Ρόδιοι και Φωκαείς στην Ισπανία (μέρος Β΄)

του Κωνσταντίνου Ν. Θώδη, συγγραφέα – σύγχρονου ιστορικού ερευνητή
3. Περί Εμπορείου


Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο[34], ο Άρπαγος, γόνος Μήδων, διορισμένος από τον Κύρο στη θέση του στρατιωτικού διοικητή, ήρθε στην Ιωνία και άρχισε να στήνει ανάχωμα γύρω από τα τείχη πολιορκώντας την πόλη της Φώκαιας. Οι κάτοικοί της ήταν οι πρώτοι, σύμφωνα πάλι με τον Ηρόδοτο, που πραγματοποίησαν υπερπόντια ταξίδια. Και συνεχίζει ο Ηρόδοτος : Στην Ταρτησσό οι Φωκαείς συνήψαν φιλία με το βασιλιά Αργανθώνιο. Αυτός στάθηκε στο πλευρό τους, προτείνοντάς τους να εγκαταλείψουν την Ιωνία και να εγκατασταθούν στη χώρα του. Κι όταν στη συνέχεια οι Φωκαείς δεν συμφώνησαν, ο βασιλιάς ακούγοντας για την ενίσχυση του βασιλιά των Μήδων, τους έδωσε χρήματα να αναγείρουν τείχη στην πόλη τους.
Ο Άρπαγος όταν έφερε το στρατό του κι άρχισε την πολιορκία της Φώκαιας, έστειλε μήνυμα στους κατοίκους, ότι θα είναι ικανοποιημένος αν οι Φωκαείς γκρεμίσουν ένα μέρος των τειχών και αφιερώσουν σε ένδειξη υπακοής στο βασιλιά μια οικία της πόλης. Οι Φωκαείς που μισούσαν τη δουλεία, ανήγγειλαν ότι ζητούν μια μέρα για να συσκεφθούν και μετά θα απαντήσουν, ενώ παράλληλα ζήτησαν από τον Άρπαγο να απομακρύνει το στράτευμά του από τα τείχη κατά τη σύσκεψη. Ο Άρπαγος τους είπε ότι κατανοεί το σχέδιό τους, αλλά παρ’ όλ’ αυτά τους δίνει χρόνο να το σκεφθούν. Ωστόσο, όταν ο Άρπαγος αποσύρθηκε από την πόλη, οι Φωκαείς κατέβασαν τις πεντηκοντόρους στη θάλασσα, φόρτωσαν τα υπάρχοντά τους μαζί με τα γυναικόπαιδα καθώς και τις εικόνες των θεών μαζί με τα αναθηματικά δώρα των ναών, εκτός από τα μαρμάρινα και τα μπρούντζινα αγάλματα και τις τοιχογραφίες. Στη συνέχεια ρίχνοντας στη θάλασσα κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο τους, μπήκαν στα πλοία και απέπλευσαν προς τη Χίο. Η Φώκαια, βέβαια, με όσους απέμειναν κυριεύθηκε. Στη Χίο οι Φωκαείς ζήτησαν να αγοράσουν τις Οινούσσες για να εγκατασταθούν. Οι Χιώτες όμως αρνήθηκαν για εμπορικούς λόγους, κυρίως ανταγωνιστικούς, με αποτέλεσμα οι Φωκαείς να αναχωρήσουν με τα πλοία τους για τη δύση. Ο πρώτος σταθμός τους ήταν η Κύρνος (Κορσική). Από εκεί οι Φωκαείς συνέχισαν το ταξίδι τους προς τις ακτές της νότιας Γαλλίας και της βορειοανατολικής Ισπανίας σε περιοχές που όπως φάνηκε στη συνέχεια ήταν γνώριμες προς αυτούς.


Η πιο σημαντική αποικία των Φωκαέων στη βορειοανατολική Ισπανία ήταν το Εμπορείον. Το Εμπορείον ήταν ο πιο σημαντικός σταθμός της διαδρομής ανάμεσα στην Ταρτησσό και τη Μασσαλία. Ο Στράβων γράφει : «Και σύμπασα δ’ από στηλών σπανίζεται… συνέβη» Οι Εμπορείτες αρχικά αποίκισαν τα διπλανά νησιά, μετά την ονομαζόμενη αρχαία πόλη (Παλαιάπολις) και μετά αποίκισαν την ηπειρωτική πόλη. Στη σύγχρονη βιβλιογραφία ο νησιωτικός οικισμός ονομάζεται Παλαιάπολις – ακολουθώντας το Στράβωνα – και ο ηπειρωτικός Νεάπολις. Μετακίνηση πληθυσμού από τα νησιά στην ηπειρωτική πόλη δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Είναι γνωστό, ότι οι Ευβοείς αρχικά ίδρυσαν τις Πιθηκούσσες και αργότερα ίδρυσαν στα ηπειρωτικά την Κύμη. Επίσης, οι Μιλήσιοι αρχικά αποίκισαν το νησί Μπερεζάν και αργότερα ίδρυσαν την Ολβία στα ηπειρωτικά. Ωστόσο, οι Πιθηκούσσες και η Κύμη, το Μπερεζάν και η Ολβία συνέχισαν να υπάρχουν ως ξεχωριστοί οικισμοί, ενώ η Παλαιόπολις και η Νεάπολις αποτέλεσαν ενιαία πόλη.


Οι Λατίνοι συγγραφείς Τίτος Λίβιος[35] και Πλίνιος[36], θεωρούν ότι την ίδρυση του Εμπορείου – σήμερα Amburias - δημιούργησαν οι Φωκαείς, ενώ οι Έλληνες Ψευδοσκύλαξ[37], Ψευδοσκύμνος[38], Στράβωνας[39] και Στέφανος Βυζάντιος[40] την αποδίδουν στους Μασσαλιώτες. Αρχαιολογικές έρευνες έδειξαν ότι τον 6ο αι. π.Χ. η Μασσαλία και το Εμπορείον είχαν διαφορετική εξωτερική πολιτική σε σχέση με τους Ετρούσκους[41]. Στη νότια Γαλλία παρατηρήθηκαν ίχνη ανταγωνισμού ανάμεσα στις 2 αυτές πόλεις. Σήμερα μπορεί να θεωρηθεί οριστικά , ότι η Νεάπολις των Εμπορειτών ιδρύθηκε περί το 575 π.Χ. Γι αυτό συνεπάγεται η υπόθεση, ότι η Παλαιάπολις εμφανίστηκε λίγο μετά το 600 π.Χ. Ίσως, η Νεάπολις αποτελούσε μονάχα αγκυροβόλιο για τα νότια ισπανικά παράλια. Το Εμπορείον αναδείχθηκε σε σημαντικό εμπορικό κέντρο, ενώ στα πρώτα χρόνια ίσως ήταν συνδεδεμένο με τις δραστηριότητες των Ετρούσκων, των Καρχηδονίων καθώς και την αποίκιση των Πιτυουσσών. Αυτό το γεγονός δεν εξαιρεί και την επικοινωνία με τους ντόπιους Ινδικήτες. Η πρώτη ονομασία της πόλης ήταν Πυρήνη[42]. Ο Αβιηνός[43] αναφέρει για τον πλούτο αυτής της πόλης. 

Το Εμπορείον ήταν εμπορικό λιμάνι για τους Εμπορείτες, τους Εγεσταίους και τους Ακραγαντίνους[44]. Αλλά ήδη από τον 6ο αι. π.Χ., όταν η αποικία ιδρύθηκε , αυτή η ονομασία μεταδόθηκε σε ολόκληρη την πόλη, όπως μαρτυρεί επιστολή του τελευταίου τρίτου του 6ου αι. π.Χ., στην οποία η πόλη αποκαλείται «Εμπορείον». Για ένα ελληνικό «αυτί», αυτή η ονομασία ηχούσε παράξενα. Πολύ ορθά ο Ψευδοσκύλαξ, ο Ψευδοσκύμνος, ο Πολύβιος[45] και ο Αππιανός[46] δίνουν στον αναγνώστη να καταλάβει ότι η ονομασία στην κυριολεξία απηχεί την εμπορική κίνηση της πόλης. Στην ακτή όπου ιδρύθηκε το Εμπορείον, ήταν εγκατεστημένη η φυλή των Ινδικητών. Αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Αβιηνός, αναφέρουν ότι αυτή η φυλή ήταν άγρια. Ο Λίβιος[47] αποκαλεί τη φυλή αυτή άγρια, πολεμική και άπειρη σε θαλάσσιες ασχολίες. Οι αρχαιολογικές έρευνες συμπληρώνουν και κατά κάποιο τρόπο «διορθώνουν» αυτές τις γνώμες. Ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν σε κάποιους τοπικούς οικισμούς τοποθετούμενοι σε ψηλούς λόφους ή σε καλά προστατευμένα ακρωτήρια περιβαλλόμενα από ισχυρά τείχη με πύργους. Στο εσωτερικό κάθε οικισμού υπήρχε κοινωνική ιεραρχία. Οι κάτοικοι ασχολούνταν όχι μόνο με το κυνήγι, όπως αναφέρει ο Αβιηνός, αλλά και με τη γεωργία, το ψάρεμα και επίσης με το εμπόριο σε περιορισμένη κλίμακα με τους Φοίνικες, που είχαν τις βάσεις τους στο νότο. Η περιοχή των Ινδικητών, σύμφωνα με το Στράβωνα[48], ήταν εύπορη και μπορούσε να παράγει ψωμί και κρασί. Η βορειοανατολική Ισπανία ήταν πλούσια σε ασήμι και σίδηρο. Σχετικά κοντά ρέει ο μεγαλύτερος ποταμός της Πυρηναϊκής χερσονήσου Ίβηρας – Ebro – που σε μια όμορφη φυσική διαδρομή διεισδύει στο εσωτερικό της χώρας. Το Εμπορείον εμφανίστηκε λίγο βορειότερα από τις όχθες του Ίβηρα, σημείο το οποίο χαρακτήριζε τις αποικίες των Φωκαέων. Έτσι, η Μασσαλία στη νότια Γαλλία, επίσης ιδρύθηκε σε μικρή απόσταση από τις όχθες του Ροδανού.


Στη βόρεια παραλία αυτού του κόλπου στη βορειοανατολική Ισπανία, οι Έλληνες ίδρυσαν τη Ρόδη. Όπως ήδη προαναφέραμε, υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την προέλευσή της. Η ροδιακή, ξεχωριστή ανάμεσα στους αρχαίους συγγραφείς, ίσως αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Απομένει η γνώμη κάποιων, ότι οι ιδρυτές της ήταν οι Εμπορείτες. Αυτό οδηγεί άμεσα στη φωκαϊκή προέλευση. Οι ανασκαφές δεν αποσαφήνισαν εξ’ ολοκλήρου αυτό το ερώτημα, τη στιγμή που δεν αποκαλύφθηκαν ακόμη από την αρχαιολογική σκαπάνη τα βαθύτερα στρώματα της πόλης. Εκτός από το Εμπορείον και τη Ρόδη στις βορειοανατολικές ακτές της χερσονήσου των Πυρηναίων, υπήρχε σειρά πόλεων που αναφέρονται στα ποιήματα του Αβιηνού[49], οι οποίες έφεραν ελληνικές ή ελληνόφωνες ονομασίες όπως : Υλάκτη, Ίστρα, Τυρίχαι, Σάρνα, Λεβεδοντία*, Σάλαυρις, Καλλίπολις κλπ. Εκτός αυτών ο Αβιηνός[50] και ο Εκαταίος[51] αναφέρουν τη Χερσόνησο και την Υάψη νοτιότερα των εκβολών του Ίβηρα. Η εμπορική δραστηριότητα του Εμπορείου και της Ρόδης ήταν πολύ σημαντική. Στο Εμπορείον έφταναν μεγάλες ποσότητες κεραμικών που προέρχονταν από διαφορετικά κέντρα του ελληνικού κόσμου. Την πρώτη περίοδο, φυσικά, υπερείχαν τα είδη από τη Μικρά Ασία, αλλά παράλληλα με αυτά εμφανίστηκαν τα κορινθιακά, τα κυπριακά και τα ναυκράτεια σκεύη[52]. 

Γύρω στο 525 π.Χ. έγινε αισθητή και η παρουσία της αττικής κεραμικής. Ενεργή δράση στο εμπόριο εκδήλωνε το Εμπορείον, όπως ήδη αναφέραμε, με τους Ετρούσκους και τους Φοίνικες, ιδιαίτερα με κοινή βάση τις Πυτιούσσες. Το εμπόριο διεξαγόταν μέσω της Πυρήνης. Στη σφαίρα επιρροής του σε πρώτη προτεραιότητα ήταν η νοτιοδυτική Γαλλία. Οι Εμπορείτες και οι κάτοικοι της Ρόδης στήριξαν
ενεργά τις επαφές τους με τους γειτονικούς αυτόχθονες πληθυσμούς. Όπως προαναφέραμε, στο νησί της Παλαιάπολης την εποχή της άφιξης των Ελλήνων ζούσαν οι Ινδικήτες. Από ευρήματα της ντόπιας κεραμικής, ιθαγενείς κατοικούσαν και στην περιοχή της Ρόδης και ίσως στη θέση της μελλοντικής πόλης. Ευρήματα ντόπιας κεραμικής υπήρχαν και στη Νεάπολη. Τοπικά βάζα βρέθηκαν και στη νεκρόπολη του Εμπορείου της πρώτης περιόδου ίδρυσης της πόλης. Σε μια από τις πρώτες νεκροπόλεις μαζί με τους ελληνικούς τάφους με χώρους απόθεσης των πτωμάτων συναντούμε και τάφους ιθαγενών της ίδιας περιόδου με χώρους αποτέφρωσης των νεκρών σωμάτων, στους οποίους η τέφρα συγκεντρωνόταν σε δοχεία που χαρακτήριζαν όλες τις νεκροπόλεις της περιοχής αυτής της περιόδου. Χαρακτηριστικό είναι, ότι τάφοι Ινδικητών εμφανίζονται ανάμεσα σε ελληνικούς τάφους με σχετικά φτωχό υπόβαθρο και όχι σε πλούσιες νεκροπόλεις. Όπως φαίνεται, οι Ινδικήτες ζούσαν στην πόλη των Φωκαέων μαζί με τους φτωχούς Έλληνες και κηδεύονταν στον ίδιο χώρο μαζί με αυτούς.

*Η πόλη Λεβεδοντία – σήμερα Port de lAmpolla -  ήταν αποικία της Λεβέδου, πόλης της Μικράς Ασίας που βρισκόταν δυτικά της Εφέσου και πολύ κοντά στην Κολοφώνα. Βρισκόταν κοντά στις εκβολές του ποταμού Ίβηρα.


Η σφαίρα του εμπορίου των Φωκαέων, φυσικά, δεν περιοριζόταν στα περίχωρα. Σημαντικό εμπορικό κέντρο συναλλαγής για τους Έλληνες ήταν ο οικισμός της Υλλαστρέτης, τοποθετούμενος 14 χλμ. από το Εμπορείον. Οι κάτοικοί της καθιέρωσαν επαφές με το εξωτερικό, ήδη από τον 7ο αι. και τον 6ο αι. π.Χ., ενώ οι εταίροι της αυτό το χρονικό διάστημα ήταν οι Καρθαγένιοι των Πυτιουσσών. Το 575 π.Χ. στην Υλλαστρέτη συναντάμε ελληνικές και ετρουσκικές εισαγωγές, που πραγματοποιήθηκαν μέσω του Εμπορείου. Αυτές οι εισαγωγές αυξήθηκαν απότομα στο τρίτο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ.[53]. Η ελληνική κεραμική που έφθανε εκεί μέσω του Εμπορείου και ίσως και μέσω της Ρόδης, συναντάται και σε πολλά άλλα σημεία της βορειοανατολικής Ισπανίας. Οι Εμπορείτες πουλούσαν στους ντόπιους συμβαλόμενούς τους κεραμικά. Γι αυτό η υπερπόντια κεραμική – μικρασιατική, αττική, ετρουσκική – ήταν προφανώς αντικείμενο πολυτέλειας, την ίδια στιγμή που ουσιαστικά η κεραμική του Εμπορείου υπηρετούσε καθημερινές ανάγκες και οι αμφορείς ήταν για συσκευασία. Μολονότι δεν υπάρχουν άμεσες μαρτυρίες για εμπόριο κρασιού και λαδιού εκ μέρους των Εμπορειτών με τη Μασσαλία, αυτά τα εμπορεύματα τα πουλούσαν σε γείτονές τους.

 Οι Ινδικήτες παρέδιδαν στο Εμπορείον τους καρπούς της γης τους[54], δηλαδή όπως φαίνεται είδη διατροφής και πριν απ’ όλα σιτάρι. Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε και τα μέταλλα, τα οποία όπως αναφέραμε παραπάνω, αυτή η περιοχή είχε σε αφθονία. Από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές οι Εμπορείτες μπορούσαν να πάρουν ένα είδος λιναριού χρήσιμο για την παραγωγή καραβόσχοινων[55], ενώ τα πεύκα της οροσειράς των Πυρηναίων προσέφεραν ξυλεία για τα καράβια[56]. Προφανώς, μέρος των πρώτων υλών που αγόραζαν οι Εμπορείτες, κυρίως μέταλλα, τα επανεξήγαγαν. Στη Νεάπολη βρέθηκαν γούνες σιδηρουργών και εργαλεία κεραμικής του 2ου μισού του 6ου αι. π.Χ. που μιλούν για την ύπαρξη εργαστηρίων επεξεργασίας μετάλλων[57]. Επίσης, βρέθηκαν υπολείμματα οπλουργείου με πυρήνες, αιχμές βελών και τμήματα καταπελτών, τα οποία μαρτυρούν για την ύπαρξη εργαστηρίων κατασκευής οπλισμού[58]. Μπορούμε να υποθέσουμε και για την ανάπτυξη της ναυπηγικής. Το Εμπορείον ήταν σημαντικό κέντρο αγγειοπλαστικής τέχνης που παρήγαγε υψηλής ποιότητας κεραμική. Σύμφωνα με το Στράβωνα, οι Εμπορείτες κατασκεύαζαν και λινά υφάσματα.      


4. Περί μυθολογίας


Ο Στράβων αναφέρει, ότι οι Τουρδητανοί, ένα από τα ιβηρικά φύλα, ήταν οι πιο σοφοί από τους Ίβηρες, είχαν δικό τους αλφάβητο και μ’ αυτό κατέγραφαν τα ιστορικά στοιχεία της φυλής τους. Την περιοχή που ζούσαν την ονόμαζαν Ταρτησσίδα, ενώ την Ερύθεια «νησί της ευτυχίας». Η Ταρτησσός πήρε το όνομά της από τον ομώνυμο ποταμό, τον οποίο οι νεώτεροι ονόμαζαν Βαίτη (Betis) και σήμερα Γουαδαλκιβίρ, ενώ τα Γάδειρα και τα παρακείμενα νησιά οι αρχαίοι τα ονόμαζαν Ερύθεια. Η Ταρτησσός είχε τη φήμη του πιο ακραίου σημείου της δύσης. Σύμφωνα, πάλι με το Στράβωνα, η Ταρτησσός βρισκόταν στο δέλτα αυτού του ιβηρικού ποταμού. Ο ίδιος, στηριζόμενος στον Όμηρο, προσεγγίζει το όνομα Ταρτησσός με την ονομασία «Τάρταρα». Ο Άδης σχετιζόταν με τα Τάρταρα. Έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Όμηρος ακούγοντας για την Ταρτησσό ονόμασε «Τάρταρα» τις πιο απομακρυσμένες περιοχές του κάτω κόσμου, τις οποίες ενέταξε στα μυθολογικά στοιχεία, παραμένοντας πιστός στην ποιητική του τεχνοτροπία. Οι αρχαιολόγοι δεν κατάφεραν ως σήμερα να βρουν τα απομεινάρια της Ταρτησσού στο δέλτα του Γουαδαλκιβίρ. Ίσως, τα Τάρταρα πήραν μαζί τους την αγαπημένη πόλη στα πέρατα του κάτω κόσμου, κρύβοντάς την με ασφάλεια στο βυθό κυλώντας σαν την κινούμενη άμμο...


ο Θησέας σκοτώνει τον μινώταυρο
Όπως είναι γνωστό στην ελληνική μυθολογία ο Μενεσθέας βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Θησέα. Επειδή προσπάθησε να «σκιάσει» τη λαμπερή αρχοντιά του αγαπημένου ήρωα Θησέα, στο Μενεσθέα αποδόθηκαν τα χαρακτηριστικά του τυράννου και δημαγωγού[59]. Η λατρεία του Θησέα κατέστη παναττική, κατά πάσα πιθανότητα από τον Πεισίστρατο και τους γιους του και ίσως αντικατέστησε τη λατρεία του Μενεσθέα, που νωρίτερα έπαιξε σημαντικό ρόλο. Αυτό μπορεί να κριθεί με βάση το ρόλο που ο Μενεσθέας έπαιξε στην Ιλιάδα[60].


Ο Μενεσθέας ήταν γιος του Πετεού και αρχηγός των Αθηναίων. Πήρε την εξουσία μετά την απομάκρυνση του Θησέα τον οποίο κατηγορούσε ως επήλυδα δηλαδή ξένο. Ο Μενεσθέας καταγόταν από τον Ερεχθέα. Όταν ο Αιγέας, πατέρας του Θησέα, ανέβηκε στο θρόνο ως βασιλιάς της Αθήνας, εξόρισε τον παππού του Μενεσθέα, Ορνεώ, ο οποίος μαζί με πολλούς Αθηναίους κατέφυγε στο Στείρι της Φωκίδας[61]. Ο Όμηρος αναφερόμενος στο Μενεσθέα γράφει, ότι ήταν ο πρώτος άνθρωπος που παρέταξε ασπιδοφόρους άνδρες πάνω σε άλογα στη μάχη[62]. Για τη διαμάχη Θησέα και Μενεσθέα αναφέρει και ο Πλούταρχος στο «Βίο Θησέως».

Ο Μενεσθέας ήταν δισέγγονος του Ερεχθέα. Αν και τίποτα δεν είναι γνωστό για την επικοινωνία του Μενεσθέα με τη θεά Αθηνά, γνωρίζουμε ότι τον προπάππο του η θεά τον προστάτευσε. Προφανώς και το Μενεσθέα τον πήρε κάτω από την αιγίδα της. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι τις πόλεις των οποίων η ίδρυση αποδόθηκε στο Μενεσθέα – η ιταλική Σκυλέτια και η αιολική Ελέα – σέβονταν και η Αθηνά[63]. Αλλά η Αθηνά ιδιαίτερα σεβόταν τη Φώκαια, όπου βρίσκονταν ο αρχαίος ναός της[64] καθώς και ένα από τα παλαιότερα αρχαία ξόανα[65]. Σύμφωνα με το μύθο, από τη Φωκίδα προήλθαν οι απόγονοι των Φωκαέων[66]. Η Στείριδα βρισκόταν πολύ κοντά στον Θορικό, απ’ όπου σύμφωνα με τον Νικόλαο της Δαμασκού απέπλευσαν στη Μικρά Ασία  οι Στειρίτες για την ίδρυση της Φώκαιας. Σύμφωνα με το Στράβωνα, τη Φώκαια ίδρυσαν οι Αθηναίοι που έφτασαν εκεί με το Φιλογένη. Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι είναι πολύ πιθανό τη λατρεία του Μενεσθέα έφεραν στην Ισπανία οι Φωκαείς. Το λιμάνι του Μενεσθέα βρισκόταν στις «πύλες του Άδη» και κοντά στις εκβολές του ποταμού Βαίτη – σήμερα Γουαδαλκιβίρ – στα αρχαία Γάδειρα. 
Γράφει ο Στράβων[67] : «φεξς δ στν Μενεσθέως καλούμενος λιμν κα κατ σταν νάχυσις κα Νάβρισσαν. λέγονται δ ναχύσεις α πληρούμεναι τι θαλάττηι κοιλάδες ν τας πλημμυρίσι κα ποταμν δίκην νάπλους ες τν μεσόγαιαν χουσαι κα τς π ατας πόλεις. ετ εθς α κβολα το Βαίτιος διχ σχιζόμεναι· δ πολαμβανομένη νσος π τν στομάτων κατόν͵ ς δ νιοι κα πλειόνων σταδίων͵ φορίζει παραλίαν. νταθα δέ που κα τ μαντεον το Μενεσθέως στί͵ κα το Καιπίωνος δρυται πύργος π πέτρας μφικλύστου͵ θαυμασίως κατεσκευασμένος͵ σπερ Φάρος͵ τς τν πλοϊζομένων σωτηρίας χάριν. τε γρ κβαλλομένη χος π το ποταμο βραχέα ποιε κα χοιραδώδης στν πρ ατο τόπος͵ στε δε σημείου τινς πιφανος. ντεθεν δ το Βαίτιος νάπλους στ κα πόλις βορα κα τ τς Φωσφόρου ερόν͵ ν καλοσι Λοκεμδουβίαν· εθ ο τν ναχύσεων τν λλων νάπλοι͵ κα μετ τατα νας ποταμός͵ δίστομος κα οτος͵ κα ξ ατν νάπλους· εθ στατον τ ερν κρωτήριον͵ διέχον τν Γαδείρων λάττους δισχιλίους σταδίους· τινς δ π μν το ερο κρωτηρίου π τ το να στόμα ξήκοντα μίλιά φασιν͵ ντεθεν δ π τ το Βαίτιος στόμα κατόν͵ ετα ες Γάδειρα βδομήκοντα…» Όσον αφορά το Στείρι, ο Παυσανίας στα «Φωκικά» γράφει[68] :  «Υπάρχει μέσω της Χαιρώνειας ορεινός και ανώμαλος δρόμος, που οδηγεί στο Στείρι, πόλη των Φωκέων με μήκος 120 στάδια. 
Οι Στειρίτες λένε ότι δεν είναι Φωκείς, αλλά Αθηναίοι στην καταγωγή και πως έφτασαν από την Αττική στη Φωκίδα με τον Πετεώ, γιο του Ορνεού, που έδιωξε ο Αιγέας από την Αθήνα. Επειδή οι περισσότεροι από αυτούς που ακολούθησαν τον Πετεώ ήταν από τον αττικό δήμο των Στειρίδων, γι αυτό η πόλη πήρε την ονομασία Στείρις. Στο Στείρι υπάρχει ιερό της Δήμητρας με το άγαλμα της θεάς που λαξεύτηκε σε πεντελικό μάρμαρο και παριστάνει τη θεά να κρατάει δάδες.» Η Στείρις ιδρύθηκε στους πρόποδες του Ελικώνα (Νυσαίον όρος). Δεν αναφέρεται στην Ιλιάδα, ότι έλαβε μέρος στον Τρωϊκό πόλεμο. Όμως, ο Μενεσθέας, γιος του Πετεού, όταν έγινε βασιλιάς της Αθήνας, πήρε μέρος ως αρχηγός των Αθηναίων στον Τρωϊκό πόλεμο με 50 καράβια. Η καταγωγή των περισσότερων πόλεων της αρχαίας Φωκίδας, σύμφωνα με τον Παυσανία, ήταν δωρική. Όμως, υπήρχαν και εξαιρέσεις. Η Στείριδα είχε αθηναϊκή, η Ελάτεια αρκαδική, οι κάτοικοι του Πανοπέα ήταν Φλυγύες από τον Ορχομενό, οι κάτοικοι των Αβών ήταν Αργείοι και της Υάμπολης, Ύαντες. Πιθανόν από τον αρχαίο λιμένα της Στειρίας να ξεκίνησε το ταξίδι του ο Πετεώς προς την αρχαία Φωκίδα. Το ταξίδι αυτό δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια. Ίσως να έγινε μέσω του Ωρωπού και της Αυλίδας. Ο Θορικός ήταν αρχαίος δήμος της Αττικής μεταξύ Βραυρώνας και Πόρτο – Ράφτη, μέσα στα όρια του οποίου ζούσαν οι κάτοικοι της Στείριδας. Στο δήμο Θορικού της Λαυρεωτικής, υπάρχει ο οικισμός «Παλαιά Φώκαια», απ’ το λιμάνι της οποίας έφυγαν οι Στειριείς με επικεφαλής το Φιλογένη, όπως προαναφέραμε, για να ιδρύσουν τον 8ο αι. π.Χ. την αρχαία πόλη της Φώκαιας, βόρεια του κόλπου της Σμύρνης.

Ως τις μέρες μας έγιναν γνωστά τα ονόματα ορισμένων βασιλέων της Ταρτησσού, αλλά με ελάχιστες πληροφορίες. Πρώτος σ’ αυτό τον κατάλογο είναι ο Γηρυόνης, με τον οποίο μονομάχησε ο Ηρακλής. Αυτός ο μύθος προφανώς αντανακλά την εξοικείωση των Ελλήνων με τη μακρινή δύση. Διασώθηκε η εκδοχή του μύθου, σύμφωνα με την οποία, η πάλη του Ηρακλή με το Γηρυόνη πραγματοποιήθηκε στην Ήπειρο[69]. Ίσως, ο Γηρυόνης ανήκε σ’ εκείνες τις μυθολογικές μορφές τις οποίες η λαϊκή φαντασία τοποθετούσε στην άκρη του τότε γνωστού κόσμου και καθώς αυτή η οικουμένη επεκτείνονταν οι μύθοι ακολουθούσαν. Ίσως, αρκετά νωρίς η δράση του αγώνα ανάμεσα στον
Ηρακλή και το Γηρυόνη εντοπίσθηκε στο νησί Ερύθεια[70]. Η ύπαρξη στις ισπανικές ακτές νησιού με παρόμοια ονομασία και ίσως πόλη ή φρούριο, ονομασία την οποία οι Έλληνες δέχτηκαν ως «φρούριο του Γέροντα»[71], θα μπορούσε να βοηθήσει ώστε ο εντοπισμός και η εδραίωση του μύθου να καταλήξει τελικά στη νότια Ισπανία. Πιο περίπλοκη είναι η περίπτωση του Νόρακα. 

Από τη μια πλευρά αυτός έχει ενσωματωθεί στην ελληνική μυθολογική γενεαλογία : Σύμφωνα με τον Παυσανία, αυτός ήταν γιος της Ερύθειας, κόρης του Ερμή και του Γηρυόνη. Από την άλλη πλευρά το όνομα Νόραξ στην ελληνική και ρωμαϊκή λογοτεχνία περισσότερο δεν συναντάται, έτσι ώστε καμία άλλη προέλευση, εκτός της Ταρτησσιανής η μυθολογία δεν αναφέρει. Στην ισπανική ονοματολογία συναντάται το όνομα Nori/Norissi, το οποίο συσχετίζεται με το Νόρακα[72]. Ο Νόραξ θεωρείται ο ιδρυτής της πόλης Νόροι της Σαρδηνίας, ενώ σχέσεις ανάμεσα στην Ισπανία και τη Σαρδηνία υπήρχαν από τη 2η χιλιετία π.Χ. Δραστήριες ήταν στην Ταρτησσιανή εποχή. Ίσως, δεν είναι τυχαίο, ότι η αρχαία φοινικική επιγραφή που βρέθηκε στους Νόρους, σε μια πιστή ανάγνωσή της, αναφέρει την ονομασία Ταρσίς[73]. Γι αυτό φαίνεται πιθανόν, ότι το όνομα Νόραξ σχετίζεται με όλους τους μυθικούς βασιλείς της Ταρτησσού, που αργότερα συνδέθηκαν με ελληνικές μυθικές μορφές.


Ο δέκατος άθλος που ανατέθηκε στον Ηρακλή από τον Ευρυσθέα, ήταν να φέρει το κοπάδι των βοδιών του Γηρυόνη από την Ερύθεια,το νησί που βρισκόταν κοντά στο ρεύμα του Ωκεανού,χωρίς να παρακαλέσει ή να πληρώσει γι αυτό. Ο Γηρυόνης ήταν γιος του Χρυσάορα και της Καλλιρόης – κόρης του Ωκεανού – βασιλιάς της Ταρτησσού και ήταν ο δυνατότερος άνθρωπος στον τότε γνωστό κόσμο.Γεννήθηκε με τρία κεφάλια, έξι χέρια και τρία σώματα ενωμένα στη μέση. Περνώντας από την Ευρώπη, ο Ηρακλής σκότωσε πολλά άγρια θηρία και όταν έφτασε τελικά στην Ταρτησσό της Ιβηρίας, έστησε 2 στήλες, τη μια απέναντη στην άλλη, στις δύο όχθες των στενών του Γιβραλτάρ, μια στην Ευρώπη και μια στην Αφρική, γνωστές ως Ηράκλειες στήλες.Ο θεός Ήλιος δάνεισε στον Ηρακλή ένα χρυσό νουφαρόσχημο κύπελλο, μέσα στο οποίο έπλευσε στην Ερύθεια.Σε μια άλλη παραλλαγή του μύθου, ο Ηρακλής ταξίδεψε στην Ερύθεια μέσα σε μια χάλκινη κάλπη χρησιμοποιώντας για πανιά τη λεοντή του.

Όταν έφτασε στο νησί ο Ηρακλής, ανέβηκε στο όρος Άβαντας. Τα κόκκινα βόδια του Γηρυόνη τα φύλαγε ο βουκόλος Ευρυτίων, γιος του Άρη και το δικέφαλο σκυλί Όρθρος, καρπός του Τυφώνα και της Έχιδνας.Ο Ηρακλής με το ρόπαλό του σκότωσε τον Όρθρο και αμέσως μετά την ίδια τύχη είχε και ο Ευρυτίωνας.Ήταν έτοιμος να απομακρύνει το κοπάδι, όταν είδε το Γηρυόνη να τον πλησιάζει μετά το μήνυμα του Μενοίτη, που βοσκούσε εκεί κοντά τα βόδια του Άδη. Κάλεσε σε μονομαχία τον Ηρακλή, ο οποίος του επιτέθηκε από τα πλάγια και μ’ ένα βέλος τρύπησε και τα τρία σώματά του. Μόλις η θεά Ήρα έτρεξε να βοηθήσει το Γηρυόνη, ο Ηρακλής την πλήγωσε μ’ ένα βέλος στο δεξί
στήθος και την έτρεψε σε φυγή.Πήρε τα βόδια, επέστρεψε στην Ταρτησσό με το χρυσό κύπελλο, το οποίο από ευγνωμοσύνη το επέστρεψε στον Ήλιο και συνέχισε το ταξίδι του για να φέρει σε πέρας το δέκατο άθλο.Η κόρη του Γηρυόνη, Ερύθεια, έγινε αργότερα από τον Ερμή η μητέρα του Νόρακα, που ηγήθηκε μιας εκστρατείας στη Σαρδηνία για να ιδρύσει αποικία, την οποία ονόμασε Νόρα και ήταν η αρχαιότερη πόλη του νησιού.Η Ταρτησσός ήταν γνωστή και ως Ηράκλεια. Το νησί Ερύθεια ονομαζόταν και Ερυθραία.Κάποιοι την ταύτιζαν με το νησί Λεώνη ή με ένα άλλο νησί κοντά στη Λεώνη, πάνω στο οποίο ήταν χτισμένα τα αρχαία Γάδειρα.Η Ερύθεια ήταν αφιερωμένη στην Ήρα. 

Η Λεώνη ονομαζόταν Κοτινούσσα και είχε πολλούς ελαιώνες, ενώ οι Φοίνικες τη μετονόμασαν σε Γάδειρα δηλ. οχυρωμένη πόλη.Στο δυτικό ακρωτήρι της υπήρχαν ο ναός του Κρόνου και τα Γάδειρα και στο ανατολικό ο ναός του Ηρακλή.Ο τάφος του Γηρυόνη βρισκόταν στην πόλη των Γαδείρων. Γράφει ο Φιλόστρατος[74] : «Τα Γάδειρα βρίσκονται στο άκρο της Ευρώπης και οι κάτοικοί τους δείχνουν μεγάλο ζήλο προς τα θεία. Έχουν καθιερώσει την ύπαρξη βωμού για τα γηρατειά και είναι οι μόνοι άνθρωποι που ψάλλουν παιάνες για το θάνατο. Ακόμη βρίσκονται εκεί βωμοί για τη φτώχια, την τέχνη, για τον Αιγύπτιο Ηρακλή και άλλοι για τον Θηβαίο. Περισσότερο απ’ όλους τους Έλληνες προτιμούν τους Αθηναίους και θυσιάζουν στον Αθηναίο Μενεσθέα. Για το Θεμιστοκλή, τον επικεφαλής του στόλου, επειδή τον θαυμάζουν για τη σοφία και την ανδρεία του, έχουν στήσει χάλκινο άγαλμα που τον παριστάνει σκεφτικό και ως να μελετά χρησμό...»


Τα Γάδειρα στους ρωμαϊκούς χρόνους ονομάζονταν Άδης, λέξη από την οποία προήλθε και η σύγχρονη ονομασία Cadiz. Σύμφωνα με το μύθο, τα Γάδειρα ιδρύθηκαν γύρω στο 1100 π.Χ. από τους Φοίνικες της Τύρου. Αργότερα εκεί εγκαταστάθηκαν Καρχηδόνιοι από τη βόρεια Αφρική, οι οποίοι ήταν Φοίνικες που κατέφυγαν εκεί τον 9ο αι. π.Χ. από την Τύρο. Μια φυλή Τουρδητανών που ζούσαν στη λεκάνη του Γουαδαλκιβίρ γνώρισαν έντονη τη φοινικική επιρροή. Ο Στράβωνας, όπως αναφέραμε παραπάνω,τους θεωρούσε ως τους περισσότερο καλλιεργημένους μεταξύ των ιθαγενών. Ήταν οι πιο πολιτισμένοι από τους Ίβηρες. Ήταν εξοικειωμένοι με τη γραφή της ιστορίας της φυλής τους, ενώ έγραφαν ποιήματα και νόμους. Οι Τουρδητανοί σαφώς ήταν υπερήφανοι για την ιστορία τους από την προφοινικική ακόμη περίοδο. 

