Η ηγεσία του Εθνικού στρατού στον Γράμμο. Στο κέντρο ο Θρ. Τσακαλώτος |
Όσο ο εθνικός στρατός αδυνατούσε να δώσει τέλος στον Εμφύλιο πόλεμο, τόσο ο εκνευρισμός μεγάλωνε στα ανώτερα κλιμάκιά του και η ανασφάλεια στους πολίτες. Η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία, πίστευε, όπως αποδείχθηκε αφελώς, ότι με την επιχείρηση «Τερμινους», της άνοιξης του 1947 θα «τελείωνε με τον συμμοριτισμό». Εξίσου αφελώς πίστευε το καλοκαίρι του 1948, ότι μέσα σε 24 ώρες θα περικύκλωνε τον Δ.Σ.Ε. στο Γράμμο, με τη συνένωση δύο λαβίδων από τον Βορρά και τη Δύση, κατά μήκος των αλβανικών συνόρων. Ως γνωστόν, η πλέον εμβληματική φυσιογνωμία των εμφύλιων συγκρούσεων 1943-1949 στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος, αυτό το σχέδιο το χαρακτήρισε ως «νηπιώδες».
Το φθινόπωρο του 1948 βρήκε το επιτελείο σε κατάσταση έντονου πανικού. Τους Αμερικανούς συμβούλους εξοργισμένους με τις επιτελικές αστοχίες και όλους μαζί να ψάχνουν λύσεις στο πρόβλημα της εξόντωσης του Δ.Σ.Ε. Έτσι ο Θ. Τσακαλώτος ανέλαβε το Β’ ΣΣ και απέπεμψε όλο το επιτελείο του Σώματος. Συγχρόνως, οι Αμερικάνοι, έκριναν ότι έπρεπε να μπει ένα τέλος στις προσωπικές αντιπαλότητες των ανώτερων στελεχών του στρατεύματος (αμοιβαία ένταση μεταξύ Τσακαλώτου-Βασιλιά, προβλήματα συνεργασίας του Επιτελείου με Καλογερόπουλο-Τσιγγούνη, ψυχρότητα στις σχέσεις Τσακαλώτου-Πεντζόπουλου κ.ά.). Η μόνη λύση για να ξεπεραστεί αυτή η νοσηρή κατάσταση, ήταν η ανάληψη της ηγεσίας του στρατεύματος από μια ισχυρή προσωπικότητα που με το κύρος και την πυγμή της, θα επέβαλε πειθαρχία και ομόνοια στους αντιστράτηγους του εθνικού στρατού. Τότε, το φθινόπωρο του 1948, οι Αμερικανοί σύμβουλοι, έκριναν ότι ο Αλέξανδρος Παπάγος είχε τις προδιαγραφές για να επιτύχει όλα τα προαναφερθέντα. Οι όροι που έθεσε ο τελευταίος προκειμένου να αναλάβει την αρχηγία του εθνικού στρατού ήταν δύο: 1) Να έχει απεριόριστες εξουσίες και 2) Να αυξηθεί ο αριθμός των στρατευμένων από τις 147.000 στις 250.000. Η κυβέρνηση, το παλάτι και οι Αμερικάνοι, ομόφωνα απέρριψαν τους όρους αυτούς.
Θρασύβουλος Τσακαλώτος |
Ο καινούργιος χρόνος έπρεπε να σηματοδοτεί και σε συμβολικό επίπεδο την αρχή του τέλους του Εμφύλιου Πολέμου (αν και οι επιτυχίες του Δ.Σ.Ε. το Δεκέμβριο του 1948, δεν έδειχναν κάτι τέτοιο). Η ανάληψη της Αρχιστρατηγίας από τον Α. Παπάγο με πρωτοφανείς εξουσίες, συνοδεύτηκε με κυβερνητικό ανασχηματισμό. Στις 20/1/1949, ημέρα που ανέλαβε ο Α. Παπάγος τα νέα του καθήκοντα, συγκροτήθηκε η νέα κυβέρνηση, στην οποία δεν συμμετείχε ο Γ. Παπανδρέου, γιατί διαφώνησε και με τις υπερεξουσίες, αλλά και με το πρόσωπο του Παπάγου. Ο Γ. Παπανδρέου θεωρούσε ως πλέον κατάλληλο γι’ αυτόν το ρόλο τον Θρ. Τσακαλώτο.Ο Τσακαλώτος όμως, άριστος γνώστης του κλίματος που επικρατούσε εντός του στρατεύματος, αντιλαμβανόταν ότι τυχόν διορισμός του σε αυτήν την ύψιστη θέση, θα προκαλούσε μεγάλη αναταραχή στους κόλπους της ανώτατης στρατιωτικής ιεραρχίας, διότι υπήρχαν αρκετοί αξιωματικοί αρχαιότεροι αυτού. Έτσι η κύρια αντίρρηση του Τσακαλώτου επικεντρώθηκε στην τοποθέτηση του Κιτριλάκη, βασικού υπαίτιου για την κατάληψη του Βίτσι από τον Δ.Σ.Ε.
Ο Δ.Σ.Ε., έκανε «δώρο» στον Παπάγο την κατάληψη του Καρπενησίου. Το «δώρο» όμως είχε και μια άλλη όψη. Έδωσε την ευκαιρία στον Παπάγο με μια σειρά αποφασιστικές κινήσεις να στείλει μηνύματα εντός του στρατεύματος. Έτσι, παρά την αντιπάθεια που έτρεφε για τον Τσακαλώτο και που γνώριζε ότι ήταν αμοιβαία, του ανέθεσε την αποστολή της ανακατάληψης του Καρπενησίου. Συγχρόνως έκανε δύο κινήσεις, που φανέρωναν ότι από εδώ και εμπρός θα εκινείτο με γνώμονα την αποτελεσματικότητα και την αξιοσύνη και όχι τις ιδεολογικές ή άλλες συγγένειες και πατρωνίες. Πρώτον: Ανακάλεσε από την εφεδρεία και με το βαθμό του Υποστράτηγου, τον Παυσανία Κατσώτα. Ο Κατσώτας ήταν απότακτος του 1935, ο Παπάγος το 1940 τον ανακάλεσε στο στράτευμα και του ανέθεσε τη διοίκηση ευζωνικού τάγματος στο μέτωπο της Ηπείρου. Μετά την απελευθέρωση, αποστρατεύτηκε για να πολιτευθεί και εξελέγη βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας με το κόμμα των Φιλελευθέρων στις εκλογές τους 1946. Για δεύτερη φορά λοιπόν ο «σκληρός βασιλόφρων» Παπάγος ζητάει τη συνεργασία του φιλελεύθερου Π. Κατσώτα. Του αναθέτει τη στρατιωτική διοίκηση Στερεάς. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η δεύτερη κίνηση του αρχιστράτηγου.
Αλέξανδρος Παπάγος |
Από τις πρώτες ημέρες της αναλήψεως της αρχιστρατηγίας από τον Παπάγο, το επιτελείο του, προσπαθούσε να υποσκάψει το κύρος του Τσακαλώτου. Ο τελευταίος δικαιωματικά εθωρείτο από το αντικομμουνιστικό- φιλελεύθερο στρατόπεδο, ο άνθρωπος που σήκωσε στην πλάτη του τη Δεκεμβριανή σύγκρουση, τις πρώτες κρίσιμες 10 ημέρες και ο άνθρωπος που δρούσε αποτελεσματικά στα πεδία των μαχών, στο γενικευμένο Εμφύλιο πόλεμο. Έτσι λοιπόν οι άνθρωποι του Παπάγου έβλεπαν στο πρόσωπο του Τσακαλώτου, έναν «δυναμικό» αντίπαλο. Τον μόνο ανώτατο αξιωματικό που το κύρος και η αίγλη του μπορούσαν να αμφισβητήσουν τον προϊστάμενό τους. Κάπου εδώ – κατά μια λογικοφανή εκδοχή – εμπλέκεται η υπόθεση της εκτέλεσης του Σωτήρη Τσιτσιπή (Λοκρός).
Ο Σ. Τσιτσιπής ήταν μόνιμος ανθυπολοχαγός της τάξης 1940 της Σχολής Ευελπίδων. Για την πολεμική του δράση στο Αλβανικό μέτωπο παρασημοφορήθηκε. Κατά την διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στον Ε.Λ.Α.Σ. Μετά την απελευθέρωση συνελήφθη και φυλακίστηκε από τον Απρίλιο έως τον Δεκέμβριο του 1945. Τον Αύγουστο του 1946 εμφανίστηκε ξανά στο βουνό. Την Άνοιξη του 1949 υπηρετούσε με το βαθμό του Ταγματάρχη, ως Επιτελάρχης της 138ης Ταξιαρχίας του Δ.Σ.Ε. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης της Άρτας από το Δ.Σ.Ε. και την καταστροφική γι’ αυτόν μάχη του Κοράκου (27 Μαρτίου 1949), ο Τσιτσιπής (Λοκρός) αιχμαλωτίσθηκε από τον Ε.Σ. Από το σημείο αυτό εμπλέκεται στην παρασκηνιακή διαμάχη του επιτελείου του Παπάγου με τον Τσακαλώτο. Ορισμένοι επιτελικοί αξιωματικοί, ήθελαν να αποδώσουν ευθύνες στον τελευταίο για την κατάληψη του Γράμμου από τον Δ.Σ.Ε. στις αρχές Απριλίου 1949. Θεωρούσαν δηλαδή, ότι η επίθεση κατά της Άρτας ήταν μια κίνηση αντιπερισπασμού που «απέβλεπεν εις την απομάκρυνσιν των δυνάμεων από τον τομέα της Κονίτσης» (Δ. Ζαφειρόπουλος, ο αντισυμμοριακός αγών). Πράγματι, ο Τσακαλώτος διέταξε τη μετακίνηση 8 Ταγμάτων προς υπεράσπιση της Άρτας και άφησε μόνο πέντε στην περιοχή Κονίτσης. Έτσι ο Δ.Σ.Ε. με μιαν αιφνιδιαστική κίνηση ανεκατέλαβε το Γράμμο. Ο Θρ. Τσακαλώτος βέβαια υποστήριξε ότι εάν δεν ενίσχυε την άμυνα της Άρτας «η πτώσις της ήτο ασφαλεστατη».
Έτσι κάποιοι επιτελικοί αξιωματικοί-συμμαθητές του Σ. Τσιτσιπή στη Σχολή Ευελπίδων- πίστευαν ότι μπορούσαν εκμεταλλευόμενοι και τη σχέση τους αλλά και τη δυσχερή θέση στην οποίαν αυτός βρισκόταν, να τον αποσπάσουν πληροφορίες με αντάλλαγμα τη ζωή του. Συγκεκριμένα, τους ενδιέφερε να μάθουν αν η επίθεση κατά της Άρτας ήταν δευτερεύουσα παραπλανητική επιχείρηση, με κύρια, την ανακατάληψη του Γράμμου. Εάν από τη «συνεργασία» του Τσιτσιπή προέκυπτε κάτι τέτοιο, το πλήγμα κατά του κύρους του Θρ. Τσακαλώτου θα ήταν μεγάλο. Η ανακατάληψη του Γράμμου εξόργισε τον Παπάγο που έστειλε στις 14 Απριλίου 1949 επείγουσα διαταγή «περί κυρώσεων» (υπ’ αριθμ. 245067) που αφορούσε πράξεις και παραλείψεις διοικητών μονάδων που συνέβαλαν στην επιτυχία του Δ.Σ.Ε. Τις ίδιες ακριβώς ημέρες υπήρξε μια ανταλλαγή επιστολών μεταξύ Παπάγου- Τσακαλώτου σε άκρως έντονο ύφος, με αντικείμενο την κατανομή των μεραρχιών στα πολεμικά μέτωπα. Ο Παπάγος κατέστησε σαφές στον Τσακαλώτο με σκληρή γλώσσα, ότι είναι δική του αρμοδιότητα η διαχείριση των μεραρχιών γιατί αυτός έχει την αποκλειστική ευθύνη για ολόκληρη τη χώρα και δεν μπορεί να προγραμματίζει με γνώμονα «την περιοχή της ζώνης Σαρανταπόρου και μόνον». Η κατάσταση ήταν εκρηκτική. Αναγκάσθηκε λοιπόν ο Βαν Φλητ, στις 16 Απριλίου 1949 να ταξιδέψει στα Γιάννενα και να συσκεφθεί μέχρι τα ξημερώματα της 17ης Απριλίου με τον Τσακαλώτο και το επιτελείο του. Τελικά ο Τσακαλώτος υποχώρησε και εκτονώθηκε η κρίση.
Τις ίδιες μέρες δικάστηκε, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε αυθημερόν ο Σ. Τσιτσιπής. Τότε κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Τσακαλώτος και οι πιστοί σε αυτόν αξιωματικοί, επειδή πληροφορήθηκαν τους σχεδιασμούς του επιτελείου του Παπάγου, κινήθηκαν γρήγορα και εκτέλεσαν τον Τσιτσιπή. Ας σημειωθεί ότι γενικά κατά τον Εμφύλιο πόλεμο, τα στρατοδικεία αντιμετώπιζαν με ιδιαίτερη ευαισθησία και επιείκεια τους αιχμαλώτους του Δ.Σ.Ε. που προέρχονταν από τη Σχολή Ευελπίδων. Έτσι η σπουδή που δόθηκε στην εκτέλεση του Τσιτσιπή, αποδόθηκε στη διαμάχη που υπήρχε μεταξύ των δύο ισχυρών ανδρών του Ε.Σ. Δύο γεγονότα όμως αναζωπύρωσαν την ένταση μεταξύ Παπάγου και Τσακαλώτου και όχι μόνον. Το πρώτο γεγονός ήταν η τοποθέτηση του Κ. Βεντήρη ως αρχηγού στρατιάς στις αρχές του καλοκαιρού του 1949. Ο Τσακαλώτος το εξέλαβε ως απόπειρα ελέγχου του ιδίου, γιατι το αντικείμενο δράσης του Βεντήρη ήταν η επιθεώρηση του Α’ ΣΣ και του Β’ ΣΣ. Έτσι απείλησε με παραίτηση. Η αντίδραση του Παπάγου ήταν ακαριαία. Του διεμήνυσε μέσω του αρχηγού του Γ.Ε.Σ. Κοσμά, ότι θα τον παρέπεμπε στο Στρατοδικείο «επί ανυπακοή ενώπιον του εχθρού». Μπροστά στο φάσμα του Στρατοδικείου, ο Τσακαλώτος πειθάρχησε.
Το δεύτερο γεγονός, που συνέβη την ίδια περίοδο, αφορούσε την εκ νέου απομάκρυνση του Καλογερόπουλου από το Β’ ΣΣ και την τοποθέτηση σε αυτό του μέχρι τότε Διοικητή της 9ης μεραρχίας Μανιδάκη. Με την προαγωγή του Μανιδάκη, ο Παπάγος οδήγησε σε αποστρατεία 10 στρατηγούς αρχαιότερους του Μανιδάκη, πυκνώνοντας έτσι τις γραμμές των αντιπάλων του. Αυτοί του αναγνώρισαν ελάχιστο μερίδιο στη νίκη κατά των κομμουνιστών, υποστηρίζοντας ότι μετά την εγκατάλειψή τους από τον Τίτο, η ήττα τους ήταν προδιαγεγραμμένη. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και ο Πεντζόπουλος, που τονίζει ότι η σημαντική επιχείρηση εκκαθάρισης της Πελοποννήσου σχεδιάστηκε πριν αναλάβει την αρχιστρατηγία ο Παπάγος, στον οποίο όπως ανέφερε «η υπεύθυνος κυβέρνηση τω παρεχώρει δικαιώματα σχεδόν δικτατορικά επί των Ενόπλων Δυνάμεων».
Ο επίλογος γράφτηκε στις αρχές τη δεκαετίας του ’50. Μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου ο Θρ. Τσακαλώτος ανέλαβε γενικός επιθεωρητής στρατού. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 31ης Μαΐου 1951 των αξιωματικών του «ΙΔΕΑ», που είχε ως στόχο την παραμονή του Παπάγου στο στράτευμα, ο Τσακαλώτος την ίδια ημέρα ανέλαβε την αρχηγία του Γ.Ε.Σ. Ως γνωστόν το πραξικόπημα κράτησε τέσσερις ώρες και εκφυλίστηκε με μόνη τη φυσική παρουσία του Παπάγου στο χώρο όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι πιστοί σε αυτόν αξιωματικοί. Μετά από δύο μήνες, στις 30/7/51, ο Παπάγος ανακοινώνει την κάθοδό του στην πολιτική. Εξοργισμένος ο Βασιλεύς Παύλος απαιτεί από τον αρχηγό ΓΕΣ Θρ. Τσακαλώτο τη σύλληψη του Παπάγου. Ο Τσακαλώτος, πιστός στο θρόνο, αρνείται να το πράξει, δηλώνοντας στον Παύλο, ότι δεν θα προέβαινε σε καμία ενέργεια που θα ήταν καταστροφική για το Στέμμα και η σύλληψη του Παπάγου θα ήταν καταστροφική.
Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1952, μια από τις πρώτες πράξεις της κυβέρνησης Παπάγου είναι η αποστρατεία του Τσακαλώτου.
Φαίνεται ότι δεν του συγχώρεσε τα όσα έγιναν το 1949, αλλά και ότι αποκάλυψε στον πρωθυπουργό Σοφοκλη Βενιζέλο, την ύπαρξη και τη δράση του Ι.Δ.Ε.Α.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Α. Ζαούσης: Η τραγική αναμέτρηση, Β’ τόμος, ΩΚΕΑΝΙΔΑ 1992.
2) Δ. Ζαφειρόπουλος: O αντισυμμοριακός αγών 1956.
3) Λ. Καλλιβρετάκης: Ο θάνατος ενός Ταξίαρχου, ΦΙΛΙΣΤΩΡ, 2001.
4) Σπ. Λιναρδάτος: Από τον Εμφύλιο στη Χούντα, Εκδ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ,
1977, Α’ Τόμος.
5) Θωμά Πεντζόπουλου: 1941-1950 Τραγική πορεία, Εκδ. ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, 2012.
Πρώτη δημοσίευση
https://panosz.wordpress.com/2014/07/01/civil_war-172/
" Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1952, μια από τις πρώτες πράξεις της κυβέρνησης Παπάγου είναι η αποστρατεία του Τσακαλώτου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦαίνεται ότι δεν του συγχώρεσε τα όσα έγιναν το 1949, αλλά και ότι αποκάλυψε στον πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο, την ύπαρξη και τη δράση του Ι.Δ.Ε.Α. "
Δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Τσακαλώτος μετά το κίνημα, προσπάθησε με τις ανακρίσεις να ρίξει την ευθύνη στον Παπάγο, υπονοώντας πως αυτός ήταν πίσω από το κίνημα, με σκοπό να παρουσιαστεί σαν σωτήρας ( φυσικά ο Παπάγος δεν είχε λόγο να κάνει κάτι τέτοιο αφού ήταν ήδη εξαιρετικά δημοφιλής). Υπήρξε μια άτυπη συμμαχία Λαϊκού κόμματος και Φιλελευθέρων με σκοπό να ματαιώσουν την κάθοδο το Παπάγου στη πολιτική και δυστυχώς ο Τσακαλώτος έπαιξε άσχημο ρόλο σε αυτή την υπόθεση. Κατά τα άλλα το άρθρο είναι πολύ καλό και ενδιαφέρον..