Το Ρωσικό κόμμα, η συνωμοσία της "Φιλορθόδοξης Εταιρείας" και η εμπλοκή του Νικήτα Σταματελόπουλου (1839-1840)
γράφει ο Θανάσης Χρήστου
Η πολιτική κατάσταση της εποχής
Ο προσανατολισμός της ελληνικής κυβέρνησης ήταν φιλορωσικός και το πρόσωπο-κλειδί στις εσωτερικές διεργασίες και τις διοικητικές πρωτοβουλίες ήταν ο γραμματέας (υπουργός) των Εσωτερικών, Γεώργιος Γλαράκης. Σημαντικό ρόλο επίσης έπαιζε και ο γραμματέας των Εξωτερικών Κωνσταντίνος Ζωγράφος, πολιτικός αρχικά φιλοαγγλικών και στην συνέχεια φιλορωσικών πεποιθήσεων, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1839 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, για να συγχαρεί τον νέο σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ και ταυτόχρονα επιδίωξε να συνάψει μία εμπορική και πολιτική συμφωνία με την Υψηλή Πύλη, η οποία θα προωθούσε σημαντικά την διακρατική προσέγγιση και την ανάπτυξη του εμπορίου στην Μεσόγειο, ιδιαίτερα μετά την ανακίνηση του Ανατολικού Ζητήματος αυτήν ακριβώς την περίοδο (1839-1841) (1).
Την προεδρία, ωστόσο, του υπουργικού συμβουλίου την ασκούσε ο ίδιος ο Όθωνας, ο οποίος, παρά τη διαπιστωμένη διοικητική αναποτελεσματικότητά του, δεν έδειχνε να θέλει να εγκαταλείψει τις παλιές του συνήθειες, να εμπλέκεται σε κάθε είδους κυβερνητική δραστηριότητα. Έτσι, η ρωσική επιρροή στην κυβέρνηση και το έργο της ήταν εκ των πραγμάτων περιορισμένα, εφόσον από την μία πλευρά ο Όθωνας με τις παρεμβάσεις του και από την άλλη οι Βαυαροί στρατιωτικοί και ο ρόλος τους μέσα στο στράτευμα μείωναν κατά πολύ το πεδίο ελεύθερης δράσης. Περιοριστικά για την φιλορωσική παράταξη λειτουργούσε επίσης και η παρουσία του Α. J. Fr. de Regny στον οικονομικό τομέα της κυβέρνησης, ο οποίος εκπροσωπούσε την γαλλική επιρροή(2).
Στα τέλη του 1839 είχε γίνει πλέον σαφές ότι το ρωσικό κόμμα, παρά την πρωτοκαθεδρία του στο κυβερνητικό σχήμα, ήταν ουσιαστικά αποκλεισμένο από τους περισσότερο νευραλγικούς τομείς της διοίκησης, όπως ήταν ο οικονομικός και ο στρατιωτικός, καθώς και ο ευρύτερος συντονισμός του κυβερνητικού έργου. Επίσης, η απροσχημάτιστη αντίθεση του θρόνου στην παραχώρηση συντάγματος, σε συνδυασμό με τον οικονομικό μαρασμό όλων σχεδόν των παραγωγικών τάξεων της χώρας, δημιουργούσε τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη μιας σκληρής και ιδιότυπης αντιπολίτευσης κατά της κυβέρνησης και σε ορισμένες περιπτώσεις και κατά του Όθωνα. Μιας αντιπολίτευσης με ανατρεπτικές διαθέσεις, η οποία προερχόταν -και εδώ είναι το παράδοξο και εντυπωσιακό- από τους κόλπους του ίδιου κόμματος που έδινε τον παλμό και τα περισσότερα στελέχη στην κυβέρνηση(3).
Οι στόχοι των Φιλορθοδόξων
Ας σκιαγραφηθεί εδώ έστω και αδρά το πανόραμα του προγράμματος, των ιδεολογικών και πολιτικών στόχων, της δράσης των ηγετών και των πρωταγωνιστών της Φιλoρθόδoξης Εταιρείας, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο συνυφάνθηκε η παρουσία και η ανάμειξη των φοιτητών στις πράξεις της αποκάλυψης της συνωμοσίας των Φιλoρθoδόξων. Στις 22 Δεκεμβρίου 1839 (3 Ιανουαρίου 1840) ο Εμμανουήλ Παπάς, Μακεδόνας στην καταγωγή, παρουσιάσθηκε εθελοντικά στις δημόσιες Αρχές, με την ιδιότητα μέλους της άγνωστης έως τότε Φιλορθόδοξης Εταιρείας, και παρέδωσε στον Όθωνα μέσω του Τσάμη Καρατάσου έγγραφα, που ενοχοποιούσαν ως αρχηγέτες της εν λόγω οργάνωσης τον Νικήτα Σταματελόπουλο και τον Γεώργιο Καποδίστρια, νεότερο αδελφό του δολοφονημένου κυβερνήτη. Η ανοικτή αυτή καταγγελία επιβεβαίωσε στην κυβέρνηση με αφοπλιστικό τρόπο προγενέστερες πληροφορίες της. Μία μέρα αργότερα, η Χωροφυλακή ερεύνησε τα σπίτια του Καποδίστρια και του Σταματελόπουλου και κατάσχεσε έγγραφα, ενώ δύο μέρες αργότερα συνέλαβε και τους δύο. Ταυτόχρονα, οι Αρχές συνέλαβαν στις Σπέτσες και τον πράκτορα της Εταιρείας Νικόλαο Ρενιέρη, Πελοποννήσιο στην καταγωγή, ο οποίος ετοιμαζόταν να ταξιδεύσει στα Ιόνια Νησιά(4).
Πρωταρχικός σκοπός της Εταιρείας ήταν η απελευθέρωση των με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς οθωμανικών επαρχιών της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας, καθώς και η στήριξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας που περνούσε μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο, εξαιτίας της παρουσίας και των υπόλοιπων χριστιανικών ομολογιών στο ελληνικό κράτος. Τα κατασχεμένα έγγραφα και η καταγγελία του Εμμανουήλ Παπά οδήγησαν την κυβέρνηση στο συμπέρασμα ότι η οργάνωση των Φιλορθοδόξων σχεδίαζε να συλλάβει τον Όθωνα την Πρωτοχρονιά του 1840, κατά την διάρκεια της δοξολογίας, για να τον εξαναγκάσει είτε να ασπασθεί το ορθόδοξο δόγμα είτε να παραιτηθεί. Βέβαια, το βασιλικό ζεύγος πήγε στην εκκλησία την Πρωτοχρονιά, όπως είχε προγραμματισθεί, ενώ ένοπλοι φρουροί είχαν τοποθετηθεί στο προαύλιο της Μητρόπολης και το συγκεντρωμένο πλήθος, γνωρίζοντας για την συνωμοσία, επευφήμησε τους βασιλείς με ιδιαίτερα πανηγυρικό τρόπο(5).
Τα κυριότερα σημεία του προγράμματος και των απώτερων στόχων της Φιλoρθόδoξης Εταιρείας, όπως προκύπτουν από το «ανώνυμο υπόμνημα» που απόκειται στο Αρχείο Μαυροκορδάτου, θα μπορούσαν να συνοψισθούν στην συγκρότηση μιας κληρονομικής Γερουσίας, στελεχωμένης αποκλειστικά με αυτόχθονες και πρόεδρο τον Βιάρo Καποδίστρια, επίσης στον περιορισμό κατάληψης δημόσιου αξιώματος στους αυτόχθονες και σε ορισμένες μόνο κατηγορίες ετεροχθόνων. Σημαντική επιδίωξη ακόμα ήταν η διοικητική επανασύνδεση της ελλαδικής εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η απομάκρυνση όλων των ξένων ιεραποστολών και η απαγόρευση της κυκλοφορίας των δημοσιευμάτων τους, καθώς και η επιβολή στον Όθωνα να αναγνωρίσει το ορθόδοξο δόγμα ως επίσημη θρησκεία του κράτους και των διαδόχων του. Ξεχωριστή πρόνοια λαμβανόταν για την ικανοποίηση των οικονομικών απαιτήσεων της οικογένειας Καποδίστρια εκ μέρους του ελληνικού κράτους, την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων σε όλους όσοι αναμείχθηκαν στην δολοφονία του Καποδίστρια και ιδιαίτερα της οικογένειας Μαυρομιχάλη και των απογόνων της.
Ο Γεώργιος Γλαράκης θα αναλάμβανε την θέσπιση κανόνων για την λειτουργία και την διακυβέρνηση του κράτους, ενώ η σύγκληση μιας Εθνοσυνέλευσης υπό την μορφή συντακτικού
σώματος -και όχι νομοθετικού
που θα ανανεωνόταν περιοδικά- θα εξασφάλιζε το θεσμικό πλαίσιο του
προγράμματος των Φιλoρθoδόξων. Προκειμένου μάλιστα να προσδώσουν
αίγλη και κύρος στο πρόγραμμα αυτό, οι ρωσόφιλοι προσκάλεσαν το 1836
στην Ελλάδα τον Βιάρο Καποδίστρια, και όταν αυτός αρνήθηκε, κάλεσαν το
1838 τον νεότερο αδελφό του, Γεώργιο(6).
Η δομή της Φιλορθόδοξης
Η Φιλορθόδοξη Εταιρεία ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1839 και είχε ως πρότυπο για την οργάνωσή της την Φιλική Εταιρεία. Το διαρθρωτικό της σχήμα της επέτρεπε να κινείται με άνεση στην στρατολόγηση νέων μελών, στην οργάνωση ομάδων στην περιφέρεια και στην απόκρυψη των ηγετικών της στελεχών, σε περίπτωση που ξεσπούσε κάποια κρίση. Η ανώτατη εξουσία της Εταιρείας προβλεπόταν να συγκροτηθεί από τριμελή επιτροπή με έναν πολιτικό, έναν οπλαρχηγό και έναν κληρικό. Δύο μόνο άνθρωποι βρέθηκαν, ωστόσο, για να καλύψουν τις νευραλγικές αυτές θέσεις. Ο πολιτικός ήταν ο Γεώργιος Καποδίστριας και ο οπλαρχηγός ο Νικήτας Σταματελόπουλος. Όσο δε για το αξίωμα του κληρικού της ανώτατης επιτροπής, ο επίσκοπός του Δαμαλά, παρά τις πιέσεις που δέχθηκε από υψηλόβαθμα στελέχη, δεν το αποδέχθηκε και έτσι παρέμεινε κενό(7).
Για την ιεραρχική δόμηση των μελών της Εταιρείας προβλέπονταν τρεις διαδοχικοί βαθμοί. Ο «απλός» η κατώτερος βαθμός απονεμόταν σε μη δοκιμασμένα μέλη, μη ρωσόφιλους στις πολιτικές τους προτιμήσεις· σε αυτούς η Εταιρεία παρουσιαζόταν ως μία κίνηση με αλυτρωτικούς καθαρά σκοπούς. Ο «μέγας» η μεσαίος βαθμός επανδρωνόταν κυρίως από κληρικούς, οι οποίοι απέβλεπαν στην αποκατάσταση της Εκκλησίας στους ρόλους που είχε πριν από την διοικητική της αυτονόμηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το 1833. Ο ανώτερος βαθμός, ο «φρικτός», απαρτιζόταν από καταξιωμένους ρωσόφιλους πολιτικούς, διακεκριμένους οπλαρχηγούς και επιφανείς κληρικούς, οι οποίοι ήταν και οι μόνοι που γνώριζαν τα μακροπρόθεσμα σχέδια και τις διεκδικήσεις της Εταιρείας. Τα σχέδια αυτά συνοψίζονταν στην κατάκτηση του προβαδίσματος για το κόμμα των ναπαίων (δηλ. των ρωσοφίλων), στην επιβολή ενός ορθόδοξου βασιλείου, χωρίς να διευκρινίζεται αν ο Όθωνας θα εξαναγκαζόταν να ασπασθεί το ορθόδοξο δόγμα η θα αντικαθίστατο από άλλον ορθόδοξο βασιλιά.
Στο δομικό αυτό πλαίσιο της Εταιρείας σημαντικό ρόλο έπαιζαν τα στελέχη του μεσαίου βαθμού, διότι είχαν την δυνατότητα να ενεργούν ως «απόστολοι» για την στρατολόγηση νέων μελών· τους «αποστόλους» αυτούς μπορούσαν να τους ορίζουν μόνο οι κατέχοντες τον «φρικτό» βαθμό. Μέσα από την διαδικασία αυτή συγκροτούνταν αργά αλλά σταθερά οι οργανωτικοί πυρήνες της Εταιρείας, τόσο στην επαρχία όσο και στα μεγάλα αστικά κέντρα και την πρωτεύουσα της χώρας. Σύμφωνα με τον αριθμό των διπλωμάτων που είχαν εκδοθεί για τα οργανωμένα στελέχη, υπολογίσθηκε ότι ο αριθμός των μελών της Εταιρείας μόνο για την Αθήνα ξεπερνούσε τους χίλιους.
Η γρήγορη αυτή οργανωτική επάνδρωση της Εταιρείας των Φιλορθοδόξων
δημιούργησε στον Γεώργιο Καποδίστρια την ψευδαίσθηση ότι αυτός ήταν ο
πραγματικός ηγέτης των ρωσοφίλων, με συνέπεια να προκαλέσει την αντίθεση
των πραγματικών αρχηγών της παράταξης, οι οποίοι ήταν δυσαρεστημένοι
μαζί του. Τους τελευταίους ανησύχησε ιδιαίτερα η παρουσία δύο νέων και
αδοκίμαστων στελεχών στην Εταιρεία, του Νικόλαου Ρενιέρη και του
Εμμανουήλ Παπά, οι οποίοι είχαν στενές σχέσεις με τον Γεώργιο
Καποδίστρια και μάθαιναν καίρια μυστικά της οργάνωσης από τον Νικήτα
Σταματελόπουλο. Ο ουσιαστικός ηγετικός πυρήνας των ναπαίων με επικεφαλής τον Γεώργιο
Γλαράκη συμφώνησε να δεχθεί τους δύο αυτούς νέους στην Εταιρεία, υπό τον
όρο ότι ο Γεώργιος Καποδίστριας θα τους έστελνε εκτός της ελληνικής
επικράτειας· αποστολή που ο Γεώργιος Καποδίστριας οργάνωσε, αναθέτοντας
στον Εμμανουήλ Παπά τον ρόλο του πράκτορα της Εταιρείας στην Θεσσαλία
και την Μακεδονία και στο Νικόλαο Ρενιέρη τον αντίστοιχο ρόλο για τα
Επτάνησα(8).
Σχέδια δράσης
Οι καταστάσεις όμως αυτές εξελίχθηκαν διαφορετικά και ο Νικόλαος Ρενιέρης εξαιτίας της επιπολαιότητάς του έγινε αντιληπτός στις Σπέτσες από την κυβέρνηση, ενώ ο Εμμανουήλ Παπάς -παραμένοντας με κάποια προσχήματα στην Αθήνα- εξοργίσθηκε από την ηγεσία της οργάνωσης, επειδή δεν του ανέθεσε την θέση του γραμματέα της ανώτατης επιτροπής ακόμα διαπληκτίσθηκε με τον Γεώργιο Καποδίστρια, γιατί δεν ανταποκρίθηκε στην απαίτησή του να του δώσει 1.500 δραχμές για να φύγει, και έτσι αποφάσισε να προδώσει την ύπαρξη της Εταιρείας στην κυβέρνηση. Η εξέλιξη των πραγμάτων είναι από το χρονικό αυτό σημείο, την 22α Δεκεμβρίου 1839, και κατόπιν, γνωστή: έρευνες στα σπίτια των υπόπτων, κατασχέσεις αποδεικτικών στοιχείων, συλλήψεις των πρωταγωνιστών, εισαγγελική ανάκριση, παύση του Γεώργιου Γλαράκη από την γραμματεία των Εσωτερικών. Κοντολογίς άνοιξε μεμιάς το κεφάλαιο των κομματικών παθών και η πολιτική ζωή της χώρας εισήλθε στην δίνη σκληρών συγκρούσεων και πόλωσης, ενώ παρόμοιο κλίμα ο τόπος είχε να ζήσει από το 1833.
Ας σημειωθεί εδώ ότι τον Νοέμβριο του 1839, όταν στην κυβέρνηση άρχισαν να φθάνουν κάποιοι ψίθυροι σχετικά με την ύπαρξη μιας μυστικής συνωμοτικής Εταιρείας, η ηγεσία των ναπαίων αποφάσισε να κινητοποιηθεί, αν και δεν υπήρχε συγκεκριμένο σχέδιο δράσης. Έτσι, πολύ σύντομα οι ρωσόφιλοι μελέτησαν διάφορες φόρμουλες δράσης, από τις οποίες η σημαντικότερη ήταν η ταυτόχρονη εξέγερση της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου, η κατάληψη των φρουρίων του Μεσολογγίου και του Ναυπλίου, η τοποθέτηση φρουρών στις σημαντικότερες πόλεις και, τέλος, η συντονισμένη επίθεση κατά της Αθήνας. Το σχέδιο όμως αυτό εγκαταλείφθηκε, επειδή αντικειμενικά δεν συνέτρεχαν αρκετές από τις βασικές προϋποθέσεις επιτυχίας του. Από την πλευρά του Γεώργιου Καποδίστρια προτάθηκε ένα άλλο σχέδιο, να συγκεντρωθούν μυστικά 600 έως 800 στρατιώτες στην Αθήνα, προκειμένου να καταλάβουν το νομισματοκοπείο του κράτους και να αναστείλουν έτσι τις οικονομικές συναλλαγές της κυβέρνησης. Και η φόρμουλα αυτής της δράσης έμεινε ανεφάρμοστη, παρά την επίνευση όλων, εξαιτίας της αναποφασιστικότητας και της έλλειψης δυναμισμού των υπεύθυνων παραγόντων(9).
Πόλωση και συγκρούσεις
Με την αποκάλυψη της συνωμοσίας άναψε η διαμάχη ανάμεσα στις εφημερίδες των αντίπαλων πλευρών. Οι συνταγματικοί, δηλαδή οι αγγλόφιλοι και γαλλόφιλοι, άρπαξαν την ευκαιρία και επιτέθηκαν με σφοδρότητα εναντίον των ρωσοφίλων. Έτσι, η «Αθηνά», όργανο της αγγλικής παράταξης, κατηγόρησε στις 27 Δεκεμβρίου 1839 το κόμμα των ρωσοφίλων ως τον κύριο υπεύθυνο για την συνωμοσία που αποσκοπούσε στην ανατροπή του υφιστάμενου καθεστώτος. Έγραψε επίσης ότι οι υπεύθυνοι της πλεκτάνης είχαν διασυνδέσεις στην επαρχία και ότι η διπλωματική αποστολή της Ρωσίας είχε ενεργό συμμετοχή στο όλο σχέδιο. Θεωρούσε ότι η διάδοση φημών για κάποιες θρησκευτικές προφητείες που θα ευοδώνονταν μέσα στο 1840 προετοίμαζε τον λαό για το επικείμενο πραξικόπημα. Ακόμα, οι συνταγματικοί παρατηρούσαν ότι στους στόχους της ανατρεπτικής αυτής συνωμοσίας περιλαμβανόταν και η αποτίναξη της βρετανικής κυριαρχίας από τα Επτάνησα(10).
Ο «Αιών», δημοσιογραφικό οργανο των ρωσοφίλων, απαντώντας στην «Αθηνά», έγραψε για την συνωμοσία της Φιλορθόδοξης Εταιρείας λίγες μέρες μετά την αποκάλυψη, εμφανίζοντάς την σαν ένα ασήμαντο εγχείρημα του Εμμανουήλ Παπά και του Νικόλαου Ρενιέρη, τους οποίους θεωρούσε πράκτορες του εκθρονισμένου επισκόπου Αγαθάγγελου. Ο εν λόγω επίσκοπος βρισκόταν στην Τεργέστη και από εκεί εξύφαινε τα ανατρεπτικά του σχέδια. Ο «Αιών» θεωρούσε στόχο των Φιλορθοδόξων την απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας.
Σε επόμενα δημοσιεύματα άρχισε να καλλιεργεί την άποψη ότι ο Νικήτας Σταματελόπουλος και ο Γεώργιος Καποδίστριας δεν ήταν οι κύριοι υπεύθυνοι και ότι έπεσαν θύματα του Εμμανουήλ Παπά και του Νικόλαου Ρενιέρη, οι οποίοι ως όργανα των αγγλόφιλων προσπάθησαν εμπλέκοντάς τους να δυσφημήσουν το ρωσικό κόμμα. Επίσης, οι ρωσόφιλοι ισχυρίζονταν ότι η αγγλική παράταξη με αφορμή την συνωμοσία των Φιλορθοδόξων σκόπευε να επιτεθεί εναντίον της ρωσικής αντιπολίτευσης στο κοινοβούλιο των Ιονίων Νήσων και να προετοιμάσει έτσι την επάνοδό της στο πολιτικό προσκήνιο του ελληνικού κράτους. Εν ολίγοις, ο «Αιών» απαντούσε στην κατηγορία για «συνωμοσία των Ναπαίων» με μία εξίσου σοβαρή μομφή περί «αγγλικής μηχανορραφίας». Κανένας, ωστόσο, δεν θεώρησε σοβαρές τις κατηγορίες του «Αιώνος». Όλοι τις είδαν σαν ένα ευφυές τέχνασμα των ρωσοφίλων, για να αποσείσουν την κατηγορία εναντίον τους και να εξαναγκάσουν την αντιπολίτευση να υιοθετήσει στάση άμυνας(11).
Από τις φήμες στις δίκες
Προκειμένου να έχουμε το κλίμα της εποχής όσο το δυνατόν εναργέστερα, ας σημειωθεί ακόμα ότι στον Τύπο διατυπώνονταν σχόλια και φήμες που κυκλοφορούσαν σχετικά με καταστροφές και σφαγές που επρόκειτο δήθεν να κάνει η Εταιρεία των Φιλορθοδόξων. Όλα αυτά τα προαναγγελλόμενα δεινά, μάλιστα, είχαν άμεση σχέση με το Πανεπιστήμιο και την παιδεία. Χαρακτηριστικά ας αποθησαυρισθεί εδώ η παρατήρηση του «Αιώνος»: «Σφαγαί του αγίου Βαρθολομαίου ετεχνουργήθησαν, ως μέλλουσαι να ενεργηθώσι τη 1 Ιανουαρίου 1840, καθ’ όλων των ξένων παντός έθνους, καθ’ όλων των συνταγματικών, καθ’ όλων των πεπαιδευμένων. Πυρκαϊαί γενιτσαρικαί εμορφώθησαν κατά του Πανεπιστημίου, του Γυμνασίου και της δημοσίου Βιβλιοθήκης»(12).
Και σε επόμενα δημοσιεύματα καταγραφόταν σε περίοπτη θέση: «εμπρησμοί επίσης των Γυμνασίων και του Πανεπιστημίου, σφαγαί των λογίων και δολοφονία τις προωργανισμένη διεκωδωνίσθησαν παρά των ιδίων αυτών ανθρώπων εις τα 1839»21. Καθώς επίσης επισημαινόταν ότι: «Οι πλήρεις πάσης κακίας και αγυρτείας συκοφάνται των Αθηνών διεσάλπισαν φόνους κατά των Λογίων, πυρπολήσεις κατά του Πανεπιστημίου, σφαγάς των Αρχών, ανατροπήν των καθεστώτων και ενοχοποιήσεις κατά της Ιεράς Συνόδου».(13)
Η στάση του Όθωνα και της κυβέρνησης απέναντι στην συνωμοσία της Φιλoρθόδoξης Εταιρείας και τους πρωτεργάτες της ήταν επιεικής και ήπια και ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την στάση της αντιβασιλείας απέναντι στην «μείζονα» συνωμοσία του 1833 που είχαν οργανώσει και τότε οι ρωσόφιλοι. Το πνεύμα σύνεσης και αποσιώπησης της διαμάχης που επικράτησε από την πλευρά του Όθωνα οφείλεται περισσότερο στο ότι ήθελε να διατηρήσει τις ισορροπίες μεταξύ των κομμάτων· δεν ήθελε να αποξενώσει το ρωσικό, αλλά ούτε να πριμοδοτήσει το αγγλικό και το γαλλικό κόμμα· έτσι ώστε να βγει η χώρα με όσο το δυνατό λιγότερους κραδασμούς από τον στρόβιλο των κομματικών παθών, την στιγμή μάλιστα που σοβούσε η κρίση του Ανατολικού Ζητήματος (1839-1841). Οι πολύμηνες ανακρίσεις γύρω από την διαλεύκανση της πλεκτάνης οδήγησαν στην σύλληψη τριών ακόμα ατόμων, του Αναστάσιου Ανδρούτσου, του Κωνσταντίνου Μαυρογιάννη και του Πέτρου Βάλβη·κανενός όμως άλλου, πολύ δε λιγότερο από τον χώρο των φοιτητών. Και οι τρεις αυτοί ύποπτοι απαλλάχθηκαν στις 15 Μαΐου 1840 με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών της Αθήνας, λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων.
Οι τρεις κύριοι υπεύθυνοι, οι Νικήτας Σταματελόπουλος, Γεώργιος Καποδίστριας και Νικόλαος Ρενιέρης, παραπέμφθηκαν στις 11 Ιουλίου 1840 σε δίκη, κατηγορούμενοι οι δύο πρώτοι ως οργανωτές και ο τελευταίος ως πράκτορας μυστικής εταιρείας, της οποίας ο πρωταρχικός σκοπός ήταν ο αλύτρωτος Ελληνισμός. Ας υπογραμμισθεί ότι οι τρεις αυτοί κύριοι υπεύθυνοι παραπέμφθηκαν για πλημμέλημα και όχι για προδοσία, σύμφωνα με τα άρθρα 212, 214 και 217 του ποινικού κώδικα, τα οποία απαγόρευαν αυστηρά τις μυστικές εταιρείες. Η δίκη του Ιουλίου εξελίχθηκε σε έναν πόλεμο εγκλήσεων και αντεγκλήσεων, όπως ο εφημεριδογραφικός μεταξύ του «Αιώνος» και της «Αθηνάς» που μαινόταν από τον Ιανουάριο, με αποτέλεσμα οι πέντε δικαστές να καταλήξουν σε αθωωτική ετυμηγορία και για τους τρεις κατηγορουμένους. Η απόφαση αυτή εξόργισε τον Όθωνα, ο οποίος κατέφυγε σε διοικητικά μέτρα, διατάσσοντας την απέλαση του Γεώργιου Καποδίστρια από την Ελλάδα και τον περιορισμό του Νικήτα Σταματελόπουλου στην Αίγινα(14).
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. ΙΕΕ, τ. 13 (1977), σ. 70-81 και Μ. Θ. Λάσκαρις, Το Ανατολικόν Ζήτημα (1800-1923), Θεσσαλονίκη 1948, σ. 85-93.2. ΙΕΕ, τ. 13 (1987), σ. 76-77.
3. I. Wilharm, Die Anfange des griechischen Nationalstaates (1833-1843), Munchen-Wien 1973, σ. 225-231 και ειδικότερα σ. 230.
4. I. Α. Πετρόπουλος, ο.π., τ. 1. σ. 365-367, επίσης Β. Jelavich, «The Philorthodox Conspiracy of 1839», στο: Balkan Studies, τ. 71 (1966), σ. 89-102 και Nachlass Fr. C. von Savigny, Universitatsbibliothek: Munster, Κ 12, Επιστολή Κ.Δ. Σχινά προς Fr. C. και G. von Savigny, Αθήνα, 30 Δεκεμβρίου 1839.
5. «Αθηνά», αρ. φ. 683, 6 Ιανουαρίου 1840.
6. I. Α. Πετρόπουλος, ο.π., τ. 1. σ. 367-368 και 475. Το «ανώνυμο υπόμνημα» (χ.χ.) από το Αρχείο Μαυροκορδάτου, αρ. 5794, φακ. 21 (1841) δημοσιεύει ο Ι. Α. Πετρόπουλος, ο.π., τ. 2, σ. 727-744, ειδικότερα βλ. σ. 729.
7. Β. JeIavich, ο.π., σ. 101 και Ι. Α. Πετρόπουλος, ο.π., τ. 1, σ. 369.
8. ΙΕΕ, τ. 13 (1977), σ. 77-79 και Ι. Α. Πετρόπουλος, ο.π., τ. 1, σ. 369.
9. I. Α. Πετρόπουλος, ο.π., τ. 1, σ. 370-371.
10. Eνδεικτικά βλ. «Αθηνά», αρ. φ. 681, 27 Δεκεμβρίου 1839? αρ. φ. 682, 30 Δεκεμβρίου 1839· αρ. φ. 683, 6 Ιανουαρίου 1840 και αρ. φ. 684, 10 Ιανουαρίου 1840, επίσης βλ. B. Jelavich, ο.π., σ. 98.
11. Eνδεικτικά βλ. «Αιών», αρ. φ. 120-121-122, 1 Ιανουαρίου 1840, αρ. φ. 123, 3 Ιανουαρίου 1840· αρ. φ. 124, 3 Ιανουαρίου 1840. αρ. φ. 125, 10 Ιανουαρίου 1840 και αρ. φ. 126, 14 Ιανουαρίου 1840, επίσης βλ. ΙΕΕ, τ. 13 (1977), σ. 78.
12. O Σταμάτιος Κρήνoς (1815-1886) -το επώνυμό του στην νεότερη βιβλιογραφία συναντάται και ως Κρίνος- ήταν από τα πιο δυναμικά στελέχη των φοιτητικών κινητοποιήσεων της περιόδου 1839-1841. Το 1835 ήρθε στην Αθήνα και παρακολούθησε μαθήματα στο αρτιπαγές Φαρμακευτικό Σχολείο, από όπου το 1836 εξεταζόμενος από το Ιατροσυνέδριο πήρε το δίπλωμα του φαρμακοποιoύ. Προκειμένου να ολοκληρώσει την εγκύκλιο παιδεία του, εγγράφηκε στο Γυμνάσιο, ενώ συγχρόνως άνοιξε δικό του φαρμακείο. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο Κρήνος εγγράφηκε και στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δεν ευσταθεί όμως η άποψη αυτή, διότι μία συστηματική έρευνα στο «Μητρώο των φοιτητών του εν Αθήναις Βασιλικού Πανεπιστημίου Όθωνος» έδειξε ότι το όνομά του δεν ανευρίσκεται ανάμεσα στα άλλα.
Το 1841 ο Κρήνος πήγε για μία διετία στην Πίζα και κατόπιν ως το 1846 στο Παρίσι για ανώτερες σπουδές. Στην Αθήνα επανήλθε το 1850 και έγινε υφηγητής της Οργανικής Χημείας και το 1861 διορίσθηκε τακτικός καθηγητής της Φαρμακολογίας και Φαρμακευτικής στην Ιατρική Σχολή. Υπήρξε μία ενδιαφέρουσα προσωπικότητα και κατέλιπε σημαντικό συγγραφικό έργο. Για περισσότερα βλ. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 15, σ. 226, επίσης Χ. Λάζος, Ελληνικό φοιτητικό κίνημα (1821-1973), Αθήνα 1987, σ. 60-62 και Γ. Η. Πεντόγαλος, Σχολεία Ιατρικής Παιδείας στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 33-34 και 129-130.
13. «Αιών», αρ. φ. 120-121-122, 1 Ιανουαρίου 1840.
14. «Αιών», αρ. φ. 131, 28 Ιανουαρίου 1840.
Πηγή
http://www.pemptousia.com/?p=8855
Η πολιτική κατάσταση της εποχής
Ο προσανατολισμός της ελληνικής κυβέρνησης ήταν φιλορωσικός και το πρόσωπο-κλειδί στις εσωτερικές διεργασίες και τις διοικητικές πρωτοβουλίες ήταν ο γραμματέας (υπουργός) των Εσωτερικών, Γεώργιος Γλαράκης. Σημαντικό ρόλο επίσης έπαιζε και ο γραμματέας των Εξωτερικών Κωνσταντίνος Ζωγράφος, πολιτικός αρχικά φιλοαγγλικών και στην συνέχεια φιλορωσικών πεποιθήσεων, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1839 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, για να συγχαρεί τον νέο σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ και ταυτόχρονα επιδίωξε να συνάψει μία εμπορική και πολιτική συμφωνία με την Υψηλή Πύλη, η οποία θα προωθούσε σημαντικά την διακρατική προσέγγιση και την ανάπτυξη του εμπορίου στην Μεσόγειο, ιδιαίτερα μετά την ανακίνηση του Ανατολικού Ζητήματος αυτήν ακριβώς την περίοδο (1839-1841) (1).
Την προεδρία, ωστόσο, του υπουργικού συμβουλίου την ασκούσε ο ίδιος ο Όθωνας, ο οποίος, παρά τη διαπιστωμένη διοικητική αναποτελεσματικότητά του, δεν έδειχνε να θέλει να εγκαταλείψει τις παλιές του συνήθειες, να εμπλέκεται σε κάθε είδους κυβερνητική δραστηριότητα. Έτσι, η ρωσική επιρροή στην κυβέρνηση και το έργο της ήταν εκ των πραγμάτων περιορισμένα, εφόσον από την μία πλευρά ο Όθωνας με τις παρεμβάσεις του και από την άλλη οι Βαυαροί στρατιωτικοί και ο ρόλος τους μέσα στο στράτευμα μείωναν κατά πολύ το πεδίο ελεύθερης δράσης. Περιοριστικά για την φιλορωσική παράταξη λειτουργούσε επίσης και η παρουσία του Α. J. Fr. de Regny στον οικονομικό τομέα της κυβέρνησης, ο οποίος εκπροσωπούσε την γαλλική επιρροή(2).
Στα τέλη του 1839 είχε γίνει πλέον σαφές ότι το ρωσικό κόμμα, παρά την πρωτοκαθεδρία του στο κυβερνητικό σχήμα, ήταν ουσιαστικά αποκλεισμένο από τους περισσότερο νευραλγικούς τομείς της διοίκησης, όπως ήταν ο οικονομικός και ο στρατιωτικός, καθώς και ο ευρύτερος συντονισμός του κυβερνητικού έργου. Επίσης, η απροσχημάτιστη αντίθεση του θρόνου στην παραχώρηση συντάγματος, σε συνδυασμό με τον οικονομικό μαρασμό όλων σχεδόν των παραγωγικών τάξεων της χώρας, δημιουργούσε τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη μιας σκληρής και ιδιότυπης αντιπολίτευσης κατά της κυβέρνησης και σε ορισμένες περιπτώσεις και κατά του Όθωνα. Μιας αντιπολίτευσης με ανατρεπτικές διαθέσεις, η οποία προερχόταν -και εδώ είναι το παράδοξο και εντυπωσιακό- από τους κόλπους του ίδιου κόμματος που έδινε τον παλμό και τα περισσότερα στελέχη στην κυβέρνηση(3).
Οι στόχοι των Φιλορθοδόξων
Ας σκιαγραφηθεί εδώ έστω και αδρά το πανόραμα του προγράμματος, των ιδεολογικών και πολιτικών στόχων, της δράσης των ηγετών και των πρωταγωνιστών της Φιλoρθόδoξης Εταιρείας, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο συνυφάνθηκε η παρουσία και η ανάμειξη των φοιτητών στις πράξεις της αποκάλυψης της συνωμοσίας των Φιλoρθoδόξων. Στις 22 Δεκεμβρίου 1839 (3 Ιανουαρίου 1840) ο Εμμανουήλ Παπάς, Μακεδόνας στην καταγωγή, παρουσιάσθηκε εθελοντικά στις δημόσιες Αρχές, με την ιδιότητα μέλους της άγνωστης έως τότε Φιλορθόδοξης Εταιρείας, και παρέδωσε στον Όθωνα μέσω του Τσάμη Καρατάσου έγγραφα, που ενοχοποιούσαν ως αρχηγέτες της εν λόγω οργάνωσης τον Νικήτα Σταματελόπουλο και τον Γεώργιο Καποδίστρια, νεότερο αδελφό του δολοφονημένου κυβερνήτη. Η ανοικτή αυτή καταγγελία επιβεβαίωσε στην κυβέρνηση με αφοπλιστικό τρόπο προγενέστερες πληροφορίες της. Μία μέρα αργότερα, η Χωροφυλακή ερεύνησε τα σπίτια του Καποδίστρια και του Σταματελόπουλου και κατάσχεσε έγγραφα, ενώ δύο μέρες αργότερα συνέλαβε και τους δύο. Ταυτόχρονα, οι Αρχές συνέλαβαν στις Σπέτσες και τον πράκτορα της Εταιρείας Νικόλαο Ρενιέρη, Πελοποννήσιο στην καταγωγή, ο οποίος ετοιμαζόταν να ταξιδεύσει στα Ιόνια Νησιά(4).
Πρωταρχικός σκοπός της Εταιρείας ήταν η απελευθέρωση των με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς οθωμανικών επαρχιών της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας, καθώς και η στήριξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας που περνούσε μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο, εξαιτίας της παρουσίας και των υπόλοιπων χριστιανικών ομολογιών στο ελληνικό κράτος. Τα κατασχεμένα έγγραφα και η καταγγελία του Εμμανουήλ Παπά οδήγησαν την κυβέρνηση στο συμπέρασμα ότι η οργάνωση των Φιλορθοδόξων σχεδίαζε να συλλάβει τον Όθωνα την Πρωτοχρονιά του 1840, κατά την διάρκεια της δοξολογίας, για να τον εξαναγκάσει είτε να ασπασθεί το ορθόδοξο δόγμα είτε να παραιτηθεί. Βέβαια, το βασιλικό ζεύγος πήγε στην εκκλησία την Πρωτοχρονιά, όπως είχε προγραμματισθεί, ενώ ένοπλοι φρουροί είχαν τοποθετηθεί στο προαύλιο της Μητρόπολης και το συγκεντρωμένο πλήθος, γνωρίζοντας για την συνωμοσία, επευφήμησε τους βασιλείς με ιδιαίτερα πανηγυρικό τρόπο(5).
Τα κυριότερα σημεία του προγράμματος και των απώτερων στόχων της Φιλoρθόδoξης Εταιρείας, όπως προκύπτουν από το «ανώνυμο υπόμνημα» που απόκειται στο Αρχείο Μαυροκορδάτου, θα μπορούσαν να συνοψισθούν στην συγκρότηση μιας κληρονομικής Γερουσίας, στελεχωμένης αποκλειστικά με αυτόχθονες και πρόεδρο τον Βιάρo Καποδίστρια, επίσης στον περιορισμό κατάληψης δημόσιου αξιώματος στους αυτόχθονες και σε ορισμένες μόνο κατηγορίες ετεροχθόνων. Σημαντική επιδίωξη ακόμα ήταν η διοικητική επανασύνδεση της ελλαδικής εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η απομάκρυνση όλων των ξένων ιεραποστολών και η απαγόρευση της κυκλοφορίας των δημοσιευμάτων τους, καθώς και η επιβολή στον Όθωνα να αναγνωρίσει το ορθόδοξο δόγμα ως επίσημη θρησκεία του κράτους και των διαδόχων του. Ξεχωριστή πρόνοια λαμβανόταν για την ικανοποίηση των οικονομικών απαιτήσεων της οικογένειας Καποδίστρια εκ μέρους του ελληνικού κράτους, την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων σε όλους όσοι αναμείχθηκαν στην δολοφονία του Καποδίστρια και ιδιαίτερα της οικογένειας Μαυρομιχάλη και των απογόνων της.
Ο Γεώργιος Γλαράκης θα αναλάμβανε την θέσπιση κανόνων για την λειτουργία και την διακυβέρνηση του κράτους, ενώ η σύγκληση μιας Εθνοσυνέλευσης υπό την μορφή συντακτικού
Γεώργιος Γλαράκης |
Η δομή της Φιλορθόδοξης
Η Φιλορθόδοξη Εταιρεία ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1839 και είχε ως πρότυπο για την οργάνωσή της την Φιλική Εταιρεία. Το διαρθρωτικό της σχήμα της επέτρεπε να κινείται με άνεση στην στρατολόγηση νέων μελών, στην οργάνωση ομάδων στην περιφέρεια και στην απόκρυψη των ηγετικών της στελεχών, σε περίπτωση που ξεσπούσε κάποια κρίση. Η ανώτατη εξουσία της Εταιρείας προβλεπόταν να συγκροτηθεί από τριμελή επιτροπή με έναν πολιτικό, έναν οπλαρχηγό και έναν κληρικό. Δύο μόνο άνθρωποι βρέθηκαν, ωστόσο, για να καλύψουν τις νευραλγικές αυτές θέσεις. Ο πολιτικός ήταν ο Γεώργιος Καποδίστριας και ο οπλαρχηγός ο Νικήτας Σταματελόπουλος. Όσο δε για το αξίωμα του κληρικού της ανώτατης επιτροπής, ο επίσκοπός του Δαμαλά, παρά τις πιέσεις που δέχθηκε από υψηλόβαθμα στελέχη, δεν το αποδέχθηκε και έτσι παρέμεινε κενό(7).
Για την ιεραρχική δόμηση των μελών της Εταιρείας προβλέπονταν τρεις διαδοχικοί βαθμοί. Ο «απλός» η κατώτερος βαθμός απονεμόταν σε μη δοκιμασμένα μέλη, μη ρωσόφιλους στις πολιτικές τους προτιμήσεις· σε αυτούς η Εταιρεία παρουσιαζόταν ως μία κίνηση με αλυτρωτικούς καθαρά σκοπούς. Ο «μέγας» η μεσαίος βαθμός επανδρωνόταν κυρίως από κληρικούς, οι οποίοι απέβλεπαν στην αποκατάσταση της Εκκλησίας στους ρόλους που είχε πριν από την διοικητική της αυτονόμηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το 1833. Ο ανώτερος βαθμός, ο «φρικτός», απαρτιζόταν από καταξιωμένους ρωσόφιλους πολιτικούς, διακεκριμένους οπλαρχηγούς και επιφανείς κληρικούς, οι οποίοι ήταν και οι μόνοι που γνώριζαν τα μακροπρόθεσμα σχέδια και τις διεκδικήσεις της Εταιρείας. Τα σχέδια αυτά συνοψίζονταν στην κατάκτηση του προβαδίσματος για το κόμμα των ναπαίων (δηλ. των ρωσοφίλων), στην επιβολή ενός ορθόδοξου βασιλείου, χωρίς να διευκρινίζεται αν ο Όθωνας θα εξαναγκαζόταν να ασπασθεί το ορθόδοξο δόγμα η θα αντικαθίστατο από άλλον ορθόδοξο βασιλιά.
Στο δομικό αυτό πλαίσιο της Εταιρείας σημαντικό ρόλο έπαιζαν τα στελέχη του μεσαίου βαθμού, διότι είχαν την δυνατότητα να ενεργούν ως «απόστολοι» για την στρατολόγηση νέων μελών· τους «αποστόλους» αυτούς μπορούσαν να τους ορίζουν μόνο οι κατέχοντες τον «φρικτό» βαθμό. Μέσα από την διαδικασία αυτή συγκροτούνταν αργά αλλά σταθερά οι οργανωτικοί πυρήνες της Εταιρείας, τόσο στην επαρχία όσο και στα μεγάλα αστικά κέντρα και την πρωτεύουσα της χώρας. Σύμφωνα με τον αριθμό των διπλωμάτων που είχαν εκδοθεί για τα οργανωμένα στελέχη, υπολογίσθηκε ότι ο αριθμός των μελών της Εταιρείας μόνο για την Αθήνα ξεπερνούσε τους χίλιους.
Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς ο "Τουρκοφάγος") |
Σχέδια δράσης
Οι καταστάσεις όμως αυτές εξελίχθηκαν διαφορετικά και ο Νικόλαος Ρενιέρης εξαιτίας της επιπολαιότητάς του έγινε αντιληπτός στις Σπέτσες από την κυβέρνηση, ενώ ο Εμμανουήλ Παπάς -παραμένοντας με κάποια προσχήματα στην Αθήνα- εξοργίσθηκε από την ηγεσία της οργάνωσης, επειδή δεν του ανέθεσε την θέση του γραμματέα της ανώτατης επιτροπής ακόμα διαπληκτίσθηκε με τον Γεώργιο Καποδίστρια, γιατί δεν ανταποκρίθηκε στην απαίτησή του να του δώσει 1.500 δραχμές για να φύγει, και έτσι αποφάσισε να προδώσει την ύπαρξη της Εταιρείας στην κυβέρνηση. Η εξέλιξη των πραγμάτων είναι από το χρονικό αυτό σημείο, την 22α Δεκεμβρίου 1839, και κατόπιν, γνωστή: έρευνες στα σπίτια των υπόπτων, κατασχέσεις αποδεικτικών στοιχείων, συλλήψεις των πρωταγωνιστών, εισαγγελική ανάκριση, παύση του Γεώργιου Γλαράκη από την γραμματεία των Εσωτερικών. Κοντολογίς άνοιξε μεμιάς το κεφάλαιο των κομματικών παθών και η πολιτική ζωή της χώρας εισήλθε στην δίνη σκληρών συγκρούσεων και πόλωσης, ενώ παρόμοιο κλίμα ο τόπος είχε να ζήσει από το 1833.
Ας σημειωθεί εδώ ότι τον Νοέμβριο του 1839, όταν στην κυβέρνηση άρχισαν να φθάνουν κάποιοι ψίθυροι σχετικά με την ύπαρξη μιας μυστικής συνωμοτικής Εταιρείας, η ηγεσία των ναπαίων αποφάσισε να κινητοποιηθεί, αν και δεν υπήρχε συγκεκριμένο σχέδιο δράσης. Έτσι, πολύ σύντομα οι ρωσόφιλοι μελέτησαν διάφορες φόρμουλες δράσης, από τις οποίες η σημαντικότερη ήταν η ταυτόχρονη εξέγερση της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου, η κατάληψη των φρουρίων του Μεσολογγίου και του Ναυπλίου, η τοποθέτηση φρουρών στις σημαντικότερες πόλεις και, τέλος, η συντονισμένη επίθεση κατά της Αθήνας. Το σχέδιο όμως αυτό εγκαταλείφθηκε, επειδή αντικειμενικά δεν συνέτρεχαν αρκετές από τις βασικές προϋποθέσεις επιτυχίας του. Από την πλευρά του Γεώργιου Καποδίστρια προτάθηκε ένα άλλο σχέδιο, να συγκεντρωθούν μυστικά 600 έως 800 στρατιώτες στην Αθήνα, προκειμένου να καταλάβουν το νομισματοκοπείο του κράτους και να αναστείλουν έτσι τις οικονομικές συναλλαγές της κυβέρνησης. Και η φόρμουλα αυτής της δράσης έμεινε ανεφάρμοστη, παρά την επίνευση όλων, εξαιτίας της αναποφασιστικότητας και της έλλειψης δυναμισμού των υπεύθυνων παραγόντων(9).
Πόλωση και συγκρούσεις
Με την αποκάλυψη της συνωμοσίας άναψε η διαμάχη ανάμεσα στις εφημερίδες των αντίπαλων πλευρών. Οι συνταγματικοί, δηλαδή οι αγγλόφιλοι και γαλλόφιλοι, άρπαξαν την ευκαιρία και επιτέθηκαν με σφοδρότητα εναντίον των ρωσοφίλων. Έτσι, η «Αθηνά», όργανο της αγγλικής παράταξης, κατηγόρησε στις 27 Δεκεμβρίου 1839 το κόμμα των ρωσοφίλων ως τον κύριο υπεύθυνο για την συνωμοσία που αποσκοπούσε στην ανατροπή του υφιστάμενου καθεστώτος. Έγραψε επίσης ότι οι υπεύθυνοι της πλεκτάνης είχαν διασυνδέσεις στην επαρχία και ότι η διπλωματική αποστολή της Ρωσίας είχε ενεργό συμμετοχή στο όλο σχέδιο. Θεωρούσε ότι η διάδοση φημών για κάποιες θρησκευτικές προφητείες που θα ευοδώνονταν μέσα στο 1840 προετοίμαζε τον λαό για το επικείμενο πραξικόπημα. Ακόμα, οι συνταγματικοί παρατηρούσαν ότι στους στόχους της ανατρεπτικής αυτής συνωμοσίας περιλαμβανόταν και η αποτίναξη της βρετανικής κυριαρχίας από τα Επτάνησα(10).
Ο «Αιών», δημοσιογραφικό οργανο των ρωσοφίλων, απαντώντας στην «Αθηνά», έγραψε για την συνωμοσία της Φιλορθόδοξης Εταιρείας λίγες μέρες μετά την αποκάλυψη, εμφανίζοντάς την σαν ένα ασήμαντο εγχείρημα του Εμμανουήλ Παπά και του Νικόλαου Ρενιέρη, τους οποίους θεωρούσε πράκτορες του εκθρονισμένου επισκόπου Αγαθάγγελου. Ο εν λόγω επίσκοπος βρισκόταν στην Τεργέστη και από εκεί εξύφαινε τα ανατρεπτικά του σχέδια. Ο «Αιών» θεωρούσε στόχο των Φιλορθοδόξων την απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας.
Σε επόμενα δημοσιεύματα άρχισε να καλλιεργεί την άποψη ότι ο Νικήτας Σταματελόπουλος και ο Γεώργιος Καποδίστριας δεν ήταν οι κύριοι υπεύθυνοι και ότι έπεσαν θύματα του Εμμανουήλ Παπά και του Νικόλαου Ρενιέρη, οι οποίοι ως όργανα των αγγλόφιλων προσπάθησαν εμπλέκοντάς τους να δυσφημήσουν το ρωσικό κόμμα. Επίσης, οι ρωσόφιλοι ισχυρίζονταν ότι η αγγλική παράταξη με αφορμή την συνωμοσία των Φιλορθοδόξων σκόπευε να επιτεθεί εναντίον της ρωσικής αντιπολίτευσης στο κοινοβούλιο των Ιονίων Νήσων και να προετοιμάσει έτσι την επάνοδό της στο πολιτικό προσκήνιο του ελληνικού κράτους. Εν ολίγοις, ο «Αιών» απαντούσε στην κατηγορία για «συνωμοσία των Ναπαίων» με μία εξίσου σοβαρή μομφή περί «αγγλικής μηχανορραφίας». Κανένας, ωστόσο, δεν θεώρησε σοβαρές τις κατηγορίες του «Αιώνος». Όλοι τις είδαν σαν ένα ευφυές τέχνασμα των ρωσοφίλων, για να αποσείσουν την κατηγορία εναντίον τους και να εξαναγκάσουν την αντιπολίτευση να υιοθετήσει στάση άμυνας(11).
Από τις φήμες στις δίκες
Προκειμένου να έχουμε το κλίμα της εποχής όσο το δυνατόν εναργέστερα, ας σημειωθεί ακόμα ότι στον Τύπο διατυπώνονταν σχόλια και φήμες που κυκλοφορούσαν σχετικά με καταστροφές και σφαγές που επρόκειτο δήθεν να κάνει η Εταιρεία των Φιλορθοδόξων. Όλα αυτά τα προαναγγελλόμενα δεινά, μάλιστα, είχαν άμεση σχέση με το Πανεπιστήμιο και την παιδεία. Χαρακτηριστικά ας αποθησαυρισθεί εδώ η παρατήρηση του «Αιώνος»: «Σφαγαί του αγίου Βαρθολομαίου ετεχνουργήθησαν, ως μέλλουσαι να ενεργηθώσι τη 1 Ιανουαρίου 1840, καθ’ όλων των ξένων παντός έθνους, καθ’ όλων των συνταγματικών, καθ’ όλων των πεπαιδευμένων. Πυρκαϊαί γενιτσαρικαί εμορφώθησαν κατά του Πανεπιστημίου, του Γυμνασίου και της δημοσίου Βιβλιοθήκης»(12).
Και σε επόμενα δημοσιεύματα καταγραφόταν σε περίοπτη θέση: «εμπρησμοί επίσης των Γυμνασίων και του Πανεπιστημίου, σφαγαί των λογίων και δολοφονία τις προωργανισμένη διεκωδωνίσθησαν παρά των ιδίων αυτών ανθρώπων εις τα 1839»21. Καθώς επίσης επισημαινόταν ότι: «Οι πλήρεις πάσης κακίας και αγυρτείας συκοφάνται των Αθηνών διεσάλπισαν φόνους κατά των Λογίων, πυρπολήσεις κατά του Πανεπιστημίου, σφαγάς των Αρχών, ανατροπήν των καθεστώτων και ενοχοποιήσεις κατά της Ιεράς Συνόδου».(13)
Η στάση του Όθωνα και της κυβέρνησης απέναντι στην συνωμοσία της Φιλoρθόδoξης Εταιρείας και τους πρωτεργάτες της ήταν επιεικής και ήπια και ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την στάση της αντιβασιλείας απέναντι στην «μείζονα» συνωμοσία του 1833 που είχαν οργανώσει και τότε οι ρωσόφιλοι. Το πνεύμα σύνεσης και αποσιώπησης της διαμάχης που επικράτησε από την πλευρά του Όθωνα οφείλεται περισσότερο στο ότι ήθελε να διατηρήσει τις ισορροπίες μεταξύ των κομμάτων· δεν ήθελε να αποξενώσει το ρωσικό, αλλά ούτε να πριμοδοτήσει το αγγλικό και το γαλλικό κόμμα· έτσι ώστε να βγει η χώρα με όσο το δυνατό λιγότερους κραδασμούς από τον στρόβιλο των κομματικών παθών, την στιγμή μάλιστα που σοβούσε η κρίση του Ανατολικού Ζητήματος (1839-1841). Οι πολύμηνες ανακρίσεις γύρω από την διαλεύκανση της πλεκτάνης οδήγησαν στην σύλληψη τριών ακόμα ατόμων, του Αναστάσιου Ανδρούτσου, του Κωνσταντίνου Μαυρογιάννη και του Πέτρου Βάλβη·κανενός όμως άλλου, πολύ δε λιγότερο από τον χώρο των φοιτητών. Και οι τρεις αυτοί ύποπτοι απαλλάχθηκαν στις 15 Μαΐου 1840 με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών της Αθήνας, λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων.
Οι τρεις κύριοι υπεύθυνοι, οι Νικήτας Σταματελόπουλος, Γεώργιος Καποδίστριας και Νικόλαος Ρενιέρης, παραπέμφθηκαν στις 11 Ιουλίου 1840 σε δίκη, κατηγορούμενοι οι δύο πρώτοι ως οργανωτές και ο τελευταίος ως πράκτορας μυστικής εταιρείας, της οποίας ο πρωταρχικός σκοπός ήταν ο αλύτρωτος Ελληνισμός. Ας υπογραμμισθεί ότι οι τρεις αυτοί κύριοι υπεύθυνοι παραπέμφθηκαν για πλημμέλημα και όχι για προδοσία, σύμφωνα με τα άρθρα 212, 214 και 217 του ποινικού κώδικα, τα οποία απαγόρευαν αυστηρά τις μυστικές εταιρείες. Η δίκη του Ιουλίου εξελίχθηκε σε έναν πόλεμο εγκλήσεων και αντεγκλήσεων, όπως ο εφημεριδογραφικός μεταξύ του «Αιώνος» και της «Αθηνάς» που μαινόταν από τον Ιανουάριο, με αποτέλεσμα οι πέντε δικαστές να καταλήξουν σε αθωωτική ετυμηγορία και για τους τρεις κατηγορουμένους. Η απόφαση αυτή εξόργισε τον Όθωνα, ο οποίος κατέφυγε σε διοικητικά μέτρα, διατάσσοντας την απέλαση του Γεώργιου Καποδίστρια από την Ελλάδα και τον περιορισμό του Νικήτα Σταματελόπουλου στην Αίγινα(14).
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. ΙΕΕ, τ. 13 (1977), σ. 70-81 και Μ. Θ. Λάσκαρις, Το Ανατολικόν Ζήτημα (1800-1923), Θεσσαλονίκη 1948, σ. 85-93.2. ΙΕΕ, τ. 13 (1987), σ. 76-77.
3. I. Wilharm, Die Anfange des griechischen Nationalstaates (1833-1843), Munchen-Wien 1973, σ. 225-231 και ειδικότερα σ. 230.
4. I. Α. Πετρόπουλος, ο.π., τ. 1. σ. 365-367, επίσης Β. Jelavich, «The Philorthodox Conspiracy of 1839», στο: Balkan Studies, τ. 71 (1966), σ. 89-102 και Nachlass Fr. C. von Savigny, Universitatsbibliothek: Munster, Κ 12, Επιστολή Κ.Δ. Σχινά προς Fr. C. και G. von Savigny, Αθήνα, 30 Δεκεμβρίου 1839.
5. «Αθηνά», αρ. φ. 683, 6 Ιανουαρίου 1840.
6. I. Α. Πετρόπουλος, ο.π., τ. 1. σ. 367-368 και 475. Το «ανώνυμο υπόμνημα» (χ.χ.) από το Αρχείο Μαυροκορδάτου, αρ. 5794, φακ. 21 (1841) δημοσιεύει ο Ι. Α. Πετρόπουλος, ο.π., τ. 2, σ. 727-744, ειδικότερα βλ. σ. 729.
7. Β. JeIavich, ο.π., σ. 101 και Ι. Α. Πετρόπουλος, ο.π., τ. 1, σ. 369.
8. ΙΕΕ, τ. 13 (1977), σ. 77-79 και Ι. Α. Πετρόπουλος, ο.π., τ. 1, σ. 369.
9. I. Α. Πετρόπουλος, ο.π., τ. 1, σ. 370-371.
10. Eνδεικτικά βλ. «Αθηνά», αρ. φ. 681, 27 Δεκεμβρίου 1839? αρ. φ. 682, 30 Δεκεμβρίου 1839· αρ. φ. 683, 6 Ιανουαρίου 1840 και αρ. φ. 684, 10 Ιανουαρίου 1840, επίσης βλ. B. Jelavich, ο.π., σ. 98.
11. Eνδεικτικά βλ. «Αιών», αρ. φ. 120-121-122, 1 Ιανουαρίου 1840, αρ. φ. 123, 3 Ιανουαρίου 1840· αρ. φ. 124, 3 Ιανουαρίου 1840. αρ. φ. 125, 10 Ιανουαρίου 1840 και αρ. φ. 126, 14 Ιανουαρίου 1840, επίσης βλ. ΙΕΕ, τ. 13 (1977), σ. 78.
12. O Σταμάτιος Κρήνoς (1815-1886) -το επώνυμό του στην νεότερη βιβλιογραφία συναντάται και ως Κρίνος- ήταν από τα πιο δυναμικά στελέχη των φοιτητικών κινητοποιήσεων της περιόδου 1839-1841. Το 1835 ήρθε στην Αθήνα και παρακολούθησε μαθήματα στο αρτιπαγές Φαρμακευτικό Σχολείο, από όπου το 1836 εξεταζόμενος από το Ιατροσυνέδριο πήρε το δίπλωμα του φαρμακοποιoύ. Προκειμένου να ολοκληρώσει την εγκύκλιο παιδεία του, εγγράφηκε στο Γυμνάσιο, ενώ συγχρόνως άνοιξε δικό του φαρμακείο. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο Κρήνος εγγράφηκε και στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δεν ευσταθεί όμως η άποψη αυτή, διότι μία συστηματική έρευνα στο «Μητρώο των φοιτητών του εν Αθήναις Βασιλικού Πανεπιστημίου Όθωνος» έδειξε ότι το όνομά του δεν ανευρίσκεται ανάμεσα στα άλλα.
Το 1841 ο Κρήνος πήγε για μία διετία στην Πίζα και κατόπιν ως το 1846 στο Παρίσι για ανώτερες σπουδές. Στην Αθήνα επανήλθε το 1850 και έγινε υφηγητής της Οργανικής Χημείας και το 1861 διορίσθηκε τακτικός καθηγητής της Φαρμακολογίας και Φαρμακευτικής στην Ιατρική Σχολή. Υπήρξε μία ενδιαφέρουσα προσωπικότητα και κατέλιπε σημαντικό συγγραφικό έργο. Για περισσότερα βλ. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 15, σ. 226, επίσης Χ. Λάζος, Ελληνικό φοιτητικό κίνημα (1821-1973), Αθήνα 1987, σ. 60-62 και Γ. Η. Πεντόγαλος, Σχολεία Ιατρικής Παιδείας στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 33-34 και 129-130.
13. «Αιών», αρ. φ. 120-121-122, 1 Ιανουαρίου 1840.
14. «Αιών», αρ. φ. 131, 28 Ιανουαρίου 1840.
Πηγή
http://www.pemptousia.com/?p=8855
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Ο σχολιασμός του αναγνώστη (ενημερωμένου η μη) είναι το καύσιμο για το ιστολόγιο αυτό, έτσι σας προτρέπουμε να μας πείτε την γνώμη σας. Τα σχόλια οφείλουν να είναι κόσμια, εντός θέματος και γραμμένα με Ελληνικούς χαρακτήρες (όχι greeklish και κεφαλαία).
Καλό είναι όποιος θέλει να διατηρεί την ανωνυμία του να χρησιμοποιεί ένα ψευδώνυμο έτσι ώστε σε περίπτωση διαλόγου, να γίνεται αντιληπτό ποιος είπε τι. Κάθε σχόλιο το οποίο είναι υβριστικό η εμπαθές, θα διαγράφεται αυτομάτως.