Οι Φοίνικες εμφανίστηκαν στην περιοχή του Γιβραλτάρ μετά την περιπλάνηση του Ηρακλή. Λέγεται,ότι οι Έλληνες, το μύθο για το Γηρυόνη δανείστηκαν από αυτούς κι όχι από τους ντόπιους, γιατί στα χρόνια του Ησιόδου οι ίδιοι δεν είχαν φτάσει ακόμη στο Γιβραλτάρ. Γι αυτό σ’ αυτό το μύθο πρέπει αναπόφευκτα να συνδεθεί η τουρδητανική και η φοινικική παράδοση. Τα Γάδειρα βρίσκονταν, όπως προαναφέραμε, στο νησί Λεώνη, που χωρίζονταν από την ηπειρωτική χώρα με ένα στενό κανάλι. Στην πραγματικότητα αυτό το μέρος ήταν αρκετά στενό, ώστε να μετατρέψει τη Λεώνη σε νησί. Ωστόσο, την περιοχή των Γαδείρων στην αρχαιότητα την ονόμαζαν ως νησί, αλλά και ως
Ησίοδος
χερσόνησο. Ο κόλπος του
Cadiz χώριζε τα δύο κοντινά νησιά σε δύο μέρη. Στην άκρη του κόλπου οδηγούσε ένα στενό πλάτους μόλις 800 μέτρων. Τη νήσο Λεώνη μαζί με τα γειτονικά νησιά, ο Στράβων τα θεωρούσε ως την Ερύθεια. Τα Γάδειρα βρίσκονταν στο δυτικό τμήμα του νησιού, το οποίο είχε μήκος περίπου 100 στάδια και πλάτος 1 στάδιο. Στο ανατολικό τμήμα, που βρισκόταν κοντά στην ηπειρωτική ακτή, υπήρχε το ιερό προς τιμήν του Ηρακλή, ενώ υπήρχε επίσης ένα ιερό αφιερωμένο στον Κρόνο.


Επίλογος


Για τις ανθούσες αποικίες των Ελλήνων στην ιβηρική χερσόνησο έγραψαν πληθώρα συγγραφέων – ιστορικών, ποιητών και γεωγράφων. Ξεχωρίζουν οι αναφορές του Έφορου στο έργο του «Παγκόσμια ιστορία», του Ησιόδου στο έργο του «Έργα και ημέραι», του Εκαταίου του Μιλήσιου στο έργο του «Περίοδος γης ή Περιήγησις», του Διόδωρου Σικελιώτη στο έργο του «Ιστορίαι», του Αβιηνού στο έργο του «Ora maritima», του Ψευδοσκύλακα της Καρυάνδης στο έργο του «Περίπλους της οικουμένης», του Διονυσίου του Περιηγητή στο έργο του «Περιήγησις της οικουμένης» κ.ά. Ο Ψευδοσκύμνος, γεωγράφος του 1ου μισού του 1ου αι. π.Χ., έγραψε στο έργο του «Περιήγησις»[75] : «Έπειτα παραθαλάττιοι κάτω Λιγύες έχοντας και πόλεις Ελληνίδες, ας Μασσαλιώται Φωκαείς απώκισαν· πρώτη μεν Εμπόριον, Ρόδη δε δευτέρα... Ταύτην δε πριν ναών κρατούντες έκτισαν Ρόδιοι. Μεθ’ ους ελθόντες εις Ιβηρίαν οι Μασσαλίαν κτίσαντες έσχον Φωκαείς Αγάθην Ροδανουσίαν τε, Ροδανός ην μέγας ποταμός παραρρεί...»
   
      Bιβλιογραφικές παραπομπές

34. Τίτου Λίβιου, XXXIV,9
35. Πλίνιου, III,22
36. Ψευδοσκύλακα, (2) 
.     37.o.π. Ψευδοσκύμνου, 202-203f
38. Στράβωνα, III,4.8
39. Στέφανου Βυζάντιου, (βλ. Εμπορείον)
40. Villard F. La ceramique grecque de Marseille. Paris, 1960. p. 33.
Коротких M. Труд Авиена как источник по истории финикийской колонизации Испании // Норция. Воронеж, 1978. Вып. 2. с. 43-44.
41. ο.π. Αβιηνού, “Ora maritime”, 557-561
42. Στράβωνα, VI,2.1
43. Πολύβιου, III,76,1
44. Αππιανού, Ισπ. 7,10
45. ο.π. Τίτου Λίβιου, XXXIV,9
46. Στράβωνα, III,4.9
47. ο.π. Αβιηνού, 497-498, 509-511, 514-519
48. ο.π. Αβιηνού, 491
49. ο.π. Εκαταίου FHG, απόσπ. 48
50. Almagro M. Excavaciones en la Palaiapolis de Ampurias. Madrid, 1964. p. 63-82
51. Dominguez Monedero A. Colonizacion. . p.1740.
52. ο.π. Τίτου Λίβιου, XXXIV,9
53. Στράβωνα, III,4.9
54. ο.π. Αβιηνού, 555
Benoit F. Soufflets de forge antique // REA. 1948. t. 50. p. 305.
55. Мишулин А. В. Античная Испания. Mосква., 1950. с. 92.
56. Πλουτάρχου, Θησέας, I,32
57. Ομήρου, Ιλιάδα, Ραψ. Β,546-556 & Ραψ. Μ,331-374
58. Παυσανία «Φωκικά», 35,8
59. ο.π. Ομήρου, Ιλιάδα, Ραψ. Β,552-555
60. Berard J. The Greek Colonization p. 677.
61. ο.π. Παυσανία, II,31,6
62. Στράβωνα, XIII,1.41
63. Νικολ. Δαμασκού FHG, απόσπ. 51 & Παυσανία, VII,3,19
64. Στράβωνα, III,1.9
65. ο.π. Παυσανία, Φωκικά, 35,8
66. ο.π. Εκαταίου FHG, απόσπ. 149
67. ο.π. Ησιόδου, Θεογονία, 290,983
68. Αβιηνού, “Ora maritime”, 263,304
69. Hansen B. Rückläufiger Wörterbuch der griechischen Eigennamen - Berlin, 1957. s. 27.
70. Furtwängler A. E. Auf den Spuren des ionischen Tartessos-Besuchens // Athenische Mitteilungen. 1977. Bd. s. 61-67.
71. Ο.π. Φιλοστράτου, V,4
72. Ψευδοσκύμνου, Περιήγησις, 205f.

Σχόλια

"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας