Μαρίκα Αντωνοπούλου, Ημερολόγιο κατοχής της Μαρίκας Αντωνοπούλου [1941-1944], Εκδόσεις Πατάκη

γράφει ο Νίκος Νικολούδης, διδάκτωρ Ιστορίας πανεπιστημίου Λονδίνου 

Οι δυσκολίες και οι αβεβαιότητες που αντιμετωπίζει η χώρα μας, το τέλος των οποίων παραμένει ακόμη δυσδιάκριτο, έχουν ανανεώσει το ενδιαφέρον των ιστορικών ερευνητών και γενικότερα των φιλιστόρων για τη μελέτη της Κατοχής. Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται εύκολα εάν αναλογιστεί κανείς ότι, παρά την ιδιαίτερη δραματικότητά της, για τον σημερινό Νεοέλληνα η περίοδος 1941-44  παρουσιάζει αρκετές αναλογίες με τη τωρινή, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την αγωνία και την αβεβαιότητα όχι μόνο για την επιβίωση αλλά και γενικότερα για την ίδια την ύπαρξή του. Όπως συμβαίνει σήμερα, έτσι και κατά την Κατοχή κάθε μέρα έφερνε νέες δυσκολίες και προκλήσεις, στις οποίες οι τότε Έλληνες απαντούσαν (τηρουμένων των αναλογιών) με τρόπους παρεμφερείς με τους σημερινούς: είτε υπομένοντας και ελπίζοντας, είτε επιδιώκοντας συνεργασία με τους «ισχυρούς της ημέρας», είτε στρεφόμενοι στην παρανομία, είτε αναζητώντας πολιτικές απαντήσεις στα άκρα του πολιτικού φάσματος…

Πολύτιμες πληροφορίες για τις ιδεολογικές ζυμώσεις που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο της Κατοχής (αλλά και έμμεσες «απαντήσεις» στους σημερινούς προβληματισμούς) δίνουν οι ημερολογιακές μαρτυρίες επώνυμων και ανώνυμων συμπατριωτών μας που είχαν το θλιβερό προνόμιο να ζήσουν εκ του σύνεγγυς τα τραγικά γεγονότα της τετραετίας 1941-44. Μεταξύ τέτοιων μαρτυριών που έχουν δει το φως της δημοσιότητας μέχρι σήμερα την πιο πρόσφατη θέση καταλαμβάνει το ημερολόγιο της Μαρίκας Αντωνοπούλου. Τα στοιχεία που διαθέτουμε για τη συγγραφέα είναι πολύ περιορισμένα. Γνωρίζουμε ότι ήταν μια εύπορη Αθηναία, ανιψιά του Ανδρέα Καμπά (ιδρυτή και ιδιοκτήτη της ομώνυμης οινοποιίας), η οποία είχε φιλολογικά ενδιαφέροντα και γνωριμίες στους κύκλους της «καλής κοινωνίας» εκείνης της εποχής. Η ίδια δεν παντρεύτηκε και φαίνεται ότι κατοικούσε στην Πλάκα. Το εκτενές ημερολόγιό της (450 σελίδες), στο οποίο κατέγραψε τα γεγονότα από την έναρξη της Κατοχής στην Αθήνα (26 Απριλίου 1941) έως την άφιξη της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στην πρωτεύουσα (18 Οκτωβρίου 1944), διασώθηκε σε καλή κατάσταση (εν μέρει χειρόγραφο και εν μέρει δακτυλογραφημένο). Παρέμενε όμως ουσιαστικά άγνωστο (και αναξιοποίητο για τους ερευνητές) μέχρι την πρόσφατη δημοσίευσή του, χάρη στην αξιέπαινη πρωτοβουλία της Ρωξάνης Μάτσα, κόρης του ανιψιού της Μαρίκας, του διπλωμάτη Αλεξάνδρου Μάτσα.
Το γεγονός ότι η Ιστορία δεν κατέγραψε το όνομα της Μαρίκας Αντωνοπούλου μεταξύ των πρωταγωνιστών της δεν πρέπει να αξιολογηθεί ως κριτήριο υποβάθμισης της σημασίας του ημερολογίου της. Αντίθετα, ενισχύει την αξία του, ιδιαίτερα εάν συνεκτιμηθεί η ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη οπτική της συγγραφέως. Η Μαρίκα Αντωνοπούλου κατέγραφε συστηματικά και με ακρίβεια όσα έβλεπε, άκουγε ή μάθαινε από τον περίγυρό της (περιλαμβανομένων και ειδήσεων που διάβαζε στις εφημερίδες ή άκουγε παράνομα από ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς), χωρίς όμως να παρασύρεται από τα προσωπικά της συναισθήματα. Οι καταγραφές της χαρακτηρίζονται από νηφαλιότητα και συγκρατημένη αισιοδοξία, δύσκολα όμως αποκαλύπτουν τις προσωπικές της προτιμήσεις ως προς τα γεγονότα της εμφύλιας σύρραξης που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται στη διάρκεια της Κατοχής. Μόνο προς το τέλος αυτής της περιόδου η συγγραφέας μας επιτρέπει να διακρίνουμε την αρνητική της στάση για την αυξανόμενη βιαιότητα του ΕΑΜ έναντι των υπόλοιπων αντιστασιακών οργανώσεων. Η φυσική της πάντως προδιάθεση ήταν να προβάλλει τα στοιχεία που τονώνουν τον πατριωτισμό των Ελλήνων. Χαρακτηριστική, παραδείγματος χάριν, είναι η καταγραφή της στις 18 Ιουνίου 1941:

