Philip Kerr, ΜΟΙΡΑΙΑ Πράγα, Εκδόσεις Κέδρος

γράφει ο Νίκος Νικολούδης, διδάκτωρ Ιστορίας του πανεπιστημίου του Λονδίνου

Η ιστορία και η αστυνομική λογοτεχνία προφανώς δεν αποτελούν συγγενή λογοτεχνικά είδη. Τα τελευταία χρόνια όμως πολλοί συγγραφείς έργων αστυνομικής λογοτεχνίας, τόσο Έλληνες όσο και ξένοι, έχουν εμπλουτίσει τη θεματολογία τους με υποθέσεις διαλεύκανσης εγκλημάτων που διαδραματίζονται σε διάφορες ιστορικές περιόδους, από την Αρχαιότητα μέχρι τις ταραγμένες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Η επιτυχία παρόμοιων εγχειρημάτων δεν είναι πάντοτε εγγυημένη, δεδομένου ότι το άρωμα εξωτισμού που αποπνέουν τα «ιστορικά» έργα της αστυνομικής λογοτεχνίας συνοδεύεται από τον αναπόφευκτο κίνδυνο αναχρονιστικών αναφορών. Υπ’ αυτή την έννοια, η πολύ καλή γνώση των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών μέσα στις οποίες οι συγγραφείς τέτοιων έργων τοποθετούν τους χαρακτήρες τους αποτελεί έναν από τους πιo καθοριστικούς παράγοντες της επιτυχίας τους.  

Ο Σκωτσέζος συγγραφέας Φίλιπ Κέρ, παλαιότερα αρθρογράφος γνωστών βρετανικών εντύπων, αποτελεί σήμερα έναν από τους πιο καταξιωμένους συγγραφείς «ιστορικών» έργων αστυνομικής λογοτεχνίας. Όχι άδικα, μάλιστα, θα μπορούσε να προσθέσει κανείς διαβάζοντας τη «Μοιραία Πράγα» του. Το έργο αυτό αποτελεί τμήμα μιας σειράς βιβλίων με πρωταγωνιστή τον Γερμανό επιθεωρητή Μπέρνι Γκούντερ η δράση του οποίου στη διαλεύκανση εγκλημάτων τοποθετείται στις ταραγμένες δεκαετίες της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και του Γ΄ Ράιχ. Ειδικότερα το έργο που παρουσιάζουμε εδώ τοποθετείται χρονικά στο απόγειο της δύναμης του Γ΄ Ράιχ, στην περίοδο μεταξύ του φθινοπώρου του 1941 και των αρχών Ιουνίου 1942. Η δράση του εκτυλίσσεται μεταξύ του Βερολίνου και της κατεχόμενης Πράγας, πρωτεύουσας του γερμανικού «προτεκτοράτου» της Βοημίας-Μοραβίας, επικεφαλής του οποίου ήταν τότε ο διαβόητος Ράινχαρντ Χάυντριχ, υπαρχηγός των SS και εμπνευστής της τελικής λύσης του εβραϊκού προβλήματος μέσω της δημιουργίας των στρατοπέδων εξόντωσης. Ο Χάυντριχ (γνωστός και με την προσωνυμία «Χασάπης της Πράγας») είναι μάλιστα ο αφανής «συμπρωταγωνιστής» του έργου, από κοινού με τον Μπέρνι Γκούντερ. 

Reinhard Heydrich
Για τον φιλίστορα αναγνώστη το ενδιαφέρον του έργου (πέρα από την αναζήτηση των ενόχων διαφόρων δολοφονιών που πραγματοποιούνται τόσο στο Βερολίνο όσο και στην Πράγα, με θύματα από αλλοδαπούς εργάτες έως και αξιωματικούς των SS), έγκειται στην ένταξη των μυθοπλαστικών δεδομένων και προσώπων στον καμβά των πραγματικών περιστατικών και στη διαπλοκή τους με τους πρωταγωνιστές των ιστορικών γεγονότων. Στη μυθοπλαστική διάσταση του βιβλίου κρίσιμο ρόλο παίζει η μυστηριώδης Γερμανίδα Αριάνε Τάουμπερ, η οποία παρασύρει τον Μπέρνι Γκούντερ στον ιστό μιας μυστηριώδους (αλλά εν προκειμένω υπαρκτής) συνομωσίας Τσέχων αντιστασιακών στο Βερολίνο και την Πράγα, της τρικέφαλης οργάνωσης UVOD, η οποία είχε στοχοποιήσει ανώτατα στελέχη του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος, μεταξύ των οποίων και τον Χάυντριχ (κάτι πάντως που δεν γίνεται σαφές εξαρχής στην πλοκή). Η Τάουμπερ αποτελεί τη «μοιραία γυναίκα» στην οποία παραπέμπει συνειρμικά ο τίτλος του έργου, στοιχείο που γίνεται πιο εμφανές στον πρωτότυπο αγγλικό τίτλο: Prague fatale, διατύπωση που «υπενθυμίζει» τον όρο femme fatale των λογοτεχνικών και κινηματογραφικών έργων νουάρ. Η μυστηριώδης εμπλοκή της Τάουμπερ σε μια σειρά φόνων στο Βερολίνο συσχετίζεται κατ’ αρχήν από τον Γκούντερ με τη δράση του Πάουλ Ογκόρτσωβ, διαβόητου βιαστή και κατά συρροή δολοφόνου οκτώ γυναικών ο οποίος είχε συλληφθεί λίγους μήνες πριν από τη χρονική αφετηρία του βιβλίου. 

Η παράθεση αυτών των δεδομένων αντιστοιχεί περίπου στο πρώτο τρίτο του έργου και η περιγραφή τους θυμίζει έντονα το ύφος του γνωστού «προκατόχου» του Κερ, Ρέημοντ Τσάντλερ, στα έργα του με τον γνωστό ντέτεκτιβ Φίλιπ Μάρλοου. Στη συνέχεια πάντως, και χωρίς εν τω μεταξύ ο αναγνώστης να έχει κατορθώσει να καταλήξει σε σαφή συμπεράσματα για την ταυτότητα του (ή των) δολοφόνου (-ων), η δράση μεταφέρεται στην Πράγα, στον πύργο Πανένσκε Μπρεζάνι, κατοικία του Χάυντριχ, όπου ο τελευταίος προσκαλεί τον υφιστάμενό του Γκούντερ αναθέτοντάς του ρόλο προσωπικού του σωματοφύλακα. Σε αυτό το σημείο η δράση διευρύνεται, καθώς σύντομα ο Γκούντερ καλείται να εξιχνιάσει τον μυστηριώδη φόνο ενός από τους τέσσερεις υπασπιστές του Χάυντριχ μετά από μια νύχτα έντονης κατανάλωσης αλκοόλ, στην οποία ο συγγραφέας κατονομάζει ως παρόντες ουσιαστικά όλα τα κορυφαία στελέχη του Γ΄ Ράιχ στην Πράγα.

 Μεταξύ αυτών αναφέρονται ο Κονσταντίν φον Νώυρατ (προκάτοχος του Χάυντριχ στην ηγεσία
Φίλιπ Κέρ
του προτεκτοράτου και ένας από τους κατηγορούμενους στη δίκη της Νυρεμβέργης), ο Κόνραντ Χένλαϊν (επικεφαλής έως το 1938 του κινήματος των γερμανικής καταγωγής Σουδητών της Τσεχοσλοβακίας που αποτέλεσε τον δούρειο ίππο του Χίτλερ για την προσάρτηση της Τσεχοσλοβακίας), ο επίσης Σουδήτης Καρλ Χέρμαν Φρανκ (υπαρχηγός του Χάυντριχ και στρατηγός των
SS) και άλλοι. Σε αυτό το τμήμα του βιβλίου ο συγγραφέας αποδίδει ιδιαίτερα παραστατικά το κλίμα του ζόφου που περιέβαλλε τον Χάυντριχ, ο οποίος δικαιολογημένα έχει χαρακτηριστεί ως ο πιο διαβολικός μεταξύ των κορυφαίων στελεχών του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, καθώς τον  φοβούνταν εξίσου φίλοι και εχθροί, αφού είχε κατορθώσει να θέσει υπό τον έλεγχό του σχεδόν όλες τις αστυνομικές υπηρεσίες του Γ΄ Ράιχ: την SD (υπηρεσία ασφαλείας των SS), την Γκεστάπο και την καθεαυτού Αστυνομία (εικάζεται μάλιστα με μεγάλη δόση βεβαιότητας ότι ο Χάυντριχ προεικαζόταν ως διάδοχος του Χίτλερ). Τα αίτια του φόνου του υπασπιστή δεν γίνονται αντιληπτά εξαρχής, στοιχείο που επιτρέπει στον συγγραφέα να επιδοθεί σε ένα «κυνήγι του ενόχου» κατά τρόπο που θυμίζει έντονα το ύφος έργων της Άγκαθα Κρίστυ (ο ίδιος αφήνει να αποκαλυφθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση το πιο συναφές έργο της διάσημης Αγγλίδας συγγραφέως είναι το «Ποιος σκότωσε τον Ρότζερ Άκροϋντ»). Η δράση κορυφώνεται με την παγίδευση του Γκούντερ από τον Χάυντριχ, ο οποίος τον αναγκάζει να υπερβεί τις αυταπάτες του και να αντικρύσει κατά πρόσωπο την ωμή πραγματικότητα της διαπλοκής της αστυνομικής έρευνας με τις πολιτικές εξελίξεις, καθώς και τις συνθήκες που επικρατούσαν στην κατεχόμενη Πράγα, στις οποίες εμπλέκεται και η Τάουμπερ. 

Στο τελευταίο, αρκετά σύντομο τμήμα του βιβλίου, τον πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνει πλέον η Ιστορία. Έχοντας επιστρέψει άδοξα στο Βερολίνο, ο Γκούντερ καλείται στο τέλος Μαϊου του 1942 να συνοδεύσει τον προϊστάμενό του στην Πράγα, στο πλαίσιο της διερεύνησης των ακριβών αιτίων θανάτου του Χάυντριχ, ο οποίος στις 27 Μαϊου είχε τραυματιστεί σοβαρά σε μια ενέδρα Τσέχων πρακτόρων για να πεθάνει λίγες ημέρες αργότερα από σηψαιμία. Η έρευνα δεν καθίσταται δυνατόν να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα, ο συγγραφέας όμως θέτει στο στόμα του προϊσταμένου το υπαρκτό ιστορικό ερώτημα: μήπως τελικά κύριος υπαίτιος για τον θάνατο του Χάυντριχ δεν ήταν τα τραύματα που δέχτηκε αλλά η «ατυχής» ιατρική θεραπεία που του παρέσχε ο προσωπικός γιατρός του επικεφαλής των SS, Χάινριχ Χίμμλερ; 
Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον αυτό βιβλίο κλείνει με ένα επιλογικό σημείωμα στο οποίο ο συγγραφέας παραθέτει με λιτό και ψύχραιμο τρόπο τα μετέπειτα γεγονότα που σχετίζονται με τα πραγματικά πρόσωπα της ιστορίας του. Για όσους πάντως ενδεχομένως θα ήθελαν να πληροφορηθούν τα πραγματικά γεγονότα της δράσης του Χάυντριχ και της συνομωσίας που κατέληξε στον θάνατό του, συνιστούμε ανεπιφύλακτα το (δυστυχώς αμετάφραστο στα ελληνικά) παλαιότερο αλλά κλασικό βιβλίο του Callum Macdoald, The Assassination of Reinhard Heydrich, εκδόσεις Birlinn, Εδιμβούργο 2007 (τίτλος της αρχικής έκδοσης: The killing of SS Obergruppenfuehrer Reinhard Heydrich, 27 May 1942, εκδόσεις Macmillan, Λονδίνο 1989).

Σχόλια

"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας