[Ο πρώτος ο οποίος έθεσε το Ομηρικό Ζήτημα όπως το
γνωρίζουμε σήμερα υπήρξε ο Wolf το 1795 στο έργο του Prolegomena Volumen I. Ο Wolf στήριξε τη θεωρία του σε τρία
σημεία: α) δεν υπήρχε γραφή την εποχή του Ομήρου, β) τόσο μεγάλα ποιήματα δεν
μπορούσαν να απαγγελθούν ολόκληρα ενώ δεν θα υπήρχε καμία κατάλληλη περίσταση
για την απαγγελία τους, γ) τα ομηρικά έπη έλαβαν τη σημερινή τους μορφή την
εποχή του Πεισιστράτου στην Αθήνα, όπου διάφορα τραγούδια ενώθηκαν σε επικά
σύνολα από μια επιτροπή. Το πρώτο επιχείρημα (ήδη την εποχή του Scott)
είχε καταρριφθεί από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Για το δεύτερο επιχείρημα
σημειώνει ότι, όπως στην εποχή του τα μυθιστορήματα δημοσιεύονταν σε συνέχειες
σε περιοδικά, έτσι και τα έπη θα μπορούσαν να απαγγέλλονται σε συνέχειες.
Επίσης, οι Αθηναίοι της κλασσικής εποχής παρακολουθούσαν τέσσερα θεατρικά έργα
κάθε ημέρα επί τρεις ημέρες στα εν άστει Διονύσια, επομένως οι Έλληνες φαίνεται
ότι ήταν εξοικειωμένοι με μακρές απαγγελίες. Την ανάλυση του τελευταίου
επιχειρήματος τη διαιρεί σε δύο σκέλη. Στο πρώτο εξηγεί ότι σε κανένα μέρος των
επών δεν εκθειάζεται η Αθήνα, ο ηγέτης της Μενεσθεύς μιλά μόνον μια φορά
προκειμένου να ζητήσει τη βοήθεια του Αίαντος ενώ τον επιπλήττει ο Αγαμέμνων
χωρίς να διαμαρτυρηθεί. Αν οι Αθηναίοι είχαν επιμεληθεί τα έπη, δεν θα
παρουσίαζαν μια τόσο αδιάφορη εικόνα της πόλεώς τους. Στο δεύτερο σκέλος
αναλύει ότι η Αθήνα την εποχή του Πεισιστράτου δεν αποτελούσε πολιτική ή
στρατιωτική δύναμη ενώ στον πολιτιστικό τομέα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Ποια
πιθανότητα υπήρχε η πόλη αυτή να καταφέρει να επιβάλει την ιδική της έκδοση των
ομηρικών επών σε ολόκληρο τον ελληνισμό; Ενώ οι λόγιοι της Αλεξανδρείας
αναφέρεται ότι συμβουλεύθηκαν διάφορα χειρόγραφα (ακόμη από τη Σινώπη και τη
Μασσαλία) δεν αναφέρεται ποτέ κάποιο αθηναϊκό. Η πληροφορία για τον Πεισίστρατο
είναι πολύ μεταγενέστερη καθώς προέρχεται από τον Κικέρωνα. Η αρχαιότητα των
ομηρικών επών πάντως, αποδεικνύεται από τη χρήση του δίγαμμα, το οποίο έπαψε να
χρησιμοποιείται στην ιωνική διάλεκτο πολύ πριν από την εποχή του Πεισιστράτου.
Αν είχε πράγματι συγκληθεί επιτροπή για την έκδοση των ομηρικών επών, τα
μετρικά λάθη που προκαλούσε η χρήση του δίγαμμα θα είχαν διορθωθεί].
~~~~~~~~~~
Με
τον Αριστοτέλη τα έργα των δημιουργικών μεγαλοφυών κατά το μεγαλύτερο μέρος
έπαυσαν και το έτος του θανάτου του, το 322 π.Χ., ολοκληρώνει αυτή τη μακρά και
λαμπρή περίοδο που είναι κοινώς γνωστή ως Κλασσική Ελλάς. Κανένα απολύτως
στοιχείο δεν βρέθηκε ποτέ ότι κατά τη διάρκεια της κλασσικής περιόδου κάποιος
αμφισβήτησε την ενότητα της Ιλιάδος και της Οδύσσειας ή ισχυρίστηκε ότι δεν
αποτελούσαν έργο του ιδίου ποιητού, και ότι ο ποιητής αυτός δεν ήταν ο Όμηρος.
Κατά τα επόμενα έτη οι Έλληνες απώλεσαν την ανεξαρτησία τους και, εξ αιτίας της
ελλείψεως πολιτικής πρωτοβουλίας και της δημιουργικής επιρροής που ασκούσε
αυτή, προσανατολίστηκαν είτε σε φιλολογικά ζητήματα είτε στο να ασκούν τα
μεγάλα προσόντα τους στην ευφυή επιχειρηματολογία. Μια από αυτές τις ευφυείς
ασκήσεις της δυνάμεως της λογικής ήταν η προσπάθεια να αποδειχθεί ότι η Ιλιάς
και η Οδύσσεια ανήκαν σε διαφορετικούς συγγραφείς. Δεν φαίνεται να προσπάθησαν
να βρουν ποιοι ήταν οι δύο αυτοί συγγραφείς αλλά αρκούνταν στην παραγωγή
ποικίλων επιχειρημάτων. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσον τα επιχειρήματα αυτά
εκλαμβάνονταν σοβαρά ή απλώς αποτελούσαν μια προσπάθεια να εφαρμοστεί στον
Όμηρο αυτή η περίφημη ικανότητα αποδείξεως και των δύο απαντήσεων κάθε
ερωτήματος. Ο μεγαλύτερος των Αλεξανδρινών λογίων, ο Αρίσταρχος, έγραψε
απαντήσεις τις οποίες ονόμασε «Προς το Ξένωνος παράδοξον» σαν να θεωρούσε τα
λεγόμενα «χωριστικά επιχειρήματα» απλές σοφιστικές προσπάθειες να αποδειχθεί το
απίθανο ή το αδύνατο.
Τα επιχειρήματα αυτά φαίνεται ότι
θεωρούνταν αποκλειστικώς σαν ρητορικές ασκήσεις και δεν υπάρχουν πληροφορίες
ότι επηρέασαν τη μελέτη του Ομήρου. Ο Σενέκας, «De brevitate vitae» 13, αναφέρεται σε αυτήν τη διαστροφή που είχε
προσκολλήσει τους Έλληνες στο να αναρωτιούνται: «Πόσους άνδρες είχε ο Οδυσσεύς;»,
«Ποια συντέθηκε νωρίτερα, η Ιλιάς ή η Οδύσσεια;», «Συνέθεσε ο ίδιος ποιητής
αμφότερα τα ποιήματα;» Ο Λουκιανός, ο σημαντικότερος Έλληνας συγγραφέας του 2ου
αιώνος μ.Χ., φαντάζεται ότι έγινε δεκτός από το ιερό πρόσωπο του Ομήρου, τον οποίο
ερωτούσε σχετικώς με τα αμφισβητούμενα γεγονότα της ζωής και του έργου του. Ο
Λουκιανός μαθαίνει από τον ίδιο τον ποιητή την καταγωγή του και τον λόγο για
τον οποίο ξεκινά το ποίημα με την οργή. Μαθαίνει ότι οι στίχοι που απορρίπτονταν
από τους Αλεξανδρινούς είναι γνήσιοι, ότι η Ιλιάς συντέθηκε πριν από την
Οδύσσεια και από την παρατήρησή του καταλαβαίνει ότι ο ποιητής δεν ήταν τυφλός
(«Αληθής Ιστορία» Β΄, 20). Στον Λουκιανό δεν καταγράφεται η παραμικρή αμφιβολία
για την πατρότητα της Ιλιάδος και της Οδύσσειας. Ο συγγραφέας του «Περί Ύψους»,
μιας μελέτης λογοτεχνικής κριτικής που παλαιότερα αποδιδόταν στον Λογγίνο, σε
μια περίτεχνη ανάλυση των χαρακτηριστικών της ομηρικής ποιήσεως, δεν προσφέρει
ούτε καν μια νύξη που να μπορεί να αποδώσει την Ιλιάδα και την Οδύσσεια σε
διαφορετικό ποιητή.
Η παντελής απουσία οπαδών καθώς επίσης το
γεγονός ότι τα επιχειρήματα των χωριζόντων καλούνται από τον Αρίσταρχο
«παράδοξα» και αναφέρονται από τον Σενέκα ως παράδειγμα ελληνικής διαστροφής
στο να αναζητούνται παράλογα ζητήματα προς επιχειρηματολογία, όπως επίσης η
σιωπή των Λουκιανού και Λογγίνου, με πείθουν ότι το λεγόμενο «χωριστικό ζήτημα»
της πρώιμης Αλεξανδρινής περιόδου αποτελούσε απλώς επίδειξη επιχειρηματολογίας,
μια διαλεκτική άσκηση, και δεν μοιραζόταν κοινό έδαφος με τη φιλολογική
κριτική. Πλην των παντελώς ματαίων και ακάρπων παραδόξων συλλογισμών του
Ξένωνος και του Ελλανίκου δεν γνωρίζουμε κανένα άλλο επιχείρημα είτε από Έλληνα
είτε από Λατίνο συγγραφέα που να προσπαθεί να αποδείξει ότι ο Όμηρος δεν υπήρξε
ο δημιουργός και της Ιλιάδος και της Οδύσσειας.
Μερικοί ίσως είχαν διατυπώσει νωρίτερα
αρκετές ή όλες τις απόψεις του αλλά το Ομηρικό Ζήτημα ετέθη με οριστικό και
επιστημονικό τρόπο από τον Φρειδερίκο Αύγουστο Wolf στα περίφημα Prolegomena
Volumen
I, που εκδόθηκαν το 1795, η επιρροή των οποίων
διαπέρασε όλους τους τομείς της κλασσικής και βιβλικής λογοτεχνίας. Δύο
περιστάσεις συνέβαλλαν στη μεγάλη σπουδαιότητα του έργου του Wolf: πρώτον, εκδόθηκε την εποχή που η Γαλλική
Επανάσταση γέμιζε τον κόσμο με γενικότερο σκεπτικισμό και δυσπιστία στις
κληρονομικές αντιλήψεις και στους υπάρχοντες θεσμούς. Όλα έπεφταν στον λέβητα
της αμφιβολίας. Οι ηγέτες αυτού του κινήματος, με την αποθέωση του κοινού
ανθρώπου, της μάζας, ένοιωσαν ότι έπρεπε να προκαλέσουν την άποψη ότι υπάρχει
μεγαλοφυής νους και να αποδείξουν πως ό,τι θεωρείται έργο ενός υπερανθρώπου
ήταν, στην πραγματικότητα, η δημιουργία του συνόλου, ο καρπός του οποίου
αποσπάσθηκε βιαίως εξ αυτού. Οι Ιλιάς και Οδύσσεια δεν ήταν τίποτε περισσότερο
από λαϊκή ποίηση, η ποιητική έκφραση ενός ολοκλήρου λαού, και όχι η δημιουργία
μιας υπερέχουσας μεγαλοφυΐας. Αργότερα ο Μαρξ, υπό την ίδια επήρεια, υποστήριξε
ότι όλος ο πλούτος παράγεται από τον εργάτη, τον κοινό άνθρωπο, και ότι λίγοι
χρησιμοποιούν για τον εαυτό τους ή εκμεταλλεύονται την εργασία των πολλών. Με
έναν περίπου παρόμοιο τρόπο, θεωρήθηκε ότι η επική ποίηση απετέλεσε τη
δημιουργία ενός ολοκλήρου λαού και ότι ένας πραγματικός ή υποθετικός Όμηρος
αποστέρησε τον λαό από την ποίησή του.
Ο
δεύτερος λόγος που συνέβαλε στην τεράστια δημοτικότητα του Ομηρικού Ζητήματος
βρίσκεται στο γεγονός ότι για περίπου 125 έτη ορισμένοι τύποι πανεπιστημίων και
ορισμένοι τύποι επιστήμης κυριάρχησαν στη μάθηση του κόσμου. Σε αυτά τα πανεπιστήμια
οι προαγωγές γενικώς πραγματοποιούνταν σε ακριβή αναλογία με τον αριθμό σελίδων
των άρθρων, φυλλαδίων ή βιβλίων που είχαν εκδοθεί. Κατέληξε σχεδόν να θεωρείται
αξιόποινη πράξη το να πεις για κάποιον καθηγητή: «Είναι ένας εμπνευσμένος
δάσκαλος», το οποίο είναι σαν να λες για μια γυναίκα: «Είναι καλόκαρδη» ή «She means well»[1].
Ο πραγματικός έπαινος είναι να πεις γι’ αυτόν: «Είναι ένας παραγωγικός
πανεπιστημιακός». «Παραγωγικός πανεπιστημιακός» είναι αυτός που εκδίδει
συγκεκριμένο αριθμό σελίδων κάθε χρόνο, σελίδες που πάντα αριθμούνται αλλά
σπανίως αξιολογούνται. Το Ομηρικό Ζήτημα προσέφερε ανεξάντλητο υλικό για
αναρίθμητες σελίδες. Δεν χρειάζεται να διαβάσεις τι έγραψαν οι άλλοι αφ’ ου
μπορείς πάντα να διατυπώσεις μια καινούργια δική σου θεωρία. Δεν χρειάζεται καν
να διαβάσεις τον Όμηρο[2].
Το μόνο που χρειάζεται είναι χαρτί, μελάνι και θράσος. Καθένας μπορεί να γίνει
εκατομμυριούχος χωρίς να χρειαστεί κεφάλαιο για να ξεκινήσει την επιχείρησή
του. Το πεδίο είναι ανεξάντλητο·
μπορεί είτε να σχολιάσει τι είπε ο Όμηρος είτε, αν δεν ενδιαφέρεται να διαβάσει
τι έγραψε ο Όμηρος, να γράψει ένα βιβλίο για ό,τι έπρεπε να πει. Ο Wilamowitz, ο πλέον ριζικός των κριτικών, πρακτικώς
απορρίπτει όλη την Ιλιάδα που μας παραδόθηκε και ανασυνθέτει μια καινούργια
Ιλιάδα: «μια Ιλιάδα αντάξια ενός μεγάλου ποιητού». Η τεράστια δημοτικότητα του
Ομηρικού Ζητήματος έγκειται κατά μεγάλο μέρος στο γεγονός ότι δεν έθετε κανέναν
φραγμό στην εφευρετική ή δημιουργική και παραγωγική έμπνευση των πανεπιστημιακών.
Δεν αποτελούσε προϋπόθεση η γνώση του ζητήματος που αναλυόταν διότι κάποιος
μπορούσε πάντα να αποφύγει την κατηγορία ότι αγνοούσε τον Όμηρο καθώς οι στίχοι
που αναφέρονταν εναντίον του είχαν απορριφθεί από ολόκληρη σειρά κριτικών. Αφ’
ου κάθε στίχος του Ομήρου είχε κηρυχτεί μεταγενέστερος από κάποια υψηλή
αυθεντία, η απάντηση ήταν πάντα έτοιμη και πάντα ολοκληρωμένη. Εάν το ζήτημα
της πατρότητος των ομηρικών επών ήταν τόσο παγιωμένο όπως αυτό του Σοφοκλέους ή
του Milton, τότε η εμβριθής
γνώση του ζητήματος έπρεπε να προπορεύεται όλων των άρθρων ή βιβλίων για τον
Όμηρο ώστε το πεδίο θα είχε απεριόριστα περιοριστεί.
Το βασικό επιχείρημα που προβάλει ο Wolf αμφισβητώντας την ενότητα της Ιλιάδος,
έγκειται στην υπόθεση ότι η γραφή ήταν άγνωστη την εποχή που συντέθηκε η Ιλιάς
ή ήταν τόσο λίγο γνωστή που δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για φιλολογικό σκοπό
επομένως, χωρίς τη γραφή, ο Wolf
θεωρούσε αδύνατο ότι ένα ποίημα παρόμοιας εκτάσεως όπως η Ιλιάς μπορούσε και να
συντεθεί και να επιβιώσει. Σημείωσε επίσης ότι ακόμη και αν ποιήματα του
μεγέθους της Ιλιάδος και της Οδύσσειας πράγματι δημιουργούνταν, δεν θα υπήρχε
περίσταση για την απαγγελία τους καθώς κανένα κοινό δεν θα ήταν πρόθυμο ή ικανό
να ακούει ποιήματα παρομοίου μεγέθους. Υπέθετε ότι η Ιλιάς είχε συντεθεί από
ένα σύνολο ποιημάτων, περισσότερο ή λιγότερο ανεξαρτήτων μεταξύ τους,
τραγουδιών που υπέστησαν συνεχείς μεταβολές έως ότου συνελέγησαν σε ένα ποίημα,
έπειτα από εντολή του Πεισιστράτου, ο οποίος διόρισε μια επιτροπή για τον σκοπό
αυτόν. Με αυτή τη διαδικασία ο Όμηρος αποκλείστηκε ενώ, όποιος και αν έγραψε τα
διάφορα τραγούδια, η Ιλιάς ως σύνολο αποτελούσε τεχνητή δημιουργία λογίων που
κατασκευάστηκε περί το μέσον του 6ου αιώνος π.Χ. Το μεγάλο
επιχείρημα του Wolf
αναφορικώς με τη γραφή, γύρω από το οποίο το Ομηρικό Ζήτημα επί τόσο καιρό περιστρεφόταν,
έχει πλέον εγκαταλειφθεί, επομένως δεν αξίζει τον κόπο να καταλάβουμε εξ εφόδου
μια θέση που έχει προ πολλού εγκαταλειφθεί και την οποία κανείς σήμερα δεν
ενδιαφέρεται να υπερασπιστεί.
Το δεύτερο επιχείρημα ήταν ότι, ακόμη και
αν παρόμοια ποιήματα όντος συντέθηκαν, το μέγεθός τους ήταν τόσο μεγάλο που δεν
θα μπορούσαν να απαγγελθούν ενώ δεν θα υπήρχε καμία περίσταση κατάλληλη για την
απαγγελία τους. Δεν ήταν αναγκαίο κάθε ποίημα να επαναλαμβάνεται ολόκληρο κάθε
φορά. Πρέπει να θυμόμαστε ότι πολλά από τα καλλίτερα λογοτεχνικά μας έργα
πρωτοκυκλοφόρησαν σε συνέχειες σε περιοδικά που εκδίδονταν μια φορά τον μήνα ή
την τριμηνία. Είναι εξ ίσου απλό να υποθέσουμε ότι το κοινό θα παρακολουθούσε
την Ιλιάδα σε συνέχειες όπως το Sartor
Resartus ή το Vanity
Fair. Δεν πρέπει να λησμονούμε όμως, ότι υπάρχει
μια μεγάλη διαφορά μεταξύ ενός αρχαίου και ενός συγχρόνου ακροατηρίου, και αυτή
είναι η τεράστια διαφορά στις αξιώσεις ενός συγχρόνου αναγνώστου εν συγκρίσει
με τον αρχαίο ακροατή. Γνωρίζουμε ότι οι Έλληνες συγκεντρώνονταν από την αυγή
έως το βράδυ επί αρκετές συνεχείς ημέρες προκειμένου να ακούσουν εκστασιασμένοι
τα έργα των δραματικών αγώνων. Είναι μάλλον αμφίβολο ότι αυτοί οι μακρείς
λογοτεχνικοί δραματικοί αγώνες αποτελούσαν μια εξ ολοκλήρου καινοτομία. Οι
συντηρητικοί Έλληνες μπορούσαν κάλλιστα να ακολουθούσαν, ακούγοντας τον
Αισχύλο, τον Σοφοκλή και τους υπολοίπους δραματικούς ποιητές, την ίδια συνήθεια
η οποία επί σειρά ετών τους εξοικείωσε με λογοτεχνικές απαγγελίες οι οποίες
διαρκούσαν αρκετές ημέρες. Κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ημερών των εν
άστει Διονυσίων στην Αθήνα, παρουσιάζονταν εννέα τραγωδίες, τρία σατυρικά
δράματα και τουλάχιστον τρεις κωμωδίες[3],
δηλαδή όχι λιγότερα από δεκαπέντε έργα, ήτοι τουλάχιστον πέντε ημερησίως.
Μερικές από τις σωζόμενες τραγωδίες αριθμούν περισσότερους από 1.700 στίχους
αλλά ο μέσος όρος ανέρχεται περί τους 1.400 στίχους. Κάθε ημέρα λοιπόν, άκουγαν
περί τους 7.000 στίχους να απαγγέλλονται από υποκριτές ή τον χορό. Σε όλα τα
έργα, η κίνηση του χορού, οι παύσεις στη δράση και η δραματική σιωπή,
αναμφίβολα παρέτειναν τον χρόνο απαγγελίας ώστε αυτοί οι 7.000 δραματικοί
στίχοι πρέπει να κατελάμβαναν τον ίδιο χρόνο που ένας μόνος ραψωδός θα
χρειαζόταν προκειμένου να απαγγείλει 10.000 επικούς στίχους. Είναι επομένως
ξεκάθαρο ότι οι τρεις τελευταίες ημέρες των εν άστει Διονυσίων είχαν ανάγκη
παρόμοιας προσπάθειας από τον ακροατή όσο και η απαγγελία ολόκληρης της Ιλιάδος
και της Οδύσσειας. Αλλά οι τρεις τελευταίες ημέρες των εν άστει Διονυσίων
αποτελούσαν συνέχεια άλλης μια ημέρα ή ημερών οι οποίες χρειάζονταν επίσης
μεγάλη προσπάθεια από τον ακροατή καθώς ακούγονταν δέκα χοροί διθυράμβων[4].
Ούτε καν η ελληνική τραγωδία δεν είχε τέτοιο έρεισμα στον ελληνικό νου και
ελληνικό ενθουσιασμό όσο ο Όμηρος, επομένως είναι πολύ ευκολότερο να τους
απεικονίσουμε ακούγοντας ολόκληρη την Ιλιάδα και την Οδύσσεια παρά δεκαπέντε ή
περισσότερα έργα επί τρεις συνεχείς ημέρες. Η υπόθεση λοιπόν, ότι δεν υπήρχε
περίσταση κατά την οποία η Ιλιάς και η Οδύσσεια θα μπορούσαν να παρουσιαστούν, καταρρέει
από την εξέταση των αναμφιβόλων αποδείξεων της ελληνικής δραματικής παραγωγής.
Το τελευταίο επιχείρημα ήταν ότι αυτά τα
ποιήματα έλαβαν την επική μορφή τους στην Αθήνα της εποχής του Πεισιστράτου, εξ
ου και η θεωρία ότι επί διακυβερνήσεως του δεσπότου αυτού όχι μόνον τα διάφορα
ξεχωριστά ποιήματα του Ομήρου ενώθηκαν σε επικά σύνολα αλλά και ότι έγιναν
τροποποιήσεις στο κείμενο προκειμένου να δοξαστεί η Αθήνα και ο ίδιος ο
Πεισίστρατος. Τα ανωτέρω θα σχολιαστούν σε αντίθετη σειρά, θα εξεταστεί δηλαδή
πρώτα η πιθανότητα να πραγματοποιήθηκαν μεταγενέστερες προσθήκες προς το
συμφέρον των Αθηνών και, εν συνεχεία, το μέρος που αντιστοιχεί στην Αθήνα και
στον Πεισίστρατο στη δημιουργία ή διατήρηση της Ιλιάδος και της Οδύσσειας.
Ο πρώτος συγγραφέας ο οποίος αναφέρει
προσθήκες προς όφελος των Αθηνών είναι ο Διογένης Λαέρτιος, ένας συγγραφέας που
μάλλον έζησε τον 2ο αιώνα μ.Χ., ο οποίος στον βίο του Σόλωνος (Α΄,
48) γράφει:
ἔνιοι δέ φασι καὶ ἐγγράψαι αὐτὸν εἰς τὸν
κατάλογον τοῦ Ὁμήρου μετὰ τὸν
Αἴας δ᾽ ἐκ Σαλαμῖνος ἄγεν
δυοκαίδεκα νῆας
στῆσε δ᾽ ἄγων, ἵν᾽ Ἀθηναίων
ἵσταντο φάλαγγες[5] [Β
557-558].
Λίγο
κατωτέρω, στο κεφάλαιο 57, ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει τον Διευχίδα, έναν
συγγραφέα από τα Μέγαρα ως πηγή της πληροφορίας αυτής. Η παράδοση αναφέρει είτε
τον Σόλωνα είτε τον Πεισίστρατο σαν τον πλαστογράφο του στίχου αυτού, αλλά η
θεωρία της αθηναϊκής προσθήκης δεν υποστηρίζεται από καμία καλή πρώιμη φιλολογική
ή ιστορική πηγή. Η απάντηση στηρίζεται κυρίως στα στοιχεία που προσφέρουν τα
ίδια τα ποιήματα. Διαθέτουμε όλες τις πληροφορίες που ένας Μεγαρεύς ή ο
Διογένης ο Λαέρτιος διέθεταν και μπορούμε να εξετάσουμε οι ίδιοι την πιθανότητα
προσθηκών προς όφελος των Αθηνών.
Η Αττική και η Αθήνα πρέπει να υπήρχαν πολύ
καιρό πριν από τον Όμηρο. Οι ανασκαφές έδειξαν ότι η περιοχή των Αθηνών
αποτελούσε σημαντικό κέντρο του μυκηναϊκού πολιτισμού έτσι ώστε όποιο ποίημα
ασχολείται σε μεγάλο βαθμό με μια γενική εκστρατεία που πραγματοποιήθηκε από
τους Έλληνες της εποχής έπρεπε να αφιερώσει κάποιο μέρος, υποθέτουμε μεγάλο
μέρος, στην Αθήνα.
Πόσο σημαντικοί στον Όμηρο είναι οι
πολεμιστές από αυτό το μυκηναϊκό κέντρο; Στην πρώτη ραψωδία της Ιλιάδος ο
ποιητής εισάγει τους Αχιλλέα, Αγαμέμνονα, Αίαντα, Ιδομενέα, Μενέλαο, Νέστορα,
Οδυσσέα και Πάτροκλο ενώ ο Διομήδης εμφανίζεται στην αρχή της δευτέρας
ραψωδίας. Πρέπει να φθάσουμε στον Κατάλογο των νεών προκειμένου ένας μόλις
Αθηναίος να ονομαστεί [Β 552] και τότε μόνον σε μια, τρόπον τινά, γεωγραφική
επισκόπηση όπου ο ποιητής, έχοντας περιγράψει τις δυνάμεις της Βοιωτίας και των
κοντινών περιοχών, περνά στην Αθήνα και στη Σαλαμίνα και εν συνεχεία στο Άργος
και στην Τίρυνθα. Ακόμη και ο χειρότερος εχθρός των Αθηνών δύσκολα θα μπορούσε
να παραλείψει την Αττική στη γενική αυτή επισκόπηση. Η Αθήνα εκπροσωπείται από
έναν μόνον ηγέτη, τον Μενεσθέα, έναν ηγέτη για τον οποίο οι Αθηναίοι
υπερηφανεύονταν τόσο λίγο ώστε ο Ευριπίδης, όταν διηγήθηκε την ιστορία,
παραβλέποντας τον Όμηρο τον αντικατέστησε με άλλον ηγέτη του οποίου η ανάμνηση
θα μπορούσε να προκαλέσει το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό των συμπατριωτών
του[6].
Αυτός ο Μενεσθεύς εμφανίζεται ξανά στη Δ
338, όταν ο Αγαμέμνων τον επιπλήττει αυστηρώς για την αδιαφορία και αδράνειά
του τη στιγμή του κινδύνου ενώ ο Μενεσθεύς, σιωπηλός, ακούει την επίπληξη. Η
επόμενη εμφάνισή του είναι στη Μ 331 όταν, τρομοκρατημένος επειδή πλησιάζουν οι
Λύκιοι ηγέτες, στέλνει μήνυμα ζητώντας τη βοήθεια του Αίαντος, ο οποίος σπεύδει
να τον σώσει. Είναι μάλλον παράδοξο οι Αθηναίοι, οι οποίοι διεκδικούσαν τη νήσο
της Σαλαμίνος λόγω της σχέσεώς τους με τον Αίαντα, να είχαν είτε προσθέσει είτε
διατηρήσει τους στίχους αυτούς στους οποίους ο ιδικός τους άτολμος πρόμαχος
σώζεται από τον ηγέτη της ιδίας της νήσου της οποίας διεκδικούσαν τον έλεγχο.
Γιατί δεν μετέβαλλαν τους στίχους προκειμένου ο Αίας να σώζεται από τον
Μενεσθέα; Θα μπορούσαν τότε να υποστηρίξουν την ιδική τους αξίωση επί τη βάσει
μιας επικής υποχρεώσεως. Στη Ν 685 απεικονίζεται η αποτυχία του Μενεσθέως και
των ανδρών του να αποτρέψουν τον Έκτορα να πλησιάσει τα πλοία και στην Ο 329 ο Μενεσθεύς
αδυνατεί πλήρως να σώσει τον Στιχίο τον Αθηναίο από τον Έκτορα και τον Ιάσο,
επίσης Αθηναίο, από τον Αινεία. Ο Μενεσθεύς δεν αναφέρεται ξανά στον Όμηρο και
δεν εμφανίζεται καν στην τελική συγκέντρωση των Ελλήνων προκειμένου να
συμμετάσχουν στους αγώνες προς τιμήν του Πατρόκλου. Αυτοί οι τρεις στρατηγοί,
οι Στιχίος, Ίασος και Μενεσθεύς, είναι οι μόνοι αντιπρόσωποι των Αθηνών οι
οποίοι ονομάζονται στον Όμηρο· οι δύο πρώτοι παρουσιάζονται μόνον για να
σκοτωθούν και δεν μιλούν ούτε διαδραματίζουν κάποιο μέρος στην πλοκή του
ποιήματος[7].
Από τον Μενεσθέα, τον Αθηναίο ηγέτη, δεν ζητήται ποτέ η γνώμη του, δεν του
μιλάνε παρά μόνον μια φορά και αυτή για να τον επιπλήξουν σφοδρώς, μιλά μόλις
μια φορά και αυτή για να ζητήσει βοήθεια, βλέπει τους συντρόφους του να πέφτουν
στο πλάι του ανίκανος να τους σώσει, δεν πραγματοποιεί καμία αξιόλογη πράξη,
ούτε καν ελάχιστα σημαντική, και εξαφανίζεται νωρίς από την πλοκή του
ποιήματος. Αν αυτός ο ήρωας δημιουργήθηκε προκειμένου να εξυψώσει την αθηναϊκή
υπερηφάνεια, τότε η υπερηφάνεια αυτή μπορούσε εύκολα να εκθειαστεί και εύκολα
να ικανοποιηθεί[8].
Οι στίχοι που επελέγησαν σαν απόδειξη της
πλαστογραφίας προς συμφέρον των Αθηνών είναι οι Β 557 επ.:
Αἴας δ᾽ ἐκ Σαλαμῖνος ἄγεν δυοκαίδεκα νῆας
στῆσε δ᾽ ἄγων, ἵν᾽ Ἀθηναίων ἵσταντο φάλαγγες.
Ο
δεύτερος στίχος αναφέρεται ως γνήσιος από τον Αριστοτέλη («Ρητορική» Α΄, 15)
αλλά πηγές των Μεγάρων τον θεωρούσαν πλαστό που προστέθηκε προκειμένου να
κριθεί ή να ισχυροποιηθεί η διεκδίκηση της νήσου της Σαλαμίνος από τους Αθηναίους
στην αντιδικία τους με τα Μέγαρα. Οι Ζηνόδοτος και Αρίσταρχος φαίνεται ότι δεν
ασχολήθηκαν με την κατηγορία της αθηναϊκής προσθήκης έστω και αν απορρίπτουν
τον στίχο αυτόν από το κείμενό τους.
Ο Όμηρος συνεχώς τοποθετεί τον Αίαντα κοντά
τους Αθηναίους. Ο Αίας σώζει τον Μενεσθέα και τους άνδρες του από τους Λυκίους
στη Μ 339 επ. Στη σκληρή μάχη μεταξύ Έκτορος και Αίαντος (Ν 185 επ.) ο
Αμφίμαχος σκοτώνεται και το σώμα του διασώζεται και μεταφέρεται πίσω από τις
γραμμές των Αχαιών από δύο Αθηναίους, τους Μενεσθέα και Στιχίο. Οι ίδιοι
Αθηναίοι (Ν 685 επ.) ματαίως προσπαθούν να αναχαιτίσουν τον Έκτορα στην επίθεσή
του εναντίον του Αίαντος. Στη μεγάλη σύγκρουση μεταξύ Αίαντος και Έκτορος (Ο
329 επ.), οι Στιχίος και Ίασος, οι δύο Αθηναίοι σύντροφοι του Μενεσθέως,
σκοτώνονται. Μια μόνη φορά είναι ο Μενεσθεύς μακριά από τον Αίαντα, όταν
πραγματοποιείται η επιθεώρηση του στρατεύματος από τον βασιλέα στη Δ, όπου ο
Αγαμέμνων τον επιπλήττει μαζί με τον Οδυσσέα αλλά αμέσως μετά (Δ 489) ο Άντιφος
εκσφενδονίζει το κοντάρι του κατά του Αίαντος, αστοχεί, και χτυπά έναν σύντροφο
του Οδυσσέως. Τότε οι Μενεσθεύς και Οδυσσεύς ορμούν στη μάχη μαζί, επομένως
ακόμη και σε αυτό το σημείο ο Αίας μαχόταν κοντά στους Αθηναίους, και οι Αίας,
Οδυσσεύς και Μενεσθεύς στεκόντουσαν πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον.
Η κρυμμένη αυτή απόδειξη της στενής σχέσεως
μεταξύ Αίαντος και Αθηναίων δεν μπορεί να αποτελεί προσθήκη αλλά προέρχεται από
τον αρχικό ποιητή. Αυτή η λεπτή αρμονία δεν αποτελεί προσθήκη, είναι η κρυφή
αρμονία του συνόλου. Ο ποιητής που έγραψε τον [δεύτερο] ύποπτο στίχο είχε την
ίδια αντίληψη όποτε αναφερόταν στον Αίαντα και στους Αθηναίους.
Ο [πρώτος] ύποπτος στίχος είναι ο μοναδικός
στην Ιλιάδα ο οποίος αποδίδει την κατοικία του Αίαντος και φαίνεται μάλλον
απίθανο αυτός ο γενναίος αρχηγός, που τον ξεπερνούσε μόνον ο Αχιλλεύς, να ήταν
ένας πολεμιστής χωρίς κατοικία και πατρίδα. Έχει παρατηρηθεί εδώ και καιρό ότι
οι περισσότεροι ομηρικοί ήρωες μετακινούνταν μέσα και έξω από τη μάχη επάνω σε
άρματα, αλλά ο ιδρωμένος Αίας[9],
φορτωμένος με τη βαριά ασπίδα του, κινείτο πάντα πεζός και δεν διέθετε ούτε
ηνίοχο ούτε άρμα. Το χαρακτηριστικό αυτό μοιραζόταν με τον Οδυσσέα, ο οποίος
καταγόταν από τη μικρή νήσο της Ιθάκης και αποτελεί επαρκές στοιχείο ότι και
αυτός, επίσης, προερχόταν από κάποια νήσο πολύ μικρή προκειμένου να εκπαιδεύσει
τους κατοίκους της στη χρήση του άρματος. Η μικρή αυτή νήσος ονομάζεται στον
ύποπτο στίχο και σε κανέναν άλλον της Ιλιάδος. Καθώς ο Αίας είναι άστεγος χωρίς
τον στίχο αυτόν, καθώς η απουσία άρματος τον προσδιορίζει ως νησιώτη, καθώς
βρίσκεται συνεχώς κοντά στους Αθηναίους και καθώς ο Αριστοτέλης αναφέρεται στον
[δεύτερο] στίχο χωρίς να αμφισβητεί την αυθεντικότητά του, τον θεωρώ και εγώ
γνήσιο και μέρος της αρχικής συνθέσεως της Ιλιάδος[10].
Οι αναφορές των Αθηνών στην Οδύσσεια είναι
λίγες και ασαφείς χωρίς ποτέ να προσδίδεται κάποιος έπαινος στην πόλη. Μια φορά
ονομάζεται το Σούνιο ως ακρωτήριο των Αθηνών [γ 278], μια φορά ο Οδυσσεύς
διηγείται ότι είδε την Αριάδνη την οποία η Άρτεμις σκότωσε καθώς πήγαινε από
την Κρήτη στην Αθήνα [λ 321-325], μια φορά αναφέρεται ότι ο Ορέστης επέστρεψε
από την Αθήνα προκειμένου να σκοτώσει τον δολοφόνο του πατέρα του [γ 308] και
μια φορά η Αθηνά από τον Μαραθώνα έφτασε στην «εὐρυάγυιαν» Αθήνα [η 80]. Αυτές
είναι όλες οι άμεσες αναφορές της Αθήνας στην Οδύσσεια. Δύο εξ αυτών όμως,
είναι ιδιαιτέρως σημαντικές διότι η απλή αναφορά ότι:
…ἤλυθε δῖος Ὀρέστης
ἂψ ἀπ᾽ Ἀθηνάων…[11]
βρίσκεται
σε απόλυτη αντίθεση με την αθηναϊκή παράδοση, καθώς αποτελούσε κοινό τόπο της
αττικής παραδόσεως ότι ο Ορέστης επέστρεψε από τη Φωκίδα. Αν η αθηναϊκή
υπερηφάνεια προσέθεσε την Αθήνα σε αυτό το σημείο στον Όμηρο, γιατί η ίδια
υπερηφάνεια διατήρησε τη Φωκίδα στην τραγωδία; Αν η Αθήνα κάποτε ήλεγχε την
ομηρική παράδοση, γιατί η λέξη Αθήνα δεν άλλαξε σε Φωκίδα; Η απάντηση φαίνεται
απλή: η λέξη υπήρχε στον Όμηρο παρά τις αθηναϊκές παραδόσεις και κανείς στην
Αθήνα δεν διέθετε τη δύναμη να τη μεταβάλει. Το έτερο σημαντικό χωρίο βρίσκεται
στην η 80, όπου αναφέρεται ότι:
...λίπε δὲ Σχερίην ἐρατεινήν,
ἵκετο δ᾽ ἐς Μαραθῶνα καὶ εὐρυάγυιαν Ἀθήνην...[12]
Αυτό
θεωρήθηκε ως ασφαλής απόδειξη για την αλλοίωση του κειμένου του Ομήρου και ο Seeck, που βρίσκει πολλά ελαττώματα σε πολλές
σελίδες του Ομήρου, γράφει: «Ότι η θεά έρχεται από τη Φαιακία, δηλαδή από τα
δυτικά, και περνά από την ανατολική ακτής της Αττικής πριν φθάσει στην Αθήνα,
είναι άκρως παράλογο. Εάν ο ποιητής, παρά το άτοπο αυτό, ονομάζει τον Μαραθώνα,
αυτό μπορεί να συμβεί μόνον για προσωπικούς λόγους. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Μαραθώνας
ήταν το σπίτι του»[13].
Την τελευταία πρόταση επισημαίνει με πλάγιους χαρακτήρες. Με λίγα λόγια, ισχυρίζεται
ότι το ποίημα περιέχει ένα σοβαρό λάθος σχετικώς με τη γεωγραφία της Αττικής,
ένα λάθος προφανές σε κάθε Αθηναίο, επομένως το χωρίο πρέπει να οφείλεται σε
κάποιον κάτοικο της Αττικής, έναν κάτοικο ο οποίος γνώριζε καλλίτερα,
προκειμένου να ευχαριστήσει τους συμπατριώτες του οι οποίοι επίσης γνώριζαν
καλλίτερα[14]. Η συγκεκριμένη
ανακρίβεια καταδεικνύει ότι οι στίχοι συντέθηκαν από έναν ποιητή που διέθετε
μια ασαφή εικόνα για την ακριβή θέση των Αθηνών και του Μαραθώνος, και για ένα
ακροατήριο με την ίδια ασαφή εικόνα. Ο Όμηρος δεν συμβουλευόταν χάρτες ή διαγράμματα
και είναι αναμενόμενο να μην διαθέτει σαφή αντίληψη για περιοχές σχετικώς
απομακρυσμένες. Αυτή η ασάφεια παραλληλίζεται με την πίστη του Νέστορος ότι τα
αποδημητικά πτηνά δεν μπορούν να διασχίσουν τη Μεσόγειο σε ένα έτος (γ 321) ή
την αναφορά του Μενελάου ότι ο Φάρος απέχει μια ημέρα με το καράβι από την
εκβολή του Νείλου (δ 355). Επίσης, γενικότερα με την επιρροή των Αθηνών στην ομηρική
ποίηση, δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι η λέξη «Αθήνα» αναφέρεται
μόνον σε ένα χωρίο στην Ιλιάδα και αυτό στη γενική γεωγραφική επισκόπηση του
Καταλόγου.
Αποτελεί κοινή υπόθεση των κριτικών ότι οι
άνδρες οι οποίοι συνέλλεξαν ή δημιούργησαν την Ιλιάδα και την Οδύσσεια για τον
Πεισίστρατο, προσέθεσαν στην Οδύσσεια έναν γιο του Νέστορος τον οποίο ονόμασαν
Πεισίστρατο προκειμένου να κολακεύσουν τον τύραννο[15].
Αυτός ο νέος Πεισίστρατος αποτελεί έναν από τους λιγότερο σημαντικούς
χαρακτήρες του ποιήματος. Δημιουργήθηκε προκειμένου να συνοδεύσει τον Τηλέμαχο
στη Σπάρτη και όταν αυτό πραγματοποιείται αγνοείται πλήρως. Από τη στιγμή που
αυτός και ο Τηλέμαχος χωρίζουν (ο 215) ξεχνιέται. Ακόμη και οι σύντροφοί του
δεν τον χαιρετούν διότι απλώς αυτός αφήνει τον Τηλέμαχο. Ο ποιητής δεν αναφέρει την υποδοχή από τον
πατέρα του και δεν του επιτρέπει να διηγηθεί την ιστορία του ταξιδίου στη
Σπάρτη. Το σημαντικό γεγονός πάντως, είναι ότι όταν ο Τηλέμαχος εξιστορεί το
ταξίδι στη μητέρα του [ρ 108-146], δεν αναφέρει ποτέ τον Πεισίστρατο αμέσως ή
εμμέσως, ξεκάθαρη απόδειξη ότι αποτελούσε πρόσωπο για το οποίο ο ποιητής και ο
ακροατής διέθεταν μόνον δευτερεύον ενδιαφέρον. Παρόμοιος χαρακτήρας αποτελεί
δημιουργία του αρχικού ποιητού και δεν εμφανίζει σημάδια κάποιου κόλακα καθώς
δεν έχει τίποτε που θα μπορούσε να κολακεύσει κάποιον και ασφαλώς όχι τον
τύραννο των Αθηνών.
Οι θετικές αποδείξεις ότι τα ομηρικά
ποιήματα δεν βρέθηκαν ποτέ υπό αττικό έλεγχο είναι πολλές. Στον Όμηρο ο
Οιδίπους πεθαίνει στη Θήβα (Ψ 679) παρ’ όλο που ένα από τα σπουδαιότερα έργα
του Σοφοκλέους βασίζεται στην ιστορία του θανάτου του στον Κολωνό, ένα προάστιο
των Αθηνών. Ο Τυδεύς θάβεται στη Θήβα (Ξ 114) ενώ οι Αθήναίοι υπερηφανεύονταν
για την ταφή του στην Ελευσίνα. Η Φιλομήλα είναι κόρη του Πανδάρεω (τ 518) όχι
του Αθηναίου Πανδίονος. Η Εκάβη είναι κόρη του Δύμαντος (Π 718) αλλά στην
αττική παράδοση ήταν κόρη του Κισσέως. Ο Ορέστης επιστρέφει στην πατρίδα του
από την Αθήνα (γ 307) και όχι από τη Φωκίδα. Οι κόρες του Αγαμέμνονος έχουν
ονόματα εντελώς διαφορετικά από τα ονόματα που τους έδιναν οι Αθηναίοι (Ι 145).
Πόσο εύκολα ένας Αθηναίος μπορούσε να αντικαταστήσει το αττικό Ιφιγένεια με το
ομηρικό Ιφιάνασσα! Ο ήρωας της Οδύσσειας έχει τον χαρακτήρα του κακού στην
αττική τραγωδία. Ο ευγενικός, φιλόξενος και φιλικός Μενέλαος, παρουσιάζεται
σχεδόν απάνθρωπος. Ο Μίνως, ο Κρης τύραννος που απαιτούσε την ετήσια θυσία δεκατεσσάρων
Αθηναίων νέων στον Μινώταυρο, παρουσιάζεται από τον Όμηρο ως σοφός κριτής,
φίλος και σύντροφος του Διός [λ 568-571]. Δεν μπορεί να γίνει πιστευτό ότι οι
Αθηναίοι άσκησαν κάποτε παρόμοιο έλεγχο στα ποιήματα αυτά ώστε να προσθέσουν
τον Πεισίστρατο στην ιστορία της Οδύσσειας και να τα ανασχηματίσουν όπως
επιθυμούσαν αλλά δεν κατέβαλαν την προσπάθεια να ξαναγράψουν τις παραδόσεις
αυτές τις οποίες τόσο εύκολα μπορούσαν να μεταβάλλουν. Προκειμένου να
κατανοήσουμε πως συμπεριφερόταν ένας Αθηναίος ο οποίος μπορούσε πραγματικά
ελεύθερα να μεταχειριστεί τον Όμηρο, αρκεί να αναφερθούμε στον Ευριπίδη ο
οποίος, στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», αντικατέστησε με άλλον ηγέτη τον ομηρικό
Μενεσθέα και, παρ’ όλο τον σαφή αριθμό των πενήντα πλοίων που υπάρχει στον
Κατάλογο, αύξησε την αθηναϊκή δύναμη σε εξήντα ενώ υποβίβασε το Άργος
μειώνοντας τα καράβια του από ογδόντα σε πενήντα. Τα εσωτερικά στοιχεία δεν
προσφέρουν καμία απόδειξη ότι πραγματοποιήθηκαν αλλαγές στο κείμενο του Ομήρου
προς όφελος των Αθηνών. Επί πλέον, αν η Αθήνα διατηρούσε τον απόλυτο έλεγχο των
ποιημάτων αυτών, η αποτυχία της να τα εναρμονίσει με την αθηναϊκή υπερηφάνεια
και τις αθηναϊκές παραδόσεις, θα αποτελούσε ένα από τα πλέον δυσεξήγητα ζητήματα
της λογοτεχνίας.
Τί εξωτερικές αποδείξεις υπάρχουν ότι η
Αθήνα ή ο Πεισίστρατος κάποτε ήλεγχαν τα ποιήματα αυτά; Η ιστορία του
Πεισιστράτου και του Ομήρου φαίνεται να προέρχονται από το αντίπαλο κράτος των
Μεγάρων, όπου η πολιτική εχθρότητα προσπάθησε να παρηγορηθεί ισχυριζομένη ότι
απώλεσε δια της απάτης ό,τι αδυνατούσε να αποκτήσει διά των όπλων. Κανείς
θαυμαστής του Πεισιστράτου δεν κατάφερε να δείξει ότι κάποιο είδος πνευματικής
ζωής δημιουργήθηκε από τον Πεισίστρατο ή τους γιούς του. Είναι αλήθεια ότι ο
Ονομάκριτος ανακαλύφθηκε να πλαστογραφεί χρησμούς για αυτούς τους δεισιδαίμονες
δεσπότες [Ηρόδοτος Ζ΄, 6] και ο Ηρόδοτος [Ε΄, 90] αναφέρει το μεγάλο ενδιαφέρον
τους για σημεία, οιωνούς και χρησμούς, αλλά ούτε αυτός ούτε κάποιος άλλος
πρώιμος συγγραφέας προσφέρει την παραμικρή ένδειξη ότι κάποια δημιουργική ή
λογοτεχνική ώθηση δόθηκε από αυτήν την οικογένεια. Οι Πεισιστρατίδες διέθεταν
τον πλούτο να προσλάβουν και την καλαισθησία να εκτιμήσουν τα εγκώμια ή τα τραγούδια
ενός Ανακρέοντος ή ενός Σιμωνίδου, αλλά η λογοτεχνική ξηρασία στην Αθήνα της
εποχής τους και των ετών που επακολούθησαν δεν προσφέρει καμία ένδειξη ότι
προσέφεραν κάποια ώθηση στη λογοτεχνική δημιουργία. Η ιστορία ότι ο
Πεισίστρατος ίδρυσε μια μεγάλη βιβλιοθήκη και ήταν προστάτης των γραμμάτων
φαίνεται απολύτως φανταστική διότι ο Αριστοτέλης στην «Αθηναίων πολιτεία» 16
που ανακαλύφθηκε πρόσφατα, περιγράφει λεπτομερώς το έργο του Πεισιστράτου, την ποινική
του νομοθεσία και το γεγονός ότι αναγνώριζε ελαφρυντικές περιστάσεις, τη
προσπάθειά του να βοηθήσει τους πτωχούς γεωργούς, ακόμη και το δημοκρατικό και
φιλάνθρωπο πνεύμα του, αλλά δεν αναφέρει τη βιβλιοθήκη ή τις φιλολογικές του
επιδιώξεις. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον ατέλειωτο ενθουσιασμό του Αριστοτέλους για
τη λογοτεχνία και τη συλλογή βιβλίων, είμαστε σίγουροι ότι δεν θα είχε ποτέ
αποσιωπήσει τα μεγάλα διανοητικά επιτεύγματα εξ αιτίας των οποίων οι οπαδοί του
Πεισιστράτου με τόση βεβαιότητα τον θεωρούσαν σαν τον δημιουργό του Ομήρου.
Κανείς συγγραφέας, τα έργα του οποίου διασώθηκαν, δεν συνδέει τον Πεισίστρατο
με τον Όμηρο έως τον Κικέρωνα [«De oratore» III,
137], και ο Κικέρων έζησε περίπου πεντακόσια έτη μετά την εποχή του
Πεισιστράτου. Κανείς μεταγενέστερος συγγραφέας δεν προσφέρει κάποια λεπτομέρεια
η οποία να προδίδει μια νέα πηγή γνώσεως, επομένως οι πολλοί μεταγενέστεροι
συγγραφείς που αναφέρονται στον Πεισίστρατο δεν ενδυναμώνουν το επιχείρημα
αυτό.
Δεν υφίσταται στον Ηρόδοτο, στον Πλάτωνα,
στον Αριστοτέλη, ούτε σε κάποιον πρώιμο Αθηναίο συγγραφέα, αναφορά που να
συνδέει τον τύραννο με τον Όμηρο, ούτε υπάρχει η παραμικρή σχετική νύξη σε όλη
αυτή την τεράστια μάζα πληροφοριών που αναφέρονται από τους λογίους της
Αλεξανδρείας. Η δήλωση του Wolf ότι
η ηνωμένη φωνή όλης της αρχαιότητος [«vox totius antiquitatis»] με συνέπεια
αποδίδει στον Πεισίστρατο την τιμή της συλλογής, οργανώσεως και καταγραφής της
ομηρικής ποιήσεως, φαίνεται ότι φθάνει επικίνδυνα κοντά στην εκ προθέσεως
απάτη. Ακόμη περισσότερο σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο Ηρόδοτος γράφει ότι
οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν αυτό το χωρίο από τον Κατάλογο, το οποίο σήμερα
θεωρείται πολύ ύποπτο, προκειμένου να εξηγήσουν την απροθυμία τους να
παραδώσουν την αρχηγία του στόλου κατά τη διάρκεια της εισβολής του Ξέρξου σε
κανέναν άλλον πλην της Σπάρτης[16],
χωρίς να προσθέτει κανένα σχόλιο. Κανείς ο οποίος είναι εξοικειωμένος με τη
μέθοδο του Ηροδότου δεν μπορεί να υποθέσει ότι γνώριζε πως οι Αθηναίοι
χρησιμοποιούσαν ένα πλαστό χωρίο και θα απέκρυβε τη γνώση του αυτή. Επίσης,
όταν αναφέρει ότι ο Ονομάκριτος εξορίστηκε επειδή παρέμβαλε έναν στίχο στην ποίηση
του Μουσαίου, δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα είχε προσθέσει πως
παλαιότερα σε αυτόν τον Ονομάκριτο είχε εμπιστευθεί ο Πεισίστρατος τη
συγκέντρωση της ομηρικής ποιήσεως[17]
στην οποία είχε επίσης παρεμβάλει στίχους. Είναι απίστευτο ότι το δημόσιο
αίσθημα που εξόρισε έναν άνδρα ο οποίος προσέθεσε έναν στίχο σε ένα ασήμαντο
ποίημα του Μουσαίου θα αδιαφορούσε σε γενικευμένες προσθήκες στη σχεδόν ιερά
ποίηση του Ομήρου[18].
Σχετικώς με την κατηγορία των Μεγαρέων ότι
οι Σπαρτιάτες διαιτητές εξαπατήθηκαν αποδίδοντας τη Σαλαμίνα στους Αθηναίους
λόγω ενός πλαστού στίχου, ένα εκ των δύο κατωτέρω αληθεύει: η ποίηση του Ομήρου
εκείνη την εποχή είτε ήταν πασίγνωστη είτε όχι. Αν ήταν πασίγνωστη, ένας
πλαστός στίχος θα είχε αμέσως αναγνωριστεί ενώ αν δεν ήταν δεν θα γινόταν δεκτή
ως απόλυτη αυθεντία. Σε όλες τις επιθέσεις που έγιναν αργότερα εναντίον της
αθηναϊκής διπλοπροσωπίας, κανείς Σπαρτιάτης δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ γι’ αυτήν
την εξαπάτηση ενώ κανείς Αθηναίος δεν προσπάθησε να υπερασπιστεί μια
υποτιθέμενη αδικία αναφερόμενος σε αυτήν την έξυπνη λαθροχειρία των προγόνων
του.
Δεν υπάρχει καμία απόδειξη για την κριτική
αναθεώρηση του Ομήρου υπό την εποπτεία του Πεισιστράτου εκτός από τις
αποδείξεις των πιθανοτήτων. Ποιες είναι οι πιθανότητες ότι στο δεύτερο ήμισυ
του 6ου αιώνος ο Όμηρος βρέθηκε υπό τον τόσο πλήρη έλεγχο των Αθηνών
ώστε λίγα χρόνια αργότερα Αθηναίοι απεσταλμένοι στις Συρακούσες να μπορούσαν να
παραπέμψουν σε αθηναϊκούς πλαστούς στίχους χωρίς οι ομιλητές να προδώσουν και
οι ακροατές να αντιληφθούν ότι οι παρατιθέμενοι στίχοι ήταν νόθοι[19];
Προκειμένου να επιβάλουν αυτήν την πλήρη και άμεση αποδοχή, οι Αθηναίοι έπρεπε
να διέθεταν μια ξεχωριστή θέση και δυνατότητα επιβολής, και στη λογοτεχνία και
ως κυβερνήτες, ώστε όλη η Ελλάς να τους θεωρεί αναντίρρητα ως ηγέτες. Η αλήθεια
όμως, είναι ακριβώς η αντίθετη αφ’ ου κατά τη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν
την πτώση των Πεισιστρατιδών, η Αθήνα αδυνατούσε να αντιμετωπίσει τα ιδικά της
εσωτερικά προβλήματα χωρίς τη βοήθεια ή την παρέμβαση της Σπάρτης και το 480,
δέκα έτη μετά τον Μαραθώνα, αποδέχθηκε την κατωτερότητά της σαν δεδομένο
γεγονός παραχωρώντας στη Σπάρτη τη διοίκηση και του στόλου και του στρατού στον
αγώνα κατά του Ξέρξου. Αδύναμη όπως ήταν η Αθήνα σε στρατιωτικό και πολιτικό
επίπεδο τα χρόνια πριν από τους περσικούς πολέμους, η λογοτεχνική της φήμη ήταν
ακόμη ασθενέστερη. Είναι δύσκολο σε εμάς, έχοντας στο νου μας τη δόξα του 5ου
και του 4ου αιώνος, να αντιληφθούμε πόσο μακριά βρισκόταν από τα
ρεύματα της λογοτεχνίας έως την άνοδο του δράματος.
Οι Μούσες συνδέονταν με τον
Ελικώνα, τον Όλυμπο και τα Πιέρια αλλά δεν υπήρχε όρος για τις Μούσες στην
Αττική. Πρώιμοι μυθικοί τραγουδιστές όπως οι Λίνος, Θάμυρις και Μουσαίος,
κατάγονταν από άλλα μέρη της Ελλάδος. Κανένα ποίημα του Επικού Κύκλου δεν
αποδόθηκε ποτέ σε Αθηναίο ποιητή και μαθαίνουμε ότι ο Ησίοδος ο Βοιωτός, ο
Πείσανδρος ο Ρόδιος και ο Πανύασης από τη Σάμο ή την Αλικαρνασσό θεωρούνταν οι
μεγαλύτεροι επικοί ποιητές μετά τον Όμηρο. Κανείς Αθηναίος στον κατάλογο αυτόν!
Ο Πεισίστρατος έζησε την εποχή των λυρικών ποιητών, εν τούτοις ούτε ένας από
τους περίφημους εννέα λυρικούς ποιητές δεν γεννήθηκε στην Αθήνα. Ποια περιοχή
που γειτόνευε με το Αιγαίο πέλαγος ήταν τόσο πτωχή σε λογοτεχνική φήμη όπως η
Αττική το 500 π.Χ.; Αν στις μεγάλες εορτές έπρεπε να απαγγέλλεται ποίηση, οι
Αθηναίοι ήταν υποχρεωμένοι να υιοθετούν τα έργα ξένων ποιητών, που τραγουδούσαν
τις αρετές αντιπάλων κρατών και αν επιθυμούσαν να ακούσουν έναν εν ζωή ποιητή,
έπρεπε να φέρουν από άλλη πόλη κάποιον Ανακρέοντα ή Σιμωνίδη. Δεν μπορούσε ούτε
η πολιτική ούτε η λογοτεχνική θέση των Αθηνών να επιβάλει μια άμεση αποδοχή της
αττικής εκδόσεως του Ομήρου. Σχολές ενθουσιωδών οπαδών του Ομήρου ανθούσαν πριν
από την εποχή του Πεισιστράτου σε πολλές πόλεις της Ιωνίας και σε νήσους του
Αιγαίου, από τις οποίες η γνώση του Ομήρου διαδόθηκε σε όλα τα μέρη του
ελληνικού κόσμου. Διαθέτουμε έναν μακρύ κατάλογο των ονομάτων όσων ασχολήθηκαν με
τον Όμηρο και την ομηρική ποίηση αλλά κανείς εξ αυτών δεν κατάγεται από την Αθήνα.
Η ομηρική ποίηση πρέπει να ήταν διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ελλάδα στην αρχή
του 6ου αιώνος διότι φαίνεται να θεωρείται γνωστή αφ’ ου αποτελεί το
πλαίσιο του μεγαλυτέρου μέρους της πρωίμου ποιήσεως. Η ακριβής κατάσταση της
εποχής εκείνης απεικονίζεται από τον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο, μια πρώιμη και
αξιόπιστη πηγή, ο οποίος γεννήθηκε την εποχή περίπου κατά την οποία ο Πεισίστρατος
σφετερίστηκε την εξουσία, και επομένως εκπαιδεύτηκε στην Ιωνία στο τότε κείμενο
πριν προλάβει να πραγματοποιηθεί η αναθεώρηση του τυράννου. Θεωρούσε την
εξοικείωση με τον Όμηρο οικουμενική, κάτι που όλοι μάθαιναν από τα πρώτα
παιδικά τους χρόνια [απ. 28]. Αυτός ο Ξενοφάνης αισθανόταν ιδιαιτέρως προσβεβλημένος
από την ανηθικότητα των ομηρικών θεών και ασκούσε δριμεία κριτική στον ποιητή
για την περιγραφή της θεϊκής ευτέλειας [απ. 7, Δ. Λαέρτιος Θ΄, 18]. Ο Ιέρων, ο
τύραννος τον Συρακουσών, λέγεται ότι του είπε [Πλούταρχος, «Ηθικά» 175c]:
πρὸς δὲ Ξενοφάνην τὸν Κολοφώνιον εἰπόντα μόλις
οἰκέτας δύο τρέφειν «ἀλλ᾽ Ὅμηρος» εἶπεν, «ὃν σὺ διασύρεις, πλείονας ἢ μυρίους
τρέφει τεθνηκώς»[20].
Ακόμη
και αν η ιστορία αυτή είναι απόκρυφη, προσφέρει κάποια ένδειξη της μεγάλης
δημοφιλίας της ομηρικής ποιήσεως. Γνωρίζουμε ότι η απαγγελία των ομηρικών επών
καθιερώθηκε νωρίς στη Σικυώνα διότι ο Κλεισθένης, από ζηλοτυπία προς το Άργος,
απηγόρευσε στους ομηρικούς βάρδους το προνόμιο της δημόσιας απαγγελίας [Ηρόδοτος
Ε΄, 67]. Αυτή η απέλαση των βάρδων πρέπει να συνέβη τουλάχιστον μια γενεά πριν
μπορέσει ο Πεισίστρατος να αναθεωρήσει τα ποιήματα.
Ολόκληρος ο ελληνικός κόσμος εκείνην την
εποχή θεωρούσε τον Όμηρο σαν τον δάσκαλο και τον προφήτη του. Ήταν αυτός ο
κόσμος έτοιμος να ανταλλάξει τον Όμηρο που γνώριζε για έναν διαφορετικό και
νοθευμένο Όμηρο; Οι Έλληνες ήταν πάντα ένας συντηρητικός λαός ιδιαιτέρως
αυστηρός στη διατήρηση παλαιών εθίμων και παλαιών θεσμών, γι’ αυτό και η επική
ποίηση συνέχισε να συντίθεται για περισσότερα από χίλια χρόνια στο μέτρο και
στη διάλεκτο του Ομήρου. Ο Τυρταίος, ο μέγας Λακεδαιμόνιος πολεμικός ποιητής,
συνέθεσε πύρινους αναπαίστους στη μητρική του σπαρτιατική διάλεκτο αλλά όταν
έγραφε σε δακτυλικό μέτρο έπρεπε να δείξει την ιωνική καταγωγή των στίχων
αυτών. Ακόμη και ένας Αθηναίος δραματουργός ο οποίος συνέθετε για ένα αθηναϊκό
ακροατήριο, θεώρησε απαραίτητο να προσδώσει ένα ξενικό χρώμα στους στίχους του
χορού καθώς έπρεπε να δείχνουν την ξενική τους προέλευση. Αυτός ο επίμονος
συντηρητισμός των Αθηναίων, παρά την ερήμωση που προκλήθηκε από την περσική φωτιά
και καταστροφή, επανειλημμένως παρεμπόδισε το σχέδιο του Περικλέους να
εξωραΐσει την Ακρόπολη και αυτός ο συντηρητισμός έδωσε στο Αμφικτιονικό
συμβούλιο αυτή τη δύναμη η οποία στα χέρια του Φιλίππου κατέληξε τόσο καταστροφική
για την ελευθερία της Ελλάδος[21].
Ο συντηρητισμός αυτός αποτελεί την ίδια την
ανάσα της Ελλάδος και εξακολουθεί να επιβιώνει. Τον Νοέμβριο 1901, η δημοσίευση
ενός αναθεωρημένου κειμένου της Βίβλου οδήγησε σε αιματηρές ταραχές κατά τις
οποίες οκτώ άτομα σκοτώθηκαν, η κυβέρνηση ανατράπηκε και ο Μητροπολίτης
αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Το 1903 μια προσπάθεια να ανέβει στο θέατρο ένα έργο
του Αισχύλου σε σύγχρονη διάλεκτο οδήγησε επίσης σε ταραχές. Εν όψει του
ελληνικού αυτού χαρακτηριστικού, φαίνεται απίστευτο ότι οι ομηρικοί βάρδοι και
λόγιοι θα εγκατέλειπαν τον Όμηρο που γνώριζαν και θα αποδέχονταν αδιαμαρτύρητα
την καινούργια αναθεωρημένη έκδοση ενός κράτους τόσο ασήμαντου πνευματικώς και
πολιτικώς όπως η Αθήνα του τέλους του 6ου αιώνος. Η Πεισιστράτεια
θεωρία απαιτεί όχι απλώς την αποδοχή αυτού του αθηναϊκού Ομήρου αλλά και το γεγονός
ότι η αποδοχή αυτή πραγματοποιήθηκε χωρίς να προκληθούν αντιδράσεις, αφ’ ου
κανείς συγγραφέας δεν ανέφερε ποτέ κανέναν αγώνα που προκλήθηκε από την αλλαγή
αυτήν.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι κατά την αρχαιότητα
δεν υπήρχε τίποτε που να ομοιάζει με μια ηνωμένη Ελλάδα. Ακόμη και στους
περσικούς πολέμους πολλά από τα ελληνικά κράτη συνασπίστηκαν με τον εχθρό ενώ
και σε τόσο πατριωτικά κράτη όπως η Αθήνα, φαίνεται ότι δραστηριοποιούταν φιλοπερσικό
κόμμα. Δεν υπήρχε ποτέ μια ηνωμένη Ελλάδα και δεν υπήρχε ποτέ ένα σώμα ανδρών
που σχημάτιζαν μια φιλολογική ακαδημία ή συνέδριο που να διέθετε την εξουσία να
ασχοληθεί με ποιητικά ζητήματα και αναθεώρηση του κειμένου. Επομένως, ακόμη και
αν ο Πεισίστρατος αναθεώρησε τον Όμηρο, δεν υπήρχε κάποια δύναμη στην Ελλάδα η
οποία θα μπορούσε να επιβάλλει την αναντίρρητη αποδοχή του. Η πλέον απίθανη
εκδοχή της θεωρίας αυτής είναι ότι οι Έλληνες βάρδοι θα αποδεχόντουσαν όλοι το
καινούργιο κείμενο σε απόλυτη σιωπή και κανείς δεν θα ύψωνε τη φωνή του να
διαμαρτυρηθεί.
Πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι ο
Ονομάκριτος εξορίστηκε την εποχή του Πεισιστράτου διότι προσέθεσε έναν στίχο
στην ποίηση του Μουσαίου ενώ αργότερα στον Λύκωνα, τον κωμικό υποκριτή και φίλο
του Αλεξάνδρου, επεβλήθη το υπέρογκο πρόστιμο των δέκα ταλάντων επειδή
προσέθεσε έναν μόνον στίχο σε μια κωμωδία, ένα πρόστιμο που θα τον είχε
καταστρέψει αν δεν το πλήρωνε ο Αλέξανδρος[22].
Η κοινή γνώμη που δεν ανεχόταν αυτές τις ασήμαντες αλλαγές σε ελάσσονες
συγγραφείς δεν μεγάλωσε ανάμεσα σε ανθρώπους συνηθισμένους σε ριζικές μεταβολές
στο σχεδόν ιερό κείμενο του Ομήρου.
Οι μεγάλοι λόγιοι της Αλεξανδρείας δεν
αναφέρθηκαν ποτέ στο έργο του Πεισιστράτου. Παρ’ όλο που παρέπεμπαν σε
χειρόγραφα του Ομήρου τα οποία προέρχονταν από τη Σινώπη, Κρήτη, Κύπρο, Χίο,
Μασσαλία και από πολλές διαφορετικές περιοχές της Ελλάδος, ποτέ δεν ανέφεραν
ένα χειρόγραφο το οποίο προερχόταν από την Αθήνα. Εξ ίσου σημαντικό είναι το
γεγονός ότι κανείς από τους μεγάλους μελετητές του Ομήρου δεν καταγόταν από την
Αττική.
Η γνώση του Ομήρου, σε μια εποχή που δεν
υπήρχε ακόμη αναγνωστικό κοινό, στο μεγαλύτερο μέρος της διαδόθηκε από τόπο σε
τόπο μέσω αφηγητών ή ραψωδών. Επομένως, αν μια αθηναϊκή έκδοση ήταν να
αντικαταστήσει την παλαιότερη, έπρεπε να επιβληθεί μέσω Αθηναίων ραψωδών. Εν
τούτοις, δεν γνωρίζουμε τίποτε για πιθανούς Αθηναίους αφηγητές. Η κλασσική
περιγραφή των περιπλανωμένων αυτών ευαγγελιστών του Ομήρου προσφέρεται από τον
Πλάτωνα στον «Ίωνα» [530]. Από εκεί μαθαίνουμε ότι, αν και βρισκόταν στην
Αθήνα, αυτός ο διάσημος αφηγητής καταγόταν από την Έφεσο ενώ οι πλέον ξακουστοί
για την κατανόηση και ερμηνεία του Ομήρου ραψωδοί ήταν οι Μητρόδωρος Λαμψακηνός,
Στησίμβροτος Θάσιος και ο Γλαύκων ο οποίος καταγόταν μάλλον από το Ρήγιο. Αν ο
Όμηρος υπήρξε πράγματι: «το δώρο των Αθηνών» όπως ισχυρίζεται ο καθηγητής Gilbert Murray, φαίνεται ότι πιστεύει ότι οι Ίωνες βάρδοι
ήρθαν στην Αθήνα, αντάλλαξαν τον Όμηρό τους με ένα καινούργιο κείμενο αλλά ποτέ
δεν ανέφεραν το γεγονός αυτό. Στην Αθήνα όλες σχεδόν οι μορφές της ελληνικής τέχνης
και λογοτεχνίας άγγιξαν την τελειότητα. Οι ιωνικοί και δωρικοί κίονες κατάγονταν
από αλλού αλλά οι καλλίτεροι κάθε είδους δημιουργήθηκαν στην Αθήνα. Η φιλοσοφία
γεννήθηκε στην Ιωνία αλλά οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι ήταν οι Σωκράτης, Πλάτων και
Αριστοτέλης. Ιστορικά κείμενα επίσης γράφθηκαν για πρώτη φορά στην ανατολική
ακτή του Αιγαίου, αλλά η σπουδαιότερη ιστορία αποτέλεσε έργο του Θουκυδίδου.
Ρητορική, λογογραφία, κωμωδία και τραγωδία δημιουργήθηκαν έξω από την Αττική
άλλα όλες οι τέχνες αυτές έφθασαν στην ακμή τους εκεί. Μόνον το έπος από όλα τα
πρώιμα λογοτεχνικά είδη φαίνεται να μην απασχόλησε ποτέ τη δημιουργική ευφυΐα
της Αττικής – κανείς Αθηναίος δεν αναφέρεται να έχει διακριθεί ποτέ στη σύνθεση
επικής ποιήσεως. Είναι προφανές ότι η Αθήνα στεκόταν μακριά από τα ρεύματα αυτά
που δημιούργησαν και διατήρησαν την εξιστόρηση σε επικό μέτρο των ηρωικών
μύθων.
Πώς δημιουργήθηκε όμως η παράδοση σχετικώς
με τον Πεισίστρατο; Στην Αθήνα, όπως και στις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις,
πραγματοποιούνταν δημόσιοι αγώνες της ομηρικής ποιήσεως και, άγνωστο πως, μια
οδηγία τέθηκε σε ισχύ η οποία απαγόρευε στον αφηγητή να απαγγέλει μόνον τα
χωρία που άρεσαν περισσότερο στους ακροατές, ορίζοντας ότι έπρεπε να ακολουθεί
την καθιερωμένη σειρά των ποιημάτων. Αυτό σημαίνει ότι ο βάρδος δεν μπορούσε να
απαγγέλει την «Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία» [Ζ] και εν συνεχεία την «Ἕκτορος
ἀναίρεσις» [Χ], καθώς όλη η εύνοια του ακροατηρίου θα εκδηλωθεί στον βάρδο που
πρώτος απήγγειλε. Ο πρώτος βάρδος όφειλε να απαγγέλει το ποίημα από την
κανονική αρχή και ο δεύτερος βάρδος έπρεπε να συνεχίσει την ιστορία από το
σημείο που τη σταμάτησε ο πρώτος. Το απλό γεγονός ότι παρόμοιες οδηγίες
θεωρούνταν απαραίτητες καταδεικνύει ότι ακόμη και τότε υπήρχε μια καθιερωμένη
ακολουθία, διότι ασύνδετα τραγούδια δεν μπορούσαν να έχουν κάποια τακτική
σειρά. Ο σχολιαστής του Πινδάρου («Νεμεόνικος» Β΄, 2), γράφει:
οἱ δέ φασι τῆς Ὁμήρου ποιήσεως μὴ ὑφ’ ἓν
συνηγμένης, σποράδην δὲ ἄλλως καὶ κατὰ μέρη διῃρημένης, ὁπότε ῥαψῳδοῖεν αὐτήν,
εἱρμῷ τινι καὶ ῥαφῇ παραπλήσιον ποιεῖν…[23]
Επομένως,
αυτή η απλή οδηγία στόχευε στο να προσφέρει σε κάθε διαγωνιζόμενο έναν δίκαιο
αγώνα απαγορεύοντας στους πρώτους που διαγωνίζονταν να επιλέξουν τα χωρία που
προτιμούσαν οι ακροατές. Αυτά είναι τα «σκόρπια τραγούδια του Ομήρου» που
δημιούργησαν τον μύθο ότι ο Πεισίστρατος διαφύλαξε τα ομηρικά τραγούδια και εξ
αυτών δημιούργησε τα ομηρικά έπη. Η θεωρία ότι ο Όμηρος που απαγγελλόταν στα
μεγάλα Παναθήναια περιείχε ολόκληρη τη μεγάλη μάζα της πρωίμου ποιήσεως,
απορρίπτεται κατηγορηματικώς από τον ρήτορα Λυκούργο («Κατά Λεωκράτους» 26[24]):
βούλομαι δ᾽ ὑμῖν καὶ τὸν Ὅμηρον παρασχέσθαι
ἐπαινῶν. οὕτω γὰρ ὑπέλαβον ὑμῶν οἱ πατέρες σπουδαῖον εἶναι ποιητὴν ὥστε νόμον
ἔθεντο καθ᾽ ἑκάστην πεντετηρίδα τῶν Παναθηναίων μόνου τῶν ἄλλων ποιητῶν
ῥαψῳδεῖσθαι τὰ ἔπη…[25]
και
από το ξεκάθαρο σχόλιο του Ισοκράτους ότι το μεγαλείο του Ομήρου στα μάτια των
πατέρων τους έγκειτο στο γεγονός ότι απεικόνιζε τους Έλληνες όχι να μάχονται
μεταξύ τους αλλά με βαρβάρους («Πανηγυρικός» 159).
Η θεωρία ότι άνδρες οι οποίοι ποτέ δεν
έγραψαν έναν σπουδαίο ποιητικό στίχο μπορούν με ψαλίδι και κόλλα να
δημιουργήσουν τα δύο μεγαλύτερα ποιήματα της παγκοσμίου λογοτεχνίας,
καταδεικνύει το απύθμενο βάθος της ανθρωπίνου ακρισίας. […]
Παρά τις συνεχείς υποθέσεις όλων αυτών των
κριτικών ότι ακατανόητες ή αντιφατικές σκηνές προστέθηκαν στα ποιήματα, δεν
παρουσιάστηκε ποτέ μια ικανοποιητική εξήγηση γιατί ένας λαός ο οποίος διέθετε
οξυτάτη λογοτεχνική αίσθηση όπως οι Έλληνες θα αποδέχονταν αυτές τις προφανείς
γκάφες. Δύο πράγματα είναι αναγκαία για τις προσθήκες αυτές, ανόητοι βάρδοι και
ανόητοι ακροατές. Ο Θέογνις [21], στην αρχή του ποιήματός του γράφει:
οὐδέ τις ἀλλάξει κάκιον τοὐσθλοῦ παρεόντος...[26]
Αλλά
η θεωρία των προσθηκών απλώς αναστρέφει αυτόν τον στίχο φωνάζοντας: «Κανείς δεν
θα το αλλάξει με το καλό όταν ήδη υπάρχει το κακό» – όχι μόνον διατηρεί το κακό
αλλά αποβάλλει και ξεχνά το καλλίτερο. Προσδοκώ ότι ο Wilamowitz ή κάποιος άλλος προφήτης του ευαγγελίου ότι η
καλλίτερη Ιλιάς καταστράφηκε προκειμένου να βρεθεί χώρος για την κατώτερη
έκδοσή της, να εξηγήσει με θεμελιωμένα παραδείγματα πότε οι Έλληνες κατέστρεψαν
το καλό προκειμένου να δεχθούν το κατώτερο. Μπορούσαν να παραμερίσουν το κατώτερο
προκειμένου να το αντικαταστήσουν με το καλλίτερο ή το άριστο αλλά πότε
δέχθηκαν το κακό όταν είχαν μπροστά τους το καλό; Το καλλιτεχνικό αίσθημα που
επιζητούσε το λογοτεχνικό φινίρισμα των πινδαρικών ωδών, που δημιούργησε τα
δράματα του Σοφοκλέους και έκανε τον Δημοσθένη να παλέψει για την απόλυτη
τελειότητα της ρητορικής εκφράσεως, ήταν το ίδιο με το δημόσιο αίσθημα το οποίο
οι κριτικοί υποθέτουν ότι αποδέχθηκε προσθήκες οι οποίες παραμόρφωσαν το πλέον
αγαπημένο από όλα τα αποκτήματά του, την ποίηση του Ομήρου;
Όχι μόνον δεν έγιναν αλλαγές στο κείμενο
του Ομήρου από τον Πεισίστρατο αλλά κανείς πριν ή μετά από αυτόν δεν επέτυχε να
μεταβάλει αισθητώς το ομηρικό κείμενο. Δύο άτομα δεν μπορούν να αντιγράψουν τις
ίδιες λέξεις με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ενώ γράφοντας από μνήμης μπορούν κατά
λάθος να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν στίχους, κανένα όμως χωρίο περισσότερο
εκτεταμένο από δέκα στίχους δεν χάθηκε ή προστέθηκε στην ποίηση του Ομήρου.
Επίσης, η γλώσσα της παρούσης κανονικής εκδόσεως είναι πρακτικώς η ίδια αυτής
στην οποία αρχικώς συντέθηκαν τα ποιήματα. Όλες οι παραθέσεις από τον Όμηρο
είναι κατ’ ουσίαν στην ίδια διάλεκτο που βρίσκουμε στα σωζόμενα χειρόγραφα ενώ,
οιαδήποτε και αν ήταν η μητρική διάλεκτος του συγγραφέως, η διάλεκτος του
Ομήρου δεν αποδίδεται στη διάλεκτο αυτήν. Οι Ηρόδοτος Αλικαρνασσεύς, Πλάτων Αθηναίος,
Τιμαίος Σικελός, Πλούταρχος Βοιωτός, Στράβων Πόντιος, όλοι παραθέτουν στίχους
του Ομήρου στη δική του διάλεκτο, χωρίς να προσπαθούν να τους μεταγλωττίσουν
στη δική τους. Οι συγγραφείς αυτοί μπορούσαν να παραφράσουν τον Όμηρο, ο
καθένας στη δική του διάλεκτο, αλλά όταν παρέθεταν στίχους από τα ποιήματά του,
η διάλεκτος των στίχων αυτών παρέμενε ομηρική.
Υφίσταται μια απόδειξη ότι δεν
πραγματοποιήθηκε ποτέ μια σοβαρή ή συνειδητή προσπάθεια εκσυγχρονισμού της ομηρικής
ποιήσεως η οποία περισσότερο από οιαδήποτε άλλη απαντά σε όλα τα αντίθετα
επιχειρήματα, και την απόδειξη αυτή προσφέρει ένα χαμένο γράμμα, το σύμφωνο
δίγαμμα. Γνωρίζουμε ήδη από την εποχή του Bentley ότι ο Όμηρος, σε όλα τα σημεία του ποιήματος,
χρησιμοποιούσε το γράμμα που χάθηκε νωρίς από την ιωνική διάλεκτο[27],
δεν εμφανίστηκε ποτέ στην αττική γραμματεία και γενικότερα δεν το
υποπτευόντουσαν οι βάρδοι ή οι λόγιοι στους οποίους οφείλουμε τη διατήρηση των
ομηρικών ποιημάτων. Η απώλεια του γράμματος αυτού προκάλεσε φανερή αναρχία στο
ομηρικό μέτρο και φαινομενικώς επέτρεπε σε μια λέξη που κατέληγε σε βραχύ
φωνήεν να ακολουθείται από ένα αρχικό φωνήεν (η απαγορευμένη χασμωδία) ή σε ένα
βραχύ φωνήεν να παρουσιάζεται σαν μακρύ πριν από ένα σύμφωνο. Η αποκατάσταση
στον Όμηρο του χαμένου αυτού συμφώνου, θεωρείται σαν ένα από τα σπουδαιότερα
επιτεύγματα της σύγχρονης επιστήμης.
Αυτές οι φαινομενικές ατέλειες του μέτρου
προκαλούσαν απελπισία στους ομηρικούς εκδότες και μείωναν ιδιαιτέρως τη δόξα
του ποιητού έως ότου ο Bentley
απέδειξε ότι σχεδόν όλες αυτές οι ατέλειες μπορούσαν να διορθωθούν βάσει της
θεωρίας ότι αυτό το σύμφωνο, το οποίο επεβίωσε περισσότερο σε άλλες διαλέκτους,
χάθηκε από τα ποιήματα μετά τη σύνθεσή τους. Ήταν πολύ εύκολο να εισάγουμε το
δίγαμμα στις περισσότερες περιπτώσεις και κανείς πανεπιστημιακός σήμερα δεν
αμφιβάλει ότι το γράμμα αυτό ανήκε στο πρώιμο ομηρικό αλφάβητο και ήταν είτε
γραπτό είτε απλώς αντιληπτό από τους ακροατές οι οποίοι ήταν εξοικειωμένοι στην
εκφορά του.
Θα ήταν πράγματι εύκολο για όσους
διατήρησαν το ομηρικό κείμενο να είχαν απαλείψει κάθε ίχνος της μετρικής αυτής
δυσκολίας με ελάχιστες παρεμβάσεις, μερικές μάλιστα τόσο απλές που δύσκολα
μπορούμε να καταλάβουμε γιατί διατήρησαν τη χασμωδία όταν η εφαρμογή στοιχειωδών
κανόνων της ελληνικής γλώσσης θα την είχε απαλείψει. Ένας απλός κανόνας της
ιωνικής-αττικής διαλέκτου είναι ότι το αρνητικό «οὐ» μεταβάλλεται σε «οὐκ» ή
«οὐχ» πριν από ένα αρχικό φωνήεν, εν τούτοις απαντά το «οὔ ἑθέν» (Α 114. Ο Ludwich σε ένα κριτικό σημείωμα προσθέτει τις σημαντικές
λέξεις «οὔχ meorum nullus»), «οὔ οἱ», Β 392, Ε 53, Ξ 141, Ο 496, Ρ 153,
Τ 124, Υ 349, Χ 219, α 262, θ 175, ν 417, σ 355. Ένας άλλος απλός κανόνας αφορά
το νῦ ἐφελκυστικόν[28]
και τις καταλήξεις των λέξεων σε ἔ ψιλόν πριν από μια λέξη που ξεκινά με
φωνήεν, κάτι συνηθισμένο στην αγγλική χρήση του αορίστου άρθρου a ή an,
αλλά ο Όμηρος γράφει «κέ οἱ» (Ζ 281, Ι 157) και συχνά «κέ ἑ» (Ι 155). Είναι αξιοσημείωτο
ότι αυτός ο κακόηχος συνδυασμός διατηρήθηκε σε κάθε χειρόγραφο. Η γραφή «δαῖέ
οἱ» (Ε 4) σώζεται πρακτικώς σε όλα τα χειρόγραφα ενώ ακόμη και ο δύσκολος
συνδυασμός «οὔ ἑ» (Ω 214) απαντά σε πολλά χειρόγραφα. Στα ανωτέρω παραδείγματα,
αν γινόντουσαν διορθώσεις βάσει των απλουστέρων κανόνων της ελληνικής ευφωνίας,
θα είχε απομακρυνθεί κάθε δυσκολία και θα είχαν εξαφανιστεί όλα τα ίχνη από το
δίγαμμα[29].
Το γεγονός ότι οι διορθώσεις αυτές δεν
πραγματοποιήθηκαν φανερώνει ότι η γλώσσα του Ομήρου αποτελούσε ιδιαίτερη
περίπτωση. Μπορούσαν να παραφράσουν το ποίημα στην ιδική τους διάλεκτο,
μπορούσαν να προσθέσουν έναν εναλλακτικό στίχο σε κάθε στίχο του πρωτοτύπου,
μπορούσαν να το παρωδήσουν κατά βούληση αλλά το κείμενο καθ’ εαυτό ήταν ιερό
και διατηρείτο αμετάβλητο. Αν και κάποιες αλλαγές φαίνονται αναπόφευκτες, ο
Αθήναιος περί το 200 μ.Χ. και ο Ευστάθιος περί το 1200 μ.Χ., παραθέτουν στίχους
του Ομήρου την ίδια διάλεκτο που τους παραθέτουν οι Ηρόδοτος, Πλάτων και
Αριστοτέλης, φανερώνοντας ότι σε αυτό το μεσοδιάστημα των 1600 ετών καμία
αλλαγή, καμία στιγμή, δεν πραγματοποιήθηκε στο ομηρικό κείμενο. Και το γεγονός
ότι τα χειρόγραφα διατήρησαν τα εκτός μέτρου «οὔ ἑθέν», «οὔ οἱ», «δαῖέ οἱ», «κέ
ἑ» την εποχή που η γνώση του δίγαμμα είχε εξαφανιστεί και όταν οι εύκολες
διορθώσεις ήταν σχεδόν υποχρεωτικές, αποδεικνύει από μόνο του ότι αυτοί που δεν
προέβησαν στις απλές αυτές διορθώσεις δεν υπέβαλαν ποτέ τον Όμηρο στις βίαιες
αλλαγές που υποθέτουν όλες οι ριζοσπαστικές σχολές.
Εάν οι ομηρικοί μελετητές οι οποίοι έζησαν
περισσότερα πριν από δύο χιλιάδες χρόνια ήταν τόσο απρόσεκτοι με το κείμενο που
κληρονόμησαν όπως πολλοί σύγχρονοι εκδότες, θα είχαν απαλείψει απολύτως κάθε
ίχνος από το δίγαμμα ώστε ούτε καν αυτός ο Bentley δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί την ύπαρξή του.
Το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι Έλληνες που εξέδωσαν ή διατήρησαν το κείμενο
του Ομήρου κράτησαν ζωντανή την απόδειξη ενός χαμένου γράμματος, ενός γράμματος
που δεν κατανοούσαν, και προτίμησαν να παραδώσουν ένα κείμενο που φαινόταν
πλήρες μετρικών σφαλμάτων παρά να εφαρμόσουν απλούς και ομοιόμορφους φωνητικούς
κανόνες της δικής τους γλώσσης, με πείθει ότι δεν προέβησαν σε αλλαγές
περισσότερο δύσκολες και πολύπλοκες και ότι αυτοί που είχαν τόσο πιστά
διατηρήσει για τους μεταγενεστέρους αυτό το παλιό και αχρησιμοποίητο δίγαμμα,
είναι άξιοι της εμπιστοσύνης μας ότι διατήρησαν ευλαβικώς το κείμενο του Ομήρου
και σε εκείνα τα χωρία όπου οι αλλαγές ήταν δύσκολο να γίνουν και εύκολο να
αποκαλυφθούν. Σε άνδρες που διυλίζουν τον κώνωπα μπορούμε με ασφάλεια να
εμπιστευτούμε και την κάμηλον[30].
[1] [Αγγλική ιδιωματική φράση που λέγεται για
κάποιον που πράττει ό,τι θεωρεί χρήσιμο παρ’ όλο που πράττοντάς το ίσως
δημιουργήσει προβλήματα που δεν επιθυμεί].
[2] [Βλ. το πολύ αιχμηρό σχόλιο του
Scott, “Has Edward Meyer ever read the Iliad?”, The Classical Journal, 14 (1919), 446-447].
[3] [Στα εν άστει Διονύσια κωμωδίες ξεκίνησαν να
παρουσιάζονται από το 487/6 αλλά δεν παρουσιάζονταν την ίδια ημέρα με τις
τραγωδίες. Οι κωμωδίες μάλλον αντικατέστησαν τον χορό των διθυράμβων, για τον
οποίο γράφει κατωτέρω ο Scott].
[4] Flickinger,
The Greek Theatre and its Drama, 196 επ.
[5] [«Μερικοί μάλιστα
υποστηρίζουν ότι στον κατάλογο του Ομήρου μετά τον στίχο: «Ο Αίας από τη
Σαλαμίνα δώδεκα καράβια οδηγούσε» προσέθεσε: «και τα παρέταξε δίπλα στις
φάλαγγες των Αθηναίων»].
[6] «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» 247 [αντί του Μενεσθέως
αναφέρεται ο Θησεύς].
[7] [Ο Στιχίος μαζί με τον Μενεσθέα μεταφέρουν το
νεκρό σώμα του Αμφιμάχου από το πεδίο της μάχης στο στρατόπεδο των Αχαιών (Ν
195-196), πράξη η οποία δεν μπορεί, βέβαια, να χαρακτηριστεί ηρωική].
[8] [Ο Scott,
“Athenian interpolations in Homer Part I…”, βλ. κατωτέρω, σελ. 422-423, σημειώνει ότι η
«Ιλίου πέρσις» του Αρκτίνου, ο οποίος ήκμασε περί το 650 π.Χ., φανερώνει
μεγαλύτερη εκτίμηση για τους Αθηναίους απ’ ό,τι η Ιλιάς. Επίσης, ο Δίκτυς ο
Κρης (στον οποίο αποδίδεται μια ιστορία των τρωικών που χρονολογείται στον 1ο
αιώνα μ.Χ.) θεωρείται ότι παραθέτει στο έργο του μια αυθεντικότερη αφήγηση του
Επικού Κύκλου, η οποία δεν ακολουθεί την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, στην οποία η
θέση του Μενεσθέως είναι αρκετά σπουδαιότερη. Επομένως, αν η υποτιθέμενη ομάδα
λογίων του Πεισιστράτου μπορούσε πράγματι να τροποποιήσει τα ομηρικά έπη, τα
έργα των Αρκτίνου και Δίκτυ φανερώνουν ότι υπήρχε μια ενδοξότερη παράδοση για
τους Αθηναίους την οποία μπορούσε εύκολα να ακολουθήσει].
[9] [Ίσως ο Scott
αναφέρεται στο «στάζων ἱδρῶτι» που γράφει για τον Αίαντα ο Σοφοκλής, «Αίας»
10].
[10] [Ο Scott ξεκίνησε αναφερόμενος σε δύο
πιθανώς νόθους στίχους, τους Β 557 και 558. Από την ανάλυσή του συμπεραίνουμε
ότι μάλλον επιθυμούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αμφότεροι οι στίχοι είναι
γνήσιοι και όχι μόνον ο τελευταίος].
[11] [«Επέστρεψε ο θεϊκός Ορέστης
από την Αθήνα»].
[12] [«…άφησε την όμορφη Σχερία
και ήρθε στον Μαραθώνα και στην Αθήνα με τους ευρείς δρόμους…»].
[13] Seeck,
Quellen der Od., 335.
[14] [Ο Scott,
“Athenian interpolations in Homer Part I…”, βλ. κατωτέρω, σελ. 427, σημειώνει ότι διατυπώθηκε
η άποψη ότι η εξέχουσα θέση την οποία κατέχει η θεά Αθηνά στα δύο έπη οφείλεται
σε μεταγενέστερη αθηναϊκή παρέμβαση. Εν τούτοις, η Αθηνά δεν ενδιαφέρεται για
τον Μενεσθέα ή τους Αθηναίους, τα επίθετα με τα οποία αποκαλείται, όπως
Ἀλαλκομενηίς, τριτογένεια, δεν δηλώνουν κάποια σύνδεση με την Αθήνα, ενώ στην
Ιλιάδα η θεά είναι κατώτερη και του Διός και της Ήρας. Αντιθέτως, ο Βοιωτός
Ησίοδος παρουσιάζει την Αθηνά σαν ισότιμη του Διός στη δύναμη και στη σοφία
(«Θεογονία» 896)].
[15] [Για τον Πεισίστρατο ως
ομηρικό χαρακτήρα, βλ. “Nestor’s son Peisistratus in
Homer”, Classical Philology, 6
(1911), 344-345].
[16] [Ηρόδοτος Ζ΄, 161. Πάντως, στο συγκεκριμένο
χωρίο οι Αθηναίοι πρεσβευτές αναφέρονται στη Β 552-554 και όχι στους
αμφισβητουμένους Β 557-558].
[17] [Είχε διατυπωθεί η άποψη, η οποία δεν
βασίζεται σε αρχαίες πηγές, ότι ο Ονομάκριτος ανέλαβε τη συλλογή των ομηρικών
επών].
[18] [Ο Ονομάκριτος εξορίστηκε επειδή παρέμβαλε
έναν στίχο σε έναν χρησμό, όχι σε κάποιο λογοτεχνικό έργο, και οι
Πεισιστρατίδες συνέλλεγαν χρησμούς για να τους βοηθούν στον καθορισμό της πολιτικής
τους].
[19] [Ηρόδοτος Ζ΄, 161 (όπου ισχύουν όσα ανωτέρω
σημειώσαμε). Στο σημείο αυτό όμως, ο Scott
μάλλον παραπέμπει στους επαινετικούς λόγους του Μενεσθέως από τον Όμηρο στη Β
552-554 και όχι στους αμφισβητουμένους Β 557-558].
[20] [«Προς τον Ξενοφάνη τον
Κολοφώνιο, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε ότι είχε μόνον δύο υπηρέτες, απάντησε: «αλλά
ο Όμηρος τον οποίον εσύ διασύρεις έχει περισσότερους από δέκα χιλιάδες υπηρέτες
αν και νεκρός»»].
[21] Μια πληρέστερη μελέτη της
αθηναϊκής επιρροής στο κείμενο του Ομήρου, με παραπομπές στην πρόσφατη
βιβλιογραφία, δημοσιεύθηκε ως “Athenian interpolations in Homer Part I.
Internal evidence” και “Athenian interpolations in Homer Part
II. External evidence”, Classical
Philology, 6 (1911), 419-428 και 9 (1914), 395-409 αντιστοίχως.
[22] Flickinger ό.π. 191. [Ο Flickinger
δεν παραπέμπει στην πηγή του αλλά ο Πλούταρχος, «Αλέξανδρος» 29 διηγείται το
περιστατικό σαν ανέκδοτο και δεν αναφέρει κάποιο πρόστιμο. Επίσης ο Flickinger,
σημειώνει ότι μάλλον δεν ήταν σπάνιο οι υποκριτές να παρεμβάλουν στίχους στα έργα].
[23] [«Λένε ότι η ποίηση του
Ομήρου δεν απαγγελλόταν ολόκληρη συνταγμένη αλλά σποραδικώς και χωρισμένη σε
μέρη, και όποιος ραψωδός ήθελε απάγγελλε όποιο χωρίο επιθυμούσε χωρίς σειρά…»].
[24] [Στην έκδοση του Loeb την οποία χρησιμοποιούμε αριθμείται ως 102].
[25] [«Θέλω να επαινέσω και τον
Όμηρο. Γιατί οι πατέρες σας τον θεωρούσαν τόσο σπουδαίο ως ποιητή ώστε έθεσαν
νόμο ότι κάθε πέντε έτη στην εορτή των Παναθηναίων μόνου αυτού από όλους τους
ποιητές τα έργα θα απαγγέλλονται…»].
[26] [«Κανείς δεν θα το αλλάξει με
το κακό όταν ήδη υπάρχει το καλό»].
[27] Smyth, Greek Dialects 389: «ο ήχος του δίγαμμα ήταν
πρακτικώς νεκρός στη Μικρά Ασία τουλάχιστον το έτος 700 π.Χ. και στην Αττική
από την αρχή του 6ου αιώνος».
[28] [Πρόκειται για το γράμμα νῦ
το οποίο προστίθεται στην κατάληξη μερικών λέξεων που καταλήγουν σε φωνήεν
(π.χ. «τέθνηκε(ν)», «εἶπε(ν)») εάν η αμέσως επόμενη λέξη ξεκινά με φωνήεν προκειμένου
να αποφεύγεται η χασμωδία. Π.χ. «πᾶσιν ἔλεγεν ἐκεῖνα» και «πᾶσι λέγουσι
ταῦτα»].
[29] [Όλα τα ελληνικά κείμενα της παραγράφου
παρατίθενται από τον Scott].
[30] Πρέπει να επισημάνω τη μεγάλη
μου υποχρέωση στους καθηγητές Ludwich και Allen για μεγάλο μέρος του υλικού
που χρησιμοποίησα ανωτέρω. Η υποχρέωση αυτή διευκρινίζεται ειδικότερα στα δύο
άρθρα μου “Athenian interpolations in
Homer”, ό.π.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Ο σχολιασμός του αναγνώστη (ενημερωμένου η μη) είναι το καύσιμο για το ιστολόγιο αυτό, έτσι σας προτρέπουμε να μας πείτε την γνώμη σας. Τα σχόλια οφείλουν να είναι κόσμια, εντός θέματος και γραμμένα με Ελληνικούς χαρακτήρες (όχι greeklish και κεφαλαία).
Καλό είναι όποιος θέλει να διατηρεί την ανωνυμία του να χρησιμοποιεί ένα ψευδώνυμο έτσι ώστε σε περίπτωση διαλόγου, να γίνεται αντιληπτό ποιος είπε τι. Κάθε σχόλιο το οποίο είναι υβριστικό η εμπαθές, θα διαγράφεται αυτομάτως.