Το ξεκίνημα της μεγάλης Ελληνικής εξόρμησης του Α΄ Βαλκανικού πολέμου (5 Οκτωβρίου 1912)

(από το βιβλίο του κ. Σαραντόπουλου "Εμπρός δια της Λόγχης - Η μεγάλη εξόρμηση (1912-1913)")


Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 1912

Η ένδειξη στο τηλεγράφημα ήταν «Μακεδονικόν Μέτωπον». Αποστολέας ήταν ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, παραλήπτης ο Βασιλέας Γεώργιος, ημερομηνία 5 Οκτωβρίου 1912.
Την ίδια ώρα που ο Υπασπιστής Υπηρεσίας Κυριάκος Κουρουμπλής, έτρεχε στους διαδρόμους των Ανακτόρων [1] ζητωκραυγάζοντας, να δώσει στον Γεώργιο το τηλεγράφημα, εκείνος άκουγε ήδη τα νέα από τον Υπασπιστή του Διαδόχου Ζυμβρακάκη, που είχε ενημερωθεί από τον ίδιο τον Βενιζέλο:
«Ο πόλεμος με την Τουρκίαν ήρχισεν.»
Συγκινημένος ο Βασιλιάς, έβγαλε από το συρτάρι του γραφείου του ένα ασημένιο νόμισμα, και «ασήμωσε» τον Ζυμβρακάκη για τα καλά νέα.

Την προηγούμενη νύχτα, στην 4η Μεραρχία που ήταν καταυλισμένη στο Βλοχό [2], ένα μικρό χωριό κοντά στα σύνορα [3], έφτασε από το Γενικό Στρατηγείο η πρώτη Διαταγή Επιχειρήσεων.
Επί τέλους. Τέρμα πια οι φήμες που σάρωναν το στρατόπεδο. Φήμες που είχαν γίνει πιο έντονες, όταν το πρωί της 4ης, στην επιθεώρηση του 9ου Συντάγματος, ο Μέραρχος Μοσχόπουλος έβγαλε ένα σύντομο λόγο στους άντρες, λέγοντας «ευρισκόμεθα εις τας παραμονάς μεγάλων γεγονότων, κατά τα οποία η Πατρίς θ’ απήτει από τα τέκνα της πιστήν και εύορκον εκπλήρωσιν των καθηκόντων των».
Αυτή η «πιστή και εύορκος εκπλήρωσις» έκανε τον γύρο του καταυλισμού με ταχύτητα φωτός.
«Ημείς θα του κπληρώσουμι κι οι Τούρκοι θα πληρώσουνι τα κρίματά τς» είπε ένας Λοχίας του Ευζωνικού, και το έξυπνο λογοπαίγνιο έφτασε στα αυτιά όλων.
Το μεσημέρι, την ώρα του συσσιτίου, κρέας βραστό με ρύζι, θαρρείς και είχε ανοίξει η όρεξη ολωνών.
«Τάτατα τατό … τάτατα τατό» κάλεσε η σάλπιγγα για το γεύμα …
«Άιντε παιδιά, ετοιμαστείτε για συσσίτιο» φώναξε ο Επιλοχίας, «έχει κρέας απόψε που δεν το φάγατε ούτε στο σπίτι σας».
«Έχει και κρασί κυρ Επιλοχία;»
«Όχι, σαμπάνια έχει για την εξοχότητά σου Μπρεζεράκο, επειδή το κρασί σε πειράζει»
«Τάτατα τατό … τάτατα τατό»
«Εμπρός λοιπόν τι κάθεστε; Ποια Διμοιρία έχει σήμερα σειρά;»
«Η τρίτη κυρ Επιλοχία»
«Όχι η πρώτη …»
«Πάλι η πρώτη, εμείς έχουμε ένα μήνα να πάρουμε πρώτοι συσσίτιο, η τρίτη έχει σειρά κύριε Επιλοχία …»
«Αφού μαλώνετε, θα πάρει η δευτέρα … εμπρός ο Διμοιρίτης της δευτέρας να πάρει τους άντρες του»
«Ζυγήτ’ επί δεξιά … κλίνατε επ’ αριστερά»
«Όχι μπουλούκια μωρέ ζαγάρια, ένας ένας …»
«Ηλιόπουλε ετοιμάζεσαι για φυλακή πάλι μου φαίνεται. Στη σειρά σου!»
«Δεν έχω καραβάνα κυρ Επιλοχία»
«Και τι έχεις εσύ μωρέ ζωντόβολο;»
«Έχω ένα μάνλιχερ που ξαπλώνει Τούρκο από χίλια μέτρα, δώσε μας τη διαταγή κυρ Επιλοχία όταν έρθει η ώρα και θα βρω και καραβάνα και παγούρι με ρακί …»
«Άιντε βρε χαλάλι σου, έχε χάρη που είσαι καλός στο σημάδι, πέρνα μπροστά» και με τις επευφημίες της Διμοιρίας ο Ηλιόπουλος σερβίρεται με … στυλ, σε ένα τσίγκινο πιάτο που με μία κίνηση ταχυδακτυλουργική έβγαλε μέσα από το χιτώνιο.
«Δημήτρη, τις ψείρες διώξε, μη σου φάνε αυτές το φαγητό» τον πείραξε το φιλαράκι του ο Ζωντανός.
«Τις ταΐζω κι αυτές, νάναι χορτάτες, να μην τρώνε εμένα».

Ο Έλληνας στρατιώτης … πάντα έτοιμος για αταξίες, πάντα έτοιμος για αστεία, πάντα έτοιμος να καυγαδίσει με τους διπλανούς του, αλλά πάντα γεμάτος αγάπη πραγματική για αυτούς και πάντα έτοιμος να συμφιλιωθεί. Και τώρα αστειευόταν, μια μέρα πριν αρχίσουν οι μάχες.
Με κουβέντα, καλαμπούρια, αλλά και καθάρισμα των όπλων, ακόνισμα των λογχών και τακτοποίηση του γυλιού πέρασε το απόγευμα, και η νύχτα ήρθε να διώξει την ένταση, ρίχνοντας το 9ο Σύνταγμα σε ένα μακάριο ύπνο. Από την κήρυξη της Γενικής Επιστράτευσης στις 17 Σεπτεμβρίου, το Σύνταγμα ήταν συνεχώς σε κίνηση. Αφού ολοκλήρωσε την επιστράτευσή του και τον εφοδιασμό του, απέπλευσε από την Καλαμάτα στις 25 Σεπτεμβρίου 1912 με προορισμό τον Βόλο, με τα πλοία «ΕΡΥΣΣΟΣ», «ΑΡΓΟΛΙΣ», «ΜΥΚΑΛΗ» και «ΚΑΛΥΨΩ». Στις 28 κινήθηκε οδικά από τον Βόλο, αρχικά προς το Βελεστίνο, στις 29 στη Χάλκη [4] και στις 30 στο Πέτρινο και τον Άγιο Δημήτριο όπου καταυλίσθηκε προσωρινά, για να κινηθεί και πάλι στις 3 Οκτωβρίου προς τα χωριά του Κεραμιδιού και του Βλοχού Καρδίτσας.

Αλλά τον νεαρό Ανθυπολοχαγό Αριστείδη Ζέρβα, δεν τον έπιανε ο ύπνος τη νύχτα εκείνη. Στο ταβερνάκι του χωριού, δίπλα στο Στρατηγείο, παρέα με δυο άλλους Ανθυπολοχαγούς και μερικούς Υπαξιωματικούς, τσούγκριζαν τα ποτήρια τους.
«Άντε παιδιά και στην Πόλη, και στην Αγιά Σοφιά»
«Δόθηκε τελεσίγραφο στην Τουρκία … η Κρήτη ενώθηκε … θα βαδίσουμε προς τη Θεσσαλονίκη … πρώτη στάση στα Σέρβια …»
Και όλο φούντωνε η κουβέντα, όταν κατά τις 11, το μάτι τους πήρε τον νεαρό Ανθυπίλαρχο που έφτασε καλπάζοντας στο Στρατηγείο. Ξεπέζεψε σβέλτα από το άλογο, έδωσε τα χαλινάρια σε έναν Ιπποκόμο, και ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλοπάτια του «κονακιού», που ήταν το κατάλυμα του Επιτελείου της Μεραρχίας. Με μιας φωτίστηκαν όλα τα παράθυρα, και όλοι σταμάτησαν προσπαθώντας να μαντέψουν τα όσα συνέβαιναν εκεί μέσα.
«Τι γίνεται; Ξεκινάμε;»
Στο μπαλκόνι βγήκε ένας Ίλαρχος, Μάνος το όνομά του, φωνάζοντας:
«Λοχίας Υπηρεσίας !!!»
«Διατάξτε !!!» ακούστηκε η απάντηση του Λοχία που βγήκε μπουσουλώντας από το αντίσκηνό του, στην αυλή της αγροικίας.
«Να ετοιμαστούν αμέσως οι έφιπποι σύνδεσμοι»
«Μάλιστα !» απάντησε η σκιά και έφυγε τρέχοντας.

Μέσα στην αγροικία, στην μεγάλη κάμαρα, ο Μέραρχος μελετούσε έναν χάρτη και το μυαλό του ήταν στις κινήσεις της επόμενης μέρας. Στο διπλανό δωμάτιο, ο Λοχαγός Δέδες ο Υπασπιστής του, υπαγόρευε σε πέντε αγουροξυπνημένους γραφείς, πέντε διαφορετικές Διαταγές, προς πέντε διαφορετικές μονάδες, χαμηλόφωνα, να μην ταράξει τις σκέψεις του Στρατηγού. Παραδίπλα, δυο άλλοι αξιωματικοί του Επιτελείου κοιτούσανε τις τελευταίες λεπτομέρειες. Ο ένας, τολμηρός και ορμητικός, ο Λοχαγός Σκαρπαλέζος. Ο άλλος, το «alter ego» του, ο Υπολοχαγός Καλογεράς, προσηλωμένος στις λεπτομέρειες που μερικές φορές είναι τόσο σημαντικές, σκεπτικός, διστακτικός, προσεκτικός.
Και δίπλα τους, μορφή ήρεμη και εξισορροπητική, ο Επιτελάρχης της Μεραρχίας Αντισυνταγματάρχης Πίσσας. Χαμογελούσε ήρεμα, έχοντας εμπιστοσύνη και στους δύο, έχοντας πίστη στο Μέραρχο και στη Μεραρχία του, ότι αυτή τη φορά θα τα καταφέρουν σωστά. Ήξερε ότι τώρα ήταν έτοιμοι και προετοιμασμένοι, όχι σαν το 1897 που δεν είχαν ούτε οβίδες για τα κανόνια.
Τα τρία Συντάγματα Πεζικού της 4ης Μεραρχίας, το 8ο του Ναυπλίου, το 9ο της Καλαμάτας και το 11ο της Τρίπολης, ετοιμοπόλεμα, θα ξεχυθούν από αύριο κυνηγώντας τους Τούρκους από τα ιερά χώματα. Τη δύναμη της Μεραρχίας συμπλήρωναν το 4ο Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού που είχε έδρα στην Αθήνα, Διμοιρίες Πολυβόλων [5] και το 10ο , 11ο και 12ο Στρατολογικό Διαμέρισμα [6].

Μετά από λίγη ώρα, πέντε σύνδεσμοι πήραν τους φακέλους με τις Διαταγές, έκαναν το σταυρό τους, σπηρούνισαν τα άλογα και χάθηκαν στο σκοτάδι.
Ένα ασπρογάλαζο φως αναβόσβησε από τη μάντρα του κονακιού, ξαφνιάζοντας μερικούς στρατιώτες που είχαν πάει στο ποτάμι για νερό.
«Τι είναι βρε παιδιά; Τι γίνεται;»
«Ο οπτικός τηλέγραφος είναι βρε βόδι» ακούστηκε μια φωνή από το φως … ο Βελετάς που ήξερε από τέτοια …
«Τραβάτε στη δουλειά σας»
Μετά από λίγο, άλλο φως απάντησε από μια ράχη αντίκρυ. Πρώτες ώρες μετά τα μεσάνυχτα και όλος ο κάμπος του Βλοχού είχε γεμίσει φώτα, ανθρώπινες πυγολαμπίδες που διασταυρώνονταν μέσα στη νύχτα, τα φαναράκια των αξιωματικών και υπαξιωματικών που με βήμα γοργό πήγαιναν να ετοιμάσουν τους Λόχους και τις Διμοιρίες τους.
«Αυτό ήταν παιδιά, ξεκινήσαμε και δεν μας σταματάει τίποτα»
«Τι είναι ρε συνάδελφε; Έμαθες κάτι νεώτερο;»
«Το 8ο ξεκίνησε. Ένα Τάγμα διατάχθηκε να περάσει στο Τουρκικό έδαφος, στο Ελευθεροχώρι»
«Και τι κάνουμε εμείς του 9ου; Εδώ θα καθόμαστε;»
«Μη βιάζεσαι συνάδελφε, εμάς μας έχουν για πιο δύσκολα …»
«Να σε φιλήσω μωρέ … Ζήτω το Έθνος !!!»
«Ζήτω το Έθνος !!!»

Τα κάρα της Εφοδιοπομπής κατέβηκαν κιόλας στο δημόσιο δρόμο, κατά τα Ορφανά, που ήταν δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή, για να παραλάβουν εφόδια. Τα μαστίγια που σχίζανε τον αέρα, ο θόρυβος από τις ρόδες, πνίγανε τις φωνές των βαθμοφόρων. Το Μηχανικό επί ποδός, προσκλητήριο με φαναράκια μέσα στη νύχτα. Οι Ιππείς της Ημιλαρχίας [7] του Μεραρχιακού Ιππικού σελώνανε τα άλογά τους. Σκοτάδι ακόμη, ακούστηκε η φωνή του Ιλάρχου:
«Επί των ίππων !!!»
Τυλιγμένος στη γούνα του, πάνω σε ένα ωραίο ψαρί άλογο, μπήκε επί κεφαλής της πορείας.
«Ο Θεός μαζί σας» τους ξεπροβόδισε ένας Λοχίας, και το Μεραρχιακό Ιππικό έφυγε καλπάζοντας.

Άρχισε ο πόλεμος …
Με το παρακάτω άγγελμα του Βασιλέως Γεωργίου Α΄, με το οποίο κηρύχθηκε ο πόλεμος στον «προαιώνιο εχθρό»
«Προς τον λαόν μου,
Αι ιεραί υποχρεώσεις προς την φιλτάτην πατρίδα, προς τους υποδούλους αδελφούς μας και προς την ανθρωπότητα επιβάλλουσιν εις το Κράτος, μετά την αποτυχίαν των ειρηνικών προσπαθειών του προς επίτευξιν και εξασφάλισιν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των υπό των Τουρκικόν ζυγόν Χριστιανών, όπως δια των όπλων θέση τέρμα εις την δυστυχίαν ην ούτοι υφίστανται από τόσων αιώνων.
Η Ελλάς πάνοπλος μετά των συμμάχων αυτής, εμπνεομένων υπό των αυτών συναισθημάτων και συνδεομένων δια κοινών υποχρεώσεων, αναλαμβάνει τον ιερόν αγώνα του δικαίου και της ελευθερίας των καταδυναστευομένων λαών της Ανατολής.
Ο κατά ξηράν και θάλασσαν στρατός ημών, εν πλήρει συναισθήσει του καθήκοντος αυτού προς το Έθνος και την Χριστιανοσύνην, μνήμων των εθνικών αυτού παραδόσεων και υπερήφανος δια την ηθικήν αυτού υπεροχήν κατ’ αξίαν, αποδύεται μετά πίστεως εις τον αγώνα όπως δια του τιμίου αυτού αίματος αποδώση την ελευθερίαν εις τους τυραννουμένους.
Η Ελλάς, μετά των αδελφών συμμάχων κρατών, θα επιδιώξη πάση θυσία τον ιερόν αυτόν σκοπόν.
Επικαλούμεθα δε την αρωγήν του Υψίστου εν τω δικαιωτάτω τούτω αγώνι του πολιτισμού και ανακράζομεν: Ζήτω η Ελλάς! Ζήτω το Έθνος!
Αθήναι 5 Οκτωβρίου 1912
ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Το Υπουργικός Συμβούλιον
Ελευθέριος Βενιζέλος
Λάμπρος Κορομηλάς
Κωνσταντίνος Ρακτιβάν
Εμμανουήλ Ρέπουλης
Αλέξανδρος Διομήδης
Ανδρέας Μιχαλακόπουλος»

Παραπομπές και σχόλια
[1] (Τα Ανάκτορα ήταν τότε στο κτίριο που σήμερα στεγάζεται η Βουλή)
[2] (Βλοχός Νομού Καρδίτσας. Ο οικισμός, λίγα χιλιόμετρα νότια της Φαρκαδώνας, ανήκει σήμερα στον Δήμο Παλαμά)
[3] (Είμαστε στο 1912 και τα σύνορα είναι ακόμη στη Θεσσαλία)
[4] (Λέγεται και «Χαλκιάδες». Το 1912 λεγόταν Μαϊμούλι και παλιότερα Μοϊμούς ή Μοϊμούρι)
[5] Που παρελήφθησαν τον Ιούλιο 1912 και έφθασαν στην Θεσσαλία μόλις στις 3 Οκτωβρίου (μέχρι να ολοκληρωθεί η εκπαίδευση των Διμοιριών Πολυβόλων σε αυτά)
[6] Η 4η Μεραρχία είναι η νεότερη του «Τακτικού Στρατού», δεν έχει κλείσει ακόμη χρόνος από τη σύστασή της στις 13 Ιανουαρίου του 1912.
Όπως και οι άλλες Μεραρχίες, είναι καλά εξοπλισμένη, με καινούργια ισχυρά πυροβόλα (πεδινά Schneider των 75 mm και ορειβατικά Schneider - Δαγκλή των 75 mm), καινούργια υδρόψυκτα πολυβόλα «Schwartzlose Μ.07» και επαναληπτικά τυφέκια «Mannlicher Schoenauer Y1903» (ειδικά σχεδιασμένα και τα δύο για τον Ε.Σ. σε διαμέτρημα 6.5Χ54 mm από τις Αυστρο-Ουγγρικές Schwartzlose και STEYR αντίστοιχα), Γαλλικά περίστροφα «Chamelot-Delvigne d'Οrdonnance Μ1873/1874» των 11 mm, καινούργιες στολές, μέσα διαβιβάσεως, μεταγωγικά, Μηχανικό και με πλήρη επάνδρωση, αποτέλεσμα της Γενικής Επιστράτευσης που κηρύχθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου.
Εδώ και μέρες, έχει πάρει τη θέση της στα αριστερά της Στρατιάς Θεσσαλίας, με Διοικητή τον Υποστράτηγο Κωνσταντίνο Μοσχόπουλο από την Κωνσταντινούπολη, έμπειρο Αξιωματικό, Λοχαγό Πυροβολικού και Διοικητή Πυροβολαρχίας στον πόλεμο του 1897. Τώρα, η 4η Μεραρχία είναι μέρος της Στρατιάς των 100.000 ανδρών, που έχει στόχο την απελευθέρωση της Μακεδονίας, κάτω από τις διαταγές του Αρχιστρατήγου Διαδόχου Κωνσταντίνου.
[7] Με βάση τα σχέδια που είχαν εκπονηθεί πριν τον Πόλεμο, τα οποία προέβλεπαν αρκετή αυτονομία στις κινήσεις κάθε Μεραρχίας, καταργήθηκε το 2ο Σύνταγμα Ιππικού και οι 3 Ίλες του χωρίστηκαν σε 6 Ημιλαρχίες που μοιράστηκαν στις πρώτες 6 Μεραρχίες:
Η 1η Ίλη στην 1η και 2η Μεραρχία, η 2ηΊλη στην 3η και 4η Μεραρχία και η 3η Ίλη στην 5η και 6η Μεραρχία.
Με τον τρόπο αυτό, κάθε Μεραρχία απέκτησε σημαντικές και ικανές μονάδες Αναγνώρισης.
(Η 4η Ίλη του 2ου Συντάγματος διατέθηκε στην Στρατιά Ηπείρου.)
Ας σημειώσουμε επίσης ότι το 1ο και 3ο Σύνταγμα κράτησαν τους πιο μεγαλόσωμους ίππους (για επελάσεις που ποτέ δεν έγιναν), ενώ οι Ημιλαρχίες έλαβαν τους πιο μικρόσωμους.

Σχόλια

"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας