γράφει ο Φιλίστωρ
Ο Γεώργιος Πωπ γεννήθηκε στην Σάμο το 1874 και ήταν γιος του λογοτέχνη Κωνσταντίνου Πωπ. Μετά από λαμπρές νομικές σπουδές στο εξωτερικό αρθρογράφησε στα τέλη του 19ου αιώνα σε πολλές Αθηναϊκές εφημερίδες με μεγάλη επιτυχία. Η μεγάλη του στιγμή ήρθε το 1902 όταν και ίδρυσε την εφημερίδα "Αθήναι" η οποία και εκδιδόταν σε μεγάλο σχήμα σταθερά για πάνω από τρεις δεκαετίες. Η εφημερίδα είχε μετριοπαθές ύφος, ευπρέπεια, σοβαρότητα και συνήθως προσπαθούσε να θίξει τα κακώς κείμενα της εκάστοτε κυβέρνησης με εγκυρότητα και βάσιμα στοιχεία. Ήταν η μόνη εφημερίδα που κόστιζε 10 λεπτά την εποχή που εκδόθηκε για πρώτη φορά, όταν όλες οι υπόλοιπες κόστιζαν 5 λεπτά. Όμως χάρη στο υψηλής ποιότητας περιεχόμενό της και την καλλιτεχνική της εκτύπωση, έτυχε ευνοϊκής υποδοχής από το αναγνωστικό κοινό και είχε μια κυκλοφορία 5.000 φύλλων σε Αθήνα και Πειραιά. Από νωρίς ο Πωπ αναμίχθηκε έντονα στην κομματική διένεξη των αρχών του 20ου αιώνα στηλιτεύοντας έντονα την τακτική των παλαιών κομμάτων αλλά και του Βασιλιά Γεωργίου Α΄ την περίοδο 1902-1909. Στήριξε τον Ελευθέριο Βενιζέλο ενεργά κατά την διένεξη του με τον Πρίγκιπα Γεώργιο στην Κρήτη και βοήθησε αποφασιστικά για την έλευση του τελευταίου στην Αθήνα ως προσκεκλημένου του "στρατιωτικού συνδέσμου" και μελλοντικού Πρωθυπουργού.
Ο Γεώργιος Πωπ γεννήθηκε στην Σάμο το 1874 και ήταν γιος του λογοτέχνη Κωνσταντίνου Πωπ. Μετά από λαμπρές νομικές σπουδές στο εξωτερικό αρθρογράφησε στα τέλη του 19ου αιώνα σε πολλές Αθηναϊκές εφημερίδες με μεγάλη επιτυχία. Η μεγάλη του στιγμή ήρθε το 1902 όταν και ίδρυσε την εφημερίδα "Αθήναι" η οποία και εκδιδόταν σε μεγάλο σχήμα σταθερά για πάνω από τρεις δεκαετίες. Η εφημερίδα είχε μετριοπαθές ύφος, ευπρέπεια, σοβαρότητα και συνήθως προσπαθούσε να θίξει τα κακώς κείμενα της εκάστοτε κυβέρνησης με εγκυρότητα και βάσιμα στοιχεία. Ήταν η μόνη εφημερίδα που κόστιζε 10 λεπτά την εποχή που εκδόθηκε για πρώτη φορά, όταν όλες οι υπόλοιπες κόστιζαν 5 λεπτά. Όμως χάρη στο υψηλής ποιότητας περιεχόμενό της και την καλλιτεχνική της εκτύπωση, έτυχε ευνοϊκής υποδοχής από το αναγνωστικό κοινό και είχε μια κυκλοφορία 5.000 φύλλων σε Αθήνα και Πειραιά. Από νωρίς ο Πωπ αναμίχθηκε έντονα στην κομματική διένεξη των αρχών του 20ου αιώνα στηλιτεύοντας έντονα την τακτική των παλαιών κομμάτων αλλά και του Βασιλιά Γεωργίου Α΄ την περίοδο 1902-1909. Στήριξε τον Ελευθέριο Βενιζέλο ενεργά κατά την διένεξη του με τον Πρίγκιπα Γεώργιο στην Κρήτη και βοήθησε αποφασιστικά για την έλευση του τελευταίου στην Αθήνα ως προσκεκλημένου του "στρατιωτικού συνδέσμου" και μελλοντικού Πρωθυπουργού.
Στις εκλογές του 1910 εξελέγη βουλευτής Ψαρών ως ανεξάρτητος δηλώνοντας πολιτική στήριξη στο εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα του Ελευθέριου Βενιζέλου.Στην περίοδο αυτή φαίνεται ότι πρώτος αυτός ονόμασε το εν δημιουργία Βενιζελικό κόμμα κόμμα "Φιλελευθέρων" και ήταν σίγουρος ότι στην κυβέρνηση που θα σχημάτιζε ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα ήταν σίγουρα υπουργός. Στις διαπραγματεύσεις Βασιλιά - Βενιζέλου για τον σχηματισμό κυβέρνησης, σύμφωνα με το ημερολόγιο του πρίγκιπα Νικολάου που ήταν αυτόπτης μάρτυς, ο Βασιλιάς ζήτησε ο Πωπ να μην συμπεριληφθεί στο υπουργικό συμβούλιο, και ο κρητικός πολιτικός το αποδέχθηκε. Ο ίδιος παραδέχθηκε ότι ο Πωπ είχε πολλούς εχθρούς που του ζητούσαν επίμονα να μην τον υπουργοποιήσει. Όταν ο Πωπ έμαθε ότι έμεινε εκτός υπουργικού συμβουλίου εξοργίστηκε και βαθμιαία προσχώρησε στον αντιβενιζελισμό.
Το σαλόνι του Σουρή, έβδομος από αριστερά ο Πωπ |
Κατά την περίοδο του Εθνικού διχασμού, ο Πωπ ως βουλευτής Ψαρών προσχώρησε στο κόμμα των Εθνικοφρόνων του Δημητρίου Γούναρη, δίνοντας και το όνομα στο νέο κόμμα, στηρίζοντας με την εφημερίδα του την νέα προσπάθεια αμφισβήτησης της πρωτοκαθεδρίας του Βενιζέλου στο πολιτικό προσκήνιο. Στην περίοδο του Εθνικού Διχασμού ο Πωπ και η εφημερίδα του στήριξαν ενεργά τον Βασιλιά στην διένεξη του με τον Βενιζέλο, χωρίς όμως να πάρει θέση υπέρ της Γερμανίας η κατά της Αντάντ. Για άλλη μια φορά ο Πωπ απογοητεύτηκε όταν ο Γούναρης δεν τον συμπεριέλαβε στους υπουργούς και αυτονομήθηκε εκ νέου καταψηφίζοντας την κυβέρνηση Σκουλούδη στην παροχή ψήφου εμπιστοσύνης από την Βουλή του 1916. Στην βουλή των Λαζάρων το 1917 στην οποία επίσης συμμετείχε, ο Πωπ στράφηκε ανοιχτά εναντίον των αντιβενιζελικών ζητώντας την παραπομπή του Γούναρη και της κυβερνήσεως του σε ειδικό δικαστήριο, όπως έγινε για τις κυβερνήσεις Σκουλούδη και Λάμπρου, πρόταση που όμως απορρίφθηκε καθώς είχε σοβαρά νομικά κενά. Στην συζήτηση στην βουλή, ο Πωπ δέχθηκε και την σκληρή επίθεση του Στράτου, ο οποίος τον κατηγόρησε ότι η επίθεση του στον Γούναρη είχε ιδιοτελή κίνητρα που αφορούσαν την μη υπουργοποίηση του. Ο Πωπ είπε ευφυώς από το βήμα της Βουλής ότι ευτυχώς που ο Θεός φώτισε τον Γούναρη και δεν τον υπουργοποίησε, αλλά ο Στράτος, που υπεράσπιζε σθεναρά τους εξόριστους αντιβενιζελικούς, επανήλθε δριμύτερος εκθέτοντας περαιτέρω τον Πωπ. Μετά τον Νοέμβριο του 1920, ο Πωπ δεν εκλέχθηκε βουλευτής αλλά μέσω της εφημερίδας του στήριξε αρχικά τον Δημήτριο Ράλλη στο ψηφιδωτό των αντιβενιζελικών και εναντιώθηκε στον Γούναρη.
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή η εφημερίδα διέκοψε την κυκλοφορία της τον Σεπτέμβριο του 1922 υποκύπτοντας στις πιέσεις της νέας κατάστασης. Επανεκδόθηκε τον Νοέμβριο του 1924, όταν και ο Πωπ υποστήριξε θέσεις εναντίον της στρατοκρατίας που εκείνη την εποχή ήταν πανίσχυρη και ήλεγχε τις πολιτικές εξελίξεις από το παρα, αλλά και του Βενιζελισμού ως εντελώς ανίκανου να διαχειριστεί την εξουσία. Μετά την άνοδο του Παγκάλου στην εξουσία, ο Πωπ τήρησε αρχικά προσεκτική στάση έναντι της νέας κατάστασης, ασκώντας ήπια κριτική σε κάποιες αποφάσεις της. Ακολούθως, επιχειρηματολόγησε υπέρ της δημιουργίας ενός τρίτου πολιτικού πόλου που θα ήταν αντίθετος τόσο στην Παγκαλική αυθαιρεσία, όσο και στην ανικανότητα και ανανδρία τω παλαιών αστικών κομμάτων (εφημερίδα "Αθήναι" φύλλο 10ης Ιουλίου 1925). Όμως το σαράκι της υπουργοποίησης κατέτρωγε τον Πωπ. Το καλοκαίρι του 1926, όταν ο Πάγκαλος λίγο πριν την πτώση της δικτατορίας του προσπάθησε να συνεργαστεί με τον αντιβενιζελισμό, σχηματίστηκε η κυβέρνηση Ευταξία αποτελούμενη από αντιβενιζελικούς πολιτευτές. Στον Πωπ έγινε η δελεαστική πρόταση να αναλάβει το υπουργείο Παιδείας και Εκκλησιαστικών και έτσι, στις 19 Ιουλίου 1926 επιτέλους ο Πωπ ορκίστηκε υπουργός, παρά το γεγονός ότι πάντοτε αυτοδιαφημιζόταν ως αντίπαλος της στρατοκρατίας και της ολιγαρχίας. Η επιτυχία αυτή διήρκεσε μόλις 30 μέρες καθώς η κυβέρνηση Ευταξία και συνεπακολούθως η Παγκαλική δικτατορία, ανατράπηκε από τον Κονδύλη τα ξημερώματα της 22ης Αυγούστου. Ο Πωπ αρχικώς συνελήφθη αλλά αφέθηκε ελεύθερος ενώ η εφημερίδα του συνέχισε απρόσκοπτα την έκδοση της. Το τέλος της πολιτικής σταδιοδρομίας του Πώπ ήρθε από την απόφαση του Κονδύλη να απαγορεύσει με καταφανώς αντισυνταγματικό τρόπο την κάθοδο αυτού και άλλων παλαιών Παγκαλικών παραγόντων στις εκλογές του 1926. Η απαγόρευση αυτή εξόργισε τον Πωπ, οργή που εκφράστηκε με σειρά βίαιων δημοσιευμάτων εναντίον του Κονδύλη και των Βενιζελικών πολιτικών αρχηγών.
Τα επόμενα χρόνια ο Πωπ ασχολήθηκε με την δικηγορία και την δημοσιογραφία, επεμβαίνοντας στην επικαιρότητα όπως στην περίπτωση της εισαγωγής στο Πλατωνικό "Συμπόσιο" του Ιωάννη Συκουτρή. Η εφημερίδα "Αθήναι" διέκοψε οριστικά την έκδοση της το 1927. Πάντοτε τα άρθρα του Πωπ είχαν ως βασικό στοιχείο τον ορθό λόγο, την στέρεη επιχειρηματολογία χωρίς να καταφεύγουν στον συναισθηματικό παράγοντα. Γενικά η εφημερίδα του δεν είχε τεράστιους τίτλους δεν κατέφευγε στον λαϊκισμό και απευθυνόταν σε μορφωμένους αναγνώστες. Μεταξύ των συνεργατών της εφημερίδας ήταν οι Εμμανουήλ Λυκούδης, Σπύρος Παγανέλης, Θεόδωρος Βελλιανίτης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Γεώργιος Τσοκόπουλος, Πολύβιος Δημητρακόπουλος, Νικόλαος Ποριώτης, Γεώργιος Κορομηλάς, Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Παναγιωτίδης και πολλοί άλλοι. Ο ίδιος ο Πωπ ως προσωπικότητα ήταν ιδιαίτερα οξύς, στοιχείο του χαρακτήρα του ιδιαίτερα απωθητικό, χάρις το οποίο είχε πολλούς εχθρούς και λίγους φίλους. Ο Πωπ είχε σφαιρική μόρφωση, ήταν ετοιμόλογος και ευφυής, αλλά απέτυχε να ανελιχθεί σε ανώτερα πολιτικά αξιώματα. Αυτό τον πλήγωνε καθώς θεωρούσε (ορθώς) ότι υπερείχε σε ικανότητες και προσόντα σε σχέση με πολλούς που είχαν αναλάβει τα αξιώματα αυτά. Τελικώς οι πολιτικές του επιλογές υπονόμευσαν και την αξιοπιστία του καθιστώντας τον άλλον ένα κρίκο στην ατελείωτη αλυσίδα του παλαιοκομματισμού που τόσο είχε κατηγορήσει στα ξεκινήματα του. Ο Πωπ ήταν άλλη μια απόδειξη ότι για να αναδειχθείς σε ανώτερα αξιώματα οφείλεις να συμβιβαστείς και να κάνεις εκπτώσεις στις αρχές και στην ιδεολογία σου.
Πέθανε το 1946 και το όνομα του φέρουν οδοί στην Αθήνα.
Πηγές
Σπυρίδων Μαρκεζίνης, Πολιτική ιστορία της νεοτέρας Ελλάδος, εκδόσεις Πάπυρος
Πρωτότυπο άρθρο (όπως πάντα), αλλά τι αξία έχει η βιογραφία ενός αποτυχημένου εξουσιομανούς πολιτικού; Κάτι καλύτερο θέλουμε να διαβάσουμε από εσένα...
ΑπάντησηΔιαγραφήάλλο η ανάγνωση και άλλο το διάβασμα ενός άρθρου.η διαφορά είναι η διάκριση.
ΔιαγραφήΈχω την εντύπωση ότι αδικείς το άρθρο. Ένα κεντρικό του συμπέρασμα είναι ότι η επιλογή να ανελιχθείς στην πολιτική υπό οποιοδήποτε κόστος στο τέλος δεν βγαίνει σε καλό. Αυτό ακριβώς που είδαμε από τον Τσίπρα: ένα φέρελπι πολιτικό να λέει (εν γνώσει του) ένα μάτσο ψέμματα για να εκλεγεί και μόλις λίγους μήνες μετά να έρχεται αντιμέτωπος ακριβώς με αυτά....
ΑπάντησηΔιαγραφήμην τα πατε μπρος πισω.
ΑπάντησηΔιαγραφή