήνους, καί η τρομερά αύτη πάλη τού αφήρεσεν ολόκληρον τόν επίδρομον, κατετρύπησε τά πανία του κατεσύντριψε τό πηδάλιόν του καί κατέκοψε τά σχοινία του, οι δέ ναύται, περιφερόμενοι επί τού καταστρώματος, επάτουν επί τών πεπυρωμένων μύδρων καί βολίων τών αδιακόπως εκ τών εχθρικών πλοίων βροχηδόν ριπτομένων καί εις όλον τό κατάστρωμα τού "Άρεως" διεσπαρμένων.
Τοιαύτη ήτον η κατάστασίς των, ότε έν δικάταρτον, έχον Ευρωπαίους ναύτας καί Αιγυπτίους στρατιώτας, επλησίασε τόν "Άρην" εντός βολής πιστόλας, καί οι εν αυτώ ητοιμάζοντο νά τόν πατήσωσιν. Ιδόντες τόν νέον τούτον κίνδυνον οι εν τώ "Άρει", καί αναλογιζόμενοι ότι οι εχθροί, απαυδισμένων αυτών, εύκολον ήτο καί νά τόν πατήσωσι καί νά τόν κυριεύσωσι, διέταξαν δύο γέροντας έχοντας ετοίμους πιστόλας νά πυροβολήσωσιν εις τήν πυριτοθήκην άμα επατείτο τό πλοίον. Εμάντευσαν ίσως οι εν τω εχθρικώ τήν απόφασιν τών Ελλήνων, ιδόντες τήν κίνησίν των, καί επειδή, τούτου γινομένου, θά συνεκαίοντο καί εκείνοι, απεμακρύνθησαν, καί ούτως απηλλάγη ο "Άρης". Έν τοσούτω επλησίαζεν η νύξ, καί κατά περίστασιν κατεφλέχθη έν εχθρικόν πλοίον. Τό συμβάν τούτο έβαλεν εις ταραχήν τά λοιπά εχθρικά, καί βοηθούμενος εντεύθεν ο "Άρης" διεξέπλευσε καί υπεξέφυγεν ως εκ θαύματος τόν κίνδυνον. Δύο τών ναυτών του μόνον εσκοτώθησαν καί επτά επληγώθησαν, εν οίς καί ο Δημήτριος Σαχτούρης.»
Ο Άρης του Τσαμαδού |
Το βρίκιον «Άρης» (γνωστό και ως «Αθηνά» κατά την περίοδο 1829–1879) θεωρείται ένα από τα ενδοξότερα πλοία του ελληνικού ναυτικού στον αγώνα της ανεξαρτησίας της Ελλάδος· ήταν ιδιοκτησίας Αναστασίου Τσαμαδού. Ναυπηγήθηκε στη Βενετία το 1807, κατόπιν παραγγελίας του Αναστασίου Τσαμαδού και πήρε το όνομα του μυθικού θεού του πολέμου Άρη. Το Μάρτιο του 1821, εν όψει του αγώνα της ανεξαρτησίας της Ελλάδος, εξοπλίστηκε και στη συνέχεια εντάχθηκε στο στόλο της Ύδρας. Έλαβε μέρος σε πολλές ναυμαχίες, αλλά δοξάστηκε το 1825, λίγο μετά την Πτώση της Σφακτηρίας, με τη διάσπαση κατά την πολιορκία του νησιού, όπου πέρασε με επιτυχία ανάμεσα από τον κλοιό των Αιγυπτιακών πλοίων του Ιμπραήμ στη Σφακτηρία, διαφεύγοντας σώο από τον κόλπο του Ναυαρίνου μετά από πολύωρη μάχη.
Στις 5 Μαΐου του 1821 το βρίκιο Άρης βρέθηκε στον Παγασητικό και βοήθησε στο να επισπευσθεί το αναφερόμενο ως κίνημα της Νοτιοανατολικής Θεσσαλίας· στη συνέχεια πήγε για περιπολία στα στενά μεταξύ Χίου και Ψαρών, ως μέλος της μοίρας της Ύδρας, μαζί με τη μοίρα των Σπετσών. Σύμφωνα με το ημερολόγιο του πλοίου περίμενε την άφιξη μιας ισχυρής μοίρας του τουρκικού στόλου, αποτελούμενης από οκτώ πλοία. Τελικά εντοπίστηκε ένα τουρκικό δίκροτο της εμπροσθοφυλακής της, το οποίο βρήκε καταφύγιο στην Ερεσό· εκεί, στις 27 Μαΐου ο Άρης πήρε μέρος στην αποστολή για την πυρπόληση του τουρκικού δικρότου, την οποία πραγματοποίησε με επιτυχία ο Δημήτριος Παπανικολής. Το βρίκιο «Άρης» ήταν σε αποστολή μεταφοράς πολεμικού υλικού με προορισμό την Πάτρα, όταν διερχόμενο από το Νεόκαστρο (ή τη σημερινή Πύλο) στις 19 Απριλίου του 1825 ο κυβερνήτης του Aναστάσιος Tσαμαδός αυτεπαγγέλτως στάθμευσε και ζήτησε άδεια από τον Υπουργό Πολέμου της Κυβέρνησης να παραμείνει και να εφοδιάσει την άμυνα του λιμανιού, λόγω του ότι ο Ιμπραήμ Πασάς ετοίμαζε εκεί απόβαση.
Το ακρόπρωρο του Άρη στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα |
Τη νύχτα της 25ης Απριλίου προς την 26η Απριλίου ο Aιγυπτιακός Στόλος, έχοντας πλέον ευνοϊκό άνεμο, εισέπλευσε στον όρμο του Ναυαρίνου, συνοδεύοντας αποβατικό σώμα τριών χιλιάδων ανδρών για να καταλάβει τον όρμο και το φρούριό του. O εχθρός αρχικά κατέλαβε τη Σφακτηρία, φονεύοντας 350 από τους 800 υπερασπιστές της, μεταξύ των οποίων ήταν ο φιλικός και αρχηγός των Ελλήνων στη μάχη Αναγνωσταράς, ο Φρούραρχος της Σφακτηρίας Σταύρος Δ. Σαχίνης, ο φιλέλληνας Ιταλός κόμης Σαντόρε ντι Σανταρόζα και ο κυβερνήτης του βρικίου «Άρης», πλοίαρχος Αναστάσιος Τσαμαδός. Ο τελευταίος βρισκόταν στην ξηρά στο πλευρό των αμυνομένων Ελλήνων μαζί με 200 περίπου αξιωματικούς και ναυτικούς, που εγκατέλειψαν και αυτοί τις λέμβους τους για να βοηθήσουν στη μάχη. Tο γεγονός ότι όχι μόνο αυτός, αλλά και ο κυβερνήτης του πλοίου «Αθηνά», ο πλοίαρχος Νικόλαος Βότσης, δεν πρόλαβαν να επιβιβασθούν στα πλοία τους, σημαίνει ότι ο είσπλους των Αιγυπτίων έγινε αιφνιδιαστικά. Όταν οι ναυτικοί μας τράπηκαν σε φυγή, επιστρέφοντας ατάκτως στις λέμβους τους, επέβησαν όπου ήταν δυνατόν, ανεξαρτήτως αν ήταν το πλήρωμα του σκάφους ή όχι. Δύο από τα πέντε άλλα πλοία μας που ήταν στον όρμο, πρόλαβαν να σαλπάρουν έγκαιρα και να εξέλθουν ανενόχλητα, με κυβερνήτες τον Θεόδωρο Σάντο Σπετσιώτη και τον Βασίλειο Σ. Βουδούρη. Το «Αθηνά» χωρίς τον κυβερνήτη του επιχείρησε και επέτυχε ηρωική έξοδο. Στο βρίκιο «Αχιλλεύς», ενώ απέπλεε από τον όρμο υπό των αδελφών Γεωργίου και Αντωνίου Ορλάνδου, κρεμάσθηκαν τριάντα ναύτες στα πλευρά της λέμβου με το σώμα στη θάλασσα, όπως και σε άλλα πλοία. Επίσης, το τρικάταρτο και βαριά οπλισμένο «Ποσειδών» υπό του Θεοφίλου Μουλά, απέπλευσε οριακά φορτωμένο με βαρέλια νερό στην πλώρη για να μοιάζει πυρπολικό και έτσι κατάφερε να διαφύγει, χωρίς να προσπαθήσουν να το εμβολίσουν. Τελευταίο έμεινε το βρίκιο «Άρης», που είχε μείνει μέσα στον όρμο, περιμένοντας τον κυβερνήτη του. Μόλις το πλήρωμα έμαθε για τον θάνατό του, απέπλευσε με τον Πλοίαρχο Νικόλαο Βότση, που πρόλαβε να επιβιβαστεί την τελευταία στιγμή σε αυτό μαζί με το Δημήτριο Σαχτούρη και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.
Ο Άρης το 1899 |
Το 1829 αγοράστηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση και μετονομάστηκε σε «Αθηνά», αλλά το 1879 μετονομάστηκε εκ νέου σε «Άρης». Χρησιμοποιήθηκε ως Σχολή Ναυτικών Δοκίμων μέχρι το 1900, καθώς και σχολή για το κατώτερο προσωπικό το διάστημα 1863–1865 και 1882–1885. Μετά το 1900 το πλοίο έμεινε προσορμισμένο στον Πόρο και λειτουργούσε ως Σχολή Ναυτοπαίδων. Διατηρήθηκε μέχρι τις 25 Μαρτίου 1921 οπότε και βυθίστηκε «τιμητικά», κατά τον εορτασμό των 100 ετών από την ελληνική επανάσταση, στα νερά του Σαρωνικού κοντά στη νησίδα «Κυρά Σαλαμίνος» του Ναυστάθμου, ουσιαστικά όμως λόγω οικονομικής αδυναμίας συντήρησης και επισκευής του. Το ακρόπρωρο του πλοίου τοποθετήθηκε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα. O ιστός του πλοίου τοποθετήθηκε στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας και με τον καιρό ξεχάστηκε η προέλευσή του· εκεί βρίσκεται ακόμη και σήμερα σε χρήση για τις ανάγκες του σηματορείου.
Το ημερολόγιο του πλοίου «Άρης» παραδόθηκε στους συγγενείς του Αλεξάνδρου Τσαμαδού και σώζεται μέχρι σήμερα από τους απογόνους του. Είναι γραμμένο με μολύβι και το παρακάτω απόσπασμά του αναφέρει συμβάντα της ημέρας της εξόδου του πλοίου, 26ης Απριλίου του 1825, μέχρι της στιγμής που το πλοίο ανοίγει τα πανιά του.
Ημερολόγιον βρικίου Άρης — Κυριακή, 26 Απριλίου 1825
Έως εις τας 8 ώρας μ.μ. ο εχθρικός στόλος, γενόμενος εις δύο μοίρας, η μεν φυλάττουσα το Βλησίδι, εκανονιοβόλει το νησίον Σφακτηρία, ταυτοχρόνως δε και ο Ιμβραήμ πασάς δια ξη[ρ]άς την πόλιν. Ο κανονιοβολισμός διήρκεσεν ώραν 1 εις τας 5, όπου και έρριψαν τας βάρκας των οι εχθροί γεμάταις πολεμοφόδια να κάμουν απόβασιν· οι εν τῳ Νησίῳ έδωσαν το κατ' αρχάς αντίστασιν γενναίων και έτρεψαν ταις βάρκαις εις φυγήν· μία όμως εξ εκείνων, μη δυνηθέντες να την εμποδίσωσιν, έκαμεν απόβασιν και ταυτοχρόνως έκαμον και αι άλλαι και ούτως οι Έλληνες ετράπησαν εις φυγήν και [οι Αιγύπτιοι] άλλους εζώγρησαν, άλλους εθανάτωσαν και άλλους έπνιξαν και ούτως εκυριεύθη το Νησίον από τους εχθρούς, τα δε ιδικά μας πλοία, ιδόντα τον κίνδυνον και αβεβαιότητα μη κλεισθώσιν, έκαμον αρχή να κόπτουν τας άγκυρας, αφού άφησαν το [...] έξω εις το Νησίον, άλλους συντρόφους, αρκετούς θανατωμένους και ζωγρησμένους· πρώτον το καράβι που έκαμε πανιά εστάθη το πλοίο του Βασιλείου Σ. Βουδούρη, και ακολούθως τα πλοία, ημείς δεν ηξήλθομεν και ο πλοίαρχός μας μετά του ναυκλήρου έξω και άλλοι σύντροφοι, ο δε Εκλαμπρότατος Μαυροκορδάτος έλλειπεν έξω εις το Νησίον· εστείλαμεν ταις βάρκαις μας δια να τους λάβωμεν, αλλά κατά δυστυχίαν ταις ανήγγειλον ότι εθανατώθη ο γενναίος πλοίαρχός μας, πολεμών μετά του ναυκλήρου Χριστοφίλου και λοιπών· τούτους επερίλαβον. Ο ναύκληρος Χριστόφιλος εσώθη κολυμβών εις το φρούριον.
Εκπληκτικό, το δράμα του αγώνα της Επανάστασης και πως το Ναυτικό σώζει την Ελλάδα.
ΑπάντησηΔιαγραφή