«Μια μονάχα ελληνική σημαία κυματίζει μέσα σε όλη την Αθήνα. Απάνω από τον Άγνωστο Στρατιώτη στα Παλαιά Ανάκτορα, όπου είναι συγκεντρωμένα τα υπουργεία και οι δημόσιες υπηρεσίες.
Το δειλινό, όταν σιμώνει η ώρα που η σημαία θα κατεβεί, ο κόσμος μαζεύεται στην πλατεία του Συντάγματος, κάθεται στα καφενεία, γεμίζει τα πεζοδρόμια περπατώντας απάνω κάτω, και προσμένει με τα μάτια καρφωμένα απάνω από το μνήμα του Άγνωστου Στρατιώτη.
Σαν έρθει η στιγμή κι η σημαία θα κατεβεί, οι διαβάτες σταματάνε, οι καθισμένοι σηκώνονται ορθοί, όσοι φορούν καπέλο το βγάζουνε. Όλοι σιωπηλά, προσκυνάνε το ιερό σύμβολο της σκλαβωμένης τους πατρίδας. Μα το προσκύνημα αυτό, ενόχλησε τις αρχές της Κατοχής. Με μια προσταγή τους ξαφνικά, χτες το δειλινό η ελληνική σημαία δεν κατέβηκε στην ώρα της όπως πάντα. Ούτε θα κατεβεί ποτέ πια!
Σταμάτησαν το προσκύνημα του κόσμου οι εχθροί. Όμως αφήνοντας τη σημαία να κυματίζει ανάμεσα γης και ουρανού όλη τη νύχτα όπως και την ημέρα, δεν καταλάβανε πως την αφήνουν ελεύθερη να διαλαλεί πως η δύναμη της ψυχής ενός λαού μπορεί σα θέλει ν’ αλλάξει ακόμα και τους νόμους» (σελ. 31).
Θα αποτελούσε ευχής έργο τη δημοσίευση αυτού του ημερολογίου (με εισαγωγή και επιστημονική επιμέλεια της Σοφίας Ματθαίου) να ακολουθήσουν και άλλες, παρόμοιων κειμένων. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η καταγραφή της Μαρίκας Αντωνοπούλου αξίζει να τύχει της ευρύτερης δυνατής προβολής, ώστε να αποτελέσει ένα εύστοχο δείγμα νηφάλιας και στοχαστικής αποτίμησης, από την οποία έχει μεγάλη ανάγκη η σημερινή ελληνική κοινωνία.

Σχόλια

"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας