«Ρουμ Μιλέτι»: Σύντομη αναφορά στην Ιστορία των Ορθοδόξων κοινοτήτων υπό την Οθωμανική κυριαρχία (1453-1821)
γράφει ο Steven Runciman
(από το ιστολόγιο http://www.apostoliki-diakonia.gr/)
Η απώλεια της ελευθερίας είναι η σκληρότερη μοίρα για ένα λαό. Για τους Έλληνες, η 'Aλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 ήταν μια τραγωδία χωρίς προηγούμενο, που σημάδεψε το τέλος του Βυζαντίου, της χριστιανικής Αυτοκρατορίας της Ανατολής, και την αρχή της σκλαβιάς. Όπως αποδεικνύει εκ των υστέρων η ιστορία, το Βυζάντιο ήταν καταδικασμένο, βαρύτατα άρρωστο για να μπορέσει να αναρρώσει. Ακόμη και αν οι ηρωικοί υπερασπιστές της πόλης είχαν κατορθώσει το 1453 να αναγκάσουν τους Τούρκους να άρουν την πολιορκία, θα επιτύγχαναν μόνο μια μικρή ανάπαυλα. Οι Τούρκοι σύντομα θα επιχειρούσαν μια ακόμη έφοδο. 'Aραγε η χαριστική βολή την οποία κατέφεραν εναντίον του Βυζαντίου αποτελούσε όντως μια τόσο μεγάλη καταστροφή; Ο ελληνικός κόσμος ήταν ήδη διασπασμένος· και οι Έλληνες που ζούσαν υπό ξένη κυριαρχία, τουρκική η ιταλική, ήταν περισσότεροι από αυτούς που ζούσαν ελεύθεροι. Μήπως ήταν καλύτερα να υποταχθούν σε μια δύναμη που θα τους επανένωνε, ακόμη και υπό συνθήκες σκλαβιάς; Ποια ήταν η εναλλακτική λύση;
Υπήρχαν κάποιοι στο Βυζάντιο που έλπιζαν ότι οι Δυτικές Δυνάμεις θα μπορούσαν να επέμβουν για να σώσουν τη χριστιανική Αυτοκρατορία. Οι Δυτικοί όμως θα ήθελαν να συνεργαστούν; Και αν ναι, θα ήταν αποτελεσματικοί; Οι ονομαζόμενες Σταυροφορίες της Νικοπόλεως και της Βάρνας είχαν καταδείξει ότι τα στρατεύματα τους δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν τον ικανότατο και εκσυγχρονισμένο τουρκικό στρατό. Επιπλέον, η δυτική βοήθεια θα ερχόταν μόνο αν η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης υποτασσόταν στην εξουσία της Εκκλησίας της Ρώμης. Μερικοί αξιωματούχοι θεωρούσαν ότι άξιζε να πληρωθεί ένα τέτοιο τίμημα· και αρκετοί διανοούμενοι πίστευαν ότι ο βυζαντινός πολιτισμός θα έπρεπε να συγχωνευθεί με τον δυτικό. Αλλά ο μέσος Βυζαντινός, με ζωντανές τις αναμνήσεις του 1204, δεν θα ανεχόταν ποτέ κάτι τέτοιο. Αν το Βυζάντιο έμελλε να χαθεί, ας χανόταν με την Ορθοδοξία του αλώβητη (1). Πολλοί είχαν συνειδητοποιήσει ότι η Αυτοκρατορία τους ήταν καταδικασμένη, αλλά, θεοσεβούμενοι καθώς ήταν, αντιμετώπιζαν αυτή την προοπτική ως τιμωρία για τα αμαρτήματα και τις αποστασίες τους. Επιπλέον, ήταν ένας αιώνας χιλιαστικών ιδεών. Η επερχόμενη καταστροφή ήταν η αρχή της βασιλείας του Αντίχριστου, που την ακολουθούσε ο Αρμαγεδών και το τέλος του κόσμου. Αυτό το τελευταίο γεγονός, κατά γενική πεποίθηση, θα συνέβαινε επτά χιλιάδες χρόνια μετά τη δημιουργία του, την οποία οι σ οφοί τοποθετούσαν στο 5508 π.Χ. Ίσως είχαν δίκιο. Η απλή αριθμη τική δείχνει ότι σύμφωνα μ' αυτούς τους υπολογισμούς ο κόσμος τελείωνε το 1492, τη χρονιά που ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική (2). Υπήρχαν ελάχιστοι Βυζαντινοί, όπως ο ιστορικός Κριτόβουλος, που πίστευαν ότι η μόνη λύση για τον ελληνικό λαό ήταν να αποδεχθεί την εξουσία του Σουλτάνου (3).
Ωστόσο, την κρίσιμη στιγμή οι πολίτες της Κωνσταντινούπολης, ό,τι και να σκεφτόταν ο καθένας τους, ενώθηκαν σαν ένας άνθρωπος σε μια γενναία, απελπισμένη προσπάθεια να διαφυλάξουν την ελευθερία τους. Πολέμησαν μάταια. Περί τα τέλη Μαΐου του 1453 η πόλη βρισκόταν στα χέρια του κατακτητή σουλτάνου, του Μεχμέτ Β'.
Ο Μεχμέτ Β' ήταν ένας αξιόλογος νέος άνδρας- πολύ ικανός, διορατικός για την ηλικία του, μυστικοπαθής και πονηρός· στηριζόταν στις δικές του δυνάμεις, δεν εμπιστευόταν κανέναν και ήταν ανελέητος όταν το αποφάσιζε. Ταυτόχρονα όμως εκτιμούσε την πνευματική καλλιέργεια, αγαπούσε τη φιλοσοφία και τις τέχνες και ενδιαφερόταν πραγματικά για τη γενική ευημερία των υπηκόων του. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένας άγριος ανατολίτης τύραννος, άλλα μάλλον να συγκρίνεται με τους Ιταλούς πρίγκιπες της εποχής του ή με μονάρχες όπως ο Ερρίκος Η' της Αγγλίας. Δεν έτρεφε εχθρικά αισθήματα προς τους Έλληνες. Είχε μεγαλώσει σε μια περίοδο κατά την οποία η Κωνσταντινούπολη, αν και παρακμασμένη πολιτικά, παρέμενε ακόμη ένα αναγνωρισμένο πολιτιστικό κέντρο. Είναι μάλλον βέβαιο ότι μιλούσε και διάβαζε ελληνικά· και η ελληνική φιλοσοφία τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Κατακτώντας τη Βασιλεύουσα, άρχισε να βλέπει τον εαυτό του ως διάδοχο των αυτοκρατόρων. Εξουδετέρωσε, βέβαια, χωρίς οίκτο κάθε εξέχοντα λαϊκό, αλλά εφεξής ήταν έτοιμος να προσφέρει στους Έλληνες υπηκόους του μια, κατοχυρωμένη νομικά, θέση στο νέο κράτος (4).
Ήταν ωστόσο αναγκαίο να οργανώσει τις χριστιανικές κοινότητες στο πλαίσιο των οθωμανικών κτήσεων. Στο παρελθόν, όταν οι χριστιανικές πόλεις κυριεύονταν και οι λαϊκοί αξιωματούχοι αποπέμπονταν, ο χριστιανικός πληθυσμός απέμενε ακέφαλος, με μόνη εξαίρεση τον τοπικό επίσκοπο. Αυτός διοριζόταν από τις αρχές της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες φρόντιζαν με κάθε τρόπο να παραμείνει στη θέση του· οι Τούρκοι πολλές φορές δεν του επέτρεπαν καν να μεταβεί στην επισκοπή του. Αν το κατόρθωνε, δεν διέθετε επίσημη ιδιότητα υπό την οποία θα μπορούσε να συναντά τον Τούρκο κυβερνήτη και να συναλλάσσεται μαζί του. Τώρα όλα αυτά θα μπορούσαν να διευθετηθούν. Στην Ανατολή η εθνική ταυτότητα εθεωρείτο συνήθως συνώνυμη της θρησκείας. Οι χριστιανοί, ανάλογα με τις διάφορες αιρέσεις τους, μαζί με τους Ιουδαίους και τους οπαδούς του Ζωροάστρη σχημάτιζαν αυτοδιοικούμενες κοινότητες μέσα στο κράτος, σύμφωνα με το σύστημα των μουσουλμάνων χαλίφηδων, οι οποίοι ακολουθούσαν την οργάνωση που είχαν υιοθετήσει πρώτοι οι Πέρσες βασιλείς. Κάθε κοινότητα είχε τον δι-ό της θρησκευτικό ηγέτη, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης και την τακτική πληρωμή των φόρων και φρόντιζε να μην εμφανίζονται φαινόμενα απειθαρχίας προς τους κυβερνώντες. Ο Μεχμέτ Β' επεξέτεινε αυτό το σύστημα σε όλη την Αυτοκρατορία. Επικεφαλής των ορθόδοξων κοινοτήτων στην οθωμανική επικράτεια ήταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Αυτός θα αποτελούσε την κεφαλή του Ρουμ Μιλετί, του Ορθόδοξου Έθνους (5).
Ωστόσο, πατριάρχης δεν υπήρχε εκείνη την εποχή στην Κωνσταντινούπολη. Ο τελευταίος πατριάρχης, ο Γρηγόριος Μάμμας, είχε ευνοήσει την ένωση με τη Ρώμη και είχε δημιουργήσει τόσες αντιπάθειες, ώστε το 1451 διέφυγε στην Ιταλία -μια κίνηση που ερμηνεύθηκε ως παραίτηση. Ο Σουλτάνος πήρε τις απαραίτητες πληροφορίες και αποφάσισε ότι ο καλύτερος γι' αυτή τη θέση ήταν ο Γεώργιος Σχολάριος, ένας κορυφαίος μελετητής του Αριστοτέλη. Είχε παρευρεθεί στην Ενωτική Σύνοδο της Φλωρεντίας και εκεί είχε υποστηρίξει την ένωση με τη Ρώμη, αλλά αργότερα άλλαξε γνώμη: αποσύρθηκε σε μοναστήρι υπό το όνομα Γεννάδιος και έγινε ηγέτης των ανθενωτικών. Ήταν ωστόσο δύσκολο να εντοπιστεί. Τέλος, αποκαλύφθηκε ότι είχε συλληφθεί αμέσως μετά την 'Aλωση της πόλης και είχε πουληθεί σε έναν πλούσιο Τούρκο από την Αδριανούπολη, ο οποίος, αμήχανος απέναντι σε έναν τόσο μορφωμένο σκλάβο, τον αντιμετώπιζε σαν φίλο. Ο Γεννάδιος ανέκτησε την ελευθερία του και οδηγήθηκε μπροστά στον Σουλτάνο. Πριν όμως αποδεχθεί το Πατριαρχείο, επεξεργάστηκε μαζί με τον Σουλτάνο τις συνθήκες υπό τις οποίες επρόκειτο να διακυβερνηθεί η Εκκλησία και όλο το ορθόδοξο μιλέτι (6).
Σύμφωνα με τους όρους που συνομολογήθηκαν μεταξύ τους, ο Πατριάρχης από κοινού με την Ιερά Σύνοδο είχε απόλυτο έλεγχο όλου του εκκλησιαστικού οικοδομήματος. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Πατριάρχης ποτέ δεν ήταν κάτι παραπάνω από πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου, η οποία τον εξέλεγε επισήμως και μπορούσε με ομόφωνη ψήφο να τον εκθρονίσει, αν αποδεικνυόταν ανίκανος για το αξίωμα του η είχε εκλεγεί αντικανονικά. Στην πράξη, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, ο Αυτοκράτορας είχε την εξουσία -την οποία και ασκούσε - να διορίζει τον υποψήφιο για το Πατριαρχείο και μπορούσε να πιέσει για την εκθρόνιση του· και η Σύνοδος σπανίως τολμούσε να παραβεί τις επιθυμίες του ηγεμόνα. Ο Σουλτάνος ασφαλώς θα ήθελε να ασκεί ανάλογη επιρροή, σε περίπτωση που επιθυμούσε κάτι τέτοιο. Κανένας επίσκοπος δεν μπορούσε να διοριστεί η να αποπεμφθεί παρά μόνο με την άδεια του Πατριάρχη και της Συνόδου· αλλά οι επισκοπικοί διορισμοί έπρεπε να επικυρώνονται από τον Σουλτάνο, όπως κατά το παρελθόν από τον Αυτοκράτορα. Μόνο τα πατριαρχικά δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία επί των επισκόπων. Οι αρχές δεν μπορούσαν να συλλάβουν κανέναν επίσκοπο χωρίς την έγκριση του Πατριαρχείου.
Όλα αυτά συνέβαιναν σύμφωνα με την παράδοση. Το καινούριο ήταν πως ο Πατριάρχης αποτελούσε τον αρχηγό του ορθόδοξου λαού. Ήταν ο εθνάρχης, η κεφαλή του μιλετιού. Αν ο λαός δεν πειθαρχούσε και δεν πλήρωνε τους φόρους του, ο Πατριάρχης ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος. Και αυτοί οι φόροι ήταν επαχθείς, επειδή θεωρητικά οι μη μουσουλμάνοι έπρεπε να πληρώσουν για να εξαιρεθούν -στην πραγματικότητα να αποκλεισθούν- από τη στρατολόγηση στις δυνάμεις του Σουλτάνου. Οι φόροι συγκεντρώνονταν από τον επικεφαλής της κοινότητας λαϊκό· καθήκον της Εκκλησίας ήταν να τον επιτιμήσει αν δεν ανταποκρινόταν εγκαίρως και πλήρως στο καθήκον του αυτό. Στη σχέση ανάμεσα στο λαό και τον κλήρο εδημιουργούντο συχνά τριβές, κυρίως επειδή οι κληρικοί ήταν απαλλαγμένοι από την υποχρέωση να πληρώνουν φόρους. Στην πραγματικότητα όμως ο κλήρος δεν ήταν εντελώς απαλλαγμένος από αυτή την υποχρέωση. Συχνά υποδεικνυόταν στους ιερείς ότι θα μπορούσαν να προσφέρουν οικειοθελώς ένα ποσό για το ταμείο του Σουλτάνου -και δεν ήταν φρόνιμο να αγνοήσει κανείς μια τέτοια υπόδειξη. Ταυτόχρονα ο Πατριάρχης μπορούσε να επιβάλλει στο ποίμνιο του όσους φόρους επιθυμούσε· και χρειάζονταν τεράστια χρηματικά ποσά, για να μπορέσει η διοίκηση να λειτουργεί ομαλά.
Τα πατριαρχικά δικαστήρια επί αιώνες απασχολούνταν με υποθέσεις που είχαν σχέση με τη θρησκεία -όχι μόνο με ζητήματα αιρέσεων ή εκκλησιαστικής πειθαρχίας αλλά και γάμων ή διαζυγίων, κηδεμονιών ανηλίκων, διαθηκών και διαδοχής,- τις οποίες αντιμετώπιζαν σύμφωνα με το βυζαντινό κανονικό δίκαιο, που απέρρεε από τους θρησκευτικούς κανόνες. Τώρα όμως έπρεπε να αναλάβουν και τις αστικές υποθέσεις των μελών του μιλετιού, εφαρμόζοντας τους ρωμαιοβυζαντινούς νομικούς κώδικες και ανατρέχοντας σε ένα όλο και αυξανόμενο σώμα εθιμικού δικαίου. Οι κατηγορούμενοι μπορούσαν να κάνουν έφεση σε τουρκικό δικαστήριο ή να ζητήσουν η υπόθεση να εκδικασθεί πρωτοβάθμια ενώπιον τούρκικου δικαστηρίου· αλλά καθώς τέτοια δικαστήρια λειτουργούσαν με αργούς ρυθμούς, ήταν ακριβά, συχνά διεφθαρμένα, και δίκαζαν σύμφωνα με το Κοράνι, κανένας Έλληνας δεν εμφανιζόταν ενώπιον τους, εκτός και αν είχε ισχυρούς Τούρκους φίλους. Τα πατριαρχικά δικαστήρια θεωρούνταν σε σημαντικό βαθμό αδιάφθορα. Πάντως, ποινικές και αστικές υποθέσεις με διαδίκους Έλληνα και Τούρκο εκδικάζονταν από τα τουρκικά δικαστήρια (7).
Αμφίβολο είναι αν αυτή η ρύθμιση έγινε ποτέ γραπτός νόμος. Καθώς συμφωνούσε σε γενικές γραμμές με τον παραδοσιακό θεσμό του μιλετιού, που λειτουργούσε στο πλαίσιο του μουσουλμανικού κράτους, ίσως δεν είχε θεωρηθεί απαραίτητο να καταγραφεί. Οι ιστορικές ενδείξεις φανερώνουν ότι είχε γίνει αποδεκτή, ενώ τα διασωθέντα ως τις μέρες μας μπεράτια -που κάθε επίσκοπος έπαιρνε από τον Σουλτάνο κατά την εκλογή του, και τα οποία καθόριζαν τα προνόμια και τα καθήκοντα του- αποτελούν μια ακόμη πρόσθετη μαρτυρία. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι ο Σουλτάνος υπέγραψε δύο συγκεκριμένα έγγραφα. Το πρώτο ήταν ένα φιρμάνι που αφορούσε τον Γεννάδιο και εγγυόταν στον Πατριάρχη το «απαραβίαστο, το αφορολόγητο και το αμετακίνητο», του εξασφάλιζε ότι δεν θα καθαιρεθεί παρά μόνο με την ομόφωνη απόφαση της Συνόδου, και του έδινε το δικαίωμα μεταβίβασης αυτών των προνομίων στους διαδόχους του. Στο φιρμάνι ενδέχεται επίσης να αναφερόταν και το ειδικό δικαίωμα του Πατριάρχη να ιππεύει, μόνος μεταξύ των χριστιανών, άλογο. Οι ομόθρησκοι του μπορούσαν να χρησιμοποιούν μόνο γαϊδούρια ή, στην καλύτερη περίπτωση, μουλάρια.
Το άλλο έγγραφο αποτελούσε γραπτή υπόσχεση ότι οι εκκλησιαστικές συνήθειες οι σχετικές με τους γάμους και τις κηδείες θα επικυρώνονταν νόμιμα, ότι η εορτή του Πάσχα θα αναγνωριζόταν επίσημα, ότι οι χριστιανοί θα απολάμβαναν ελευθερία κινήσεων κατά τη διάρκεια του τριήμερου εορτασμού του Πάσχα, και ότι δεν θα μεταβάλλονταν σε τζαμιά άλλες εκκλησίες. Δυστυχώς, εβδομήντα περίπου χρόνια αργότερα, όταν το έγγραφο αναζητήθηκε για να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να ανασταλεί η μετατροπή μιας εκκλησίας σε τζαμί, διαπιστώθηκε ότι είχε καταστραφεί σε μια πυρκαγιά του Πατριαρχείου (8).
Η τακτοποίηση του θεσμικού πλαισίου επέτρεπε πλέον στον Γεννάδιο να αποδεχθεί το αξίωμα του Πατριάρχη. Πιθανότατα εξελέγη από τους ιεράρχες εκείνους οι οποίοι συναποτελούσαν την Ιερά Σύνοδο. Στη συνέχεια, στις 6 Ιανουαρίου 14 54 έγινε δεκτός σε ακρόαση από τον Σουλτάνο, ο οποίος του ενεχείρισε τα διακριτικά του αξιώματος του, τα άμφια, την ποιμαντορική ράβδο και το εγκόλπιο. Ο γνήσιος σταυρός είχε χαθεί ή, το πιθανότερο, είχε υπεξαιρεθεί από τον πρώην πατριάρχη Γρηγόριο Μάμμα, όταν ο τελευταίος είχε καταφύγει στην Ιταλία. Έτσι, ο ίδιος ο Μεχμέτ Β' πρόσφερε στον Γεννάδιο έναν επάργυρο σταυρό. Χειροτονώντας τον, μάλιστα, πρόφερε λέξεις παρεμφερείς με αυτές που χρησιμοποιούσαν οι χριστιανοί αυτοκράτορες: «' Ἔ σο Πατριάρχης, τύχ ῃ ἀ γαθ ῇ. Ἔ σο βέβαιος γιά τή φιλία μας. Ἄ ς ἀ πολαύσεις ὅ λα τά προνόμια τ ῶ ν προκατόχων σου πατριαρχ ῶ ν ».
Ένα προνόμιο δεν μπορούσε ωστόσο να απολαύσει ο Γεννάδιος: δεν θα μπορούσε να χειροτονηθεί στη μεγάλη εκκλησία της Αγίας Σοφίας, γιατί ο ναός είχε μετατραπεί σε τζαμί. Οδηγήθηκε λοιπόν στους Αγίους Αποστόλους, τη δεύτερη σε μέγεθος εκκλησία της πόλης, όπου ευλογήθηκε από τον μητροπολίτη Ηρακλείας -ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, έκανε τη χειροτονία- και τέλος ενθρονίστηκε. Εμφανίστηκε έφιππος σε ένα λευκό άλογο που του δώρισε ο Σουλτάνος και έκανε το γύρο της πόλης. Επιστρέφοντας, εγκατέστησε το σπίτι και τα γραφεία του στα οικοδομήματα που εφάπτονταν της εκκλησίας, φέρνοντας μαζί του ένα πλούσιο δώρο από χρυσάφι, προσφορά του Σουλτάνου (9).
Γενικά, και αφού η φρίκη της λεηλασίας της πόλης κόπασε, η συμπεριφορά που αντιμετώπισαν οι Έλληνες δεν ήταν τόσο άσχημη όσο αναμενόταν. Ο Κατακτητής έδειχνε πρόθυμος να τους δει ικανοποιημένους και ευημερούντες και να επιδείξει σεβασμό προς την Εκκλησία τους. Αποφασισμένος να αναζωογονήσει την Κωνσταντινούπολη, μετακίνησε στην πόλη, γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό, πληθυσμούς από άλλες περιοχές της επικράτειας, συμπεριλαμβανομένων και πολλών Ελλήνων της Ανατολής. Οι πληθυσμιακές μετακινήσεις που γίνονται δια της βίας δεν είναι ποτέ ευχάριστες- πολλοί από τους Έλληνες αυτούς ωστόσο προέρχονταν από περιοχές όπου οι Τούρκοι υπερείχαν μόνο αριθμητικά, αλλά έτρεφαν εχθρικά αισθήματα απέναντι τους. Η μετοίκηση τους στην Πόλη δεν τους ήταν δυσάρεστη, γιατί τους δινόταν η ευκαιρία να εγκατασταθούν σχετικά άνετα, να συνεχίσουν τις ενασχολήσεις τους με κάποια ασφάλεια και να εκκλησιάζονται απρόσκοπτα. Ακόμη και στις επαρχίες οι Έλληνες απολάμβαναν τώρα μεγαλύτερη ασφάλεια· και σε περιοχές όπως η Ελλάδα, όπου οι Τούρκοι αποτελούσαν μια ισχνή μειοψηφία, υπήρχε μεγαλύτερη άνεση απ' ό,τι κατά τους προηγούμενους, ταραγμένους αιώνες. Επιπλέον, καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξακολουθούσε να επεκτείνεται, ο ελληνικός κόσμος γρήγορα θα ενωνόταν, εκτός από τα νησιά του Ιονίου, την Κύπρο και την Κρήτη, όπου κυρίαρχοι ήταν ακόμη οι Ενετοί· σύντομα, βέβαια, οι Τούρκοι θα καταλάμβαναν την Κύπρο και την Κρήτη, απαλλάσσοντας έτσι τους Έλληνες από τη μισητή κυριαρχία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας (10).
Η κατάσταση θα μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερη, ωστόσο οι δυσκολίες ήταν πολλές. Οι Έλληνες αναγκάστηκαν να αποδεχθούν το γεγονός ότι τώρα ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ήταν υποχρεωμένοι να φορούν ένα χαρακτηριστικό ένδυμα, και οι λαϊκοί δεν επιτρεπόταν να τρέφουν γενειάδες. Σε περίπτωση αντιδικίας με τους Τούρκους είχαν ελάχιστες πιθανότητες να δικαιωθούν. Ακόμη και ένα ευνοϊκό γι' αυτούς σουλτανικό διάταγμα μπορούσε να ακυρωθεί από τα μουσουλμανικά δικαστήρια ως αντιτιθέμενο στο νόμο του Κορανίου. Παρ ' όλα αυτά, η καλή διάθεση του Σουλτάνου μετρούσε ακόμη. Ο Κατακτητής, αφού κατόρθωσε να εξουδετερώσει τους ηγέτες των Ελλήνων, έγινε μεγαλόθυμος απέναντι τους. Αλλά ο γιος και κληρονόμος του Βαγιαζήτ Α' είχε ανδρωθεί σε μια περίοδο κατά την οποία το βυζαντινό πνευματικό μεγαλείο είχε αρχίσει πια να βουλιάζει στη λήθη. Ο ίδιος δεν ήταν διανοούμενος και έβλεπε τους Έλληνες σαν υποτελείς τους οποίους δεν άξιζε να σέβεται. Ο γιος του Σελήμ Α' απεχθανόταν τους χριστιανούς τόσο, που άρχισε να σκέφτεται σοβαρά να τους αναγκάσει να αλλαξοπιστήσουν και να προσχωρήσουν συνολικά στο μωαμεθανισμό. Όταν του υπέδειξαν πως κάτι τέτοιο ήταν πρακτικά αδύνατο, απαίτησε να παραδώσουν τουλάχιστον όλες τις εκκλησίες τους στους Τούρκους. Τρομοκρατημένος ο Μεγάλος Βεζύρης προειδοποίησε τον Πατριάρχη, ο όποιος, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων, κατόρθωσε να παρουσιάσει δύο ογδοντάχρονους γενιτσάρους, οι οποίοι ορκίστηκαν στο Κοράνι ότι είχαν δει με τα μάτια τους τον Κατακτητή να δέχεται τα κλειδιά διαφόρων συνοικιών της κατακτημένης πόλης, υποσχόμενος στους χριστιανούς ότι ως αντάλλαγμα θα μπορούσαν να διατηρήσουν τις εκκλησίες τους. Ο Σελήμ υποχώρησε.
Ο μεγάλος σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής ή, όπως τον αποκαλούν οι Τούρκοι, Νομοθέτης (πέθανε το 1566) ήταν ένας δίκαιος και ευσυνείδητος ηγέτης, που σεβόταν τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Αλλά μετά το θάνατο του άρχισε η σήψη (11). Ελάχιστοι από τους σουλτάνους που τον διαδέχθηκαν διέθεταν πραγματικές ικανότητες. Αρκετοί διακεκριμένοι βεζίρηδες, βέβαια, όπως οι προερχόμενοι από την οικογένεια Κιοπρουλού ( Κö rp ü l ϋ), αντιμετώπισαν με ακλόνητη εντιμότητα τις μειονότητες. Συνήθως όμως κανείς δεν επενέβαινε, αν οι τοπικοί κυβερνήτες ή άλλοι αξιωματούχοι ασκούσαν καταπίεση. Ανώτεροι αξιωματούχοι, αλλά και σουλτάνοι ακόμη, συνέχιζαν να μετατρέπουν εκκλησίες σε τζαμιά, με αποτέλεσμα μία μόνο εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, η Αγία Μαρία των Μογγόλων, να παραμείνει ως τις μέρες μας χριστιανική. Η εκκλησία διασώθηκε, επειδή ο Μεχμέτ ο Κατακτητής είχε υπογράψει ο ίδιος ένα φιρμάνι, με το οποίο εγγυόταν τη διατήρηση της, ανταμείβοντας έτσι τον ευνοούμενό του αρχιτέκτονα που την είχε κατασκευάσει (12).
Ο Γεννάδιος είχε επίγνωση των δυσκολιών. Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, την οποία ο Σουλτάνος του είχε παραχωρήσει, ήταν πολύ φτωχή, και η επιδιόρθωση της θα κόστιζε ακριβά. Επιπλέον, βρισκόταν σε μια περιοχή που είχε εποικιστεί από Τούρκους, οι οποίοι δεν ανέχονταν την ύπαρξή της. Μέσα σε ένα χρόνο την επέστρεψε στον Σουλτάνο, ο οποίος την κατεδάφισε και στη θέση της έκτισε ένα τζαμί. Ο Γεννάδιος τότε μετακόμισε στον μοναστηριακό ναό της Παμμακαρίστου. Οι καλόγριες μεταφέρθηκαν σε διπλανά κτίρια, και ο Πατριάρχης εγκατέστησε στη μονή την κατοικία και τα γραφεία του. Ο σουλτάνος Μεχμέτ Β' συνήθιζε να τον επισκέπτεται εκεί για να συζητήσει μαζί του θεολογικά ζητήματα, προσέχοντας να μην μπαίνει ποτέ στην εκκλησία, από φόβο μήπως αργότερα οι Τούρκοι χρησιμοποιήσουν ως πρόσχημα την είσοδό του σ' αυτήν και την αποσπάσουν από τους χριστιανούς: πράγμα που, παρά την προνοητικότητα του, ήταν αυτό ακριβώς που έκανε ο σουλτάνος Μουράτ Γ' στα 1586. Το Πατριαρχείο υποχρεώθηκε τότε να δανειστεί τη μικρή εκκλησία του 'Aγιου Δημητρίου Καναβού από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, μέχρις ότου, στις αρχές του επόμενου αιώνα, του επιτραπεί να κτίσει τη σημερινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, καθώς και γραφεία, στη συνοικία του Φαναριού, όπου τότε κατοικούσαν αποκλειστικά Έλληνες. Όπως και όλες οι εκκλησίες που κτίστηκαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ως τον 19ο αιώνα, ο 'Aγιος Γεώργιος δεν επιτρεπόταν να έχει τρούλο ορατό απέξω (13).
Δύο ήταν τα βαρύτατα φορτία που οι χριστιανοί έπρεπε να αντέξουν. Το πρώτο ήταν η πρακτική που οι Τούρκοι ονόμαζαν ντεβσιρμέ και οι Έλληνες παιδομάζωμα, και η οποία επέτρεπε στους Τούρκους να παίρνουν ένα παιδί από κάθε χριστιανική οικογένεια και να το αναθρέφουν σαν μουσουλμάνο, ώστε να υπηρετήσει ως γενίτσαρος είτε στις ένοπλες δυνάμεις είτε στη γραμματεία του Σουλτάνου είτε ως αρχιτεχνίτης, ανάλογα με τις ικανότητες του· και φυσικά, αποσπούσαν από τις οικογένειες εκείνο το παιδί που είχε τις λαμπρότερες προοπτικές. Μερικές φορές ο γενίτσαρος θυμόταν τη χριστιανική του οικογένεια και μπορούσε, αν δινόταν η ευκαιρία, να τη βοηθήσει με διάφορους τρόπους. Ο επιφανής βεζίρης του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, ο Μεχμέτ Σοκουλλού ( S ö k ü l ϋ), Σέρβος και χριστιανός την καταγωγή, είχε πάρει στο σπίτι του τους χριστιανούς ανιψιούς του, και μερικές φορές έφθανε να τους συνοδεύει στις χριστιανικές λειτουργίες. A λλά τέτοιες περιπτώσεις ήταν σπάνιες (14).
Το δεύτερο φορτίο αφορούσε την εκπαίδευση. Οι τουρκικές αρχές δεν ευνοούσαν την ύπαρξη χριστιανικών σχολείων. Δεν αναμειγνύονταν, βέβαια, στις υποθέσεις της Πατριαρχικής Ακαδημίας της Κωνσταντινούπολης, η οποία ήταν περίφημη την εποχή των Παλαιολόγων, και έχει επιβιώσει ως τις μέρες μας, συνεχώς ανανεούμενη και βελτιούμενη από προοδευτικούς πατριάρχες. Αλλά προσπάθειες δημιουργίας σχολείων ή ακαδημιών στις επαρχίες σπανίως επιτύγχαναν. Στην Ανατολή οι τοπικές αρχές έκλειναν τέτοια ιδρύματα σχεδόν αμέσως. Στις ευρωπαϊκές επαρχίες, όπου οι αξιωματούχοι ήταν, σε γενικές γραμμές, πιο ανεκτικοί, συνήθως διατηρούνταν έως ότου κάποιος καχύποπτος τοπικός άρχων εκτόξευε εναντίον τους την κατηγορία ότι υποθάλπουν ανατρεπτικές ενέργειες. Μια εξαίρετη ακαδημία ιδρύθηκε στην Αθήνα περί τα τέλη του 16ου αιώνα, αλλά έκλεισε γύρω στα 1615 για να επανιδρυθεί το 1717 περίπου. Επιβίωσε καθ' όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα, μολονότι η αξιοπιστία και η φήμη της κατέπιπταν σταδιακά. Βραχύβιες ακαδημίες είδαν επίσης το φως στη Θεσσαλονίκη, την 'Aρτα, το Ναύπλιο, τα Ιωάννινα και σε μερικά νησιά. Μια ακαδημία που ιδρύθηκε στο τέλος του 17 ου αιώνα είχε μεγάλο κύρος. Έξι πατριάρχες που χειρίστηκαν τις τύχες της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά τον 18 ο αιώνα σπούδασαν εκεί. Ως τα τέλη του 17 ου αιώνα μπορούσε κανείς να λάβει καλή θεολογική εκπαίδευση στο 'Aγιον Όρος. Αλλά στη συνέχεια οι μοναχοί έγιναν σκοταδιστές. Όταν το 1753 ο πατριάρχης Κύριλλος Ε' προσπάθησε να ιδρύσει μιαν ακαδημία στον 'Aθω, ο καθηγητής στον οποίο είχε αναθέσει αυτό το καθήκον, ο Ευγένιος Βούλγαρης, τόσο πολύ τρόμαξε τους καλόγερους με τις νεωτεριστικές προτιμήσεις του στη γερμανική φιλοσοφία, ώστε αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή εγκαταλείποντας τις μονές και σώζοντας, από καθαρή τύχη, τη ζωή του. Στα Ιόνια νησιά, υπό την ενετική κυριαρχία, υπήρχαν μερικά καλά σχολεία στην Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο. Όμως τα παιδιά που προέρχονταν από τις τουρκικές επαρχίες δεν είχαν εύκολη πρόσβαση στα σχολεία αυτά (15).
Η Βενετία προσφερόταν περισσότερο για ανώτερες σπουδές. Αρκούσε μια σχέση με ένα μέλος της ελληνικής παροικίας, πρόθυμο να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του, για να μπορέσει ένας νέος να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Πάδουας, ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης εκείνη την εποχή, όπου μάλιστα κανείς δεν θα επιχειρούσε να τον προσηλυτίσει στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η ελληνική ιεραρχία ήταν πρόθυμη να πληρώσει για τις σπουδές μερικών αγοριών κατώτερης καταγωγής. Μετά το 1577 για τους νεαρούς Έλληνες υπήρχε επίσης το Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης, το οποίο διατηρούσαν Ιησουίτες μοναχοί και παρείχε αρίστη εκπαίδευση. Ωστόσο, οι νεαροί σπουδαστές δέχονταν μεγάλη πίεση για να αλλαξοπιστήσουν και να προσχωρήσουν στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Ευρύτερες δυνατότητες επιλογής είχαν οι Έλληνες σπουδαστές μετά τις αρχές του 18 ου αιώνα, όταν οι ελληνικής καταγωγής πρίγκιπες της Βλαχίας και της Μολδαβίας ίδρυσαν ακαδημίες στο Βουκουρέστι και το Ιάσιο. Οι ακαδημίες αυτές παρείχαν υψηλό επίπεδο σπουδών αλλά πολλοί ευσεβείς Έλληνες τις θεωρούσαν ιδιαίτερα νεωτεριστικές (16).
Ίσως η Εκκλησία θα μπορούσε να είχε κάνει περισσότερα για την εκπαίδευση. Αλλά η διατήρηση σχολείων είναι πολυδάπανη υπόθεση, ιδιαίτερα όταν πρέπει να δωροδοκούνται οι αρχές. Η έλλειψη χρημάτων επρόκειτο να αποτελέσει το κύριο πρόβλημα της Εκκλησίας· και θα επιδεινωνόταν από το πάθος των Ελλήνων για την πολιτική, το οποίο τώρα πια μπορούσε να βρει διέξοδο μόνο στο χώρο της Εκκλησίας. Οι νέες ευθύνες του Πατριαρχείου συνεπάγονταν μια διευρυμένη γραμματεία τόσο ανοικτή, ώστε να συμπεριλαμβάνει νομικούς και οικονομικούς παράγοντες -και όλοι αυτοί απαιτούσαν καλούς μισθούς. Σύντομα, οι λαϊκοί ανώτεροι αξιωματούχοι, ο πρωτέκδικος, ήτοι ο πρόεδρος του δικαστικού σώματος, ο μέγας λογοθέτης, υπεύθυνος για τα αρχεία, και ο μέγας αγορητής, επίσημος εκπρόσωπος της Εκκλησίας, μια θέση που δημιουργήθηκε αργότερα, είχαν θέση και στην Ιερά Σύνοδο. Επιφανείς λαϊκοί συνδέονταν με την επισκοπή, μηχανορραφώντας για να διασφαλίσουν τις θέσεις τους, που συνεπάγονταν κύρος αλλά και εξουσία, και συχνά αποτελούσαν μια ευκαιρία προσωπικού πλουτισμού. Η επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε υπαγάγει τα ανατολικά πατριαρχεία, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ, καθώς και τις αυτόνομες αρχιεπισκοπές της Κύπρου και του Σινά, υπό την κυριαρχία του Σουλτάνου· τις σχέσεις τους με την κεντρική κυβέρνηση χειριζόταν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, γιατί βρισκόταν στην πρωτεύουσα. Όλα αυτά συντελούσαν στην αύξηση των ευθυνών και των εξόδων του. Το Πατριαρχείο και πολλές από τις επισκοπές και τα μοναστήρια λάμβαναν μεγάλες δωρεές, τις οποίες ο Πατριάρχης μπορούσε να φορολογήσει κατά βούληση. Υπήρχε ωστόσο κάποιο όριο στα ποσά που μπορούσε να πληρώσει ένας πιστός. Και οι τουρκικές αρχές ζητούσαν όλο και περισσότερα υπό τη μορφή χρηματισμού (17).
Αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στους ίδιους τους πατριάρχες. Ο Γεννάδιος φαίνεται ότι αποσύρθηκε το 1465. Ο διάδοχος του Μάρκος Ξυλοκαραβάς παρέμεινε στο θρόνο για λίγους μήνες, πριν υποσκελιστεί από έναν φιλόδοξο ανώτερο κληρικό, τον Συμεών της Τραπεζούντος, ο οποίος συγκέντρωσε 2.000 χρυσά και τα προσέφερε στους υπουργούς του Σουλτάνου ως αντάλλαγμα, για να διατάξουν την Ιερά Σύνοδο να καθαιρέσει τον Μάρκο και να εκλέξει αυτόν στη θέση του. Η χριστιανή μητριά του Σουλτάνου, η πριγκίπισσα της Σερβίας Μάρα, την οποία εκείνος σεβόταν υπερβολικά, το έμαθε και παρενέβη για να ακυρωθεί η συναλλαγή. Η ίδια, ωστόσο, φρονίμως ποιούσα, είχε φέρει μαζί της και 2.000 χρυσά. Μολονότι δόθηκαν εγγυήσεις ότι οι επιθυμίες της θα γίνονταν σεβαστές, από την εποχή εκείνη και στο εξής κάθε μελλοντικός πατριάρχης έπρεπε να προσφέρει ένα χρηματικό ποσό, γνωστό ως πεσκές, ή δώρο, για να εξασφαλίσει την επικύρωση της υποψηφιότητας του από τον Σουλτάνο. Ο Συμεών κατόρθωσε να εξασφαλίσει το θρόνο λίγα χρόνια αργότερα, αλλά σύντομα υποσκελίσθηκε από έναν Σέρβο ιεράρχη, τον Ραφαήλ, που προσφέρθηκε να καταβάλλει επιπλέον στην Υψηλή Πύλη 2.000 χρυσά το χρόνο (18). Περί τα μέσα του 17 ου αιώνα το πεσκές έφτανε συνήθως τα 3.000 χρυσά και η ετήσια εισφορά άλλα τόσα περίπου. Εκείνη την εποχή ο πατριάρχης έπρεπε να πληρώνει επίσης μερικούς « οικειοθελείς » φόρους, το ύψος των οποίων εποίκιλλε κατά περίπτωση· επιπλέον, έπρεπε να προσφέρει το αρνίσιο κρέας που κατανάλωνε η φρουρά του παλατιού, την οποία αποτελούσαν άνδρες με αδηφάγες ορέξεις (19).
Ο Σουλτάνος, λοιπόν, είχε συμφέρον να ορίζει νέους πατριάρχες ή να ξαναδιορίζει εκθρονισμένους πατριάρχες όσο συχνότερα μπορούσε. Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής ήταν ο μόνος που δεν ενέκρινε κάτι τέτοιο. Χάρη σ' αυτόν ο πατριάρχης Ιερεμίας Α' απήλαυσε μιαν αδιάσπαστη θητεία είκοσι ενός χρόνων -η μακρότερη στην πατριαρχική ιστορία. Για έναν αιώνα, μεταξύ 1495 και 1595, ανέβηκαν στο θρόνο δεκαεννέα πατριάρχες. Από το 1595 ως το 1695 συνέβησαν εξήντα μία αλλαγές στο θρόνο, μολονότι χειροτονήθηκαν μόνο τριάντα ένας πατριάρχες -κι αυτό γιατί πολλοί ξαναδιορίζονταν μετά την εκθρόνιση τους. Μερικές πατριαρχικές θητείες ήταν σύντομες. Ο Ματθαίος Β' πατριάρχευσε για είκοσι μέρες το 1595, αργότερα, μεταξύ 1598 και 1602, για τέσσερα χρόνια, και το 1603 για δεκαεπτά ημέρες. Ο Κύριλλος Α' ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο επτά φορές. Ο διάδοχος του Κύριλλος Β' πατριάρχευσε αρχικά μόνο για μία εβδομάδα και αργότερα για δώδεκα μήνες. Η κατάσταση έφθασε στο απόγειο της το 1726, όταν ο Κάλλιστος Γ' πλήρωσε 5.600 χρυσά για την εκλογή του και πέθανε από τη χαρά του, από συγκοπή καρδιάς, την επόμενη μέρα. Μετά από αυτό, οι ίδιοι οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι τα πράγματα είχαν φθάσει στο απροχώρητο. Το πεσκές και η ετήσια εισφορά καθορίστηκαν επακριβώς. Στον αιώνα μεταξύ 1695 και 1795 υπήρξαν μόνο τριάντα μία πατριαρχικές θητείες και είκοσι τρεις πατριάρχες. Μετά το 1765 απαγορεύθηκε στους πατριάρχες να πληρώνουν το πεσκές από τα έσοδα της Εκκλησίας. Έπρεπε να ανασύρουν το ποσό από τις δικές τους τσέπες (20).
Αυτό το μέτρο αποδείχθηκε σωτήριο, γιατί τα χρέη του Πατριαρχείου ανέβαιναν σταθερά. Γύρω στα 1730 είχε εκτιμηθεί ότι έφταναν τα 100.769 πιάστρα, ενώ τα ετήσια έσοδα σπανίως επαρκούσαν για την πληρωμή των συνηθισμένων εξόδων. Λίγο πριν ξεσπάσει η Ελληνική Επανάσταση, τα χρέη λέγεται ότι έφθαναν τα 1.500.000 πιάστρα (21). Ήταν ευχής έργο που η Εκκλησία διέθετε πλούσιους φίλους, πρόθυμους να τη βοηθήσουν. Οι κυβερνήτες των ευημερούντων πριγκιπάτων της Βλαχίας και της Μολδαβίας είχαν υποταχθεί οικειοθελώς στον Σουλτάνο, και έτσι τους είχε παραχωρηθεί το προνόμιο να διατηρούν τους θρόνους τους υπό την οθωμανική κυριαρχία. Ήταν πρόθυμοι να βοηθούν κάθε τόσο το Πατριαρχείο, για να αντιμετωπίζει τα οικονομικά του προβλήματα. Ακόμη βορειότερα υπήρχε και ο Τσάρος της Μοσχοβίας. Καθώς ο ίδιος, μετά την πτώση του Βυζαντίου, θεωρούσε τον εαυτό του κεφαλή της Ορθόδοξης Χριστιανικής Κοινότητας, είχε καθήκον να ενδιαφέρεται για το συμφέρον της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Αλλά η γενναιοδωρία αυτών των ηγεμόνων, μολονότι ήταν μεγάλη κατά καιρούς, παρέμενε σπασμωδική. Το πρώτο ήμισυ του 17 ου αιώνα η Μοσχοβία δεν ήταν σε θέση να στέλνει βοήθεια. Χρειάζονταν προστάτες πιο κοντινοί (22).
Ένα απρόβλεπτο αποτέλεσμα της οθωμανικής κατάκτησης ήταν η αναγέννηση της ελληνικής εμπορικής ζωής. Οι Ιταλοί, που είχαν κυριαρχήσει στο εμπόριο της Ανατολής κατά τον όψιμο Μεσαίωνα, έχασαν τα προνόμια τους, και οι αποικίες τους έφθιναν. Ελάχιστοι Τούρκοι είχαν κάποια προτίμηση ή ικανότητα για το εμπόριο- έτσι, το εμπόριο στις τεράστιες και εκτεταμένες οθωμανικές κτήσεις περιήλθε στα χέρια των υποτελών λαών, στους Εβραίους, στους Αρμένιους και κυρίως στους Έλληνες. Μην μπορώντας να απολαύσουν την αγαπημένη τους ενασχόληση, την πολιτική, παρά μόνο στους κόλπους της Εκκλησίας, οι πιο δραστήριοι Έλληνες ανέλαβαν το εμπόριο και τις τραπεζικές εργασίες, κι έτσι έγιναν απαραίτητοι στους ισχυρούς Τούρκους που δεν καταδέχονταν να ασχοληθούν με τέτοια ζητήματα. 'Aλλοι Έλληνες ασχολήθηκαν με την ιατρική, μια και υπήρχαν ελάχιστοι Τούρκοι που διέθεταν σχετικές γνώσεις. Το γεγονός αυτό τους άνοιξε μια δίοδο προς τα τουρκικά σπίτια.
Σύντομα αναδύθηκε μια πλούσια τάξη Ελλήνων. Η διακριτικότητα, βέβαια, ήταν απαραίτητη. Ένας χριστιανός που επιδείκνυε τον πλούτο του κινδύνευε να τον δει να κατάσχεται εξαιτίας κάποιας κατασκευασμένης κατηγορίας για προδοσία ή άλλο πταίσμα και, ίσως, να χάσει και τη ζωή του. Αυτή ήταν η μοίρα του πρώτου Έλληνα εκατομμυριούχου της σκλαβιάς, του Μιχαήλ Καντακουζηνού, τον οποίο οι Τούρκοι αποκαλούσαν Σαϊτάνογλου, γιο του Διαβόλου. Στα μέσα του 16 ου αιώνα είχε αποκτήσει το μονοπώλιο του εμπορίου γούνας από τη Ρωσία. Ζούσε στην Αγχίαλο, στη Μαύρη Θάλασσα, σε μια πόλη που ήταν ολότελα σχεδόν ελληνική, και όπου ο πλούτος του δεν μπορούσε να προσελκύσει τον τουρκικό φθόνο. Μπορούσε να παντρευτεί την κόρη του Πρίγκιπα της Βλαχίας· και ασκούσε τέτοια επιρροή στην Εκκλησία, ώστε κατόρθωσε να εκθρονίσει έναν άξιο πατριάρχη ε πειδή απεφάνθη ότι ένα συνοικέσιο στο οποίο απέβλεπε η οικογένεια του απαγορευόταν από το κανονικό δίκαιο. Για να κερδίσει την εύνοια του Σουλτάνου, κατασκεύασε με δικά του έξοδα εξήντα γαλέρες γιο το οθωμανικό ναυτικό. Παρ ' όλα αυτά, ο Σουλτάνος τον καταδίκασε σε θάνατο το 1578, δημεύοντας και πουλώντας την περιουσία του. Το μεγαλύτερο μέρος της θαυμάσιας βιβλιοθήκης του αγοράστηκε από μοναστήρια του Αγίου Όρους (23).
Ο λίγο νεότερος του Ιωάννης Καρατζάς έκανε τεράστια περιουσία ως προμηθευτής του οθωμανικού στρατού, μια θέση που μεταβίβασε στο γαμπρό του Σκαρλάτο, τον επονομαζόμενο Μπεγλίτση, ο οποίος απέκτησε περιουσία ακόμη μεγαλύτερη και από αυτήν του Σαϊτάνογλου. Όταν δολοφονήθηκε από έναν φανατικό γενίτσαρο το 1630, το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου του το κληρονόμησε η νεότερη κόρη του Ρωξάνδρα, χήρα του ηγεμόνα της Βλαχίας και Μολδαβίας. Υπήρχαν τώρα πια αρκετές δυναστείες Ελλήνων εμπόρων και τραπεζιτών, που είχαν ως βάση τη συνοικία του Φαναρίου στην Κωνσταντινούπολη, αλλά επιδίωκαν να επενδύσουν τα χρήματα τους στη Βλαχία και τη Μολδαβία, στις μόνες οθωμανικές κτήσεις όπου χριστιανοί λαϊκοί μπορούσαν να έχουν έγγειο ιδιοκτησία. Εκεί τελούσαν γάμους με την τοπική αριστοκρατία και με την ηγεμονική οικογένεια της Βεσσαραβίας, ενώ διατηρούσαν τους οικονομικούς δεσμούς τους με την Κωνσταντινούπολη (24).
Στα μέσα του 17 ου αιώνα ένας νεαρός Χιώτης που είχε σπουδάσει ιατρική στην Πάδουα, ο Παναγιώτης Νικούσιος Μαμωνάς, ο επονομαζόμενος «Πράσινο 'Aλογο» -από την παροιμία ότι όσο δύσκολα μπορείς να βρεις ένα πράσινο άλογο άλλο τόσο κι έναν σοφό άνθρωπο από τη Χίο- προσελήφθη από τον αλβανικής καταγωγής μεγάλο βεζίρη Αχμέτ Κιοπρουλού ως οικογενειακός του γιατρός. Η μεγάλη του γλωσσομάθεια και οι ικανότητες του εντυπωσίασαν τόσο τον Κιοπρουλού, ώστε το 1669 δημιούργησε γι' αυτόν το αξίωμα του Μεγάλου Δραγουμάνου της Υψηλής Πύλης, δηλαδή τη θέση του αρχιμεταφραστή και υπεύθυνου της γραμματείας του Υπουργείου Εξωτερικών. Μ' αυτή την ιδιότητα ο Μαμωνάς επιτρεπόταν να τρέφει γενειάδα, να ιππεύει άλογο και να φέρει ένα καπέλο με γούνα. Τόσο καλά έφερε σε πέρας τα καθήκοντα του ο Μαμωνάς, ώστε όταν πέθανε, το 1673, ο Κιοπρουλού προσέλαβε έναν άλλο Έλληνα στην ίδια θέση (25).
Επρόκειτο για τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, γιο της κληρονόμου του Μπεγλίτση Ρωξάνδρας και του δευτέρου συζύγου της -ενός Χιώτη που ισχυριζόταν ότι είναι απόγονος της ελληνοενετικής οικογένειας των Μαύρων ή Μόρο (στην οποία ανήκε ο γνωστός μας Οθέλλος ο Μαυριτανός) και της ελληνογενοβέζικης οικογένειας των Κορντάτο, και του οποίου η μητέρα ανήκε σε έναν κλάδο της παλιάς ρωμαϊκής οικογένειας των Μάξιμων. Ο Αλέξανδρος σπούδασε αρχικά στο Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης, χωρίς ωστόσο να προσηλυτιστεί στον καθολικισμό, στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο της Πάδουας, από το όποιο αποπέμφθηκε για επαναστατική συμπεριφορά, και τέλος στην Μπολόνια, από όπου πήρε το διδακτορικό του με μια αξιοσημείωτη διατριβή πάνω στην κυκλοφορία του αίματος. Σε
ηλικία 24 ετών διορίστηκε μέγας αγορητής της Μεγάλης Εκκλησίας και διευθυντής της Πατριαρχικής Ακαδημίας, ενώ συνέχιζε να εξασκεί την ιατρική, συμπεριλαμβανομένου μάλιστα μεταξύ των πελατών του και του Σουλτάνου. Ήταν 31 ετών όταν έγινε Μέγας Δραγουμάνος. Διατήρησε το αξίωμα ως το 1698, με εξαίρεση μερικούς μήνες το 1684, όταν φυλακίστηκε άδικα, εξιλαστήριο θύμα της τουρκικής ήττας προ των πυλών της Βιέννης. Το 1698 δημιουργήθηκε γι' αυτόν ένα ακόμη ανώτερο αξίωμα: διορίστηκε «Εξ Απορρήτων», Φύλακας των Μυστικών και αρχιγραμματέας του Σουλτάνου, με τους τίτλους του Πρίγκιπα και της Εκλαμπρότατης Υψηλότητας. Πέθανε σε ώρα υπηρεσίας το 1709 (26).
Κανείς άλλος Έλληνας δεν κατέκτησε τόσο υψηλή θέση στην υπηρεσία του Σουλτάνου. Ωστόσο, πολλοί έγιναν υπάλληλοι της οθωμανικής κυβέρνησης, προς μεγάλο τους όφελος· χρησιμοποιούσαν μάλιστα τις θέσεις τους για να βοηθούν και τους Έλληνες συμπατριώτες τους. Όταν η γηγενής δυναστεία της Βεσσαραβίας έσβησε στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο Σουλτάνος διόρισε Έλληνες από το Φανάρι ως πρίγκιπες της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Όπως ακριβώς συνέβαινε και με το Πατριαρχείο, οι υποψήφιοι αυτών των θέσεων έπρεπε να πληρώσουν ένα μεγάλο ποσό για να εξασφαλίσουν το διορισμό τους, καθώς επίσης και επαχθή ετήσια εισφορά· και γι' αυτό ακριβώς οι Τούρκοι προέβαιναν σε συχνές αλλαγές. Καμιά πριγκιπική θητεία δεν επιτρεπόταν να διαρκεί επί πολύ. Όσο κι αν ήταν πλούσιες σε φυσικούς πόρους οι Ηγεμονίες, ελάχιστοι πρίγκιπες επέστρεφαν στην Κωνσταντινούπολη πλουσιότεροι μετά την εμπειρία τους εκεί. Πάντως, πολλοί διεκδικούσαν το αξίωμα. Συνεπαγόταν κύρος και έναν πριγκιπικό τίτλο για την οικογένεια, καθώς και μια σύντομη περίοδο εξουσίας. Δεν μπορούμε να πούμε ότι οι πρίγκιπες, στην προσπάθεια τους να αποζημιωθούν, ασχολήθηκαν θερμά με τα καθήκοντα τους, αν και μερικοί, όπως ο Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος, ο εγγονός του Εξ Απορρήτων, ήταν φωτισμένοι κυβερνήτες. Αυτός συγκεκριμένα μεταρρύθμισε τη φορολογία, για να την κάνει δικαιότερη, και σχεδίαζε να απελευθερώσει τους δουλοπάροικους. Αλλά οι πρίγκιπες έκαναν πολλά και για τον Ελληνισμό. Οι ακαδημίες που ίδρυσαν στο Βουκουρέστι και το Ιάσιο έγιναν κέντρα κλασικών σπουδών, όπου οι Έλληνες έρχονταν και πάλι σε επαφή με την πνευματική τους κληρονομιά (27).
Οι Φαναριώτες ήταν επίσης γενναιόδωροι προς την Εκκλησία. Αλλά εκεί η επιρροή τους δεν ήταν τόσο ευνοϊκή. Ως αντάλλαγμα της γενναιοδωρίας τους απαιτούσαν για τους συγγενείς τους τα κορυφαία λαϊκά αξιώματα της πατριαρχικής οργανωτικής δομής και συμμετοχή στην επιλογή του Πατριάρχη. Ευνοούσαν τη σύγχρονη εκπαίδευση και επιθυμούσαν να εκσυγχρονίσουν την Εκκλησία. Αλλά η Εκκλησία δεν ήταν έτοιμη να δεχθεί τα οφέλη του Διαφωτισμού του 18 ου αιώνα. Από τις τάξεις της εξακολουθούσαν βέβαια να βγαίνουν μορφωμένοι κληρικοί, αλλά το επίπεδο έπεφτε σταδιακά. Ως τα μέσα του 17 ου αιώνα τα μοναστήρια του 'Aθω εξακολουθούσαν να εμπλουτίζουν τις βιβλιοθήκες τους. Περί τα τέλη όμως του αιώνα τα βιβλία συνήθως έμεναν αδιάβαστα. Επιπλέον, το Πατριαρχείο, αντιμετωπίζοντας πολιτικά και οικονομικά προβλήματα, δεν μπορούσε πια να επιβλέπει ικανοποιητικά τις επαρχίες. Είχε χάσει την επαφή με τους εκεί πιστούς. Κι αυτό έγινε ολοφάνερο όταν, κατά τον 18 ο αιώνα, το δημοφιλές κίνημα του εθνικισμού άρχισε να προσελκύει τους Έλληνες, ιδίως μέσα στην ίδια την Ελλάδα. Την ίδια στιγμή που οι μοναχοί στην Ελλάδα απέρριπταν τις προσπάθειες του Πατριαρχείου να βελτιώσει τη μόρφωση τους, υποστήριζαν επαναστατικά κινήματα, ακόμη και τη ληστεία, παροτρυνόμενοι από αντικληρικαλιστές Έλληνες, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, οι οποίοι ζούσαν ασφαλείς στο Παρίσι (28).
Το κίνημα για την ελληνική ανεξαρτησία δημιούργησε τρομερά προβλήματα στο Πατριαρχείο. Κάθε πατριάρχης έπρεπε κατά τη χειροτονία του να ορκιστεί πίστη στον Σουλτάνο και να εγγυηθεί ότι το ποίμνιο του θα ήταν αφοσιωμένο στην οθωμανική κυβέρνηση. Μπορούσε να σπάσει τον βαρύ αυτόν όρκο; Επιπλέον, ζώντας στο κέντρο των γεγονότων, στην Κωνσταντινούπολη, ήξερε πως, μολονότι η οθωμανική διοίκηση βυθιζόταν στο χάος, ο οθωμανικός στρατός παρέμενε τρομερός. Κάθε πρόσφατη χριστιανική εξέγερση στην Πελοπόννησο, την Κύπρο, τις Ηγεμονίες είχε κατασταλεί βάναυσα. Μπορούσε να ενθαρρύνει το ποίμνιο του να αναλάβει ένα τέτοιο εγχείρημα; Δεν θα ήταν καλύτερο να ακολουθήσουν τη συμβουλή των άλλων Φαναριωτών ; Έλπιζαν να συνεχίσουν να εργάζονται διεισδύοντας όλο και βαθύτερα στην παραπαίουσα οθωμανική γραφειοκρατία, έτσι ώστε, όταν καταρρεύσει, να μπορέσουν να την αναλάβουν οι ίδιοι. Αλλά μια τέτοια στάση δεν ταίριαζε στους ανυπόμονους νεαρούς εθνικιστές, ακόμη κι αν αυτοί προέρχονταν από τους Φαναριώτες και την ιεραρχία. Όταν το 1821 υψώθηκε η σημαία της Επανάστασης -στις ηγεμονίες από έναν νεαρό Φαναριώτη και στην Πελοπόννησο από έναν αρχιεπίσκοπο- οι φόβοι του Πατριάρχη, του Γρηγορίου Ε', δικαιώθηκαν. Αλλά δεν μπορούσε να καταγγείλει και να αποκηρύξει τους επαναστάτες, όπως απαιτούσαν οι Τούρκοι αφέντες του. Πλήρωσε γι' αυτό με τη ζωή του (29).
Δεν είναι εφικτό σε ένα σύντομο άρθρο να δώσει κανείς περισσότερα από ένα περίγραμμα της ιστορίας του Ρουμ Μιλετί. Α λλά προσπάθησα να δείξω ότι οι Έλληνες αυτής της σκοτεινής περιόδου της Τουρκοκρατίας αξίζουν μια καλύτερη μεταχείριση από αυτήν που οι περισσότεροι ιστορικοί τους επιφυλάσσουν. Παρά τις δυσκολίες, παρά την ανάξια συμπεριφορά πολλών από αυτούς, κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον Ελληνισμό ζωντανό. Αυτό οφείλεται βασικά στον μεγάλο πατριάρχη Γεννάδιο και εν μέρει, πράγματι, στον σουλτάνο Μεχμέτ τον Κατακτητή, που δεν θέλησε να δει τον ελληνικό πολιτισμό να αφανίζεται. Οι επόμενοι σουλτάνοι ήταν λιγότερο πεφωτισμένοι· και πρέπει να επισημανθεί ότι μερικοί από τους επόμενους πατριάρχες ήταν ακατάλληλοι γι' αυτό το καθήκον. Πρέπει να αναγνωριστεί επίσης και ο ρόλος των Φαναριωτών, που τόσο έχουν κακολογηθεί. Αυτοί έδωσαν το ερέθισμα για μία αναγέννηση του Ελληνισμού τον 18 ο αιώνα, συμβάλλοντας πολύ περισσότερο σ' αυτήν από ό,τι ο υπερτιμημένος αντικληρικαλιστής Κοραής. Η ιστορία της Τουρκοκρατίας έχει να επιδείξει ελάχιστους περιφανείς ήρωες · πρόκειται όμως για μια ηρωική ιστορία καθ' εαυτήν. Είναι η ιστορία ενός καταπιεσμένου λαού που αρνήθηκε να απωλέσει την ταυτότητα του και να ξεχάσει τις υψηλές του παραδόσεις. Και ήταν, υπεράνω όλων, η Εκκλησία εκείνη που κράτησε αναμμένη τη φλόγα.
Πηγή
Η βυζαντινή παράδοση μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1994, σελ. 15-33 Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός
Σημειώσεις
1. Joseph Gill, The Council of Florence (Cambridge Univ. Press, 1959), σσ. 349-352, 366-368; Steven Runciman, The Great Church in Captivity: A Study of the Patriarchate of Constantinople from the Eve of the Turkish Conquest to the Greek War of Independence ( Λονδίνο, Cambridge Univ. Press 1968), σσ. 109-111· Joan M. Η ussey, The Orthodox Church in the Byzantin Empire ( Οξφόρδη : Claredon Ρ ress, 1986), σσ. 283-286.
2. Ihor Sevcenco, «Intellectual Repercussions of the Council of Florence», Church History 24 (1955) 291-323, ιδίως σσ. 296-300.
3. Αυτό το θέμα αποτελεί τη βάση όλου του έργου του Κριτοβούλου : Η istory of Mehmed the Conqueror, μετάφραση στά αγγλικά Charles T. Riggs ( Ρ rinceton : Princeton Univ.Press 1954).
4. Franz Carl Heinrich Babinger, Mehmed der Eroberer und seine Zeit ( Μόναχο : F. Bruckmann, 1953), σσ. 265-269, 449-453· Steven Runciman, The Fall of Constantinople 1453 (Cambridge: Cambridge Univ. Press, 1963), σσ. 55-56, 149-152,186-187.
5. Runciman, Great Church, σ. 167-168.
6. Κριτόβουλος, σ. 94-95· Historia Politica et Patriarchica Constantinopoleos ( Βόννη 1849), σσ. 78-80.
7. Runciman, Great Church, σσ. 170-172, σημειώσεις. Βλ. επίσης τα στοιχεία πού δημοσιεύονται στο Τ heodore H. Papadopoulos, Studies and Documents Relating to the History of the Greek Church and People under Turkish Domination ( Βρυξέλλες 1952).
8. Runciman, The Great Church , σ. 170-172.
9. Η istoria Politica et Patriarchica, σσ. 27-28, 80-82· Runciman, The Great Church, σσ. 169-170.
10. Βλ. Ν icolae Iorga, Byzance apr è s Byzance : Continuation de l ' histoire de la vie Byzantine, (Βουκουρέστι: Ι nstitut d ' Etudes Byzantines, 1935), σσ. 45-56, για μια γενική σύνοψη.
11. Runciman, The Great Church, σ. 186-191, βλ. και σημειώσεις.
12. Η ιστορία της διάσωσης της Παναγίας των Μογγόλων παραδίδεται από τον Demetrie Cantemir, The History of the Growth and Decay of the Ottoman Empire, μετάφραση στα αγγλικά Ν. Τ indal ( Λονδίνο 1734-1735), σ. 105.
13. Runciman, The Great Church, σ. 186-191· Μανουήλ Ιωάννης Γεδεών, Πατριαρχικοί πίνακες: Ειδήσεις ιστορικαί βιογραφικ a ί περί των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, a πό Ανδρέου του Πρωτοκλήτου μέχρις Ιωακείμ Ζ' του από Θεσσ /νίκης, 36-1884 (Κωνσταντινούπολη 1890), σ. 530.
14. Stephan Gerlach, Stephan Gerlachs dess aeltern Tage - buch ( Φραγκφούρτη 1674), σ. 88. O Gerlach ήταν ο λουθηρανός ιερέας του πρέσβη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, και είχε πολλούς φίλους προερχόμενους από το χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
15. Runciman, The Great Church, σ. 208-225.
16. Για την ελληνική παροικία στη Βενετία και την πρόσβαση της στην εκπαίδευση, βλ. Deno Geanakopoulos, Greek Scholars in Venice (Cambridge: Harvard Univ. Press 1962), ειδικά στα κεφάλαια 4-6. Για το Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη, βλ. Martin Juge, Theologia dogmatica Christianorum Orientalium ab Ecclesia Catholica dissidentium, τόμοι Ι - ν ( Παρίσι : Letouzey et Ane, 1926-1935), τόμ. Ι, σ. 522-524. Για τις ακαδημίες στις ηγεμονίες, βλ. παρακάτω, αρ. 27.
17. Papadopoulos, σ. 48-50, 86-89· Iorga, σ. 72-77.
18. Historia P ο litica et Patriarchica , σ. 39-44,102-115.
19. Για μία πλήρη ενημέρωση σχετικά με τους πατριαρχικούς πόρους, βλ. Dictionnaire de Th é ologie catholique , λήμμα « Constantinople ( Eglise de )»· Runciman, The Great Church, σ. 200-202, βλ. και σημειώσεις.
20. « Constantinople ( Eglise de )», όπου παρατίθεται κατάλογος με τις πατριαρχικές θητείες · Runciman, The Great Church, σ. 200-202.
21. Ρ apadopoulos, σ. 132,160. Το ποσό του πατριαρχικού χρέους το 1821 αναφέρεται στο Μ axime Raybaud, Μ émoires sur la Grèce, pour servir à l'histoire de la guerre de l' indépendence, accompagnés de plans topographiques ( Παρί σι 1824), με ιστορική εισα γωγή του Α. Rabb é, σ. 80.
22. Runciman, The Great Church, σ. 195-196, 322-332.
23. Για τον Σαϊτάνογλου, βλ. Iorga, σ. 114-121. Ο πρέσβης Gerlach τ o ν γνώριζε καλά και τ o ν θεωρούσε νόθο γι o του 'Aγγλου πρέσβη ( Gerlach, σ. 55, 60, 223-225)· Μ. Crucius, Τ urcograeciae, libri octo (Β asle 1584), σ. 509, αναφέρει την πώληση των βιβλίων του, σύμφωνα με μαρτυρία του Gerlach.
24. Runciman, The Great Church , σ. 363-366.
25. O .π., σ. 364, βλ. και σημειώσεις.
26. Δεν υπάρχει ικανοποιητική αναφορά στα καθήκοντα του Εξ Απορρήτων. Η πληρέστερη στο Α lexandre A. C. Strourdza, L ' Europe orientale et le r ô le historique de Maurocordato, 1660-1830; Avec un appendice contenant des actes et documents historiques et diplomatiques in é dits (Παρίσι: Ρ lon -Ν ourrit, 1913), σ. 25-91, βασισμένη σε έναν τεράστιο αριθμό στοιχείων, δημοσιευμένων ή ανέκδοτων, αλλά κάπως απρόσεκτα συνταγμένων. Βλ. επίσης Runciman, The Great Church, σ. 366-369, και σημειώσεις.
27. Runciman, The Great Church, σ. 371-376.
28. Ο. π., σ. 392-393.
29. Την πιο ζωντανή περιγραφή του Πατριαρχείου κατά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης δίνει ο 'Aγγλος ιερέας Robert Walsh, Residence at Constantinople during a Period Including the Commencement, Progress, and Termination of the Greek and Turkish Revolutions , τόμοι Ι - ΙΙ ( Λονδίνο 1836), τόμ. Ι, σσ. 299-333. Καταθέτει μαρτυρία για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη.
(από το ιστολόγιο http://www.apostoliki-diakonia.gr/)
Η απώλεια της ελευθερίας είναι η σκληρότερη μοίρα για ένα λαό. Για τους Έλληνες, η 'Aλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 ήταν μια τραγωδία χωρίς προηγούμενο, που σημάδεψε το τέλος του Βυζαντίου, της χριστιανικής Αυτοκρατορίας της Ανατολής, και την αρχή της σκλαβιάς. Όπως αποδεικνύει εκ των υστέρων η ιστορία, το Βυζάντιο ήταν καταδικασμένο, βαρύτατα άρρωστο για να μπορέσει να αναρρώσει. Ακόμη και αν οι ηρωικοί υπερασπιστές της πόλης είχαν κατορθώσει το 1453 να αναγκάσουν τους Τούρκους να άρουν την πολιορκία, θα επιτύγχαναν μόνο μια μικρή ανάπαυλα. Οι Τούρκοι σύντομα θα επιχειρούσαν μια ακόμη έφοδο. 'Aραγε η χαριστική βολή την οποία κατέφεραν εναντίον του Βυζαντίου αποτελούσε όντως μια τόσο μεγάλη καταστροφή; Ο ελληνικός κόσμος ήταν ήδη διασπασμένος· και οι Έλληνες που ζούσαν υπό ξένη κυριαρχία, τουρκική η ιταλική, ήταν περισσότεροι από αυτούς που ζούσαν ελεύθεροι. Μήπως ήταν καλύτερα να υποταχθούν σε μια δύναμη που θα τους επανένωνε, ακόμη και υπό συνθήκες σκλαβιάς; Ποια ήταν η εναλλακτική λύση;
Υπήρχαν κάποιοι στο Βυζάντιο που έλπιζαν ότι οι Δυτικές Δυνάμεις θα μπορούσαν να επέμβουν για να σώσουν τη χριστιανική Αυτοκρατορία. Οι Δυτικοί όμως θα ήθελαν να συνεργαστούν; Και αν ναι, θα ήταν αποτελεσματικοί; Οι ονομαζόμενες Σταυροφορίες της Νικοπόλεως και της Βάρνας είχαν καταδείξει ότι τα στρατεύματα τους δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν τον ικανότατο και εκσυγχρονισμένο τουρκικό στρατό. Επιπλέον, η δυτική βοήθεια θα ερχόταν μόνο αν η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης υποτασσόταν στην εξουσία της Εκκλησίας της Ρώμης. Μερικοί αξιωματούχοι θεωρούσαν ότι άξιζε να πληρωθεί ένα τέτοιο τίμημα· και αρκετοί διανοούμενοι πίστευαν ότι ο βυζαντινός πολιτισμός θα έπρεπε να συγχωνευθεί με τον δυτικό. Αλλά ο μέσος Βυζαντινός, με ζωντανές τις αναμνήσεις του 1204, δεν θα ανεχόταν ποτέ κάτι τέτοιο. Αν το Βυζάντιο έμελλε να χαθεί, ας χανόταν με την Ορθοδοξία του αλώβητη (1). Πολλοί είχαν συνειδητοποιήσει ότι η Αυτοκρατορία τους ήταν καταδικασμένη, αλλά, θεοσεβούμενοι καθώς ήταν, αντιμετώπιζαν αυτή την προοπτική ως τιμωρία για τα αμαρτήματα και τις αποστασίες τους. Επιπλέον, ήταν ένας αιώνας χιλιαστικών ιδεών. Η επερχόμενη καταστροφή ήταν η αρχή της βασιλείας του Αντίχριστου, που την ακολουθούσε ο Αρμαγεδών και το τέλος του κόσμου. Αυτό το τελευταίο γεγονός, κατά γενική πεποίθηση, θα συνέβαινε επτά χιλιάδες χρόνια μετά τη δημιουργία του, την οποία οι σ οφοί τοποθετούσαν στο 5508 π.Χ. Ίσως είχαν δίκιο. Η απλή αριθμη τική δείχνει ότι σύμφωνα μ' αυτούς τους υπολογισμούς ο κόσμος τελείωνε το 1492, τη χρονιά που ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική (2). Υπήρχαν ελάχιστοι Βυζαντινοί, όπως ο ιστορικός Κριτόβουλος, που πίστευαν ότι η μόνη λύση για τον ελληνικό λαό ήταν να αποδεχθεί την εξουσία του Σουλτάνου (3).
Ωστόσο, την κρίσιμη στιγμή οι πολίτες της Κωνσταντινούπολης, ό,τι και να σκεφτόταν ο καθένας τους, ενώθηκαν σαν ένας άνθρωπος σε μια γενναία, απελπισμένη προσπάθεια να διαφυλάξουν την ελευθερία τους. Πολέμησαν μάταια. Περί τα τέλη Μαΐου του 1453 η πόλη βρισκόταν στα χέρια του κατακτητή σουλτάνου, του Μεχμέτ Β'.
Ο Μεχμέτ Β' ήταν ένας αξιόλογος νέος άνδρας- πολύ ικανός, διορατικός για την ηλικία του, μυστικοπαθής και πονηρός· στηριζόταν στις δικές του δυνάμεις, δεν εμπιστευόταν κανέναν και ήταν ανελέητος όταν το αποφάσιζε. Ταυτόχρονα όμως εκτιμούσε την πνευματική καλλιέργεια, αγαπούσε τη φιλοσοφία και τις τέχνες και ενδιαφερόταν πραγματικά για τη γενική ευημερία των υπηκόων του. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένας άγριος ανατολίτης τύραννος, άλλα μάλλον να συγκρίνεται με τους Ιταλούς πρίγκιπες της εποχής του ή με μονάρχες όπως ο Ερρίκος Η' της Αγγλίας. Δεν έτρεφε εχθρικά αισθήματα προς τους Έλληνες. Είχε μεγαλώσει σε μια περίοδο κατά την οποία η Κωνσταντινούπολη, αν και παρακμασμένη πολιτικά, παρέμενε ακόμη ένα αναγνωρισμένο πολιτιστικό κέντρο. Είναι μάλλον βέβαιο ότι μιλούσε και διάβαζε ελληνικά· και η ελληνική φιλοσοφία τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Κατακτώντας τη Βασιλεύουσα, άρχισε να βλέπει τον εαυτό του ως διάδοχο των αυτοκρατόρων. Εξουδετέρωσε, βέβαια, χωρίς οίκτο κάθε εξέχοντα λαϊκό, αλλά εφεξής ήταν έτοιμος να προσφέρει στους Έλληνες υπηκόους του μια, κατοχυρωμένη νομικά, θέση στο νέο κράτος (4).
Ήταν ωστόσο αναγκαίο να οργανώσει τις χριστιανικές κοινότητες στο πλαίσιο των οθωμανικών κτήσεων. Στο παρελθόν, όταν οι χριστιανικές πόλεις κυριεύονταν και οι λαϊκοί αξιωματούχοι αποπέμπονταν, ο χριστιανικός πληθυσμός απέμενε ακέφαλος, με μόνη εξαίρεση τον τοπικό επίσκοπο. Αυτός διοριζόταν από τις αρχές της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες φρόντιζαν με κάθε τρόπο να παραμείνει στη θέση του· οι Τούρκοι πολλές φορές δεν του επέτρεπαν καν να μεταβεί στην επισκοπή του. Αν το κατόρθωνε, δεν διέθετε επίσημη ιδιότητα υπό την οποία θα μπορούσε να συναντά τον Τούρκο κυβερνήτη και να συναλλάσσεται μαζί του. Τώρα όλα αυτά θα μπορούσαν να διευθετηθούν. Στην Ανατολή η εθνική ταυτότητα εθεωρείτο συνήθως συνώνυμη της θρησκείας. Οι χριστιανοί, ανάλογα με τις διάφορες αιρέσεις τους, μαζί με τους Ιουδαίους και τους οπαδούς του Ζωροάστρη σχημάτιζαν αυτοδιοικούμενες κοινότητες μέσα στο κράτος, σύμφωνα με το σύστημα των μουσουλμάνων χαλίφηδων, οι οποίοι ακολουθούσαν την οργάνωση που είχαν υιοθετήσει πρώτοι οι Πέρσες βασιλείς. Κάθε κοινότητα είχε τον δι-ό της θρησκευτικό ηγέτη, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης και την τακτική πληρωμή των φόρων και φρόντιζε να μην εμφανίζονται φαινόμενα απειθαρχίας προς τους κυβερνώντες. Ο Μεχμέτ Β' επεξέτεινε αυτό το σύστημα σε όλη την Αυτοκρατορία. Επικεφαλής των ορθόδοξων κοινοτήτων στην οθωμανική επικράτεια ήταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Αυτός θα αποτελούσε την κεφαλή του Ρουμ Μιλετί, του Ορθόδοξου Έθνους (5).
Ωστόσο, πατριάρχης δεν υπήρχε εκείνη την εποχή στην Κωνσταντινούπολη. Ο τελευταίος πατριάρχης, ο Γρηγόριος Μάμμας, είχε ευνοήσει την ένωση με τη Ρώμη και είχε δημιουργήσει τόσες αντιπάθειες, ώστε το 1451 διέφυγε στην Ιταλία -μια κίνηση που ερμηνεύθηκε ως παραίτηση. Ο Σουλτάνος πήρε τις απαραίτητες πληροφορίες και αποφάσισε ότι ο καλύτερος γι' αυτή τη θέση ήταν ο Γεώργιος Σχολάριος, ένας κορυφαίος μελετητής του Αριστοτέλη. Είχε παρευρεθεί στην Ενωτική Σύνοδο της Φλωρεντίας και εκεί είχε υποστηρίξει την ένωση με τη Ρώμη, αλλά αργότερα άλλαξε γνώμη: αποσύρθηκε σε μοναστήρι υπό το όνομα Γεννάδιος και έγινε ηγέτης των ανθενωτικών. Ήταν ωστόσο δύσκολο να εντοπιστεί. Τέλος, αποκαλύφθηκε ότι είχε συλληφθεί αμέσως μετά την 'Aλωση της πόλης και είχε πουληθεί σε έναν πλούσιο Τούρκο από την Αδριανούπολη, ο οποίος, αμήχανος απέναντι σε έναν τόσο μορφωμένο σκλάβο, τον αντιμετώπιζε σαν φίλο. Ο Γεννάδιος ανέκτησε την ελευθερία του και οδηγήθηκε μπροστά στον Σουλτάνο. Πριν όμως αποδεχθεί το Πατριαρχείο, επεξεργάστηκε μαζί με τον Σουλτάνο τις συνθήκες υπό τις οποίες επρόκειτο να διακυβερνηθεί η Εκκλησία και όλο το ορθόδοξο μιλέτι (6).
Σύμφωνα με τους όρους που συνομολογήθηκαν μεταξύ τους, ο Πατριάρχης από κοινού με την Ιερά Σύνοδο είχε απόλυτο έλεγχο όλου του εκκλησιαστικού οικοδομήματος. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Πατριάρχης ποτέ δεν ήταν κάτι παραπάνω από πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου, η οποία τον εξέλεγε επισήμως και μπορούσε με ομόφωνη ψήφο να τον εκθρονίσει, αν αποδεικνυόταν ανίκανος για το αξίωμα του η είχε εκλεγεί αντικανονικά. Στην πράξη, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, ο Αυτοκράτορας είχε την εξουσία -την οποία και ασκούσε - να διορίζει τον υποψήφιο για το Πατριαρχείο και μπορούσε να πιέσει για την εκθρόνιση του· και η Σύνοδος σπανίως τολμούσε να παραβεί τις επιθυμίες του ηγεμόνα. Ο Σουλτάνος ασφαλώς θα ήθελε να ασκεί ανάλογη επιρροή, σε περίπτωση που επιθυμούσε κάτι τέτοιο. Κανένας επίσκοπος δεν μπορούσε να διοριστεί η να αποπεμφθεί παρά μόνο με την άδεια του Πατριάρχη και της Συνόδου· αλλά οι επισκοπικοί διορισμοί έπρεπε να επικυρώνονται από τον Σουλτάνο, όπως κατά το παρελθόν από τον Αυτοκράτορα. Μόνο τα πατριαρχικά δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία επί των επισκόπων. Οι αρχές δεν μπορούσαν να συλλάβουν κανέναν επίσκοπο χωρίς την έγκριση του Πατριαρχείου.
Όλα αυτά συνέβαιναν σύμφωνα με την παράδοση. Το καινούριο ήταν πως ο Πατριάρχης αποτελούσε τον αρχηγό του ορθόδοξου λαού. Ήταν ο εθνάρχης, η κεφαλή του μιλετιού. Αν ο λαός δεν πειθαρχούσε και δεν πλήρωνε τους φόρους του, ο Πατριάρχης ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος. Και αυτοί οι φόροι ήταν επαχθείς, επειδή θεωρητικά οι μη μουσουλμάνοι έπρεπε να πληρώσουν για να εξαιρεθούν -στην πραγματικότητα να αποκλεισθούν- από τη στρατολόγηση στις δυνάμεις του Σουλτάνου. Οι φόροι συγκεντρώνονταν από τον επικεφαλής της κοινότητας λαϊκό· καθήκον της Εκκλησίας ήταν να τον επιτιμήσει αν δεν ανταποκρινόταν εγκαίρως και πλήρως στο καθήκον του αυτό. Στη σχέση ανάμεσα στο λαό και τον κλήρο εδημιουργούντο συχνά τριβές, κυρίως επειδή οι κληρικοί ήταν απαλλαγμένοι από την υποχρέωση να πληρώνουν φόρους. Στην πραγματικότητα όμως ο κλήρος δεν ήταν εντελώς απαλλαγμένος από αυτή την υποχρέωση. Συχνά υποδεικνυόταν στους ιερείς ότι θα μπορούσαν να προσφέρουν οικειοθελώς ένα ποσό για το ταμείο του Σουλτάνου -και δεν ήταν φρόνιμο να αγνοήσει κανείς μια τέτοια υπόδειξη. Ταυτόχρονα ο Πατριάρχης μπορούσε να επιβάλλει στο ποίμνιο του όσους φόρους επιθυμούσε· και χρειάζονταν τεράστια χρηματικά ποσά, για να μπορέσει η διοίκηση να λειτουργεί ομαλά.
Τα πατριαρχικά δικαστήρια επί αιώνες απασχολούνταν με υποθέσεις που είχαν σχέση με τη θρησκεία -όχι μόνο με ζητήματα αιρέσεων ή εκκλησιαστικής πειθαρχίας αλλά και γάμων ή διαζυγίων, κηδεμονιών ανηλίκων, διαθηκών και διαδοχής,- τις οποίες αντιμετώπιζαν σύμφωνα με το βυζαντινό κανονικό δίκαιο, που απέρρεε από τους θρησκευτικούς κανόνες. Τώρα όμως έπρεπε να αναλάβουν και τις αστικές υποθέσεις των μελών του μιλετιού, εφαρμόζοντας τους ρωμαιοβυζαντινούς νομικούς κώδικες και ανατρέχοντας σε ένα όλο και αυξανόμενο σώμα εθιμικού δικαίου. Οι κατηγορούμενοι μπορούσαν να κάνουν έφεση σε τουρκικό δικαστήριο ή να ζητήσουν η υπόθεση να εκδικασθεί πρωτοβάθμια ενώπιον τούρκικου δικαστηρίου· αλλά καθώς τέτοια δικαστήρια λειτουργούσαν με αργούς ρυθμούς, ήταν ακριβά, συχνά διεφθαρμένα, και δίκαζαν σύμφωνα με το Κοράνι, κανένας Έλληνας δεν εμφανιζόταν ενώπιον τους, εκτός και αν είχε ισχυρούς Τούρκους φίλους. Τα πατριαρχικά δικαστήρια θεωρούνταν σε σημαντικό βαθμό αδιάφθορα. Πάντως, ποινικές και αστικές υποθέσεις με διαδίκους Έλληνα και Τούρκο εκδικάζονταν από τα τουρκικά δικαστήρια (7).
Αμφίβολο είναι αν αυτή η ρύθμιση έγινε ποτέ γραπτός νόμος. Καθώς συμφωνούσε σε γενικές γραμμές με τον παραδοσιακό θεσμό του μιλετιού, που λειτουργούσε στο πλαίσιο του μουσουλμανικού κράτους, ίσως δεν είχε θεωρηθεί απαραίτητο να καταγραφεί. Οι ιστορικές ενδείξεις φανερώνουν ότι είχε γίνει αποδεκτή, ενώ τα διασωθέντα ως τις μέρες μας μπεράτια -που κάθε επίσκοπος έπαιρνε από τον Σουλτάνο κατά την εκλογή του, και τα οποία καθόριζαν τα προνόμια και τα καθήκοντα του- αποτελούν μια ακόμη πρόσθετη μαρτυρία. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι ο Σουλτάνος υπέγραψε δύο συγκεκριμένα έγγραφα. Το πρώτο ήταν ένα φιρμάνι που αφορούσε τον Γεννάδιο και εγγυόταν στον Πατριάρχη το «απαραβίαστο, το αφορολόγητο και το αμετακίνητο», του εξασφάλιζε ότι δεν θα καθαιρεθεί παρά μόνο με την ομόφωνη απόφαση της Συνόδου, και του έδινε το δικαίωμα μεταβίβασης αυτών των προνομίων στους διαδόχους του. Στο φιρμάνι ενδέχεται επίσης να αναφερόταν και το ειδικό δικαίωμα του Πατριάρχη να ιππεύει, μόνος μεταξύ των χριστιανών, άλογο. Οι ομόθρησκοι του μπορούσαν να χρησιμοποιούν μόνο γαϊδούρια ή, στην καλύτερη περίπτωση, μουλάρια.
Το άλλο έγγραφο αποτελούσε γραπτή υπόσχεση ότι οι εκκλησιαστικές συνήθειες οι σχετικές με τους γάμους και τις κηδείες θα επικυρώνονταν νόμιμα, ότι η εορτή του Πάσχα θα αναγνωριζόταν επίσημα, ότι οι χριστιανοί θα απολάμβαναν ελευθερία κινήσεων κατά τη διάρκεια του τριήμερου εορτασμού του Πάσχα, και ότι δεν θα μεταβάλλονταν σε τζαμιά άλλες εκκλησίες. Δυστυχώς, εβδομήντα περίπου χρόνια αργότερα, όταν το έγγραφο αναζητήθηκε για να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να ανασταλεί η μετατροπή μιας εκκλησίας σε τζαμί, διαπιστώθηκε ότι είχε καταστραφεί σε μια πυρκαγιά του Πατριαρχείου (8).
Η τακτοποίηση του θεσμικού πλαισίου επέτρεπε πλέον στον Γεννάδιο να αποδεχθεί το αξίωμα του Πατριάρχη. Πιθανότατα εξελέγη από τους ιεράρχες εκείνους οι οποίοι συναποτελούσαν την Ιερά Σύνοδο. Στη συνέχεια, στις 6 Ιανουαρίου 14 54 έγινε δεκτός σε ακρόαση από τον Σουλτάνο, ο οποίος του ενεχείρισε τα διακριτικά του αξιώματος του, τα άμφια, την ποιμαντορική ράβδο και το εγκόλπιο. Ο γνήσιος σταυρός είχε χαθεί ή, το πιθανότερο, είχε υπεξαιρεθεί από τον πρώην πατριάρχη Γρηγόριο Μάμμα, όταν ο τελευταίος είχε καταφύγει στην Ιταλία. Έτσι, ο ίδιος ο Μεχμέτ Β' πρόσφερε στον Γεννάδιο έναν επάργυρο σταυρό. Χειροτονώντας τον, μάλιστα, πρόφερε λέξεις παρεμφερείς με αυτές που χρησιμοποιούσαν οι χριστιανοί αυτοκράτορες: «' Ἔ σο Πατριάρχης, τύχ ῃ ἀ γαθ ῇ. Ἔ σο βέβαιος γιά τή φιλία μας. Ἄ ς ἀ πολαύσεις ὅ λα τά προνόμια τ ῶ ν προκατόχων σου πατριαρχ ῶ ν ».
Ένα προνόμιο δεν μπορούσε ωστόσο να απολαύσει ο Γεννάδιος: δεν θα μπορούσε να χειροτονηθεί στη μεγάλη εκκλησία της Αγίας Σοφίας, γιατί ο ναός είχε μετατραπεί σε τζαμί. Οδηγήθηκε λοιπόν στους Αγίους Αποστόλους, τη δεύτερη σε μέγεθος εκκλησία της πόλης, όπου ευλογήθηκε από τον μητροπολίτη Ηρακλείας -ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, έκανε τη χειροτονία- και τέλος ενθρονίστηκε. Εμφανίστηκε έφιππος σε ένα λευκό άλογο που του δώρισε ο Σουλτάνος και έκανε το γύρο της πόλης. Επιστρέφοντας, εγκατέστησε το σπίτι και τα γραφεία του στα οικοδομήματα που εφάπτονταν της εκκλησίας, φέρνοντας μαζί του ένα πλούσιο δώρο από χρυσάφι, προσφορά του Σουλτάνου (9).
Γενικά, και αφού η φρίκη της λεηλασίας της πόλης κόπασε, η συμπεριφορά που αντιμετώπισαν οι Έλληνες δεν ήταν τόσο άσχημη όσο αναμενόταν. Ο Κατακτητής έδειχνε πρόθυμος να τους δει ικανοποιημένους και ευημερούντες και να επιδείξει σεβασμό προς την Εκκλησία τους. Αποφασισμένος να αναζωογονήσει την Κωνσταντινούπολη, μετακίνησε στην πόλη, γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό, πληθυσμούς από άλλες περιοχές της επικράτειας, συμπεριλαμβανομένων και πολλών Ελλήνων της Ανατολής. Οι πληθυσμιακές μετακινήσεις που γίνονται δια της βίας δεν είναι ποτέ ευχάριστες- πολλοί από τους Έλληνες αυτούς ωστόσο προέρχονταν από περιοχές όπου οι Τούρκοι υπερείχαν μόνο αριθμητικά, αλλά έτρεφαν εχθρικά αισθήματα απέναντι τους. Η μετοίκηση τους στην Πόλη δεν τους ήταν δυσάρεστη, γιατί τους δινόταν η ευκαιρία να εγκατασταθούν σχετικά άνετα, να συνεχίσουν τις ενασχολήσεις τους με κάποια ασφάλεια και να εκκλησιάζονται απρόσκοπτα. Ακόμη και στις επαρχίες οι Έλληνες απολάμβαναν τώρα μεγαλύτερη ασφάλεια· και σε περιοχές όπως η Ελλάδα, όπου οι Τούρκοι αποτελούσαν μια ισχνή μειοψηφία, υπήρχε μεγαλύτερη άνεση απ' ό,τι κατά τους προηγούμενους, ταραγμένους αιώνες. Επιπλέον, καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξακολουθούσε να επεκτείνεται, ο ελληνικός κόσμος γρήγορα θα ενωνόταν, εκτός από τα νησιά του Ιονίου, την Κύπρο και την Κρήτη, όπου κυρίαρχοι ήταν ακόμη οι Ενετοί· σύντομα, βέβαια, οι Τούρκοι θα καταλάμβαναν την Κύπρο και την Κρήτη, απαλλάσσοντας έτσι τους Έλληνες από τη μισητή κυριαρχία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας (10).
Η κατάσταση θα μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερη, ωστόσο οι δυσκολίες ήταν πολλές. Οι Έλληνες αναγκάστηκαν να αποδεχθούν το γεγονός ότι τώρα ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ήταν υποχρεωμένοι να φορούν ένα χαρακτηριστικό ένδυμα, και οι λαϊκοί δεν επιτρεπόταν να τρέφουν γενειάδες. Σε περίπτωση αντιδικίας με τους Τούρκους είχαν ελάχιστες πιθανότητες να δικαιωθούν. Ακόμη και ένα ευνοϊκό γι' αυτούς σουλτανικό διάταγμα μπορούσε να ακυρωθεί από τα μουσουλμανικά δικαστήρια ως αντιτιθέμενο στο νόμο του Κορανίου. Παρ ' όλα αυτά, η καλή διάθεση του Σουλτάνου μετρούσε ακόμη. Ο Κατακτητής, αφού κατόρθωσε να εξουδετερώσει τους ηγέτες των Ελλήνων, έγινε μεγαλόθυμος απέναντι τους. Αλλά ο γιος και κληρονόμος του Βαγιαζήτ Α' είχε ανδρωθεί σε μια περίοδο κατά την οποία το βυζαντινό πνευματικό μεγαλείο είχε αρχίσει πια να βουλιάζει στη λήθη. Ο ίδιος δεν ήταν διανοούμενος και έβλεπε τους Έλληνες σαν υποτελείς τους οποίους δεν άξιζε να σέβεται. Ο γιος του Σελήμ Α' απεχθανόταν τους χριστιανούς τόσο, που άρχισε να σκέφτεται σοβαρά να τους αναγκάσει να αλλαξοπιστήσουν και να προσχωρήσουν συνολικά στο μωαμεθανισμό. Όταν του υπέδειξαν πως κάτι τέτοιο ήταν πρακτικά αδύνατο, απαίτησε να παραδώσουν τουλάχιστον όλες τις εκκλησίες τους στους Τούρκους. Τρομοκρατημένος ο Μεγάλος Βεζύρης προειδοποίησε τον Πατριάρχη, ο όποιος, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων, κατόρθωσε να παρουσιάσει δύο ογδοντάχρονους γενιτσάρους, οι οποίοι ορκίστηκαν στο Κοράνι ότι είχαν δει με τα μάτια τους τον Κατακτητή να δέχεται τα κλειδιά διαφόρων συνοικιών της κατακτημένης πόλης, υποσχόμενος στους χριστιανούς ότι ως αντάλλαγμα θα μπορούσαν να διατηρήσουν τις εκκλησίες τους. Ο Σελήμ υποχώρησε.
Ο μεγάλος σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής ή, όπως τον αποκαλούν οι Τούρκοι, Νομοθέτης (πέθανε το 1566) ήταν ένας δίκαιος και ευσυνείδητος ηγέτης, που σεβόταν τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Αλλά μετά το θάνατο του άρχισε η σήψη (11). Ελάχιστοι από τους σουλτάνους που τον διαδέχθηκαν διέθεταν πραγματικές ικανότητες. Αρκετοί διακεκριμένοι βεζίρηδες, βέβαια, όπως οι προερχόμενοι από την οικογένεια Κιοπρουλού ( Κö rp ü l ϋ), αντιμετώπισαν με ακλόνητη εντιμότητα τις μειονότητες. Συνήθως όμως κανείς δεν επενέβαινε, αν οι τοπικοί κυβερνήτες ή άλλοι αξιωματούχοι ασκούσαν καταπίεση. Ανώτεροι αξιωματούχοι, αλλά και σουλτάνοι ακόμη, συνέχιζαν να μετατρέπουν εκκλησίες σε τζαμιά, με αποτέλεσμα μία μόνο εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, η Αγία Μαρία των Μογγόλων, να παραμείνει ως τις μέρες μας χριστιανική. Η εκκλησία διασώθηκε, επειδή ο Μεχμέτ ο Κατακτητής είχε υπογράψει ο ίδιος ένα φιρμάνι, με το οποίο εγγυόταν τη διατήρηση της, ανταμείβοντας έτσι τον ευνοούμενό του αρχιτέκτονα που την είχε κατασκευάσει (12).
Ο Γεννάδιος είχε επίγνωση των δυσκολιών. Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, την οποία ο Σουλτάνος του είχε παραχωρήσει, ήταν πολύ φτωχή, και η επιδιόρθωση της θα κόστιζε ακριβά. Επιπλέον, βρισκόταν σε μια περιοχή που είχε εποικιστεί από Τούρκους, οι οποίοι δεν ανέχονταν την ύπαρξή της. Μέσα σε ένα χρόνο την επέστρεψε στον Σουλτάνο, ο οποίος την κατεδάφισε και στη θέση της έκτισε ένα τζαμί. Ο Γεννάδιος τότε μετακόμισε στον μοναστηριακό ναό της Παμμακαρίστου. Οι καλόγριες μεταφέρθηκαν σε διπλανά κτίρια, και ο Πατριάρχης εγκατέστησε στη μονή την κατοικία και τα γραφεία του. Ο σουλτάνος Μεχμέτ Β' συνήθιζε να τον επισκέπτεται εκεί για να συζητήσει μαζί του θεολογικά ζητήματα, προσέχοντας να μην μπαίνει ποτέ στην εκκλησία, από φόβο μήπως αργότερα οι Τούρκοι χρησιμοποιήσουν ως πρόσχημα την είσοδό του σ' αυτήν και την αποσπάσουν από τους χριστιανούς: πράγμα που, παρά την προνοητικότητα του, ήταν αυτό ακριβώς που έκανε ο σουλτάνος Μουράτ Γ' στα 1586. Το Πατριαρχείο υποχρεώθηκε τότε να δανειστεί τη μικρή εκκλησία του 'Aγιου Δημητρίου Καναβού από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, μέχρις ότου, στις αρχές του επόμενου αιώνα, του επιτραπεί να κτίσει τη σημερινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, καθώς και γραφεία, στη συνοικία του Φαναριού, όπου τότε κατοικούσαν αποκλειστικά Έλληνες. Όπως και όλες οι εκκλησίες που κτίστηκαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ως τον 19ο αιώνα, ο 'Aγιος Γεώργιος δεν επιτρεπόταν να έχει τρούλο ορατό απέξω (13).
Δύο ήταν τα βαρύτατα φορτία που οι χριστιανοί έπρεπε να αντέξουν. Το πρώτο ήταν η πρακτική που οι Τούρκοι ονόμαζαν ντεβσιρμέ και οι Έλληνες παιδομάζωμα, και η οποία επέτρεπε στους Τούρκους να παίρνουν ένα παιδί από κάθε χριστιανική οικογένεια και να το αναθρέφουν σαν μουσουλμάνο, ώστε να υπηρετήσει ως γενίτσαρος είτε στις ένοπλες δυνάμεις είτε στη γραμματεία του Σουλτάνου είτε ως αρχιτεχνίτης, ανάλογα με τις ικανότητες του· και φυσικά, αποσπούσαν από τις οικογένειες εκείνο το παιδί που είχε τις λαμπρότερες προοπτικές. Μερικές φορές ο γενίτσαρος θυμόταν τη χριστιανική του οικογένεια και μπορούσε, αν δινόταν η ευκαιρία, να τη βοηθήσει με διάφορους τρόπους. Ο επιφανής βεζίρης του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, ο Μεχμέτ Σοκουλλού ( S ö k ü l ϋ), Σέρβος και χριστιανός την καταγωγή, είχε πάρει στο σπίτι του τους χριστιανούς ανιψιούς του, και μερικές φορές έφθανε να τους συνοδεύει στις χριστιανικές λειτουργίες. A λλά τέτοιες περιπτώσεις ήταν σπάνιες (14).
Το δεύτερο φορτίο αφορούσε την εκπαίδευση. Οι τουρκικές αρχές δεν ευνοούσαν την ύπαρξη χριστιανικών σχολείων. Δεν αναμειγνύονταν, βέβαια, στις υποθέσεις της Πατριαρχικής Ακαδημίας της Κωνσταντινούπολης, η οποία ήταν περίφημη την εποχή των Παλαιολόγων, και έχει επιβιώσει ως τις μέρες μας, συνεχώς ανανεούμενη και βελτιούμενη από προοδευτικούς πατριάρχες. Αλλά προσπάθειες δημιουργίας σχολείων ή ακαδημιών στις επαρχίες σπανίως επιτύγχαναν. Στην Ανατολή οι τοπικές αρχές έκλειναν τέτοια ιδρύματα σχεδόν αμέσως. Στις ευρωπαϊκές επαρχίες, όπου οι αξιωματούχοι ήταν, σε γενικές γραμμές, πιο ανεκτικοί, συνήθως διατηρούνταν έως ότου κάποιος καχύποπτος τοπικός άρχων εκτόξευε εναντίον τους την κατηγορία ότι υποθάλπουν ανατρεπτικές ενέργειες. Μια εξαίρετη ακαδημία ιδρύθηκε στην Αθήνα περί τα τέλη του 16ου αιώνα, αλλά έκλεισε γύρω στα 1615 για να επανιδρυθεί το 1717 περίπου. Επιβίωσε καθ' όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα, μολονότι η αξιοπιστία και η φήμη της κατέπιπταν σταδιακά. Βραχύβιες ακαδημίες είδαν επίσης το φως στη Θεσσαλονίκη, την 'Aρτα, το Ναύπλιο, τα Ιωάννινα και σε μερικά νησιά. Μια ακαδημία που ιδρύθηκε στο τέλος του 17 ου αιώνα είχε μεγάλο κύρος. Έξι πατριάρχες που χειρίστηκαν τις τύχες της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά τον 18 ο αιώνα σπούδασαν εκεί. Ως τα τέλη του 17 ου αιώνα μπορούσε κανείς να λάβει καλή θεολογική εκπαίδευση στο 'Aγιον Όρος. Αλλά στη συνέχεια οι μοναχοί έγιναν σκοταδιστές. Όταν το 1753 ο πατριάρχης Κύριλλος Ε' προσπάθησε να ιδρύσει μιαν ακαδημία στον 'Aθω, ο καθηγητής στον οποίο είχε αναθέσει αυτό το καθήκον, ο Ευγένιος Βούλγαρης, τόσο πολύ τρόμαξε τους καλόγερους με τις νεωτεριστικές προτιμήσεις του στη γερμανική φιλοσοφία, ώστε αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή εγκαταλείποντας τις μονές και σώζοντας, από καθαρή τύχη, τη ζωή του. Στα Ιόνια νησιά, υπό την ενετική κυριαρχία, υπήρχαν μερικά καλά σχολεία στην Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο. Όμως τα παιδιά που προέρχονταν από τις τουρκικές επαρχίες δεν είχαν εύκολη πρόσβαση στα σχολεία αυτά (15).
Η Βενετία προσφερόταν περισσότερο για ανώτερες σπουδές. Αρκούσε μια σχέση με ένα μέλος της ελληνικής παροικίας, πρόθυμο να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του, για να μπορέσει ένας νέος να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Πάδουας, ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης εκείνη την εποχή, όπου μάλιστα κανείς δεν θα επιχειρούσε να τον προσηλυτίσει στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η ελληνική ιεραρχία ήταν πρόθυμη να πληρώσει για τις σπουδές μερικών αγοριών κατώτερης καταγωγής. Μετά το 1577 για τους νεαρούς Έλληνες υπήρχε επίσης το Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης, το οποίο διατηρούσαν Ιησουίτες μοναχοί και παρείχε αρίστη εκπαίδευση. Ωστόσο, οι νεαροί σπουδαστές δέχονταν μεγάλη πίεση για να αλλαξοπιστήσουν και να προσχωρήσουν στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Ευρύτερες δυνατότητες επιλογής είχαν οι Έλληνες σπουδαστές μετά τις αρχές του 18 ου αιώνα, όταν οι ελληνικής καταγωγής πρίγκιπες της Βλαχίας και της Μολδαβίας ίδρυσαν ακαδημίες στο Βουκουρέστι και το Ιάσιο. Οι ακαδημίες αυτές παρείχαν υψηλό επίπεδο σπουδών αλλά πολλοί ευσεβείς Έλληνες τις θεωρούσαν ιδιαίτερα νεωτεριστικές (16).
Ίσως η Εκκλησία θα μπορούσε να είχε κάνει περισσότερα για την εκπαίδευση. Αλλά η διατήρηση σχολείων είναι πολυδάπανη υπόθεση, ιδιαίτερα όταν πρέπει να δωροδοκούνται οι αρχές. Η έλλειψη χρημάτων επρόκειτο να αποτελέσει το κύριο πρόβλημα της Εκκλησίας· και θα επιδεινωνόταν από το πάθος των Ελλήνων για την πολιτική, το οποίο τώρα πια μπορούσε να βρει διέξοδο μόνο στο χώρο της Εκκλησίας. Οι νέες ευθύνες του Πατριαρχείου συνεπάγονταν μια διευρυμένη γραμματεία τόσο ανοικτή, ώστε να συμπεριλαμβάνει νομικούς και οικονομικούς παράγοντες -και όλοι αυτοί απαιτούσαν καλούς μισθούς. Σύντομα, οι λαϊκοί ανώτεροι αξιωματούχοι, ο πρωτέκδικος, ήτοι ο πρόεδρος του δικαστικού σώματος, ο μέγας λογοθέτης, υπεύθυνος για τα αρχεία, και ο μέγας αγορητής, επίσημος εκπρόσωπος της Εκκλησίας, μια θέση που δημιουργήθηκε αργότερα, είχαν θέση και στην Ιερά Σύνοδο. Επιφανείς λαϊκοί συνδέονταν με την επισκοπή, μηχανορραφώντας για να διασφαλίσουν τις θέσεις τους, που συνεπάγονταν κύρος αλλά και εξουσία, και συχνά αποτελούσαν μια ευκαιρία προσωπικού πλουτισμού. Η επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε υπαγάγει τα ανατολικά πατριαρχεία, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ, καθώς και τις αυτόνομες αρχιεπισκοπές της Κύπρου και του Σινά, υπό την κυριαρχία του Σουλτάνου· τις σχέσεις τους με την κεντρική κυβέρνηση χειριζόταν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, γιατί βρισκόταν στην πρωτεύουσα. Όλα αυτά συντελούσαν στην αύξηση των ευθυνών και των εξόδων του. Το Πατριαρχείο και πολλές από τις επισκοπές και τα μοναστήρια λάμβαναν μεγάλες δωρεές, τις οποίες ο Πατριάρχης μπορούσε να φορολογήσει κατά βούληση. Υπήρχε ωστόσο κάποιο όριο στα ποσά που μπορούσε να πληρώσει ένας πιστός. Και οι τουρκικές αρχές ζητούσαν όλο και περισσότερα υπό τη μορφή χρηματισμού (17).
Αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στους ίδιους τους πατριάρχες. Ο Γεννάδιος φαίνεται ότι αποσύρθηκε το 1465. Ο διάδοχος του Μάρκος Ξυλοκαραβάς παρέμεινε στο θρόνο για λίγους μήνες, πριν υποσκελιστεί από έναν φιλόδοξο ανώτερο κληρικό, τον Συμεών της Τραπεζούντος, ο οποίος συγκέντρωσε 2.000 χρυσά και τα προσέφερε στους υπουργούς του Σουλτάνου ως αντάλλαγμα, για να διατάξουν την Ιερά Σύνοδο να καθαιρέσει τον Μάρκο και να εκλέξει αυτόν στη θέση του. Η χριστιανή μητριά του Σουλτάνου, η πριγκίπισσα της Σερβίας Μάρα, την οποία εκείνος σεβόταν υπερβολικά, το έμαθε και παρενέβη για να ακυρωθεί η συναλλαγή. Η ίδια, ωστόσο, φρονίμως ποιούσα, είχε φέρει μαζί της και 2.000 χρυσά. Μολονότι δόθηκαν εγγυήσεις ότι οι επιθυμίες της θα γίνονταν σεβαστές, από την εποχή εκείνη και στο εξής κάθε μελλοντικός πατριάρχης έπρεπε να προσφέρει ένα χρηματικό ποσό, γνωστό ως πεσκές, ή δώρο, για να εξασφαλίσει την επικύρωση της υποψηφιότητας του από τον Σουλτάνο. Ο Συμεών κατόρθωσε να εξασφαλίσει το θρόνο λίγα χρόνια αργότερα, αλλά σύντομα υποσκελίσθηκε από έναν Σέρβο ιεράρχη, τον Ραφαήλ, που προσφέρθηκε να καταβάλλει επιπλέον στην Υψηλή Πύλη 2.000 χρυσά το χρόνο (18). Περί τα μέσα του 17 ου αιώνα το πεσκές έφτανε συνήθως τα 3.000 χρυσά και η ετήσια εισφορά άλλα τόσα περίπου. Εκείνη την εποχή ο πατριάρχης έπρεπε να πληρώνει επίσης μερικούς « οικειοθελείς » φόρους, το ύψος των οποίων εποίκιλλε κατά περίπτωση· επιπλέον, έπρεπε να προσφέρει το αρνίσιο κρέας που κατανάλωνε η φρουρά του παλατιού, την οποία αποτελούσαν άνδρες με αδηφάγες ορέξεις (19).
Σουλεϊμάν ο "Μεγαλοπρεπής" |
Αυτό το μέτρο αποδείχθηκε σωτήριο, γιατί τα χρέη του Πατριαρχείου ανέβαιναν σταθερά. Γύρω στα 1730 είχε εκτιμηθεί ότι έφταναν τα 100.769 πιάστρα, ενώ τα ετήσια έσοδα σπανίως επαρκούσαν για την πληρωμή των συνηθισμένων εξόδων. Λίγο πριν ξεσπάσει η Ελληνική Επανάσταση, τα χρέη λέγεται ότι έφθαναν τα 1.500.000 πιάστρα (21). Ήταν ευχής έργο που η Εκκλησία διέθετε πλούσιους φίλους, πρόθυμους να τη βοηθήσουν. Οι κυβερνήτες των ευημερούντων πριγκιπάτων της Βλαχίας και της Μολδαβίας είχαν υποταχθεί οικειοθελώς στον Σουλτάνο, και έτσι τους είχε παραχωρηθεί το προνόμιο να διατηρούν τους θρόνους τους υπό την οθωμανική κυριαρχία. Ήταν πρόθυμοι να βοηθούν κάθε τόσο το Πατριαρχείο, για να αντιμετωπίζει τα οικονομικά του προβλήματα. Ακόμη βορειότερα υπήρχε και ο Τσάρος της Μοσχοβίας. Καθώς ο ίδιος, μετά την πτώση του Βυζαντίου, θεωρούσε τον εαυτό του κεφαλή της Ορθόδοξης Χριστιανικής Κοινότητας, είχε καθήκον να ενδιαφέρεται για το συμφέρον της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Αλλά η γενναιοδωρία αυτών των ηγεμόνων, μολονότι ήταν μεγάλη κατά καιρούς, παρέμενε σπασμωδική. Το πρώτο ήμισυ του 17 ου αιώνα η Μοσχοβία δεν ήταν σε θέση να στέλνει βοήθεια. Χρειάζονταν προστάτες πιο κοντινοί (22).
Ένα απρόβλεπτο αποτέλεσμα της οθωμανικής κατάκτησης ήταν η αναγέννηση της ελληνικής εμπορικής ζωής. Οι Ιταλοί, που είχαν κυριαρχήσει στο εμπόριο της Ανατολής κατά τον όψιμο Μεσαίωνα, έχασαν τα προνόμια τους, και οι αποικίες τους έφθιναν. Ελάχιστοι Τούρκοι είχαν κάποια προτίμηση ή ικανότητα για το εμπόριο- έτσι, το εμπόριο στις τεράστιες και εκτεταμένες οθωμανικές κτήσεις περιήλθε στα χέρια των υποτελών λαών, στους Εβραίους, στους Αρμένιους και κυρίως στους Έλληνες. Μην μπορώντας να απολαύσουν την αγαπημένη τους ενασχόληση, την πολιτική, παρά μόνο στους κόλπους της Εκκλησίας, οι πιο δραστήριοι Έλληνες ανέλαβαν το εμπόριο και τις τραπεζικές εργασίες, κι έτσι έγιναν απαραίτητοι στους ισχυρούς Τούρκους που δεν καταδέχονταν να ασχοληθούν με τέτοια ζητήματα. 'Aλλοι Έλληνες ασχολήθηκαν με την ιατρική, μια και υπήρχαν ελάχιστοι Τούρκοι που διέθεταν σχετικές γνώσεις. Το γεγονός αυτό τους άνοιξε μια δίοδο προς τα τουρκικά σπίτια.
Σύντομα αναδύθηκε μια πλούσια τάξη Ελλήνων. Η διακριτικότητα, βέβαια, ήταν απαραίτητη. Ένας χριστιανός που επιδείκνυε τον πλούτο του κινδύνευε να τον δει να κατάσχεται εξαιτίας κάποιας κατασκευασμένης κατηγορίας για προδοσία ή άλλο πταίσμα και, ίσως, να χάσει και τη ζωή του. Αυτή ήταν η μοίρα του πρώτου Έλληνα εκατομμυριούχου της σκλαβιάς, του Μιχαήλ Καντακουζηνού, τον οποίο οι Τούρκοι αποκαλούσαν Σαϊτάνογλου, γιο του Διαβόλου. Στα μέσα του 16 ου αιώνα είχε αποκτήσει το μονοπώλιο του εμπορίου γούνας από τη Ρωσία. Ζούσε στην Αγχίαλο, στη Μαύρη Θάλασσα, σε μια πόλη που ήταν ολότελα σχεδόν ελληνική, και όπου ο πλούτος του δεν μπορούσε να προσελκύσει τον τουρκικό φθόνο. Μπορούσε να παντρευτεί την κόρη του Πρίγκιπα της Βλαχίας· και ασκούσε τέτοια επιρροή στην Εκκλησία, ώστε κατόρθωσε να εκθρονίσει έναν άξιο πατριάρχη ε πειδή απεφάνθη ότι ένα συνοικέσιο στο οποίο απέβλεπε η οικογένεια του απαγορευόταν από το κανονικό δίκαιο. Για να κερδίσει την εύνοια του Σουλτάνου, κατασκεύασε με δικά του έξοδα εξήντα γαλέρες γιο το οθωμανικό ναυτικό. Παρ ' όλα αυτά, ο Σουλτάνος τον καταδίκασε σε θάνατο το 1578, δημεύοντας και πουλώντας την περιουσία του. Το μεγαλύτερο μέρος της θαυμάσιας βιβλιοθήκης του αγοράστηκε από μοναστήρια του Αγίου Όρους (23).
Ο λίγο νεότερος του Ιωάννης Καρατζάς έκανε τεράστια περιουσία ως προμηθευτής του οθωμανικού στρατού, μια θέση που μεταβίβασε στο γαμπρό του Σκαρλάτο, τον επονομαζόμενο Μπεγλίτση, ο οποίος απέκτησε περιουσία ακόμη μεγαλύτερη και από αυτήν του Σαϊτάνογλου. Όταν δολοφονήθηκε από έναν φανατικό γενίτσαρο το 1630, το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου του το κληρονόμησε η νεότερη κόρη του Ρωξάνδρα, χήρα του ηγεμόνα της Βλαχίας και Μολδαβίας. Υπήρχαν τώρα πια αρκετές δυναστείες Ελλήνων εμπόρων και τραπεζιτών, που είχαν ως βάση τη συνοικία του Φαναρίου στην Κωνσταντινούπολη, αλλά επιδίωκαν να επενδύσουν τα χρήματα τους στη Βλαχία και τη Μολδαβία, στις μόνες οθωμανικές κτήσεις όπου χριστιανοί λαϊκοί μπορούσαν να έχουν έγγειο ιδιοκτησία. Εκεί τελούσαν γάμους με την τοπική αριστοκρατία και με την ηγεμονική οικογένεια της Βεσσαραβίας, ενώ διατηρούσαν τους οικονομικούς δεσμούς τους με την Κωνσταντινούπολη (24).
Στα μέσα του 17 ου αιώνα ένας νεαρός Χιώτης που είχε σπουδάσει ιατρική στην Πάδουα, ο Παναγιώτης Νικούσιος Μαμωνάς, ο επονομαζόμενος «Πράσινο 'Aλογο» -από την παροιμία ότι όσο δύσκολα μπορείς να βρεις ένα πράσινο άλογο άλλο τόσο κι έναν σοφό άνθρωπο από τη Χίο- προσελήφθη από τον αλβανικής καταγωγής μεγάλο βεζίρη Αχμέτ Κιοπρουλού ως οικογενειακός του γιατρός. Η μεγάλη του γλωσσομάθεια και οι ικανότητες του εντυπωσίασαν τόσο τον Κιοπρουλού, ώστε το 1669 δημιούργησε γι' αυτόν το αξίωμα του Μεγάλου Δραγουμάνου της Υψηλής Πύλης, δηλαδή τη θέση του αρχιμεταφραστή και υπεύθυνου της γραμματείας του Υπουργείου Εξωτερικών. Μ' αυτή την ιδιότητα ο Μαμωνάς επιτρεπόταν να τρέφει γενειάδα, να ιππεύει άλογο και να φέρει ένα καπέλο με γούνα. Τόσο καλά έφερε σε πέρας τα καθήκοντα του ο Μαμωνάς, ώστε όταν πέθανε, το 1673, ο Κιοπρουλού προσέλαβε έναν άλλο Έλληνα στην ίδια θέση (25).
Επρόκειτο για τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, γιο της κληρονόμου του Μπεγλίτση Ρωξάνδρας και του δευτέρου συζύγου της -ενός Χιώτη που ισχυριζόταν ότι είναι απόγονος της ελληνοενετικής οικογένειας των Μαύρων ή Μόρο (στην οποία ανήκε ο γνωστός μας Οθέλλος ο Μαυριτανός) και της ελληνογενοβέζικης οικογένειας των Κορντάτο, και του οποίου η μητέρα ανήκε σε έναν κλάδο της παλιάς ρωμαϊκής οικογένειας των Μάξιμων. Ο Αλέξανδρος σπούδασε αρχικά στο Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης, χωρίς ωστόσο να προσηλυτιστεί στον καθολικισμό, στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο της Πάδουας, από το όποιο αποπέμφθηκε για επαναστατική συμπεριφορά, και τέλος στην Μπολόνια, από όπου πήρε το διδακτορικό του με μια αξιοσημείωτη διατριβή πάνω στην κυκλοφορία του αίματος. Σε
Κανείς άλλος Έλληνας δεν κατέκτησε τόσο υψηλή θέση στην υπηρεσία του Σουλτάνου. Ωστόσο, πολλοί έγιναν υπάλληλοι της οθωμανικής κυβέρνησης, προς μεγάλο τους όφελος· χρησιμοποιούσαν μάλιστα τις θέσεις τους για να βοηθούν και τους Έλληνες συμπατριώτες τους. Όταν η γηγενής δυναστεία της Βεσσαραβίας έσβησε στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο Σουλτάνος διόρισε Έλληνες από το Φανάρι ως πρίγκιπες της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Όπως ακριβώς συνέβαινε και με το Πατριαρχείο, οι υποψήφιοι αυτών των θέσεων έπρεπε να πληρώσουν ένα μεγάλο ποσό για να εξασφαλίσουν το διορισμό τους, καθώς επίσης και επαχθή ετήσια εισφορά· και γι' αυτό ακριβώς οι Τούρκοι προέβαιναν σε συχνές αλλαγές. Καμιά πριγκιπική θητεία δεν επιτρεπόταν να διαρκεί επί πολύ. Όσο κι αν ήταν πλούσιες σε φυσικούς πόρους οι Ηγεμονίες, ελάχιστοι πρίγκιπες επέστρεφαν στην Κωνσταντινούπολη πλουσιότεροι μετά την εμπειρία τους εκεί. Πάντως, πολλοί διεκδικούσαν το αξίωμα. Συνεπαγόταν κύρος και έναν πριγκιπικό τίτλο για την οικογένεια, καθώς και μια σύντομη περίοδο εξουσίας. Δεν μπορούμε να πούμε ότι οι πρίγκιπες, στην προσπάθεια τους να αποζημιωθούν, ασχολήθηκαν θερμά με τα καθήκοντα τους, αν και μερικοί, όπως ο Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος, ο εγγονός του Εξ Απορρήτων, ήταν φωτισμένοι κυβερνήτες. Αυτός συγκεκριμένα μεταρρύθμισε τη φορολογία, για να την κάνει δικαιότερη, και σχεδίαζε να απελευθερώσει τους δουλοπάροικους. Αλλά οι πρίγκιπες έκαναν πολλά και για τον Ελληνισμό. Οι ακαδημίες που ίδρυσαν στο Βουκουρέστι και το Ιάσιο έγιναν κέντρα κλασικών σπουδών, όπου οι Έλληνες έρχονταν και πάλι σε επαφή με την πνευματική τους κληρονομιά (27).
Οι Φαναριώτες ήταν επίσης γενναιόδωροι προς την Εκκλησία. Αλλά εκεί η επιρροή τους δεν ήταν τόσο ευνοϊκή. Ως αντάλλαγμα της γενναιοδωρίας τους απαιτούσαν για τους συγγενείς τους τα κορυφαία λαϊκά αξιώματα της πατριαρχικής οργανωτικής δομής και συμμετοχή στην επιλογή του Πατριάρχη. Ευνοούσαν τη σύγχρονη εκπαίδευση και επιθυμούσαν να εκσυγχρονίσουν την Εκκλησία. Αλλά η Εκκλησία δεν ήταν έτοιμη να δεχθεί τα οφέλη του Διαφωτισμού του 18 ου αιώνα. Από τις τάξεις της εξακολουθούσαν βέβαια να βγαίνουν μορφωμένοι κληρικοί, αλλά το επίπεδο έπεφτε σταδιακά. Ως τα μέσα του 17 ου αιώνα τα μοναστήρια του 'Aθω εξακολουθούσαν να εμπλουτίζουν τις βιβλιοθήκες τους. Περί τα τέλη όμως του αιώνα τα βιβλία συνήθως έμεναν αδιάβαστα. Επιπλέον, το Πατριαρχείο, αντιμετωπίζοντας πολιτικά και οικονομικά προβλήματα, δεν μπορούσε πια να επιβλέπει ικανοποιητικά τις επαρχίες. Είχε χάσει την επαφή με τους εκεί πιστούς. Κι αυτό έγινε ολοφάνερο όταν, κατά τον 18 ο αιώνα, το δημοφιλές κίνημα του εθνικισμού άρχισε να προσελκύει τους Έλληνες, ιδίως μέσα στην ίδια την Ελλάδα. Την ίδια στιγμή που οι μοναχοί στην Ελλάδα απέρριπταν τις προσπάθειες του Πατριαρχείου να βελτιώσει τη μόρφωση τους, υποστήριζαν επαναστατικά κινήματα, ακόμη και τη ληστεία, παροτρυνόμενοι από αντικληρικαλιστές Έλληνες, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, οι οποίοι ζούσαν ασφαλείς στο Παρίσι (28).
Το κίνημα για την ελληνική ανεξαρτησία δημιούργησε τρομερά προβλήματα στο Πατριαρχείο. Κάθε πατριάρχης έπρεπε κατά τη χειροτονία του να ορκιστεί πίστη στον Σουλτάνο και να εγγυηθεί ότι το ποίμνιο του θα ήταν αφοσιωμένο στην οθωμανική κυβέρνηση. Μπορούσε να σπάσει τον βαρύ αυτόν όρκο; Επιπλέον, ζώντας στο κέντρο των γεγονότων, στην Κωνσταντινούπολη, ήξερε πως, μολονότι η οθωμανική διοίκηση βυθιζόταν στο χάος, ο οθωμανικός στρατός παρέμενε τρομερός. Κάθε πρόσφατη χριστιανική εξέγερση στην Πελοπόννησο, την Κύπρο, τις Ηγεμονίες είχε κατασταλεί βάναυσα. Μπορούσε να ενθαρρύνει το ποίμνιο του να αναλάβει ένα τέτοιο εγχείρημα; Δεν θα ήταν καλύτερο να ακολουθήσουν τη συμβουλή των άλλων Φαναριωτών ; Έλπιζαν να συνεχίσουν να εργάζονται διεισδύοντας όλο και βαθύτερα στην παραπαίουσα οθωμανική γραφειοκρατία, έτσι ώστε, όταν καταρρεύσει, να μπορέσουν να την αναλάβουν οι ίδιοι. Αλλά μια τέτοια στάση δεν ταίριαζε στους ανυπόμονους νεαρούς εθνικιστές, ακόμη κι αν αυτοί προέρχονταν από τους Φαναριώτες και την ιεραρχία. Όταν το 1821 υψώθηκε η σημαία της Επανάστασης -στις ηγεμονίες από έναν νεαρό Φαναριώτη και στην Πελοπόννησο από έναν αρχιεπίσκοπο- οι φόβοι του Πατριάρχη, του Γρηγορίου Ε', δικαιώθηκαν. Αλλά δεν μπορούσε να καταγγείλει και να αποκηρύξει τους επαναστάτες, όπως απαιτούσαν οι Τούρκοι αφέντες του. Πλήρωσε γι' αυτό με τη ζωή του (29).
Δεν είναι εφικτό σε ένα σύντομο άρθρο να δώσει κανείς περισσότερα από ένα περίγραμμα της ιστορίας του Ρουμ Μιλετί. Α λλά προσπάθησα να δείξω ότι οι Έλληνες αυτής της σκοτεινής περιόδου της Τουρκοκρατίας αξίζουν μια καλύτερη μεταχείριση από αυτήν που οι περισσότεροι ιστορικοί τους επιφυλάσσουν. Παρά τις δυσκολίες, παρά την ανάξια συμπεριφορά πολλών από αυτούς, κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον Ελληνισμό ζωντανό. Αυτό οφείλεται βασικά στον μεγάλο πατριάρχη Γεννάδιο και εν μέρει, πράγματι, στον σουλτάνο Μεχμέτ τον Κατακτητή, που δεν θέλησε να δει τον ελληνικό πολιτισμό να αφανίζεται. Οι επόμενοι σουλτάνοι ήταν λιγότερο πεφωτισμένοι· και πρέπει να επισημανθεί ότι μερικοί από τους επόμενους πατριάρχες ήταν ακατάλληλοι γι' αυτό το καθήκον. Πρέπει να αναγνωριστεί επίσης και ο ρόλος των Φαναριωτών, που τόσο έχουν κακολογηθεί. Αυτοί έδωσαν το ερέθισμα για μία αναγέννηση του Ελληνισμού τον 18 ο αιώνα, συμβάλλοντας πολύ περισσότερο σ' αυτήν από ό,τι ο υπερτιμημένος αντικληρικαλιστής Κοραής. Η ιστορία της Τουρκοκρατίας έχει να επιδείξει ελάχιστους περιφανείς ήρωες · πρόκειται όμως για μια ηρωική ιστορία καθ' εαυτήν. Είναι η ιστορία ενός καταπιεσμένου λαού που αρνήθηκε να απωλέσει την ταυτότητα του και να ξεχάσει τις υψηλές του παραδόσεις. Και ήταν, υπεράνω όλων, η Εκκλησία εκείνη που κράτησε αναμμένη τη φλόγα.
Πηγή
Η βυζαντινή παράδοση μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1994, σελ. 15-33 Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός
Σημειώσεις
1. Joseph Gill, The Council of Florence (Cambridge Univ. Press, 1959), σσ. 349-352, 366-368; Steven Runciman, The Great Church in Captivity: A Study of the Patriarchate of Constantinople from the Eve of the Turkish Conquest to the Greek War of Independence ( Λονδίνο, Cambridge Univ. Press 1968), σσ. 109-111· Joan M. Η ussey, The Orthodox Church in the Byzantin Empire ( Οξφόρδη : Claredon Ρ ress, 1986), σσ. 283-286.
2. Ihor Sevcenco, «Intellectual Repercussions of the Council of Florence», Church History 24 (1955) 291-323, ιδίως σσ. 296-300.
3. Αυτό το θέμα αποτελεί τη βάση όλου του έργου του Κριτοβούλου : Η istory of Mehmed the Conqueror, μετάφραση στά αγγλικά Charles T. Riggs ( Ρ rinceton : Princeton Univ.Press 1954).
4. Franz Carl Heinrich Babinger, Mehmed der Eroberer und seine Zeit ( Μόναχο : F. Bruckmann, 1953), σσ. 265-269, 449-453· Steven Runciman, The Fall of Constantinople 1453 (Cambridge: Cambridge Univ. Press, 1963), σσ. 55-56, 149-152,186-187.
5. Runciman, Great Church, σ. 167-168.
6. Κριτόβουλος, σ. 94-95· Historia Politica et Patriarchica Constantinopoleos ( Βόννη 1849), σσ. 78-80.
7. Runciman, Great Church, σσ. 170-172, σημειώσεις. Βλ. επίσης τα στοιχεία πού δημοσιεύονται στο Τ heodore H. Papadopoulos, Studies and Documents Relating to the History of the Greek Church and People under Turkish Domination ( Βρυξέλλες 1952).
8. Runciman, The Great Church , σ. 170-172.
9. Η istoria Politica et Patriarchica, σσ. 27-28, 80-82· Runciman, The Great Church, σσ. 169-170.
10. Βλ. Ν icolae Iorga, Byzance apr è s Byzance : Continuation de l ' histoire de la vie Byzantine, (Βουκουρέστι: Ι nstitut d ' Etudes Byzantines, 1935), σσ. 45-56, για μια γενική σύνοψη.
11. Runciman, The Great Church, σ. 186-191, βλ. και σημειώσεις.
12. Η ιστορία της διάσωσης της Παναγίας των Μογγόλων παραδίδεται από τον Demetrie Cantemir, The History of the Growth and Decay of the Ottoman Empire, μετάφραση στα αγγλικά Ν. Τ indal ( Λονδίνο 1734-1735), σ. 105.
13. Runciman, The Great Church, σ. 186-191· Μανουήλ Ιωάννης Γεδεών, Πατριαρχικοί πίνακες: Ειδήσεις ιστορικαί βιογραφικ a ί περί των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, a πό Ανδρέου του Πρωτοκλήτου μέχρις Ιωακείμ Ζ' του από Θεσσ /νίκης, 36-1884 (Κωνσταντινούπολη 1890), σ. 530.
14. Stephan Gerlach, Stephan Gerlachs dess aeltern Tage - buch ( Φραγκφούρτη 1674), σ. 88. O Gerlach ήταν ο λουθηρανός ιερέας του πρέσβη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, και είχε πολλούς φίλους προερχόμενους από το χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
15. Runciman, The Great Church, σ. 208-225.
16. Για την ελληνική παροικία στη Βενετία και την πρόσβαση της στην εκπαίδευση, βλ. Deno Geanakopoulos, Greek Scholars in Venice (Cambridge: Harvard Univ. Press 1962), ειδικά στα κεφάλαια 4-6. Για το Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη, βλ. Martin Juge, Theologia dogmatica Christianorum Orientalium ab Ecclesia Catholica dissidentium, τόμοι Ι - ν ( Παρίσι : Letouzey et Ane, 1926-1935), τόμ. Ι, σ. 522-524. Για τις ακαδημίες στις ηγεμονίες, βλ. παρακάτω, αρ. 27.
17. Papadopoulos, σ. 48-50, 86-89· Iorga, σ. 72-77.
18. Historia P ο litica et Patriarchica , σ. 39-44,102-115.
19. Για μία πλήρη ενημέρωση σχετικά με τους πατριαρχικούς πόρους, βλ. Dictionnaire de Th é ologie catholique , λήμμα « Constantinople ( Eglise de )»· Runciman, The Great Church, σ. 200-202, βλ. και σημειώσεις.
20. « Constantinople ( Eglise de )», όπου παρατίθεται κατάλογος με τις πατριαρχικές θητείες · Runciman, The Great Church, σ. 200-202.
21. Ρ apadopoulos, σ. 132,160. Το ποσό του πατριαρχικού χρέους το 1821 αναφέρεται στο Μ axime Raybaud, Μ émoires sur la Grèce, pour servir à l'histoire de la guerre de l' indépendence, accompagnés de plans topographiques ( Παρί σι 1824), με ιστορική εισα γωγή του Α. Rabb é, σ. 80.
22. Runciman, The Great Church, σ. 195-196, 322-332.
23. Για τον Σαϊτάνογλου, βλ. Iorga, σ. 114-121. Ο πρέσβης Gerlach τ o ν γνώριζε καλά και τ o ν θεωρούσε νόθο γι o του 'Aγγλου πρέσβη ( Gerlach, σ. 55, 60, 223-225)· Μ. Crucius, Τ urcograeciae, libri octo (Β asle 1584), σ. 509, αναφέρει την πώληση των βιβλίων του, σύμφωνα με μαρτυρία του Gerlach.
24. Runciman, The Great Church , σ. 363-366.
25. O .π., σ. 364, βλ. και σημειώσεις.
26. Δεν υπάρχει ικανοποιητική αναφορά στα καθήκοντα του Εξ Απορρήτων. Η πληρέστερη στο Α lexandre A. C. Strourdza, L ' Europe orientale et le r ô le historique de Maurocordato, 1660-1830; Avec un appendice contenant des actes et documents historiques et diplomatiques in é dits (Παρίσι: Ρ lon -Ν ourrit, 1913), σ. 25-91, βασισμένη σε έναν τεράστιο αριθμό στοιχείων, δημοσιευμένων ή ανέκδοτων, αλλά κάπως απρόσεκτα συνταγμένων. Βλ. επίσης Runciman, The Great Church, σ. 366-369, και σημειώσεις.
27. Runciman, The Great Church, σ. 371-376.
28. Ο. π., σ. 392-393.
29. Την πιο ζωντανή περιγραφή του Πατριαρχείου κατά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης δίνει ο 'Aγγλος ιερέας Robert Walsh, Residence at Constantinople during a Period Including the Commencement, Progress, and Termination of the Greek and Turkish Revolutions , τόμοι Ι - ΙΙ ( Λονδίνο 1836), τόμ. Ι, σσ. 299-333. Καταθέτει μαρτυρία για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη.
Πάντοτε έτρεφα σεβασμό στον Στήβεν Ράνσιμαν , αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να διαφωνώ και με αρκετά από τα συμπεράσματα του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαταρχάς το Βυζάντιο πράγματι ήταν άρρωστο και ημιθανές , όμως ελπίδες ανάνηψης υπήρχαν. Μην ξεχνάμε ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού στην Ευρώπη παρέμενε πιστή στον αυτοκράτορα , το κράτος δεν στερείτο καταρτισμένων στελεχών και το κυριότερο οι Οθωμανοί δεν έλεγχαν τις θάλασσες , επομένως η κυριαρχία τους στην Ευρώπη ήταν επισφαλής.
Αν η Ευρώπη παρουσιαζόταν ενωμένη , η μάχη της Βάρνας το 1444 θα κατέληγε σε μια μεγάλη νίκη του Χριστιανισμού και οι Οθωμανοί θα επέστρεφαν στην Ασία.
Ας δούμε ποια ήταν η θέση των Οθωμανών λίγο πριν την μάχη , τα ευρωπαϊκά στρατεύματα (που θεωρούνταν τα καλύτερα) είχαν ήδη ηττηθεί σε σειρά μαχών , γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα αρκετοί μουσουλμάνοι να εγκαταλείπουν την Ευρώπη επιστρέφοντας στην Ασία , ενώ ο Σουλτάνος Μουράτ με τα ασιατικά στρατεύματα παρέμενε εγκλωβισμένος στην ανατολή.
Όμως η ασυνεννοησία των δυτικών , η απίστευτη εχθρότητα του Ορθόδοξου κλήρου προς κάθε τι προερχόμενο από την δύση αλλά και η διπλωματία των Οθωμανών είχαν ως αποτέλεσμα το πέρασμα του Μουράτ στην Ευρώπη.
Και όμως παρότι μειονεκτούσαν αριθμητικά και παρά τα προβλήματα ομοιογένειας οι δυτικοί έφτασαν μια ανάσα από την νίκη , Οι Οθωμανοί είδαν το χάρο με τα μάτια τους και μόνο χάρις την γενναιότητα του Σουλτάνου μπόρεσαν να γυρίσουν την ύστατη στιγμή την κατάσταση.
Στην πραγματικότητα η βασική αιτία της ήττας στη Βάρνα ήταν η μη ουσιαστική εφαρμογή της ενωτικής πολιτικής που θα ένωνε και θα καθιστούσε ισχυρότερη την δυτική σταυροφορία και η απίστευτη εχθρότητα του ορθόδοξου ιερατείου κάθε φορά που η δύση ερχόταν να βοηθήσει.
Επόμενο σημείο που φυσικά διαφωνώ είναι η υποτιθέμενη αγάπη που είχε ο Μεχμέτ ο πορθητής για τους Έλληνες. Ο Μεχμέτ πράγματι επέδειξε μια μετριοπάθεια για τους υπόδουλους υπηκόους του, οι λόγοι όμως για την συμπεριφορά αυτή ήταν καθαρά πολιτικοί και συμφεροντολογικοί. Μην ξεχνάμε ότι οι Μουσουλμάνοι ήταν μικρή μειοψηφία ακόμη στα Βαλκάνια , επομένως ήταν επιτακτική ανάγκη το καλόπιασμα του κλήρου για να ελαχιστοποιηθεί το ενδεχόμενο συμμαχίας με τη δύση , ενώ κάποιοι έπρεπε να δουλεύουν προκειμένου να συντηρείται η κρατική μηχανή και ο στρατός…
Όμως και το παραμυθάκι ότι ο `` δούλος `` Γεννάδιος αντιμετωπιζόταν σαν φίλος λόγω της μόρφωσης του δεν στέκει …
Υπάρχουν πλέον σαφείς ενδείξεις ότι η σωτηρία και η τοποθέτηση του Γεννάδιου στον πατριαρχικό θρόνο ήταν ένα καλά μελετημένο σχέδιο (από πριν την άλωση) από φιλόδοξους Έλληνες που ήδη βρίσκονταν κοντά στον Σουλτάνο.
Οι άνθρωποι αυτοί φρόντιζαν να τοποθετούν δικούς τους ανθρώπους στον πατριαρχικό θρόνο και μάλιστα το 1474 ένας εξ αυτών (ο Πατριάρχης Μάξιμος άνθρωπος του μεγαλοεπιχειρηματία και φίλου του Σουλτάνου , Νικόλαου Ισίδωρου) ήταν που εισηγήθηκε να πληρώνει η εκκλησία (από χρήματα που θα μάζευε από τον απλό κόσμο) ετήσιο φόρο στους Οθωμανούς …
Επίσης δεν πείθει και το επιχείρημα ότι οι υπόδουλοι Χριστιανοί και Έλληνες περνούσαν καλύτερα υπό τον τουρκικό ζυγό παρά υπό το δυτικό…
Άλλωστε οι δυτικοί ούτε παιδομάζωμα εφάρμοζαν , αλλά και ούτε απαγόρευαν σε κάποιο να επιστρέψει ξανά στην θρησκεία του, ενώ στο Οθωμανικό κράτος και παρά τους νόμους πάντα υπήρχε ο κίνδυνος από την αυθαιρεσία της στιγμής του κάθε μουσουλμάνου .
Τέλος θα διαφωνήσω και με το τελικό συμπέρασμα ότι για να σωθεί το γένος , η μόνη λύση θα ήταν σώνει και καλά να υποταχθεί στους φίλους μας τους Τούρκους αυτά τα υποδείγματα ηθικής και ανεκτικότητας ….
RE:Λινάρδος Κωνσταντίνος
ΑπάντησηΔιαγραφήκ.Λινάρδε τα πραγματικά αίτια όλοι τα ξέρουμε και είναι από πολύ πιο πριν.
Ο κλήρος ήταν φυσικό να μισεί τους σφαγείς τους. Δεν είχαν κανέναν λόγο να κάνουν υποταγή σε αιρετικούς.
Τώρα οι σωτήριες συνταγές με τις σταυροφορίες, τους βασιλιάδες και τον πάπα, ότι και να γινόταν χαμένα θα πήγαιναν. Οι Οθωμανοί ήταν η ανερχόμενη δύναμη. Η ιστορία είχε ήδη τελειώσει και ότι ήταν να γίνει θα γινόταν.
Σχετικά με τον κλήρο επί Τουρκοκρατίας ούτε ο ίδιος ο κλήρος δεν έτρωγε σωστά και υπάρχουν στοιχεία γι'αυτό.
Με τους δυτικούς περνούσαν χειρότερα απ'τους Οθωμανούς και αυτό φαίνεται απ'την καταστροφή της αρχαίας Σπάρτης από έναν καθολικό μοναχό αλλά και από άλλες καταστροφές τους που έγιναν και κατά την διάρκεια της δικής τους κυριαρχίας από δήθεν πολιτισμένους λαούς.
Ξεχνάτε την προπαγάνδα των Φράγκων; Τους μάθαιναν Φραγκοελληνικά και ούτε να μορφωθούν μπορούσαν και ότι σχολή δημιουργούνταν την έκλειναν με το έτσι θέλω.
Συμπέρασμα: Καμιά σκλαβιά δεν είναι καλή. Τις ίδιες τακτικές εφάρμοζαν και οι 2.
Αγαπητέ Ανώνυμε ασφαλώς και καμιά σκλαβιά δεν είναι καλή και ακριβώς για το λόγο αυτό έπρεπε να εξαντληθεί κάθε πιθανότητα σωτηρίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο οι δυτικοί όσο και οι Οθωμανοί ήθελαν να υποτάξουν το βυζαντινό κράτος. Ο λαός με το αλάνθαστο κριτήριο του μάλιστα έλεγε :
ΑπάντησηΔιαγραφή`` Έχουμεν ω Αρχιερείς , δύο εχθρούς μεγάλους
Τους Τούρκους και τους Ιταλούς , τους φίλους τους μεγάλους.
Οι μεν να κυριεύσωσιν θέλουν την βασιλείαν,
Οι δεν να υποτάξωσιν ημών την Εκκλησίαν ``.
Ωστόσο μεταξύ των δύο πλευρών υπήρχε μια ουσιώδης διαφορά , οι δυτικοί ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν , ενώ οι Οθωμανοί και ήθελαν και μπορούσαν , για αυτό ήταν και ποιο επικίνδυνοι .
Όμως για την εκκλησία αυτό που προείχε από την αρχή (όταν οι Οθωμανοί ήταν ακόμη ορδές) ήταν πως θα σώσει τα δικά της προνόμια και καλοπέραση με βασικό της σκεπτικό αυτό ακριβώς που αναφέρεις , ότι όλα είναι χαμένα και μάταια , δηλαδή μοιρολατρία και ηττοπάθεια.
Όμως αν και τα πράγματα ήταν δύσκολα , τελειωμένο δεν ήταν τίποτε. Και φυσικά μεταξύ των δύο αναμφισβήτητα οι χειρότεροι από κάθε πλευρά ήταν οι Οθωμανοί Τούρκοι.
Κλασικό παράδειγμα η Πελοπόννησος που όταν το 1687 καταλήφθηκε από τους Ενετούς , ήταν αρκετοί οι Έλληνες που από διάφορες τουρκοκρατούμενες περιοχές κατέφυγαν εκεί. Μάλιστα αρκετοί βρήκαν και την ευκαιρία να επιστρέψουν στην Ορθοδοξία.
Όταν όμως οι Τούρκοι ανακατέλαβαν την Πελοπόννησο το 1715 , έσφαξαν όσους κατά τον καιρό της Ενετοκρατίας είχαν βρει την ευκαιρία να επιστρέψουν ξανά στον Χριστιανισμό…
( Κατεγράφησαν ουν όλαι οι κώμαι του Μωρέως ούσαι υπέρ τα δύο χιλιάδας με πολλούς κατοικητάς. Φονεύονται υπό του επιτρόπου εξ κακοπραγείς όπου παρηνώχλουν τους παραδοθέντας Χριστιανούς Ρωμαίους. Εις την Μισίστραν και την επαρχίαν της ήσαν πολλοί εξωμόται , οίτινες τουρκίσαντες πάλι εχριστιάνισαν όθεν δια προσταγής του εφονεύθησαν) (Αθανάσιου Υψηλάντη `` εκκλησιαστική και πολιτική ιστορία 1453-1789 `` Σελ. 298).
Αλλά και η εκπαίδευση για την οποίο κάνεις λόγο , είναι ένας τομέας όπου η διαφορά υπέρ των δυτικών ήταν μεγάλη. Για παράδειγμα ενώ οι Έλληνες που είχαν καταφύγει στην Ιταλία είχαν τυπογραφεία από τα τέλη του 15ου αιώνα , στην Κων/λη το πρώτο υπήρξε μόλις το 1630 και αυτό λίγο μετά καταστράφηκε…
Ενώ όπως καταγγέλει και ο Λεόντιος Ευστράτιος στον Κρούσιο : `` Ο ελληνικός κλήρος και οι επίσκοποι είναι στην πλειονότητα τους απαίδευτοι και προ ετών αντέδρασαν , όταν ο Πατριάρχης Ιερεμίας θέλησε να εισαγάγει σχολεία , παιδεία και τυπογραφία στην Ελλάδα γιατί φοβούνται ότι θα παραγκωνισθούν κατόπιν για την απαιδευσιά τους ``. (Εκδοτική Αθηνών , Τόμος Ι, Σελ. 376).
Την ίδια εποχή στον Χάνδακα αναφέρονται : 148 συμβολαιογράφοι , 68 ιατροί, 63 δικηγόροι και 41 ζωγράφοι. Και όλα αυτά σε πόλη 15.000 κατοίκων (Εκδοτική Αθηνών , Τόμος Ι, Σελ. 377).
Άρα κακό από κακό διαφέρει…
Re:Λινάρδος Κωνσταντίνος
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν είναι ηττοπάθεια, είναι η πραγματικότητα.
Το σύστημα του Βυζαντίου ήταν μοναρχία. Βασιζόταν στους αυτοκράτορες. Οι ίδιοι οι αυτοκράτορες πήγαιναν από δω και από κει ζητώντας βοήθεια και χάθηκε πολύτιμος χρόνος όλο αυτό τον καιρό... Κανείς δεν ήθελε να κάνει συμμαχία μαζί τους(για τους γνωστούς λόγους) ενώ θα μπορούσαν να βασιστούν στις δικές τους δυνάμεις που θα έφερνε και καλύτερα αποτελέσματα.
Έτσι η Βυζαντινή διοίκηση αφού δεν νοιαζόταν για τους πολίτες της και τα εδάφη της αλλά μόνο για την εξουσία της, αποφάσισε να συμβιβαστεί με τους Τούρκους που σαν αμόρφωτοι που ήταν θα μπορούσαν να τους ελέγχουν καλύτερα.
Σφαγές οι Τούρκοι έκαναν άπειρες και σώθηκε το γένος αλλά με τους Λατίνους δεν ξέρουμε τι θα γινόταν (οι οποίοι βομβάρδισαν και την ακρόπολη μην το ξεχνάμε αυτό...). Τα καλύτερα καταφύγια ήταν πρωτίστως η Μάνη και μετά η Λευκάδα και τα υπόλοιπα.
Οι θρησκευτικές ελευθερίες που άφηναν πιστεύω ότι ήταν για να φαίνονται καλύτεροι απ'τους Οθωμανούς και για άλλους θρησκευτικούς λόγους. Τα υπόλοιπα προβλήματα της παιδείας κ.α συνέχισαν να υπάρχουν.
Μιας και αναφέρατε την Βενετία το χρυσόβουλο το θυμάστε; Το πόσο ανεξάρτητα μπορεί να ήταν αυτά τα τυπογραφία και για πιο λόγο τους άφηναν δεν γνωρίζουμε.
Το πόσο ελεύθεροι ήμασταν με Λατίνους φαίνεται με την "ανεξαρτησία" μας.
Πρώτα απ'όλα κανείς κατακτητής δεν θέλει τους κατακτητές μορφωμένους. Στα "πολιτισμένα" και δυτικά επτάνησα ο Νικηφόρος Θεοτόκης τον 18ο αιώνα κι'όλας, προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα λαϊκό δημοτικό σχολείο (Ορθόδοξο δηλαδή) και οι Βενετοί δεν τον άφηναν. Οπότε κάποια συμφέροντα θα είχαν απ'τα τυπογραφεία. Για να έχουν τα βενετσιάνικα σχολεία και να φτιάχνουν μία γενιά "μορφωμένων", και να παίρνουν τα αξιώματα της Βενετίας στα Ιώνια νησιά...
Αντιθέτως στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα σε κάποιες περιοχές που οι πασάδες δεν ήταν τόσο σκληροί λάμβαναν και τον μπαχτσίσι τους και υπήρχαν σχολές για να μορφωθούν. π.χ σχολή Καρυτσιώτη, Αθωνιάδα κ.α...
Γνωρίζουμε πόσο τους πολέμησε ο αγ.Αθανάσιος ο Πάριος γιατί ήθελαν να δημιουργήσουν μία διαφορετική Ελλάδα.
Και ο Καποδίστριας Θεωρούσε τον Ελληνικό λαό καλύτερο από τους άλλους, γι' αυτό είπε στον Υπουργό Αποικιών της Αγγλίας για τον Μέντλαντ που εκείνη την εποχή ήταν διοικητής της Κέρκυρας στην Αγγλική κατάκτηση ότι «Αυτός» ο Μέντλαντ δηλαδή «συμπεριφέρεται στους Έλληνες σαν να είναι Ινδοί»! Άλλη μία μαρτυρία για την μεταχείριση των Ελλήνων από τους Δυτικούς.
Δείτε: http://www.diakonima.gr/2013/07/01/%CE%B7-%CE%AC%CE%BB%CF%89%CF%83%CE%B9%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B5%CF%89%CF%82-1453-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%BF-%CE%B4%CF%81%CE%AC%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B5/
Διαβάστε από "Η συνείδηση αυτή των Ανθενωτικών" μέχρι
"Είναι κοινή, άλλωστε, η γνώμη των βυζαντινολόγων, ότι στην κατάσταση που βρισκόταν στα μέσα του 15ου αιώνα η Αυτοκρατορία και αν δεν έπεφτε στους Οθωμανούς, θα καταντούσε ένα απλό προτεκτοράτο των δυτικών Κρατών ή του Πάπα."
Αγαπητέ Ανώνυμε επί της ουσίας επαναλαμβάνεις την πρώτη σου θέση (με παράθεση λίγο ανάκατων πάντως παραδειγμάτων ) ότι τα πάντα ήταν χαμένα και η υποταγή στους Τούρκους η μόνη επιβεβλημένη πολιτική, άποψη που σέβομαι μεν αλλά με την οποία δεν συμφωνώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε την σειρά μου θα σου επαναλάβω ότι τίποτε δεν είχε τελειώσει , πολύ περισσότερο που τις εποχές εκείνες η έννοια του κράτους και των ορίων του ήταν ακόμη ευμετάβλητη και η νίκη ή η ήττα σε μία μάχη (όπως αυτή της Βάρνας) μπορούσε ακόμη να επανιδρύσει ή να καταλύσει βασίλεια.
Στα μέσα του 15ου αιώνα αυτοί που απειλούσαν ευθέως την ύπαρξη του Βυζαντίου δεν ήταν πλέον οι δυτικοί αλλά οι Οθωμανοί.
Οι δυτικοί είχαν επιχειρήσει κατά το παρελθόν (σε καλύτερες εποχές για εκείνους) να υποτάξουν το Βυζάντιο αλλά απέτυχαν , αντίθετα τώρα οι Οθωμανοί όχι μόνο ήθελαν αλλά και έδειχναν ότι μπορούν…
Μόνη λύση για το Βυζάντιο ήταν η βοήθεια από την πολιτισμικά συγγενή του δύση που βεβαίως ζητούσε ανταλλάγματα με βασικότερο την ένωση των εκκλησιών, όμως αυτά δεν έθεταν σε κίνδυνο την ύπαρξη του.
Μην ξεχνάμε ότι η εποχή που οι Πάπες προκαλούσαν σταυροφορίες με μια επίκληση είχαν περάσει ανεπιστρεπτί , ενώ η πολιτική εξουσία θα παρέμενε στα χέρια των Παλαιολόγων.
Όμως η στάση και η συμπεριφορά που ακολούθησαν τελικά οι εκπρόσωποι του κλήρου ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια μιας λογικής άρνησης σε θεολογικά ζητήματα , για να μετατραπεί σε ένα κοινωνικό πολιτικό ρεύμα που διαμέσου μιας συστηματικής δημιουργίας κλίματος απέχθειας για τη δύση και σε ότι προερχόταν από εκεί (πολιτική που υφίσταται έως σήμερα) κατέληξε σε μια μοιρολατρική αποδοχή της τουρκικής κατάκτησης ως αναγκαίο κακό , γεγονός αναμφισβήτητα καταστροφικό.
Οι εκπρόσωποι του ιερατείου στην πραγματικότητα κοίταζαν πως θα σωθούν και πως θα διατηρήσουν οι ίδιοι τα προνόμια τους , εγκαταλείποντας το κράτος στην μοίρα του…
Όμως την αντίδραση σε οτιδήποτε μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα προνόμια τους , δεν την ακολούθησαν μόνο κατά τον καιρό της άλωσης αλλά από αιώνες πριν, γεγονός καθοριστικό για την τελική παρακμή και τον θάνατο του κράτους.
Η άλωση έδωσε τελικά ην δυνατότητα στους Τούρκους να εδραιωθούν για τα καλά στην περιοχή και τις συνέπειες της καλής γειτονίας τις βιώνουμε ακόμη και σήμερα…
Re:Λινάρδος Κωνσταντίνος
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για τον σεβασμό σας αλλά, βοήθεια από την Δύση είδατε; Και δεν λέω μόνο για τον πάπα αλλά για τις άλλες χώρες που ζήτησε καταφύγιο ο αυτοκράτορας.
Μόνο ο Ιουστινιάνης και αυτός πήγε εθελοντικά ΧΩΡΙΣ να του ζητήσει κανένας πάπας να πάει να βοηθήσει αυτούς τους δύσμοιρους που ζητούν και ένωση.
Και στο κάτω κάτω οι Κρητικοί εθελοντές και περισσότεροι ήταν και καλύτερη δουλειά κάνανε και πολέμησαν σε όλη την πολιορκία.
Η σταυροφορία απέτυχε καλώς ή κακώς.
Είπατε ότι "Μόνη λύση για το Βυζάντιο ήταν η βοήθεια από την πολιτισμικά συγγενή του δύση που βεβαίως ζητούσε ανταλλάγματα με βασικότερο την ένωση των εκκλησιών, όμως αυτά δεν έθεταν σε κίνδυνο την ύπαρξη του."
Θα σας πω κάτι σαν Ορθόδοξος που μπορείτε να το σχολιάσετε όπως θέλετε: Πιστεύετε ότι ο Χριστός θα άφηνε την εκκλησία του;
Τι λέτε; Αφού εξευτελίστηκαν οι αυτοκράτορες και τα πάντα η μόνη ελπίδα στον πιστό λαό ήταν η Ορθοδοξία. Όταν προδόθηκε και η τελευταία τους ελπίδα δεν είχαν άλλον λόγο ύπαρξης. Μόνο οι συμφεροντολόγοι ήθελαν ένωση όπως και σήμερα.
Οι λεγόμενοι "καθολικοί" μόνο καθολικοί δεν ήταν. Όπως ο Μ. Αθανάσιος ανέφερε στον πρώτο λόγο του «Κατά Αρειανούς»: <>
Οι ίδιοι οι "καθολικοί" είχαν αλλοιώσει το σύμβολο της Πίστεως σε συνόδους απ'τον Καρλομάγνο και είχαν δεχτεί μόνο τους 50 Αποστολικούς κανόνες από τους 85,ΑΛΑΘΗΤΟ και άλλα μύρια. Για πια ένωση μιλάμε; Αυτό είναι ίδιο πράγμα με το να τουρκέψει κάποιος.
"Όμως η στάση και- έως -γεγονός αναμφισβήτητα καταστροφικό. "
Ναι, γιατί στην μνήμη του λαού έμεινε βαθιά η λεηλασία του 1204 η οποία έγινε με προδοσία πάλι. Από τότε δεν μπόρεσε να ξανασταθεί στα πόδια του. Τι να λένε δηλαδή; "Μας αγαπάνε οι Λατίνοι. Είναι φίλοι μας;" Μετά από όσα τους έκαναν να τους ευχαριστήσουν δηλαδή.
Οι "μεγάλοι" του κλήρου ήθελαν την ένωση όπως οι σημερινοί. Ο απλός κλήρος(αγ.Μάρκος) και λαός δεν ήθελε.
Βέβαια οι Βυζαντινοί το θεωρούσαν αναγκαίο κακό γιατί πίστευαν όπως στις προηγούμενες πολιορκίες της Πόλης ότι θα τους βοηθήσει η Παναγία αλλά όταν προδίδεις την πίστη σου, η Παναγία δεν είναι πια διαθέσιμη. Αν δεν έχεις την στήριξη του Θεού δεν έχεις τίποτα. Είναι αναμενόμενο να χάσεις. Βυζαντινή λογική.
Τίποτε δεν θα είχε τελειώσει αν το Βυζάντιο έκανε μία σοβαρή πολιτική και άφηνε τις δουλοπρέπειες. Λάθος άνθρωποι στην λάθος εποχή. Αυτοί έπρεπε να ζούνε την περίοδο των Αγγέλων. Τότε χρειαζόμασταν έναν Βουλγαροκτόνο να κάνει την δουλειά του. Δείτε πως πήγαινε η Ελλάδα όταν ήταν εξαρτημένη από άλλους=πάντα δηλαδή και όταν δεν ήταν=εμφύλιοι σε κάθε ιστορική περίοδο για την εξάρτηση με μοναδική εξαίρεση τον Μ.Αλέξανδρο. Δικαίως ονομάστηκε Μέγας αφού κατάφερε να ενώσει τους Έλληνες και να πατάξει τους προδότες.
Λέτε ότι δεν μπορούσαν οι Δυτικοί. Αν μπορούσαν θα το έκαναν όμως. Εδώ φαίνεται το πρόσωπο τους. Σιγά μην δίναμε την ευκαιρία σε αυτούς για να γλιτώσουμε απ'τους Τούρκους. Αν σας μισεί ο άλλος εσείς θα του δώσετε ανταλλάγματα; Θα σας τσακίσει αν κάνατε τέτοιο πράγμα. Και αυτό έγινε με τους Τούρκους που τους τα δώσαμε όλα. Αν δεν γινόταν με τους Τούρκος θα γινόταν με τους Λατίνους. 2 Εχθροί με ίδια συμφέροντα.
"Οι εκπρόσωποι του ιερατείου- έως -κράτος στην μοίρα του… "
Το κράτος είναι δουλειά του αυτοκράτορα και του στρατού του και όχι του κλήρου.
Μετά βγήκε η έννοια πατρίδα και οι Διάκοι και Καραβαγγέληδες.
Αφήστε που αν έκαναν κάτι θα τους κατηγορούσαν σήμερα για όποιον λόγο έβρισκαν...
"Όμως την αντίδραση σε- έως -του κράτους."
Για πια γεγονότα μιλάτε;
"Η άλωση- έως -και σήμερα…"
Και των Λατίνων από όλες τις άλλες εποχές άμα το πάμε έτσι.
(όπως οι μεγάλες δυνάμεις,το 1829,μετά ο Καποδίστριας,το 1922 με το γράμμα του πάπα στον Κεμάλ και την deutsche bank,το 40' με τους Ιταλούς,το 74' με την βοήθεια του ΟΗΕ,σήμερα με την Γερμανία κ.ο.κ)
Μόνο κοινά συμφέροντα υπάρχουν όπως βλέπετε.
Με σεβασμό...
Μ.Αθανάσιος:
ΑπάντησηΔιαγραφή«[…] πως ανήκουν εις την καθολικήν Εκκλησίαν αυτοί που απετίναξαν την αποστολικήν πίστιν και επενόησαν καινούρια κακά […] ;».
Αγαπητέ Ανώνυμε η δύση βοήθησε το Βυζάντιο. Ακόμη και στην τελική πολιορκία της πόλης από τους 8-9.000 υπερασπιστές , οι 3-4 χιλιάδες ήταν ξένοι , ενώ ο ίδιος ο αυτοκράτορας τις περισσότερες πύλες όριζε να τις φυλάνε ξένοι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσωπικά δεν ανέφερα ότι οι δυτικοί ήταν περιστέρες , όμως την δεδομένη στιγμή ο κίνδυνος που απειλούσε το κράτος ήταν οι Οθωμανοί που σε κάθε περίπτωση ήταν και χειρότεροι.
Βασικός στόχος των Ενωτικών ήταν η (τυπική) ένωση των εκκλησιών ως το πρώτο βήμα για μια γενικότερη επαναπροσέγγιση με την δύση , γεγονός που θα αύξαινε τις πιθανότητες ισχυρής σταυροφορίας εναντίον των Οθωμανών.
Αυτή την πολιτική υποστήριζαν και οι ισχυρές ιταλικές πόλεις Ενετία και Γένουα που βρίσκονταν σε ένα διαρκή ανταγωνισμό και εχθρότητα μεταξύ τους και η αντιπαλότητα αυτή μπορούσε να ξεπερασθεί μόνο με τέτοιας μορφής συνασπισμό.
Αυτή την πολιτική πρότειναν μάλιστα οι Γενουάτες και για την πολιορκία του 1453 , όταν όμως δεν κατέστη δυνατή , αποφάσισαν να κρατήσουν ουδετερότητα.
Όμως όπως έχω ήδη αναφέρει η στάση της εκκλησίας εμπόδισε και ακύρωσε στην πράξη κάθε ενωτική πολιτική . Αλλά στην πραγματικότητα τι θα σήμαινε ένωση των εκκλησιών , τι θα άλλαζε στην καθημερινότητα του απλού πολίτη ; Το ότι θα επικαλείτο το όνομα του Πάπα στην λειτουργία και το Filioque , αυτές οι δύο ήταν επί της ουσίας οι βασικές αλλαγές , ο πιστός όχι μόνο θρησκεία δεν άλλαζε , αλλά ούτε καν το Ορθόδοξο τυπικό .
Όμως επειδή οι ανθενωτικοί ιερείς ήταν κατά βάση συμφεροντολόγοι , ξεσήκωναν και χαλούσαν τον κόσμο υποτίθεται για την πίστη , στην πραγματικότητα όμως για να περισώσουν τα προνόμια τους.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα αναφέρει ο θεολόγος και ιστορικός Γεώργιος Μουστάκης : `` Ο ίδιος ο λαός από την άλλη ο θλιβερός αυτός κομπάρσος ο πάντα ευκολόπιστος και πάντα προδομένος , συνεχώς διωκόμενος , φορτωμένος από αβάσταχτους φόρους και έχοντας στο κεφάλι του κάθε λογής και βαθμίδας κρατική και εκκλησιαστική καταπίεση και μένοντας σκοπίμως σε κατάσταση αμάθειας επηρεαζόταν και ξεσηκωνόταν εύκολα από τις σκοπίμως κυκλοφορούμενες φήμες για πρόσωπα θεσμούς και γεγονότα , έτσι επαναστατούσε και ξεσηκωνόταν για τη βελτίωση της ζωής του αλλά στην ουσία εξυπηρετούσε συμφέροντα και επιδιώξεις άλλων που καμιά σχέση και ενδιαφέρον δεν είχαν για αυτόν ``. (Γιώργος Μουστάκης `` Γιατί τούρκεψε το Βυζάντιο `` Σελ.. 11)
Μου αναφέρεις (και σωστά) ότι πολιτική εφαρμόζει το κράτος και όχι η εκκλησία . Στην περίπτωση όμως του Βυζαντίου η εκκλησία επενέβαινε στα του κράτους και πολλές φορές επέβαλλε την θέση της σε αυτό. Κλασική περίπτωση το ίδιο το σχίσμα του 1054 , όταν ο αυτοκράτορας επεδίωκε συμφιλίωση με τον Πάπα , όμως η αντίδραση της εκκλησίας είχε ως αποτέλεσμα το σχίσμα και την εκτόξευση του μίσους μεταξύ των δύο πλευρών.
Άρα για το διαρκώς αυξανόμενο μίσος η ευθύνη της εκκλησίας είναι μεγάλη και υπήρχε πριν από την σταυροφορία του 1204.
Κλασικό παράδειγμα τα γεγονότα του 1182 , όταν με παρότρυνση του κλήρου σφάχτηκαν οι περισσότεροι δυτικοί κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης.
Χαρακτηριστικά ο Παύλος Καλλιγάς αναφέρει : `` Ο Βυζαντινός κλήρος ενθάρρυνε αναίσχυντα τον όχλο να ξετρυπώσει τους Λατίνους μοναχούς και ιερείς. Ο Παπικός λεγάτος στην Κωνσταντινούπολη , ο Καρδινάλιος Ιωάννης αποκεφαλίστηκε. Το αποκομμένο κεφάλι του σύρθηκε στους δρόμους δεμένο στην ουρά ενός σκύλου. Στο τέλος περίπου τέσσερις χιλιάδες δυτικοί που γλύτωσαν το μακελειό πιάστηκαν και πουλήθηκαν σκλάβοι στους Τούρκους `` . (Παύλου Καλλιγά Λασκαρίδαι –Παλαιολόγοι 1204-1453, Σελ. 145-146).
Η ίδια η εκκλησία αρνιότανε με πείσμα να αγιοποιήσει πολεμιστές , αρνιότανε σε πολλές περιπτώσεις να παραχωρήσει μέρος της περιουσίας (που τόσο απλόχερα της είχε παραχωρηθεί ) για την βοήθεια του κράτους , δεν έκανε τίποτε για να μετριάσει το φαινόμενο της εισόδου νέων σε μοναστήρια που γλύτωναν έτσι τον στρατό, έριχνε το ηθικό του λαού με μοιρολατρίες και με μύθους για το μάταιο της επίγειας ζωής , όταν οι αντίστοιχοι ιμάμηδες ξεσήκωναν τον κόσμο τους για μια επιθετική πολιτική εναντίον του χριστιανισμού. Άρα οι ευθύνες της εκκλησίας είναι πολλές και διαχρονικά σημαντικές.
Όμως πέρα από το τι έκαναν ή τι δεν έκαναν οι δυτικοί καλό είναι να λέμε και τι έκανε η ίδια η εκκλησία για να βοηθήσει το κράτος , γιατί δεν μπορεί κάποιος να περιμένει την δική του σωτηρία μόνο από τους άλλους , κάπου πρέπει να βάλει και αυτός ένα χεράκι…
ΑπάντησηΔιαγραφήΌμως εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων η εκκλησία δεν έκανε τίποτε ή μάλλον φρόντιζε έγκαιρα να διασφαλίσει τα προνόμια της όπως έκανε η μονή Προδρόμου στις Σέρρες που γύρω στο 1325 , πριν καν έρθουν οι Οθωμανοί στην Ευρώπη πήγαν στον Σουλτάνο Οσμάν και του ζήτησαν να προστατεύσει την μονή: `` Όταν ευδοκήσει ο Θεός και έλθουν τα Οθωμανικά στρατεύματα και εις τα μέρη μας εδώ , να διατάξει η Μεγαλειότης του να προστατευθεί η μονή μας και να φυλαχθεί μαζί με όλα τα χωριά και τα κτήματα της `` . Πράγματι το 1373 όταν οι Τούρκοι ήρθαν στην περιοχή, δέχθηκαν το έγγραφο με τον τότε Σουλτάνο να το ανανεώνει με καινούργιο δικό του… (από επισκόπηση του αρχιμανδρίτη Γαβριήλ Κουντιάδη για την ιστορία της μονής και το βιβλίο του Σιέττου `` ο ανθελληνισμός στα εκκλησιαστικά και πατερικά κείμενα ).
Όμως και το επιχείρημα ότι το κράτος μετά το 1204 δεν ξανασήκωσε κεφάλι , διαψεύδεται από την πολιτική των αυτοκρατόρων της Νίκαιας που έστησαν κράτος από το μηδέν και το 1261 αυτό ήταν μικρότερο αλλά ισχυρότερο από το κράτος του 1204.
Μάλιστα ήταν και οι πρώτοι που απενεχοποίησαν και το όνομα Ελλάδα ,βάζοντας το ως δεύτερο πυλώνα στήριξης του κράτους , γεγονός που όμως προκάλεσε την μήνι της Εκκλησίας. Έτσι ο κλήρος βοήθησε τους οικονομικά ισχυρούς να εξοντώσουν την δυναστεία των Λασκαριδών ανεβάζοντας (με το αζημίωτο) στον θρόνο τον Μιχαήλ Παλαιολόγο που επανέφερε την προτεραία κατάσταση και τα λάθη της με τελικό αποτέλεσμα το 1453…
Τέλος τα λεγόμενα σου για την δύση (σεβαστά βεβαίως) , επιβεβαιώνουν τα όσα προανέφερα για το ότι η εκκλησιαστική πολιτική του ανθενωτισμού και το μίσος για την δύση εξακολουθεί να επηρεάζει αρκετούς μέχρι τις μέρες μας…
Είναι αρκετοί οι σημερινοί κύκλοι (εκκλησιαστικοί ή αριστεροί κατά βάση) που προσπαθούν να επιρρίψουν όλη την ευθύνη για την παρακμή και την υποταγή του μεσαιωνικού κράτους στη δύση , την στιγμή που αυτό μάλιστα υποτίθεται ότι ήταν έτοιμο να αναπτύξει την δική του αναγέννηση. Μάλιστα εμμέσως επιρρίπτουν στην δύση μεγάλο μέρος της ευθύνης και για τα σημερινά χάλια του κράτους.
Στην πραγματικότητα στόχος των κύκλων αυτών είναι να μετατοπιστούν αλλού οι ευθύνες των πολιτικών και εξουσιαστικών μηχανισμών του Βυζαντίου , των οποίων ο εγωκεντρισμός και η απληστία οδήγησαν το κράτος στην παρακμή, αλλά και να τεκμηριώσουν την αντιπάθεια τους για την δύση.
Με την λογική αυτή προσπαθούν να πετύχουν με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια. Δηλαδή αφενός αποσιωπούν την απουσία μιας σοβαρής προσπάθειας αντιστροφής της καθοδικής πορείας του κράτους , αφετέρου απενοχοποιούν το ρόλο του εκκλησιαστικού μηχανισμού που μεθοδευμένα και ιδιοτελώς κατασκεύασε κλίμα έντονης εχθρότητας για τη δύση και έμμεσης αποδοχής της Οθωμανικής κατάκτησης.
Re:Λινάρδος Κωνσταντίνος
ΑπάντησηΔιαγραφή"Η ίδια η εκκλησία αρνιότανε με πείσμα να αγιοποιήσει πολεμιστές , αρνιότανε σε πολλές "
Αν δεν ήταν άγιοι δεν είχαν λόγο να τους ανακηρύξουν. Και ναι ανακηρύξουν, γιατί δεν έχουμε κάποιο δικαίωμα να "αγιοποιούμε"
όπως κάνουν τώρα οι "καθολικοί".
Επίσης τα μοναστήρια δεν ήταν πρόβλημα σε μία αχανής αυτοκρατορία.(και οι μοναχοί σε σύγκριση με τον πληθυσμό ελάχιστοι...)
"με μοιρολατρίες και με μύθους για το μάταιο της επίγειας ζωής , "
Εις μάτην υμίν εστίν το ορθρίζειν... Και βέβαια είναι μάταια αν δεν είναι του Θεού.
"Μου αναφέρεις (και σωστά)-δύο πλευρών."
Στα θρησκευτικά θέματα φυσικά και μπορούσε να επεμβαίνει! Αφού και ο αυτοκράτορας ήταν στις Συνόδους και το κράτος ήταν πλέον Χριστιανικό.
Και δεν επεδίωκε συμφιλίωση αλλά προδοσία της πίστεως.
Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός μόνο συμφεροντολόγος δεν ήταν. Ήταν υπερασπιστής της πίστεως.
Και 2ον το filioque πάει ενάντια στην Σύνοδο της Νίκαιας-Κωνσταντινουπόλεως. Και αν δείτε το filioque είχε δημιουργηθεί από μία ψευδό-σύνοδο στο Τολέδο(την τρίτη απ'αυτές)ανάμεσα σε κάτι ΑΡΙΑΝΟΥΣ και εκβιασμένους απ'τους Βησιγότθους, Χριστιανούς επισκόπους.
"όταν οι αντίστοιχοι ιμάμηδες ξεσήκωναν τον κόσμο τους για μια επιθετική πολιτική εναντίον του χριστιανισμού."
Ωραία και εμείς αυτό να κάναμε...
Για δείτε τι θα άλλαζε από μία "ένωση":
http://www.impantokratoros.gr/papismos-xteskaisimera.el.aspx
http://www.egolpion.net/fwtios_sxisma.el.aspx
http://www.oodegr.com/oode/oikoymen/sxisma1.htm
http://www.oodegr.com/oode/papismos/airesi1.htm
Και τα καλά του παπισμού:
http://www.oodegr.com/oode/papismos/istorika/drasi_papismou_1600_1700.htm
http://www.oodegr.com/oode/papismos/istorika/antagwnismos_dyt_idewn1.htm
http://www.oodegr.com/oode/papismos/1821a.htm
Όπως έλεγε ο Ρωμανίδης:
http://palio.antibaro.gr/religion/rwmanidhs_ounia.htm
Δες από το σημείο 10) Μόλις πενηντατρία- έως το -1054.
Μάλλον οι "ενωτικοί" ήταν οι συμφεροντολόγοι.
" ο ανθελληνισμός στα εκκλησιαστικά και πατερικά κείμενα )." Πολύ ανθελληνισμός τι να σας πω... Ειδικά αύριο που γιορτάζει ο όσιος Σισώης ο Μέγας, εκείνο που θρηνούσε και έκλαιγε πάνω απ'τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν πολύ ανθελληνικό.
Όταν έχεις μία διεφθαρμένη αυτοκρατορία θα ζητήσεις απ'τους άλλους βοήθεια γιατί ξέρεις ότι θα καταστραφείς.
Ακόμα και τα ελευσίνια επέστρεφαν...
Έριδες και ίντριγκες και άλλα υπήρχαν στο Βυζάντιο ακόμα και με κληρικούς δεν το αρνιέμαι. Χαρακτηριστική η "σύνοδος" που εξόρισε τον Χρυσόστομο για να βάλει η αυτοκράτειρα τον δικό της.
"Είναι αρκετοί οι σημερινοί κύκλοι (εκκλησιαστικοί ή αριστεροί κατά βάση) που-στην δύση μεγάλο μέρος της ευθύνης και για τα σημερινά χάλια του κράτους.
Και βέβαια οι λόγοι που η αυτοκρατορία έπεσε ήταν πολλοί.
Δεν το απορρίπτω αυτό.
"Στην πραγματικότητα στόχος-για την δύση."
Καλά αν όμως είχαν σοβαρό σχέδιο,κέρδιζαν και γινόντουσαν ανεξάρτητοι άλλα θα λέγατε τώρα.
"Με την λογική αυτή-έμμεσης αποδοχής της Οθωμανικής κατάκτησης.
Καλά δεν ήταν αποδεχτή η Οθωμανική αυτοκρατορία και το μαρτυρούν οι εκατοντάδες εξεγέρσεις και μάλιστα και από κλήρους όπως ο Σκυλόσοφος ή ο Μακάριος Μάνης κ.α... Οι Βυζαντινοί δεν ήθελαν κανέναν να τους ελέγχει αλλά αυτοί να τους ελέγχουν. Με αυτήν την έννοια δέχτηκαν την Οθωμανική κυριαρχία. Αν είχαν τρόπο να την αποτινάξουν (χωρίς όμως να γίνουν παπικό προτεκτοράτο) θα το έκαναν (δεν μιλώ για τον Παλαιολόγο).
Και οι 2 να μας σκλαβώσουν ήθελαν. Εμείς ήμασταν διεφθαρμένοι και ότι και να κάναμε κάποιον σκλάβο θα είχαμε (φαίνεται πολύ αυτό όταν ο Παλαιολόγος τα δίνει όλα στους Σέρβους για "προστασία") Και οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν ήταν και οι καλύτεροι. Ο Θωμάς στον Μωριά έπινε το αίμα του λαού με τους φόρους του.
Οφείλω μία διόρθωση . Εκ παραδρομής έγραψα ότι η πηγή για τα γεγονότα του 1182 ήταν ο Παύλος Καλλιγάς , ενώ το ορθό ήταν o Donald Nicol από το `` Βυζάντιο και Βενετία`` σελ. 146-147.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό εκεί και πέρα και για να μην ανακυκλώνω τα ίδια θα επισημάνω απλώς στον αγαπητό Ανώνυμο ότι η άποψη του ότι η Εκκλησία έπραξε σωστά που δεν ξέφυγε από τον ρόλο της , πράγματι ευσταθεί από θεωρητικής πλευράς.
Όμως όταν έχουμε πόλεμο και μάλιστα το αντίστοιχο ιερατείο του εχθρού , όχι μόνο πρωτοστατεί στις επιθέσεις αλλά και προπαγανδίζει ότι οι νίκες του είναι και απόδειξη της ανωτερότητας της θρησκείας του , η μη αντίδραση της Εκκλησίας είναι καταστροφική.
Και ακριβώς αυτή η αδράνεια συνέβαλε τα μέγιστα αρχικά στην διάβρωση του ηθικού του λαού, στην κάμψη διάθεσης του για αντίσταση , στην αναίμακτη υποταγή του και τέλος στον εκούσιο εξισλαμισμό σημαντικού μέρους του πληθυσμού.
Να επισημάνω επίσης ότι φυσικά και δεν αμφισβητώ τον σημαντικό ρόλο που κατά καιρούς έχουν διαδραματίσει κληρικοί όπως είναι τα ονόματα που αναφέρονται από τον Ανώνυμο αλλά και άλλα πρόσωπα όπως ο Χρυσόστομος Σμύρνης ή ακόμη και στις μέρες μας ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος ένας κολοσσός ήθους και γνώσεων.
Όμως οι άνθρωποι αυτοί ειδικά στα χρόνια του Βυζαντίου και την Τουρκοκρατία ήταν μειοψηφία…
Τέλος σε ότι αφορά όλες αυτές τις παραπομπές που δίνεις , επειδή ο ελεύθερος χρόνος δεν είναι ανεξάντλητος και αφού τις έχεις ήδη διαβάσει , γράψε με δικά σου λόγια το κεντρικό νόημα και εδώ είμαστε να το συζητήσουμε…
Re: Λινάρδος Κωνσταντίνος
ΑπάντησηΔιαγραφή"Τέλος σε ότι αφορά όλες αυτές τις παραπομπές που δίνεις , επειδή ο ελεύθερος χρόνος δεν είναι ανεξάντλητος και αφού τις έχεις ήδη διαβάσει , γράψε με δικά σου λόγια το κεντρικό νόημα και εδώ είμαστε να το συζητήσουμε… "
Τίποτα για τo σχίσμα, τους παπικούς και επί Τουρκοκρατίας-1821 έλεγαν τα άρθρα... Για τα προηγούμενα που λέγαμε...
Για τα υπόλοιπα:
Τότε (στο Βυζάντιο) γνωρίζεται ότι ο ιερέας δεν είχε καμία σχέση με πράξεις βίας. Αυτό καθιερώθηκε πιο μετά για την ελευθερία της πατρίδος.
Το πολύ πολύ τότε να περιτριγυρίζουν με μια εικόνα και να ψέλνουν για την νίκη. Τίποτα παραπάνω.
Σχετικά με τους ιερείς και την εξουσία κτλ...: Εδώ υπήρχαν "ανάξιοι" πρεσβύτεροι την εποχή των Αποστόλων. Των Βυζαντινών σας πείραξε;
Το έθνος παρ'όλα αυτά που λέτε(εξισλαμισμοί) σώθηκε και πάλι χάρις την Εκκλησία. Χωρίς την Εκκλησία δεν ξέρουμε αν σήμερα θα μιλούσαμε Ελληνικά.
Όταν το σύστημα της χώρας είναι απόλυτη μοναρχία, την μέγιστη ευθύνη την είχαν οι αυτοκράτορες που ποτέ δεν έκαναν κάτι ουσιαστικό για να δυναμώσουν το Βυζάντιο.
Στο τέλος αυτοί οι άνθρωποι που αναφέρετε ήταν πάντα μειοψηφία.
Δυστυχώς, ακόμη καί σήμερα, ο θρησκευτικός φανατισμός καί η οθωμανολαγνεία εξακολουθούν νά έχουν στηρίγματα.....κρίμα πού οί ανώνυμοι (γιατί άραγε?) αντί επιχειρημάτων παραθέτουν κονσερβοποιημένη "γνώση".
ΑπάντησηΔιαγραφήRe:Xirot
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε πήραμε χαμπάρι...
Re: xinot
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσο συνδέεις την Ορθοδοξία με την Οθωμανολαγνεία μας αποκαλύπτεις τις ιστορικές σου γνώσεις.
http://www.youtube.com/watch?v=Qzk6Bu31Hqc&list=PLnp8tDKTsLaM2JaU04rmUTjJqeF2RTLSO&index=6
κανονικά σέ ανωνύμους δέν απαντώ, γιατί κάποιος πού είναι τόσο ανασφαλής καί αγοραφοβικός δέν επιζητεί τήν συζήτηση...απλώς θέλεινά προωθήσε, χωρίς νά εκτεθεί, τίς άρρωστες συνήθως απόψεις του...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜέ πήρατε λοιπόν "χαμπάρι" καί "γνωρίσατε" καί τό επίπεδο τών ιστορικών μου γνώσεων, προφανώς διά επιφοιτήσεως!
Καί προφανώς δέν καταλάβατε τίποτε, όταν σάν επιχείρημα χρησιμιποιείτε ένα άσχετο βίντεο...
Προφανώς δέν γνωρίζετε οτιδήποτε γιά τίς κ.κ. Κουλούρη, Ρεπούση, Βεντούρα, Λούβη κλπ κλπ, γιά τά διάφορα Κέντρα οθωμανολαγνείας μέ έδρα τήν Θεσ/νίκη κλπ.
Καί προφανέστατα ο πρωτόγονος "χριστιανισμός" σας σάς κάνει έναν πολύ καλό οθωμανολάγνο νέας κοπής...Καλόν θά ήταν νά έρθετε στήν Θράκη γιά νά απαλλαγείτε από τό μίασμα αυτό...άν καί δέν πιστεύω ότι μπορείτε νά είσθε αντικειμενικός...μέ τόσον τυφλόν φανατισμόν πού κουβαλάτε..
Μήπως θά είχατε τήν καλωνύνη νά μάς χαρίσετε τό ονοματάκι σας, γιά νά μπορέσουμε νά συζητήσουμε??
Re:xirot
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν θες μπορείς να μου δώσεις το e-mail σου και να συζητήσουμε πιο πολιτισμένα.
Στα υπόλοιπα δεν θα απαντήσω αφού έχουν ήδη αντικρουστεί και μάλλον τα αγνόησες.