Οι λόγχες της αβασίλευτης Δημοκρατίας: μια αναλυτική κριτική για τα Δημοκρατικά Τάγματα και την περιόδο 1924-1926

Τα τεθωρακισμένα των Δημοκρατικών Ταγμάτων
έτοιμα προς κίνηση

γράφει ο κ. Νικόλαος Σταματόπουλος

Αν και η περίοδος των Εορτών προσφέρει περιορισμένο χρόνο για ανάγνωση, είχα την ευκαιρία να απολαύσω ένα ευανάγνωστο βιβλίο με ιδιαίτερα πρωτότυπο θέμα. Ο συγγραφέας, που μου ζήτησε να παρουσιάσω και τις εντυπώσεις μου, πραγματεύεται ένα χαρακτηριστικό θεσμό της ελληνικής μεσοπολεμικής περιόδου, τα Δημοκρατικά Τάγματα που έπαιξαν ένα σύντομο αλλά κρίσιμο ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις της εποχής. Ακριβώς στις τότε πολιτικές συνθήκες και στην επίδραση που άσκησε σε αυτές η ίδρυση και δράση του εθελοντικού στρατιωτικού αυτού σώματος φαίνεται να επικεντρώνεται και η παρουσίαση των γεγονότων, αν και η ανάλυση αγγίζει και κοινωνιολογικά ζητήματα, καθώς και την καθαρά στρατιωτική ιστορία και ειδικότερα την ιστορία της οργάνωσης του Ελληνικού Στρατού. Με τον τρόπο αυτό ο αναγνώστης που δεν έχει εντρυφήσει στην περίοδο αυτή της νεοελληνικής ιστορίας αποκτά μια συνοπτική εικόνα και πολύ πιθανόν να εκπλαγεί από τη ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού, την ακρότητα των πολιτικών παθών και το μέγεθος των προσωπικών φιλοδοξιών των πρωταγωνιστών. Το σύγγραμμα αυτό έχει βασιστεί σε κάποιες πρωτογενές πηγές, δηλαδή αρχειακό υλικό, αλλά κυρίως σε εφημερίδες τις εποχής και στις γενικώς αναγνωρισμένες ιστοριογραφικές πηγές για την περίοδο. Όπως θα αναλυθεί κατωτέρω αυτή η επιλογή εμπεριέχει και κάποιους κινδύνους.


1. Καταρχήν, ο συγγραφέας παρέχει υλικό για κοινωνιολογικού χαρακτήρα αποτιμήσεις των φαινόμενων της εποχής, κάτι που θα εκτιμήσει ιδιαίτερα και ο αναγνώστης που έχει ασχοληθεί και στο παρελθόν με τον ελληνικό μεσοπόλεμο. Προσπαθεί να εκβαθύνει σε ζητήματα πειθαρχίας των στελεχών και οπλιτών των Δημοκρατικών Ταγμάτων καθώς της συμπεριφοράς τους απέναντι στον απλό πολίτη, ακόμα κι όταν δεν υπήρχε πολιτικό κίνητρο, διότι με αυτό τον τρόπο τονίζεται η  χαρακτηριστική εντύπωση που είχε δημιουργηθεί ότι ο φέρων στολή και υποκείμενος στην στρατιωτική δικαιοσύνη σχεδόν δικαιούται να συμπεριφέρεται στους πολίτες βίαια ελπίζοντας μάλιστα σε ευνοϊκή μεταχείριση από τη στρατιωτική δικαιοσύνη. Αυτό το κλίμα εξηγεί ως ένα βαθμό την κοινωνική έκρηξη που σημειώθηκε με την μορφή αυθόρμητων εκδηλώσεων κατά την ημέρα της βίαιης διάλυσης των δημοκρατικών ταγμάτων, την οποία περιγράφει λεπτομερώς σε μια ιδιαίτερα ζωντανή εξιστόρηση. Ακόμα, ο αναγνώστης θα ανακαλύψει ότι το φαινόμενο των πανεπιστημιακών καταλήψεων και των αιώνιων φοιτητών κάθε άλλο παρά συνδέεται με την μεταπολίτευση αφού απαντά και τότε (και πολύ παλαιότερα, πρέπει να σημειωθεί).

Μήπως τελικά αυτό που έχει αλλάξει από το 1975 και μετά είναι το ιδεολογικό οπλοστάσιο για την αιτιολόγηση των συμπεριφορών των ατόμων που σήμερα από πολλούς χαρακτηρίζονται ως "μπαχαλάκηδες" και μήπως τελικά τέτοια φαινόμενα κατά τα λοιπά αποτελούν μια σταθερή παράμετρο της νεοελληνικής κοινωνίας;  Αντίστοιχα, η αδυναμία του κράτους να εξαλείψει αποτελεσματικά τις υπερβάσεις και καταχρήσεις εξουσίας εκ μέρους και των πλέον κατώτατων στελεχών της κρατικής μηχανής (στη παρούσα περίπτωση των διαφόρων ένστολων κινηματιών και πραιτοριανών) μήπως με τη σειρά της τροφοδοτεί το χαρακτηριστικό αυτό νεοελληνικό φαινόμενο;

2. Το κύριο ενδιαφέρον του συγγραφέα, αναμενόμενο και λόγω των σπουδών του, είναι προφανές ότι στρέφεται στο χώρο της πολιτικής ιστορίας. Εδώ μια ενδεχόμενη αδυναμία είναι ότι η πολύ εκτενής αναφορά στις πολιτικές εξελίξεις θα μπορούσε να φανεί κουραστική για τον γνώστη, αν δεν βοηθούσε η ρέουσα γλώσσα και απέριττη διατύπωση που χαρακτηρίζει γενικώς το έργο. Από την άλλη πλευρά, όπως προαναφέρθηκε, η περιγραφή των πολιτικών συνθηκών είναι απαραίτητη για τον αναγνώστη που πρώτη φορά καταπιάνεται με την ιστορική αυτή περίοδο. 

Έτσι λοιπόν η οπτική του συγγραφέα εντάσσει το φαινόμενο των δημοκρατικών ταγμάτων καθώς και κάθε άλλο φαινόμενο στο χώρο των ενόπλων δυνάμεων στο πολιτικό έως και μικροπολιτικό πλαίσιο της εποχής και μάλιστα -πολύ τολμηρά- επεκτείνει και την ανάλυσή σε όσα συνέβησαν την κατοχή. Η οπτική αυτή έχει κάποιες αδυναμίες όσον αφορά την υποτίμηση των καθαρά στρατιωτικών εξελίξεων όπως θα αναλυθεί αργότερα. Θα ήταν ακόμα πιο τολμηρό αν συνέδεε τα Δημοκρατικά Τάγματα και με την δικτατορία του 67, όπου, αν και δεν συμμετέχουν τα ίδια άτομα, συμμετέχουν οι φυσικοί και πνευματικοί απόγονοί τους. Το ηθικό ξέπλυμα που υπέστησαν κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου όλοι οι καθ' έξιν ή κατ' επάγγελμα κινηματίες λόγω της συμμετοχής τους τόσο στην εθνική αντίσταση (για λόγους όχι μόνο εθνικούς αλλά και μικροπολιτικούς καθώς και λόγω αναζήτησης της περιπέτειας και του χρήματος των μυστικών υπηρεσιών) όσο και στον Εμφύλιο Πόλεμο στην πλευρά των νικητών (εδώ κι αν υπήρχε προσωπικό συμφέρον επιβίωσης και ειδικά για τους πρώην ταγματασφαλίτες) δημιούργησε μια εντύπωση ότι αποτελεί θεμιτή πρακτική η δημιουργία συνδέσμων αξιωματικών και ότι οι εν λόγω αξιωματικοί αποτελούν την ηθική συνείδηση του Έθνους με επεμβατικό δικαίωμα στα πολιτικά πράγματα της χώρας.

Ο συγγραφέας φιλότιμα προσπαθεί να αποδώσει ευθύνες για την πολιτική αστάθεια του μεσοπολέμου στην Ελλάδα όχι μόνο στην βενιζελική παράταξη, όπου φυσικά κυρίως ανήκουν λόγω της πολιτικής της υπεροχής την εποχή εκείνη, αλλά και στην αντιβενιζελική παράταξη, στιγματίζοντας την προσκόλλησή της στην παρελθοντολογία. Κάτι που τιμά ιδιαίτερα τον συγγραφέα ενόψει των εικαζόμενων συμπαθειών του. Παρουσιάζει επίσης με επαινετή σαφήνεια τις στρατιωτικές φατρίες της εποχής καθώς και την οργάνωση και τον τρόπο δράσης του Στρατιωτικού Συνδέσμου αλλά και των συνωμοτικών οργανώσεων των στελεχών.

Όμως ο συντάκτης του παρόντος άρθρου, με την ιδιότητα του ως νομικού, αισθάνεται υποχρεωμένος να θίξει ένα ζήτημα που μπορεί να καταστήσει το σύγγραμμα ευάλωτο σε κριτική για μονομέρεια, κατηγορία που θα είχε ενδεχομένως σκοπό να εκμηδενίσει τα τόσα θετικά του έργου. Και αναφέρομαι στην συχνή αρνητική αναφορά και σχολιασμό του γεγονότος ότι η αβασίλευτη Β΄ Ελληνική Δημοκρατία ουσιαστικά επιβλήθηκε με τη δύναμη των λογχών του Στρατού, καθώς και της αποδοχής και επικρότησης του γεγονότος αυτού από τον Παπαναστασίου. Άλλωστε η κατάσταση αυτή αποτέλεσε την κύρια πηγή αντιπολιτευτικών επιχειρημάτων της αντιβενιζελικής παράταξης που αυτοπαρουσιαζόταν έτσι ως εγγυητής της συνταγματικής τάξης, ενώ στο κέντρο οι μετριοπαθείς Φιλελεύθεροι αδυνατούσαν να προβάλουν μια ρητή αποδοχή ή καταδίκη της στρατιωτικής αυτής επιβολής.

Το ιστορικό πρόβλημα της σύγκρουσης μεταξύ του δημοκρατικού αιτήματος και των αρχών του κράτους δικαίου είναι πολύ ευρύ και παρουσιάζεται όχι μόνο στην ελληνική ιστορία αλλά και διεθνώς ήδη από τα πρώτα βήματα της Γαλλικής Επανάστασης και εμφανίζεται ακόμα πιο έντονα όταν τίθεται ταυτόχρονα με το ζήτημα της κατάργησης του θεσμού του κληρονομικού ανώτατου άρχοντα (όπως και στη Γαλλική Επανάσταση). Αποτελεί κεντρικό ζήτημα τόσο της πολιτειολογίας όσο και της θεωρίας του συνταγματικού δικαίου. Διακριτές οι έννοιες της «δημοκρατίας» και της «συνταγματικότητας» που επικαλείτο τότε η αντιβενιζελική παράταξη. Σήμερα έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε αυτονόητη την αρμονική συνύπαρξη των αρχών αυτών και μάλιστα σε βαθμό που η μια εγγυάται την εφαρμογή της άλλης. Όμως αν ερευνήσουμε στο παρελθόν, χρησιμοποιώντας μια πιο ευρεία έννοια συνταγματικότητα θα ανακαλύψουμε ότι ακόμα και φεουδαρχικά καθεστώτα είχαν ένα οιονεί και κατά κανόνα εθιμικό σύνταγμα και κάποια θεσμοθετημένα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, τουλάχιστον για τμήμα του πληθυσμού ή διαφορετικά δικαιώματα και υποχρεώσεις για διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Όμως κατά κανόνα οι συνταγματικές αλλαγές, ακόμα και κυρίως αυτές που συντέλεσαν στην εμπέδωση των σημερινών συνταγματικών ελευθεριών για το σύνολο του πληθυσμού,  συνέβησαν με ανατροπές. Επομένως, ναι μεν ορθά παρουσιάζεται η φιλοβασιλική πλευρά ως «συνταγματική», όπως αποκαλούσε η ίδια τον εαυτό της τότε, με την έννοια ότι πρωτίστως εμφανιζόταν να ενδιαφέρεται για την προάσπιση του κράτους δικαίου και της συνταγματικής συνέχειας και νομικής ασφάλειας. Από την άλλη όμως, η στάση του Παπαναστασίου ήταν απολύτως αναμενόμενη για μια χώρα με πολιτικές παραδόσεις που επηρεάζονταν κυρίως από τα γαλλικά πρότυπα. Θα ήταν ίσως λίγο πιο ακριβοδίκαιο να εκβαθύνει ο συγγραφέας στο «δίκαιο» και τη «λογική» της κάθε πλευράς τονίζοντας τις υπερβολές και των δύο, ενώ τώρα μπορεί να θεωρηθεί, λόγω του υπερτονισμού των αντιφάσεων στη στάση του Παπαναστασίου, ότι κλίνει αποκλειστικά προς τη μια πλευρά.

Ο Παπαναστασίου εμφανίζεται στο βιβλίο -χωρίς να μπορεί να αντιλέξει κανείς πολλά ενόψει
των ρητών δηλώσεών του- να θέλει να επιβάλλει με το Στρατό τη δημοκρατία ακόμα και χωρίς να τη θέλει ο λαός. Μήπως όμως κι ο Βενιζέλος δεν μοιάζει στην αμέσως προηγούμενη περίοδο να επιθυμεί να μας εμπλέξει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην Μικρά Ασία παρά την έλλειψη ενθουσιασμού από το λαό να προβεί στις απαιτούμενες θυσίες (κάτι που συνήθως αποσιωπάται); Μήπως ο Κωνσταντίνος Α΄ δεν φέρεται να επικαλέστηκε το συνταγματικά ανύπαρκτο προνόμιο της "ελέω Θεού" βασιλείας για να επιβάλλει τις δικές του απόψεις, ξεχνώντας ότι αντίθετα με τις -έστω και τυπικά ακόμα- συνταγματικές μοναρχίες της Γερμανίας και της Αγγλίας, η Ελλάδα είχε ήδη από τότε επισήμως βασιλευόμενη δημοκρατία με λαϊκή κυριαρχία και όχι κυρίαρχο ελέω Θεού βασιλέα. Όλοι οι προαναφερόμενοι «έβλαπταν την Συρία», ίσως όχι ακριβώς το ίδιο, αλλά και είχαν ο καθένας τους δικούς του μερικά βάσιμους λόγους για τη στάση τους. Το δε πολιτικό μας σύστημα δεν μπόρεσε να βρει τότε τη σωστή ισορροπία μεταξύ του αιτήματος του εκδημοκρατισμού και του σεβασμού του κράτους δικαίου, κάτι που σήμερα φαντάζει πολύ πιο αυτονόητο. Αυτή η αδυναμία εξισορρόπησης όμως παρατηρείται σε πολλά άλλα κράτη εκείνη την περίοδο. Και μάλιστα, όπως και στην Ελλάδα, συνδυάζεται με τις ενέργειες πολιτικών προσωπικοτήτων με υπερβολική αυτοπεποίθηση, ισχυρογνωμοσύνη (παρά τις ενδεχόμενες εκ βάθρων αλλαγές απόψεων κατά την πορεία τους) και πίστη στις ηγετικές τους ικανότητες. Η περιγραφή αυτή ταιριάζει σε όλους τους προαναφερόμενους και στο Μεταξά, αν κι εκείνος παρουσιάζει και κάποιες στιγμές ταπεινοφροσύνης και ανασφάλειας, τουλάχιστον στις ημερολογιακές εκμυστηρεύσεις του.

Όσο για το γεγονός ότι ο Παπαναστασίου δεν δίσταζε να στηρίζεται στο Στρατό, ας υπενθυμιστεί ότι και ο Μεταξάς δεν δίσταζε να υποστηρίζει την εποχή εκείνη την πλήρη κατάργηση του Στρατού και την αντικατάσταση του με πολιτοφυλακή ελβετικού τύπου (φαίνεται απίστευτο αλλά τότε οι φιλομεταξικοί κύκλοι υποστήριζαν τέτοιες απόψεις στα πλαίσια του προεκλογικού αγώνα) μάλλον προκειμένου να στείλει στην ανεργία τους βενιζελικούς αξιωματικούς. Δηλαδή, ο μεν Παπαναστασίου ξαφνικά «ερωτεύτηκε» τον στρατιωτικό θεσμό, επειδή και όσο τον στήριζε, ο δε Μεταξάς, εν αποστρατεία στρατιωτικός ο ίδιος, ξαφνικά ήθελε να τον καταργήσει. Και οι δύο στάσεις μαρτυρούν έλλειψη σεβασμού σε ένα βασικό εθνικό θεσμό καθώς η στάση και των δύο πλευρών καθοριζόταν βάσει στιγμιαίων προσωπικών συμφερόντων. Στις τότε απόψεις του Μεταξά πρέπει να αποδοθεί και το περιεχόμενο του αναφερόμενου στο βιβλίο δημοσιεύματος της μεταξικής εφημερίδας "Νέα Ημέρα" περί υπερβολικών δαπανών και αριθμού στελεχών του Ελληνικού Στρατού που, όπως θα φανεί στη συνέχεια, απλά αποτελεί προπαγάνδα για στήριξη των τότε θέσεων του Μεταξά. Εδώ πρέπει να υπενθυμιστούν οι κίνδυνοι που προαναφέρθηκαν σχετικά με τη χρήση δημοσιευμάτων από εφημερίδες τις εποχής. Χωρίς σε καμιά περίπτωση να υποτιμούνται τα επιτεύγματα και τα χαρίσματα του Μεταξά, δυστυχώς αυτή ήταν μια από τις πλέον άτυχες στιγμές του.

3. Προφανώς όμως ο συγγραφέας ενδιαφερόταν για την άποψη μου, όχι τόσο με την ιδιότητα μου ως νομικού, αλλά ως ερευνητή της ιστορίας της οργάνωσης του Ελληνικού Στρατού. Έτσι λοιπόν με ικανοποίηση διαπίστωσα ότι το βιβλίο παρουσιάζει αναλυτικά την προϊστορία της ίδρυσης (δηλαδή τις συναφείς μονάδες που αποτέλεσαν την οργανωτική βάση), τη θέσπιση και την οργάνωση των Δημοκρατικών Ταγμάτων στο μέγιστο βαθμό που επιτρέπουν οι μη εμπιστευτικές πηγές της εποχής και η μέχρι σήμερα ιστοριογραφία. Μάλιστα ο συγγραφέας φαίνεται να διαισθάνεται, με βάση το αρχειακό υλικό που εξέτασε, ότι πιθανόν να είναι αναγκαία μια αναθεώρηση των συμπερασμάτων της κλασσικής βιβλιογραφίας στο ζήτημα των προσπαθειών αναδιοργάνωσης και εξοπλισμού του Ελληνικού Στρατού στην περίοδο του Μεσοπολέμου.

Πράγματι, η διαίσθηση αυτή του συγγραφέα είναι πλήρως αιτιολογημένη και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ' όσο μάλλον ανέμενε. Η καθιερωμένη βιβλιογραφία παρουσιάζει την ακόλουθη εικόνα σε γενικές γραμμές:
-  Ο Πάγκαλος και ο Μεταξάς, αμφότεροι στρατιωτικοί δικτάτορες, εμφανίζονται ως οι μόνοι που ενδιαφέρθηκαν να προβούν σε αγορά εξοπλισμού την περίοδο 1923-40 ενώ οι πολιτικές κυβερνήσεις και οι στρατιωτικοί που τις υπηρέτησαν υποτίθεται αδιαφόρησαν. Αυτή είναι περίπου η κοινή συνισταμένη όλων των κλασσικών δευτερογενών πηγών, ειδικά όσων έχουν συνταχθεί από στρατιωτικούς. Εξυπηρετεί πλήρως τα στερεότυπα των Ελλήνων στρατιωτικών του Μεσοπολέμου και του Ψυχρού Πολέμου και ελπίζουμε όχι και των σημερινών. Επίσης εμφανίζοντας όλες τις πολιτικές κυβερνήσεις να ακολουθούν την ίδια πολιτική δεν προκύπτει η ανάγκη ειδικών κρίσεων για κάθε μια.
-  Οι μη στρατιωτικοί συγγραφείς συνήθως δεν αμφισβητούν την προαναφερόμενη θεώρηση τονίζουν όμως ότι οι εξοπλισμοί του Πάγκαλου δημιούργησαν δημοσιονομικό πρόβλημα. Οι πολιτικοί, σύμφωνα με αυτούς τους συγγραφείς, δεν προέβαιναν σε εξοπλισμούς για απόλυτα δικαιολογημένους δημοσιονομικούς λόγους. Αυτό εξυπηρετεί τα στερεότυπα των Ελλήνων πολιτικών του Μεσοπολέμου και του Ψυχρού Πολέμου και ελπίζουμε όχι και των σημερινών.
Έτσι μας δημιουργείται η ακόλουθη εντύπωση: α) όταν δεν είχαν τον αποφασιστικό λόγο οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί δεν γίνονταν, β) όταν αποφάσιζαν οι στρατιωτικοί γίνονταν εξοπλισμοί αλλά σε λάθος δημοσιονομική συγκυρία.

Το χειρότερο δεν είναι ότι είναι οι θεωρήσεις αυτές αντανακλούν στερεότυπα, αλλά ότι δεν ανταποκρίνονται σε αυτό που πράγματι συνέβη τότε και το οποίο μπορούμε να κρίνουμε πληρέστερα σήμερα λόγω πρόσβασής σε αρχειακό υλικό που δεν ήταν διαθέσιμο σε παλαιότερους ερευνητές, κυρίως για λόγους εμπιστευτικότητας. Δυστυχώς, η αδυναμία ακριβούς αποτύπωσης της εξοπλιστικής προσπάθειας 1923-1940 δεν οφείλεται μόνο στην έλλειψη πρόσβασης σε αξιόπιστες πρωτογενείς πηγές που συνήθως ήταν απόρρητες ή διάσπαρτες σε διαφορετικές αρχειακές συλλογές με αποτέλεσμα φιλότιμοι ερευνητές (Βερέμης) να αποταθούν σε αρχεία αλλοδαπών χωρών που όμως δεν είναι πάντα αξιόπιστα ως προς τα ελληνικά στρατιωτικά ζητήματα, αλλά και στην τάση ορισμένων συγγραφέων να εμφανίζονται ως έχοντες εσωτερική πληροφόρηση την οποίαν προφανώς δεν είχαν (Κορόζης) ή στην επικέντρωση του εκάστοτε συγγραφέα περισσότερο στην παρουσίαση των προσωπικών επιτευγμάτων και την προβολή ή απόκρουση κατηγοριών (Παπάγος, Καθενιώτης) ή στην συναφή με την αμέσως προηγούμενη προσπάθεια προβολής μιας μετριοπαθούς στάσης με παρασιώπηση ή μάλλον ασαφή έκθεση γεγονότων, για να μη θιγούν πρόσωπα ή ομάδες που εμπλέκονταν σε τέτοιες ιστοριογραφικές διαφωνίες (Τσακαλώτος).

Από το αρχειακό υλικό που σήμερα βρίσκεται στη διάθεση των ερευνητών απορρέει μια πολύ
διαφορετική εικόνα, η οποία αποτυπώνεται ως ένα βαθμό στις πιο σύγχρονες σχετικές συγγραφικές προσπάθειες όπως αυτές του Κ. Βλάσση. Μετά από την ολοκλήρωση των προσπαθειών για την ανασύνταξη των δυνάμεων που διασώθηκαν από την Μικρασιατική Καταστροφή που περιλάμβανε και την εσπευσμένη αγορά του απολύτως αναγκαίου εξοπλισμού για κάλυψη των άμεσων ελλείψεων της Στρατιάς Έβρου, άρχισε από τα τέλη του 1923 μια συνεχής και γιγαντιαία για τα δεδομένα της εποχής προσπάθεια επανεξοπλισμού από όλες τις κυβερνήσεις των ετών 1923-1927 και παρά τις απολύτως αντίξοες δημοσιονομικές συνθήκες. Επίσης καταβλήθηκαν προσπάθειες για τη θέσπιση νέου οργανισμού του στρατού αφού ακόμα παρέμενε τυπικά σε ισχύ ο οργανισμός του 1913 με μικρές τροποποιήσεις του 1917. Όπως θα δούμε παρακάτω αυτές οι προσπάθειες επηρέασαν και τον πολιτικό διάλογο αλλά και τις πολιτικές εξελίξεις της εποχής και δυστυχώς η μέχρι σήμερα αδυναμία της ιστοριογραφίας να τις αποτυπώσει με ακρίβεια εμποδίζει την κατανόηση και αξιολόγηση ορισμένων ιστορικών γεγονότων.

Για παράδειγμα, αν υπήρχε ήδη μια συστηματική εξιστόρηση των προσπαθειών αυτών, ο συγγραφέας των «Δημοκρατικών Ταγμάτων» θα είχε στη διάθεσή του περισσότερα στοιχεία για τους λόγους αποχώρησης του Κονδύλη από τη θέση του Υπουργού Στρατιωτικών της κυβέρνησης Παπαναστασίου. Μόλις ανέλαβε ο Παπαναστασίου την διακυβέρνηση συγκάλεσε Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο με συμμέτοχη του τότε Α/ΓΕΣ (Κλάδου), των διοικητών ΣΣ, του Υπουργού Στρατιωτικών (Κονδύλη) και του ιδίου του πρωθυπουργού. Εκεί ο Κλάδος παρουσίασε το σχέδιο του για την ανασυγκρότηση του ΕΣ στη βάση 6 Σωμάτων Στρατού (ή Ομάδων Μεραρχιών όπως ονομάζονταν στο σχέδιο αυτό) με 15 Μεραρχίες Πεζικού, καθώς και έναρξη της οχύρωσης της Θεσσαλονίκης και όλων των συνόρων Δηλαδή σε γενικής γραμμές επικύρωση και εκσυγχρονισμός του οργανισμού και του σχεδίου οχύρωσης των συνόρων του 1913 (που σε μεγάλο βαθμό βασίζονταν σε επιτελική εργασία του Μεταξά). Επίσης πρότεινε να κατασκευαστεί εργοστάσιο φορητού οπλισμού (αυτό τελικά έγινε το 1975!) και ενδιάμεσα η Ελλάδα να προμηθευτεί φορητό οπλισμό από τις νικήτριες χώρες που είχαν αποθέματα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ήθελαν να απαλλαγούν από αυτά προσφέροντάς τα σε χαμηλές τιμές. Φυσικά τα όπλα αυτά ήταν μεταχειρισμένα, αλλά η προμήθεια αποσκοπούσε μόνο στην προσωρινή κάλυψη των αναγκών έως την έναρξη παραγωγής στη Ελλάδα ενός πιο σύγχρονου οπλισμού. Η προμήθεια του μεταχειρισμένου οπλισμού θα γινόταν εντός ελάχιστου χρόνου με μικρό κόστος. Συγκεκριμένα υπήρχε ανάγκη για τυφέκια και οπλοπολυβόλα, τα πολυβόλα ήταν επαρκή. Να σημειωθεί ότι ακριβώς τη μέθοδο αυτή της προσωρινής κάλυψης με μεταχειρισμένα όπλα και μετέπειτα ανάπτυξης της εγχώριας βιομηχανίας ακολούθησαν η Πολωνία, η Γιουγκοσλαβία και η Τσεχοσλοβακία, όλες χώρες που, όπως η Ελλάδα, εφάρμοζαν τις γαλλικές μεθόδους οργάνωσης του στρατού.

Όμως διέρρευσε στον Τύπο ότι κατά την συνάντηση αυτή, όπου προσκαλέστηκε και ο Πάγκαλος, παρόλο που δεν ήταν αρμόδιος υπουργός, διαφώνησε με τον Κονδύλη για το θέμα της επαναφοράς αποτάκτων, σε βαθμό που να απειλεί με παραίτηση.  Από τότε άρχισε να υποσκάπτει τη θέση του Κονδύλη με την υποστήριξη των αντιβενιζελικών εφημερίδων που έτσι θα είχαν σκανδαλολογικό υλικό. Αυτό επιτεύχθηκε με τη διαρροή του δήθεν σκανδάλου της αγοράς των μεταχειρισμένων τυφεκίων εξαναγκάζοντας τον υπεύθυνο αξιωματικό Χρόνη σε παραίτηση και αντικατάσταση από το Μοσχοβίτη. Επίσης διέρρευσε το δήθεν σκάνδαλο της αγοράς των μεταχειρισμένων οπλοπολυβόλων. Ηκυβέρνηση παραπαίουσα άφηνε ακάλυπτο τον Κονδύλη και αυτός αποχώρησε αμέσως μετά από την διαρροή αυτή. Επίσης τον άφηνε ακάλυπτο και στο θέμα της προώθησης του σχεδίου οργανισμού στρατού το οποίο βαλλόταν από τις μετριοπαθείς βενιζελικές και όλες τις αντιβενιζελικές εφημερίδες. Μάλιστα ο Κονδύλης επικαλούμενος διαρροή απορρήτων πληροφοριών ήθελε να τις λογοκρίνει. Τέλος, ο Παπαναστασίου διαφώνησε και με τον Κονδύλη όσον αφορά την αντιμετώπιση των εξεγέρσεων των υπηρετούντων κληρωτών που απαιτούσαν γρήγορη απόλυση ενόψει και της επικείμενης τότε μείωσης της θητείας. Και, ω του θαύματος, ο Παπαναστασίου τοποθέτησε τον Πάγκαλο Υπουργό Στρατιωτικών σε αντικατάσταση του Κονδύλη, κι ο Πάγκαλος αμέσως δήλωσε ότι δεν θα συνεχίσει το σχέδιο οργανισμού του Στρατού του Κονδύλη και ο Κλάδος αντικαταστάθηκε επίσης. Να σημειωθεί ότι ο Κονδύλης παραιτήθηκε αμέσως μόλις σημειώθηκε η αντίδραση στον οργανισμό του Στρατού και στο αίτημά του για λογοκρισία και κατάπνιξη της εξέγερσης των κληρωτών και ότι τα γεγονότα αυτά συμπίπτουν απόλυτα χρονικά. Πολιτικά η απόρριψη του σημαντικότερου στρατιωτικού νομοσχεδίου μπορούσε άλλωστε να εκληφθεί και ως έλλειψη εμπιστοσύνης στον αρμόδιο υπουργό. Όμως στο βιβλίο παρουσιάζεται σχεδόν αποκλειστικός υπεύθυνος ο Κονδύλης, ενώ ο Πάγκαλος φανερά υπέσκαπτε τη θέση του, για να καταστεί ο ίδιος απόλυτος κυρίαρχος στρατού και δυνάμεων ασφαλείας, ο δε Παπαναστασίου άφηνε ακάλυπτο τον Κονδύλη.

Επιστρατεύτηκε και άλλη μέθοδος αποτροπής του σχεδίου Κλάδου. Ενόψει εκλογών είχαν δοθεί υποσχέσεις από τους πολιτικούς αρχηγούς με τον Πάγκαλο να υπόσχεται τη μείωση σε 9μηνη θητεία από την τότε ισχύουσα 24μηνη και τον Μεταξά την πλήρη κατάργηση της θητείας με υιοθέτηση του ελβετικού μοντέλου οργάνωσης του στρατού. Μια εικόνα στρατιωτικών που πολιτεύονταν που σίγουρα ο αναγνώστης δεν αναμένει και η οποία δεν αναφέρεται στο βιβλίο φυσικά, καθώς η ιστοριογραφία δεν έχει φωτίσει επαρκώς τα ζητήματα αυτά.

Το σχέδιο Κλάδου για να εφαρμοστεί απαιτούσε τουλάχιστον 18μηνη ή καλύτερα διατήρηση 24μηνης θητείας. Επίσης προέβλεπε την μεταφορά των περισσότερων μονάδων του εξωτερικού στα σύνορα. Τότε ο κληρωτός έκανε θητεία τον περισσότερο χρόνο κοντά σχετικά στον τόπο καταγωγής του με συχνές εξόδους. Επειδή πλέον μετά από τέτοιες υποσχέσεις η διατήρηση 24μηνης θητείας ή έστω 18μηνης αλλά με πολύ περισσότερο χρόνο στα σύνορα είχε καταστεί ζήτημα τεράστιου πολιτικού κόστους, όπως μαρτυρούν και οι εξεγέρσεις των ήδη υπηρετούντων, οι προσκείμενοι σε Σοφούλη, Καφαντάρη και Μιχαλακόπουλο μετριοπαθείς στρατιωτικοί (προεξάρχοντος του Αλ. Μαζαράκη) πρότειναν την δημιουργία στρατού ειρήνης με μόλις 12 Μεραρχίες Πεζικού και 18μηνη θητεία χωρίς μεταφορά μονάδων στα σύνορα μεν, αλλά με πλήρως σύγχρονο εξοπλισμό και χωρίς να απαιτείται αξιοποίηση του μεταχειρισμένου υλικού.

Όσες αντιρρήσεις και να έχει κανείς για το σχέδιο αυτό δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι τόσο ο Μαζαράκης ως Α/ΓΕΣ όσο και οι Μιχαλακόπουλος και Γόντικας το εφάρμοσαν με μεγάλη αποφασιστικότητα προβαίνοντας σε πολλές παραγγελίες και δρομολογώντας τις υπόλοιπες προμήεθιες που ο Πάγκαλος παρουσίασε τόσο τις πρώτες όσο και τις δεύτερες ως αποκλειστικά δικές του πρωτοβουλίες. Στην πραγματικότητα το σύνολο σχεδόν του ορειβατικού και βαρέως πυροβολικού με το οποίο πολέμησε η Ελλάδα το 1940 παραγγέλθηκε με συμβάσεις που υπογράφηκαν στο σύνολό τους πριν την ανάληψη της εξουσίας από τον Πάγκαλο. Αλλά και ο διαγωνισμός για τα πολυβόλα και οπλοπολυβόλα είχε ήδη δρομολογηθεί και προβλεπόταν να αποφασιστεί η αγορά του εντός του 1925. Το ίδιο ίσχυε και για τα τυφέκια και θα επακολουθούσαν τα ρυμουλκά για το βαρύ πυροβολικό. Επίσης είχαν ήδη αγοραστεί κάποια τυφέκια, καθώς και κάνες για την επιδιόρθωση του μεγάλου αριθμού φθαρμένων τυφεκίων που διέθετε τότε ο στρατός. Οι πόροι για όλες αυτές τις παραγγελίες είχαν εξασφαλιστεί στα πλαίσια του προϋπολογισμού. Ο Πάγκαλος απλά βρήκε έτοιμα τα σχέδια και τις προσφορές και ολοκλήρωσε εσπευσμένα τις διαδικασίες για να παρουσιάσει τις προμήθειες ως δικό του αποκλειστικό επίτευγμα. Όμως και η προηγούμενη κυβέρνηση να είχε παραμείνει στην εξουσία οι ίδιες προμήθειες θα είχαν γίνει αφού ήταν προαποφασισμένες. Πριν προβεί στο κίνημα, για προετοιμασία του κλίματος, κατηγορούσε τις πολιτικές κυβερνήσεις ότι δεν προβαίνουν σε προμήθειες του αναγκαίου εξοπλισμού. Οι κυβερνήσεις δεν μπορούσαν να του απαντήσουν δημόσια γιατί η Ελλάδα που λάμβανε προσφυγικά δάνεια δεν μπορούσε να εμφανίζεται συγχρόνως να πραγματοποιεί αγορές οπλισμού και μάλιστα σε περίοδο παγκόσμιας ειρήνης, κι επομένως αυτές έπρεπε να τηρηθούν απόρρητες. Μάλιστα συγχρόνως λειτουργούσε και επιτροπή μελέτης της οχύρωσης της Θεσσαλονίκης. Επομένως τα αυξημένα έξοδα στα οποία αναφέρεται το δημοσίευμα της «Νέας Ημέρας» στην πραγματικότητα περιλάμβαναν συγκαλυμμένες δαπάνες αγοράς οπλισμού και οχύρωσης αντίθετα με τους ισχυρισμούς του δημοσιεύματος. Ο αριθμός των στελεχών έπρεπε κατά πάγια πρακτική της εποχής να καλύπτει τις επιστρατευτικές ανάγκες κι όχι τις ανάγκες ειρήνης. Οι Ιταλοί που παρουσιάζονται στο δημοσίευμα ως παράδειγμα πρώτον είχαν εκείνη την εποχή προβεί σε περικοπές που σχεδόν αμέσως μετά ανέτρεψαν και δεύτερον βρήκαν μπροστά τους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα προβλήματα που δημιούργησε η έλλειψη στελεχών. Επομένως το δημοσίευμα της «Νέας Ημέρας» είναι ανακριβές, προπαγανδιστικό στα πλαίσια της εκστρατείας του Μεταξά για κατάργηση της θητείας και ενδεχομένως και θρασύ γιατί δεν μπορούσε να διαψευσθεί παρά μόνο με την αποκάλυψη των απόρρητων διαδικασιών αγοράς εξοπλισμού που πολύ πιθανόν να ήταν ήδη γνωστές στους συντάκτες του άρθρου.

Πάντως στο βιβλίο πολύ σωστά αναφέρεται ότι ο Γόντικας στο οργανισμό του Στρατού των 12 Μεραρχιών που κατέθεσε ως Υπουργός Στρατιωτικών συμπεριέλαβε τα Δημοκρατικά Τάγματα ως "τάγματα εκπαιδεύσεως". Αυτό που δεν αναφέρεται είναι ότι λίγο πιο πριν, τον Οκτώβριο του 1924, είχε έρθει ως προπομπός της Γαλλικής Στρατιωτικής Αποστολής ο Στρατηγός Γκιγιωμά, πρώην διοικητής του Μακεδονικού Μετώπου, ο οποίος αφού επιθεώρησε τον Ελληνικό Στρατό εξέδωσε έκθεση (που διέρρευσε στον τύπο) στην οποία μεταξύ άλλων αναφερόταν στις προτάσεις του για τον οργανισμό του Ελληνικού Στρατού. Μεταξύ άλλων ενέκρινε τις 12 Μεραρχίες ως ιδανικό μέγεθος του στρατού ειρηνικής σύνθεσης, απορρίπτοντας το ελβετικό μοντέλο και προτείνοντας την δημιουργία 4 ταγμάτων εθελοντών μοιρασμένων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Έτσι τα Δημοκρατικά Τάγματα νομιμοποιήθηκαν και από τη Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή και γι' αυτό αναφέρονται ως τάγματα εκπαιδεύσεως στο μετέπειτα οργανισμό του Γόντικα. Ο οργανισμός αυτός δεν πρόλαβε να ψηφιστεί πριν το κίνημα του Πάγκαλου, αλλά σε κάθε περίπτωση η μέχρι τότε αποστολή και διαγωγή των Δημοκρατικών Ταγμάτων τα καθιστούσε παντελώς ανίκανα να επωμιστούν τον ρόλο αυτό. Άλλωστε η κακή εμπειρία με τα εθελοντικά αυτά τάγματα εξακολούθησε να επηρεάζει την πολιτική συζήτηση για την οργάνωση του Στρατού σε βαθμό που ακόμα και όταν το 1933 προτάθηκε η δημιουργία ταγμάτων προκάλυψης από εθελοντές ο τύπος αντέδρασε φοβούμενος ότι θα αποτελέσουν πραιτοριανούς της κυβέρνησης. Μια ακόμα αρνητική επίπτωση της δράσης των Δημοκρατικών Ταγμάτων.


Φυσικά, επειδή αναγκαστικά βασίζεται ο συγγραφέας στην υφιστάμενη ιστοριογραφία, στο βιβλίο γίνονται αναφορές στην κακή δημοσιονομική διαχείριση του Πάγκαλου ως απορρέουσα σε σημαντικό βαθμό από τους εξοπλισμούς που προμηθεύτηκε το καθεστώς του. Εδώ είναι αναγκαία μια πιο ισορροπημένη αποτίμηση της επίδρασης του Πάγκαλου στον επανεξοπλισμό. Ο Πάγκαλος καταλαμβάνοντας την εξουσία πρώτα προσπάθησε να μειώσει την θητεία (το 1924 είχε ταχθεί υπέρ της 9μηνης, τώρα θα θέσπιζε αρχικά τη 12μηνη από 18μηνη που ήταν όταν ανέλαβε την εξουσία. Από αυτό προκύπτει ότι τότε ακόμα δεν επιδίωκε άμεσες πολεμικές περιπέτειες. Οι στρατιωτικοί αντέδρασαν με δημοσιεύσεις. Αναφέρεται στο βιβλίο η επιβολή του κατοχυρωτικού νόμου εις βάρος των Βεντήρη κλπ., αλλά δεν αναφέρεται ποιο ήταν το σχετικό δημοσίευμα. Το δημοσίευμα που προκάλεσε την εφαρμογή του νόμου αυτού από τον Πάγκαλο ήταν η αντίδραση με άρθρο του Α. Μαζαράκη στον τύπο κατά της μείωσης της θητείας. Στη συνέχεια ο Πάγκαλος εξόκειλε στην δημοσιονομική διαχείριση και αυτό δύσκολα μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στους εξοπλισμούς, αφού αυτοί που πραγματοποιήθηκαν εντός του 1925 είχαν δρομολογηθεί πριν την ανάληψη της εξουσίας από τον ίδιο και οι σχετικοί πόροι είχαν ήδη εξασφαλιστεί και εγγραφεί στον προϋπολογισμό που είχε συνταχθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. Ενδεχομένως όμως να συντέλεσαν οι πρόσθετοι εξοπλισμοί στους οποίους προχώρησε το 1926 ο Πάγκαλος, ειδικά για το Ναυτικό. Ως συνέπεια της κακής δημοσιονομικής διαχείρισης όπως αναφέρεται ορθά στο βιβλίο προέκυψε η ανάγκη να ακυρωθούν συμβάσεις αγοράς οπλισμού. Ευτυχώς, τόσο η κυβέρνηση Κονδύλη όσο και η οικουμενική κυβέρνηση που διαδέχθηκαν το καθεστώς Πάγκαλου, παρά τις απείρως πιο δύσκολες δημοσιονομικές συνθήκες για τις οποίες ευθυνόταν η διακυβέρνηση Πάγκαλου, επαναφέρανε σε ισχύ τις συμβάσεις και κατακύρωσαν το διαγωνισμό των ρυμουλκών. Ο Αλ. Μαζαράκης χαρακτηριστικά κρίνει ότι ο Πάγκαλος όχι μόνο δεν ωφέλησε αλλά έβλαψε τον Στρατό με τη διακυβέρνησή του. Μοίρασε όμως αθρόα βαθμούς και παράσημα και έτσι κέρδισε την εύνοια των νεαρών αξιωματικών που στη συνέχεια ήταν πιο δεκτικοί να πιστεύουν και να διαιωνίζουν τις διαδόσεις ότι ο Πάγκαλος παρήγγειλε όλο τον εξοπλισμό. Πάντως σωστά επισημαίνεται στο βιβλίο ότι όλες οι κατηγορίες για σκανδαλώδεις συμβάσεις που υπογράφηκαν επί Πάγκαλου δεν ήταν πάντοτε ακριβείς, αλλά εντάσσονταν και στην μικροπολιτική διαμάχη της εποχής. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της αγοράς των στρατιωτικών φορτηγών από τη Γερμανία που μετά από σωρεία κατηγοριών κατά του Πάγκαλου τελικά εκτελέστηκε πλήρως από τις μετέπειτα κυβερνήσεις.

Τέλος, ενώ το βιβλίο περιλαμβάνει παράρτημα με τη σύνθεση των Ταγμάτων Κυνηγών, δεν αναφέρονται λεπτομέρειες για τη σύνθεση των υπομονάδων των Δημοκρατικών Ταγμάτων, κάτι το αναμενόμενο αφού οι σχετικοί πίνακες είναι δυσεύρετοι. Με βάση τους πίνακες συνθέσεως του Οργανισμού του Στρατού του 1926 κάθε Δημοκρατικό Τάγμα περιλάμβανε το επιτελείο του (1 αντισυνταγματάρχης, 1 ταγματάρχης, 4 υπολοχαγοί, 1 ανθυπασπιστής, 3 λοχίες, 5 δεκανείς και 29 στρατιώτες διάφορων ειδικοτήτων, όπως τηλεφωνητές, γραφείς, αγγελιοφόροι, καθώς και 5 ιππήλατα οχήματα) και 3 λόχους πεζικού. Επίσης, τα μεν Α και Δ Τάγματα διέθεταν από 1 λόχο πολυβόλων το καθένα, το Γ Τάγμα (Θεσσαλονίκης) 1 λόχο πολυβόλων και 1 διμοιρία τεθωρακισμένων αυτοκινήτων, ενώ το Β Τάγμα αντί λόχου πολυβόλων διέθετε 1 λόχο τεθωρακισμένων αυτοκινήτων. Η ομάδα διοίκησης του λόχου πεζικού ή του λόχου πολυβόλων περιλάμβανε 1 λοχαγό, 1 επιλοχία, 1 λοχία σιτιστή, 1 δεκανέα βοηθό σιτιστή, 1 δεκανέα συσσιτιάρχη, 2 στρατιώτες μαγείρους, 2 στρατιώτες σαλπιγκτές και 3 στρατιώτες με τις ειδικότητες του ράπτη, κουρέα και υποδηματοποιού αντίστοιχα. Η ομάδα διοίκησης του λόχου τεθωρακισμένων είχε την ίδια σύνθεση με την προσθήκη 1 δεκανέα οπλοδιορθωτή, 1 δεκανέα νοσοκόμου και 2 στρατιωτών εφαρμοστών (δηλαδή τεχνιτών αυτοκινήτων). Ο λόχος πεζικού διέθετε 3 διμοιρίες, ενώ με απόφαση υπουργού μπορούσαν να αυξηθούν σε 4. Κάθε διμοιρία πεζικού περιλάμβανε τον διμοιρίτη (υπολοχαγό ή ανθυπολοχαγό) και 3 ομάδες μάχης κάθε μια με 1 λοχία ομαδάρχη, το στοιχείο οπλοπολυβόλου (1 δεκανέας, 1 στρατιώτης σκοπευτής και 4 στρατιώτες προμηθευτές) και το στοιχείο ακροβολιστών (1 δεκανέας, 1 στρατιώτης οπλοβομβιστής και 4 στρατιώτες ακροβολιστές). Επομένως κάθε λόχος πεζικού περιλάμβανε 9 οπλοπολυβόλα (πιθανότατα CSRG υποδ. 1915) και 9 βομβιδοβόλα VB επί τυφεκίου Lebel αν είχε 3 διμοιρίες ή 12 οπλοπολυβόλα και 12 βομβιδοβόλα αν είχε 4 διμοιρίες. Ο λόχος πολυβόλων είχε 2 διμοιρίες, κάθε μια με το διμοιρίτη της (υπολοχαγό ή ανθυπολοχαγό) και 2 ομάδες με 1 λοχία ομαδάρχη, 1 δεκανέα διοικητή κλιμακίου πυρομαχικών, 2 στρατιώτες (τηλεμετρητή και οπλοδιορθωτή) και 2 στοιχεία πολυβόλων κάθε ένα με 1 δεκανέα αρχηγό στοιχείου και 5 στρατιώτες (σκοπευτή, γεμιστή, προμηθευτή και 2 ημιονηγούς για τον ημίονο μεταφοράς πολυβόλου και τον ημίονο μεταφοράς πυρομαχικών αντίστοιχα). Αν το στοιχείο ήταν εξοπλισμένο με πολυβόλο Saint Etienne υποδ. 1907T προβλεπόταν 1 ακόμα στρατιώτης (βοηθός γεμιστής) σε κάθε στοιχείο. Επομένως ο λόχος πολυβόλων ήταν εξοπλισμένος με 8 πολυβόλα, 4 τηλέμετρα και 16 ημίονους. Τέλος, ο λόχος τεθωρακισμένων αυτοκινήτων διέθετε 4 διμοιρίες και κάθε διμοιρία είχε 2 τεθωρακισμένα αυτοκίνητα. Κάθε τεθωρακισμένο αυτοκίνητο διοικείτο από έναν υπολοχαγό ή ανθυπολοχαγό και περιλάμβανε α) το στοιχείο βολής με 1 λοχία οπλοβομβιστή, 2 δεκανείς σκοπευτές πολυβόλων, 2 στρατιώτες γεμιστές πολυβόλων και χειροβομβιστές, 3 στρατιώτες σκοπευτές οπλοπολυβόλων, 1 στρατιώτη οδηγό και 1 στρατιώτη βοηθό οδηγού και β) την ομάδα συνοδείας με 1 λοχία, 1 δεκανέα και 8 στρατιώτες ακροβολιστές. Συνεπώς κάθε τεθωρακισμένο αυτοκίνητο ήταν εξοπλισμένο με 2 πολυβόλα, 3 οπλοπολυβόλα και 1 βομβιδοβόλο. Συνολικά ο λόχος του Β΄Τάγματος διέθετε 8 τεθωρακισμένα αυτοκίνητα, ενώ η διμοιρία του Γ΄ Τάγματος 2 τεθωρακισμένα αυτοκίνητα. Η εσωτερική οργάνωση των λόχων πεζικού και λόχων πολυβόλων των Δημοκρατικών Ταγμάτων παρουσιάζεται παρόμοια με αυτή των κοινών ταγμάτων πεζικού ειρηνικής σύνθεσης και αντανακλά τη γαλλική επίδραση στην οργανωτική δομή του Ελληνικού Στρατού.

Σχόλια

"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας