γράφει ο Γιώργος Τσολιάς (Ιστορικός στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικό Iδρυμα Ερευνών)
Στην Ακρόπολη των Αθηνών, την άνοιξη του 1936, ο Ζίγκμουντ Φρόιντ διαπίστωνε έκπληκτος ότι η πόλη πράγματι υπήρχε κι ότι δεν ήταν άλλη μια ανάμνηση από τις αφηγήσεις των σχολικών χρόνων. Τη συνειδητοποίηση αυτή την ονόμασε «διατάραξη της μνήμης», μια αναπάντεχη εισβολή της πραγματικότητας στον κοιμισμένο χώρο των μύθων: ένιωσε -όπως ο ίδιος έγραψε- σαν να έβλεπε μπροστά του το τέρας του Λοχ Νες.
Η έκπληξη του ψυχαναλυτή μαρτυράει, πέρα από οτιδήποτε
άλλο, για τη βαρύτητα του μύθου των Αθηνών στη συλλογική συνείδηση του
δυτικού κόσμου. Πράγματι, η Αθήνα είναι ένα από τα «δραστικά» τοπωνύμια
στον χάρτη του ανθρώπινου πολιτισμού, που ενεργοποιεί ένα σύμπαν
αναμνήσεων ανδρείας και καλλιέργειας, σύμβολο του τι μπορεί να
κατακτήσει μια κυρίαρχη κοινωνία ελεύθερων πολιτών, στην τέχνη, τον
λόγο και τον στοχασμό.
Oπως όλοι οι μύθοι έτσι και ο μύθος της Αθήνας θέλει να είναι αρχετυπικός: ένα βαθιά ριζωμένο παράδειγμα που δίνει το μέτρο των όσων ακολουθούν. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν αληθεύει και οι αναλύσεις έρχονται να πιστοποιήσουν ότι οι περισσότεροι ενεργοί μύθοι είναι επεξεργάσματα της νεωτερικότητας. Για τον λόγο αυτό θα επιχειρήσουμε μια άλλη «μνημονική διατάραξη» και θα περιγράψουμε σχηματικά την ιστορική τύχη της Αθήνας στις συνειδήσεις Ελλήνων και Δυτικών κατά τους πρώιμους νεώτερους χρόνους.
H πόλη - σύμβολο
Η Αναγέννηση διαθέτει πλήθος εστιών και απομακρύνεται από τη δισημία που κυριαρχούσε προηγουμένως, με τη σχεδόν αποκλειστική αναφορά στο δίπολο της χριστιανοσύνης, την Ιερουσαλήμ και την Ρώμη. Σταδιακά, μέσα από την αυξανόμενη πολυσημία των εστιών της, η Αναγέννηση καθίσταται άκεντρη. Ασφαλώς τα παλαιά κέντρα του μεσαιωνικού κόσμου, η Ρώμη και η Ιερουσαλήμ, διατηρούν αλώβητη την αίγλη τους και τη συμβολική τους έλξη.
Ο Πετράρχης, που θα δώσει τον τόνο των ουμανιστικών αναζητήσεων για δύο και πλέον αιώνες, θα επιχειρήσει το ταξίδι και στις δυο και θα περιγράψει τα αρχαία και τα ιερά μνημεία τους. Περισσότερο και από τα Ιεροσόλυμα, η Ρώμη, μετά την επιστροφή των παπών από την εξορία τους στην Αβινιόν, θα αποβεί ένας ισχυρός ιστορικός, πνευματικός και πολιτικός πόλος, που αντισταθμίζεται ωστόσο από εκείνους της Φλωρεντίας ή της Βενετίας. Κοντά στα ιταλικά κέντρα εξουσίας και πολιτισμού αναδύονται νέα, στα δυτικά και τα βόρεια. Σταδιακά, μέσα από την εργασία των ουμανιστών και των αρχαιογνωστών του 15ου και του 16ου αι., τα αναγεννησιακά κέντρα θα αποκτήσουν τη γενεαλογία τους, θα συνδεθούν με το ρωμαϊκό ή το κελτικό παρελθόν, ενώ τα περισσότερα από αυτά θα αποσκιρτήσουν με τη Μεταρρύθμιση από την ηγεμονία της Ρώμης.
Οι έρευνες των μελετητών συγκλίνουν στη διαπίστωση της
απουσίας των Αθηνών κατά την περίοδο της πρώιμης νεωτερικότητας,
περίοδο που οριοθετείται από τον ουμανισμό του Πετράρχη στα μέσα του
14ου αι. και από το νέο επιστημονικό πνεύμα που προπαγανδίζει ο Νιούτον,
στις αρχές του 17ου. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούνται από τον μικρό
αριθμό των άμεσων αναφορών στην πόλη και την ιστορία της, από την
εξαιρετικά περιορισμένη προσέλευση σε αυτήν επισκεπτών, και από τις
κοινότοπες διαπιστώσεις για την ολοσχερή παρακμή της.
Το σχήμα αυτό αντικατοπτρίζει ορισμένες από τις κυρίαρχες όψεις της ιστορικής πραγματικότητας. Σίγουρα, η Αθήνα δεν σήμαινε για την αναγεννησιακή διανόηση αυτά που θα σημάνει αργότερα, από τον φθίνοντα 17ο αι. και μετά. Ωστόσο, θα ήταν αναλυτικό σφάλμα να εκλάβει κανείς ως απουσία από τον πολιτιστικό χάρτη της αναγεννησιακής Ευρώπης το στίγμα της Αθήνας.
Καθώς η αναγεννησιακή πόλη, η κοινωνία της, οι θεσμοί και ο πολιτισμός της παίζουν νέους, καθοριστικούς ρόλους δημιουργείται μια ψευδαίσθηση συγγένειας με τις πόλεις του αρχαίου κόσμου, ιδίως την Αθήνα, τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια, πράγμα που επισημαίνεται από τους ιστορικούς της εποχής. Εν τούτοις η αναγεννησιακή πόλη είναι ένα μόρφωμα της νεωτερικότητας και έχει σαν πυρήνα της την ηγεμονική αυλή, πράγμα που δεν έχει αρχαίο αντίστοιχο.
Δεν έχει έως τώρα διενεργηθεί καμία συστηματική έρευνα για την αναγεννησιακή πρόσληψη της Αθήνας, τους ρόλους και τις λειτουργίες της. Ωστόσο, η αθηναϊκή θεματολογία δεν απουσιάζει από την πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή της εποχής. Ο Σαίξπηρ θα επιλέξει την αρχαία Αθήνα ως πλαίσιο δράσης του Τίμωνα, ενώ ο ιδρυτικός μύθος της πόλης, η διαμάχη μεταξύ Αθηνάς και Ποσειδώνα, συναντάται συχνά στην εικονογραφία της εποχής. Τα παραδείγματα των αναπαραστάσεων αυτών είναι πολλά, τα συναντάμε ακόμη και σε μετάλλια της εποχής, γεγονός που δηλώνει την ευρεία διάδοση του συμβόλου.
Ωστόσο, η συμβολική σηματοδότηση της Αθήνας ολοκληρώνεται στο πλαίσιο των αναγεννησιακών ηγεμονικών αυλών. Και εδώ τα παραδείγματα είναι πολλά, όπως το κεραμικό ανάγλυφο στο ανάκτορο των Μεδίκων Ρικάρντι, στη Φλωρεντία, φιλοτεχνημένο στα μέσα του 15ου αι., πιθανότατα από τον Ντονατέλο, που παρουσιάζει την αθηναϊκή διαμάχη των δύο θεών, ή το γλυπτό σύμπλεγμα που φιλοτέχνησε ο Λορέντζο Μπερνίνι για το σιντριβάνι της Βίλα Αντριάνα, στο Τίβολι.
Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφέρεται από την
ιδιότυπη αναγέννηση της ηγεμονικής αυλής της Φεράρας. Ο γενεαλογικός
μύθος των Αθηνών αποτελεί το θέμα της «Αίθουσας των Ζωντανών Λίθων»
(«Stodio de' prede vive»), στο δουκικό ανάκτορο του Αλφόνσου Α΄ των
Eστε: ανάγλυφα, φιλοτεχνημένα από τον βενετσιάνο Αντόνιο Λομπάρντο
ανάμεσα στα 1506 και 1508, εικονογραφούσαν τη γέννηση της Αθηνάς από την
κεφαλή του Δία και την επικράτησή της στην Αθήνα. Η διακόσμηση ήταν
εμπνευσμένη απευθείας από την περιγραφή του γλυπτού διακόσμου του
Παρθενώνα του Παυσανία. Η αίθουσα ήταν ο χώρος διαλογισμού του δούκα και
ο διάκοσμός της συμβόλιζε την εγκατάλειψη της ένοπλης βίας, την
επιστροφή στην ειρήνη και την καλλιέργεια της γνώσης.
Μια άλλη συμβολική λειτουργία της αρχαίας Αθήνας διαπιστώνεται στο πλαίσιο του ουμανιστικού χριστιανισμού. Πρόκειται για την περίφημη «Σχολή των Αθηνών», που ζωγράφισε στα 1540 ο Ραφαήλ για το επίσημο γραφείο του πάπα (Sala de la signatora) και που αναπαριστά την αρμονική σύζευξη της φιλοσοφίας του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη με τη χριστιανική θεολογία.
H φανταστική πόλη
Οι πόλεις, η ιστορία τους, τα αξιοθαύμαστά τους και οι διάσημοι κάτοικοί τους κυριαρχούν στη χειρόγραφη και την έντυπη παραγωγή του 15ου και του 16ου αι. Τα βιβλία των χρονικών και οι κοσμογραφίες θα αρθρώσουν ουσιαστικά τις αφηγήσεις τους γύρω από αυτές ενώ, παράλληλα, ένα νέο εγκυκλοπαιδικό είδος θα ανθήσει, οι άτλαντες των πόλεων, που θα αναδείξει τον αναγεννησιακό αστερισμό των πολλαπλών κέντρων.
Η Αθήνα είναι πάντα παρούσα στο δίκτυο των πολιτιστικών αστικών εστιών κατά τον πρώτο αιώνα της Αναγέννησης. Αυτό είναι απολύτως φυσικό καθώς -κοντά στην αρχαία αίγλη της- αποτελούσε ένα παράρτημα του δυτικού κόσμου στην ελληνική Ανατολή. Η συγκυρία μάλιστα θέλησε τις τελευταίες δεκαετίες πριν από την οθωμανική κατάληψη, η Αθήνα να βρίσκεται στα χέρια του φλωρεντινού οίκου των Ατσαϊόλι.
Μέσα στο πυκνό πλέγμα περιγραφών και απεικονίσεων που προτείνει η Αναγέννηση, η Αθήνα παρουσιάζεται φανταστικά, όπως στην περίπτωση των αναπαραστάσεων που κοσμούν το Χρονικό της Νυρεμβέργης ή το Χρονικό του Ζαν ντε Κουρσί του 15ου αι. Η Αθήνα διαθέτει ξεχωριστό κύρος: είναι μνημειώδης και επιβλητική παρ' όλη τη γερμανική ή τη φλαμανδική αρχιτεκτονική της μεταμφίεση. Στο Χρονικό του Ζαν ντε Κουρσί, η πόλη παρουσιάζεται μάλιστα σε πλήρη οικοδομικό οργασμό.
Κατά το πρώτο μισό του 15ου αι. την αυλή των Ατσαϊόλι στην Αθήνα θα επισκεφθεί ο Φλωρεντίνος λόγιος Χριστόφορος Μπουοντελμόντι και ο εξ Αγκώνος Κυριακός. Ο πρώτος θα σχεδιάσει ένα μικρό χάρτη του δουκάτου, στον οποίο το κύριο βάρος πέφτει στη Θήβα, το οικονομικό κέντρο της περιοχής. Ο δεύτερος, μια από τις πλέον εξέχουσες μορφές του ουμανισμού, και ένας από τους προδρόμους της αρχαιολογίας, θα επισκεφτεί την πόλη δύο φορές, στα 1436 και στα 1444, θα την περιγράψει και θα αποτυπώσει τα μνημεία της. Από τα ελάχιστα σωζόμενα κατάλοιπα ή αντίγραφα έργων του Κυριακού (η ιστορία της αρχαιολογίας ξεκινά με μια καταστροφή, καθώς το έργο του Κυριάκου χάθηκε στην πυρκαγιά της βιβλιοθήκης των Σφόρτσα στα 1514), βλέπουμε τον αμέριστο θαυμασμό για την πόλη και τα μνημεία της: «Το πλέον εξαίρετο μνημείο ορθώνεται στην Ακρόπολη. Είναι ο μεγαλοπρεπής και αξιοθαύμαστος μαρμάρινος ναός της Αθηνάς Παλλάδας, το θείο έργο του Φειδία με τους 58 εξαίρετους κίονες. Παντού είναι στολισμένος με τα ευγενέστερα ανάγλυφα που σκαλίστηκαν ποτέ από χέρι γλύπτη».
Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 15ου αι., η Αθήνα των
Ατσαϊόλι διέθετε ορισμένα χαρακτηριστικά από την κουλτούρα των
αναγεννησιακών πόλεων. Αυτό μπορεί να το συμπεράνει κανείς και από τους
οδηγούς των αξιοθαύμαστων μνημείων της πόλης που κυκλοφορούσαν τότε,
συνταγμένοι και στα ελληνικά. Eνα ενδιαφέρον στοιχείο των σύντομων αυτών
ανώνυμων κειμένων είναι η ταύτιση του αρχαίου παρελθόντος με το
σύγχρονο παρόν: «Εντός δε της πόλεως έστι το διδασκαλείον του Σωκράτους,
εν ώ εισί κύκλω οι άνδρες και οι άνεμοι ιστορισμένοι. Κατά δύσιν δε
τούτου ίστανται τα παλάτια του Θεμιστοκλέους. Και πλησίον τούτων εισίν
οι λαμπροί οίκοι του πολεμάρχου ίστανται δε τα αγάλματα του διός έγγιστα
τούτων... Προς δε τον νότον τούτων έστιν οίκος βασιλικός πλην ωραίος.
Εις όν κατερχόμενος ο δούξ κατά καιρόν εις ευωχίαν εκινείτο. Εκεί εστι
και η εννεάκρουνος πηγή, η καλλιρρόη. Εις ήν λουόμενος ανήρχετο εις
τέμενος το της ήρας λεγόμενον...»
H έρημη πόλη
Η οθωμανική κατάκτηση έκλεισε βίαια την πόρτα που είχε ανοίξει ο ουμανισμός ανάμεσα στη λατινική Δύση και την ελληνική aνατολή. Οι επισκέψεις των Δυτικών στην Αθήνα θα σταματήσουν, καθώς οι οικονομικοί και πολιτικοί ρόλοι της πόλης δεν δικαιολογούν πλέον την ένταξή της στα μεγάλα, διεθνή δρομολόγια. Oποια κι αν ήταν η πραγματικότητα, οι Δυτικοί προσλαμβάνουν την οθωμανική κυριαρχία στην Ελλάδα ως φυσική εξέλιξη μιας μακραίωνης παρακμής και ως θεία τιμωρία των σχισματικών Ελλήνων, των απογόνων εκείνων που κατέστρεψαν την Τροία.
Αν για τον Κριτόβουλο και για τους μεταγενέστερους αναλυτές ο Σουλτάνος εμφανιζόταν ως κληρονόμος και εκδικητής των Τρώων, δεν συνέβαινε το ίδιο για τους ουμανιστές. Στα τέλη του 15ου αιώνα, ο πάπας-κοσμογράφος, ο Αινείας Σύλβιος Πικολόμινι, θα θεωρήσει τους κατακτητές της Ελλάδας ως εχθρούς της πίστης και των γραμμάτων: «Αλίμονο, τόσες ισχυρές πόλεις από τη φήμη και τον πλούτο τους είναι σήμερα χαλάσματα. Εκεί όπου ορθώνονταν η Θήβα, η Αθήνα, οι Μυκήνες, η Λάρισα, η Σπάρτη και η πόλη της Κορίνθου, αν ψάξεις σήμερα για τα τείχη τους, δεν θα βρεις ούτε ερείπια... και τώρα που οι Τούρκοι νίκησαν και κατέχουν όσα εξουσίαζαν πρωτύτερα οι Eλληνες, φοβάμαι ότι για τα ελληνικά γράμματα σήμανε πλέον το τέλος...».
Η κοσμογραφία της Αναγέννησης, η πληρέστερη μορφή μεθοδικής και εγκυκλοπαιδικής θεώρησης, ορίζει το συμβολικό και γεωγραφικό σύμπαν του 15ου και του 16ου αι. Στις μεγάλες αυτές εγκυκλοπαιδικές συνθέσεις, η Ελλάδα και η Αθήνα θα έχουν τη θέση τους. Συνεχίζοντας το έργο του Ηρόδοτου και του Στράβωνα, του Πλίνιου, αλλά και του Ισίδωρου της Σεβίλλης, οι αναγεννησιακοί ιστοριοκοσμογράφοι (ο όρος οφείλεται στον Ζαν Μποντέν, 1560), όπως ο Σεμπάστιαν Μίνστερ, o Αντρέ Τεβέ ή o Φρανσουά Μπελφορέ, αφιερώνουν σελίδες και εικόνες στην αρχαία αίγλη και την τωρινή ερήμωση των Αθηνών, δίνοντας έμφαση στη φανταστική αναπαράσταση της ερειπωμένης πόλης. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησης βρίσκεται ακόμη σε πρωτογενές στάδιο και τα ερείπια συμβολίζουν πάντοτε τη θεία δίκη και τη μοιραία κατάληξη της ανθρώπινης ματαιότητας.
Η Αθήνα των κοσμογράφων του 16ου αι. είναι συνάθροιση πολλαπλών ιστορικών στρωμάτων. Είναι πρώτιστα η πόλη του Αποστόλου Παύλου, του Αγνώστου Θεού και του Διονυσίου, του πρώτου χριστιανού επισκόπου της. Είναι ακόμη η πόλη του Θουκυδίδη, του Σωκράτη και του Πλάτωνα, αλλά και η πόλη των ρωμαϊκών χρόνων, όπως την περιγράφει ο Παυσανίας, ήδη ένα «αρχαιολογικό» αξιοθέατο. Τέλος, είναι η πόλη όπου η αλαζονεία των ανθρώπων τιμωρείται από τον Θεό.
Συναφής είναι και η αντιμετώπιση των Ελλήνων λογίων όσοι διαβιούν στην οθωμανική Ελλάδα. Οι Θρήνοι για την άλωση και την αιχμαλωσία της «Αττικής Αθήνας» που συντάσσονται στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης, ταυτίζουν τη σύγχρονη με την αρχαία πόλη, τους Οθωμανούς κατακτητές με τους Πέρσες και αναφέρονται έμμεσα στη θεία τιμωρία. Αργότερα, σε κείμενα που προέρχονται από τον χώρο της Εκκλησίας, θα βρούμε την Αθήνα και τους κατοίκους της συνδεδεμένους με την αρνητική εικόνα του αρχαίου παγανιστικού πνεύματος, που απαξίωνε και καταδίκαζε η χριστιανική θεολογία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα παραμένει η οργή μιας εξέχουσας aθηναίας αρχόντισσας και μοναχής του 16ου αι., της οσίας Φιλοθέης, όπως αποτυπώνεται σε ένα από τα ελάχιστα κείμενά της που σώζεται. Η αφορμή της οργής αυτής είναι δευτερεύουσας σημασίας (μια κτηματική διαφορά ανάμεσα στην εκκλησία και τους κατοίκους της πόλης). aυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι το γεγονός ότι η μοναχή Φιλοθέη αφού προσάψει όλα τα ελαττώματα στους συγχρόνους της Αθηναίους («αγοραίον γένος, αχρείον και άτιμον... βαρβαρόφωνον, φιλαίτιον, φιλοτάραχον...»), θα τους παραλληλίσει με τους αρχαίους κατοίκους των Αθηνών, που κυνήγησαν τους αρίστους ανάμεσά τους, τον Σωκράτη, τον Μιλτιάδη, τον Θεμιστοκλή: «Τοιούτοι πολλάκις Αττικοί», θα καταλήξει.
Στα τέλη του 16ου αιώνα (1575) ο Μαρτίνος Κρούσιος θα αναζητήσει πληροφορίες για την παρούσα κατάσταση των Αθηνών από τον Θεοδόσιο Ζυγομαλά. Προκειμένου να ανταποκριθεί στο αίτημα αυτό, ο Ζυγομαλάς, πέρα από την κατάθεση της προσωπικής του μαρτυρίας (είχε ο ίδιος επισκεφθεί την πόλη και είχε περιηγηθεί στις εξοχές της), θα κινητοποιήσει ένα ευρύ δίκτυο πληροφοριοδοτών και θα συγκεντρώσει στοιχεία σχετικά με τα μνημεία και την τοπογραφία των Αθηνών, την εκκλησιαστική τους διοίκηση, τα ήθη, την εκπαίδευση, τις οικογένειες και τις διαλέκτους του τόπου. Συγκινημένος, ο Κρούσιος θα ζητήσει μια αναπαράσταση της πόλης («ευξαίμην δ΄αν και απεικόνισμα») για να τη δείξει στους μαθητές του, και θα εκφράσει τη γνήσια συγκίνησή του που η πόλη αυτή, «εξ ής αι τέχναι και αι επιστήμαι πανταχόθεν διεσπάρησαν», υπήρχε πάντοτε, καθώς οι Δυτικοί ιστορικοί διαβεβαίωναν ότι είχε εκ βάθρων ανασκαφεί κι ότι απόμεναν μόνο καλύβες ψαράδων.
Οι Eλληνες λόγιοι, ιδίως όσοι μετέχουν στον δυτικό
ουμανισμό συντηρούν τη συνείδηση του ιστορικού ρόλου της Αθήνας. Προς
αυτήν τη κατεύθυνση κινούνται δύο χαρακτηριστικοί διανοητές που
σημάδεψαν, ο καθένας με τον τρόπο του, τις αρχαιογνωστικές αναζητήσεις
του ελληνικού ουμανισμού και δρομολόγησαν τη συγκρότηση της νεοελληνικής
ιδιοπροσωπίας: ο Νικόλαος Σοφιανός και ο Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος.
Στο έργο και των δύο, η Αθήνα κατέχει κεντρική θέση.
Το πρώτο παράδειγμα προσφέρει ο Νικόλαος Σοφιανός με τον μεγάλο χάρτη της Ελλάδας που πρωτοεκδόθηκε στο Βατικανό στα 1540, κατά το ποντιφικάτο του Παύλου Γ΄. Πρόκειται για έναν μεγάλο ιστορικό χάρτη της ελληνικής Ανατολής (περιλαμβάνει όλη τη βαλκανική και τη δυτική Μικρά Ασία) που περιλαμβάνει τοπωνύμια από το ιστορικό φάσμα που εκτείνεται από τα ομηρικά έπη (Τροία) έως τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους (Νικόπολη, Αδριανούπολη, Κωνσταντινούπολη). Στο γεωγραφικό κέντρο του χάρτη, με μια επιβλητική βινιέτα που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της Αττικής, δεσπόζει η Αθήνα με τον Πειραιά και τα μακρά τείχη.
Η «εισαγωγή» στον χάρτη, γραμμένη από τον μαθητή του Eρασμου τον ελληνιστή Νικόλαους Γκέρμπελ (Βασιλεία, 1545) λύνει τις απορίες γύρω από το ποια ακριβώς είναι η Αθήνα του Σοφιανού: είναι η Αθήνα των κλασικών χρόνων, αλλά και εκείνη της διάδοσης του χριστιανισμού, όπως την είδε ο Απόστολος Παύλος και όπως την περιέγραψε ο Παυσανίας.
Στην κεντρική θέση της Αθήνας στον ελληνικό, αλλά και τον παγκόσμιο πολιτισμό θα εστιάσει την περιγραφή του και ο μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος Μήτρου, εκατόν πενήντα χρόνια μετά τον Σοφιανό. Η Παλαιά και Νέα Γεωγραφία ολοκληρώθηκε τα τελευταία χρόνια του 17ου αι., και φέρει έντονες επιρροές από τα διαδεδομένα εγχειρίδια αρχαιογνωστικής γεωγραφίας της ύστερης Αναγέννησης. Στο έργο αυτό ο Μελέτιος θα αφιερώσει δεκατρείς σελίδες στην Αττική, από τις οποίες οι μισές περίπου αφορούν την Αθήνα: «Εστάθη αύτη η πόλις μήτηρ και τροφός πασών των επιστημών και πάσης μαθήσεως, και ιστορίας. Αύτη καλείται υπό του Θουκιδίδου: Παίδευσις Ελλάδος· υπό Διοδώρου του Σικελιώτη: κοινόν πάντων ανθρώπων παιδευτήριον· υπό του Στράβωνος: σοφών οικητήριον. υπό του Αριστείδου: σοφίας πρυτανείον, και τα εξής. Εις αυτήν έτρεχον πλήθος ανθρώπων, ή διά να μάθωσιν, ή διά να διδάξωσι. Διότι η Ελλάς επέχει τον μέσον τόπον του Κόσμου, το μέσον της Ελλάδος η Αττική, το μέσον της Αττικής αι Αθήναι. Ωστε αύτη η πόλις εστάθη όντως η κατοικία των Σοφών, η Ελλάς της Ελλάδος, ψυχή, καρδία, οφθαλμός, και είτε άλλο καλόν και επαινετόν είποις».
Iστορικό κέντρο του ευρωπαϊκού πολιτισμού
Τον καιρό που συγγράφει ο Μελέτιος τη Γεωγραφία του, στις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αι. η Αναγέννηση έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της. Πρόσφατες έρευνες, ιδίως εκείνες της Νάσιας Γιακωβάκη, έχουν διερευνήσει τις διεργασίες της δυτικής «ανακάλυψης» της Αθήνας και φωτίσει την ανάδυση της πόλης στο δυτικό στερέωμα: η ευρωπαϊκή σκέψη αντιλαμβάνεται με ωριμότερο τρόπο, τόσο τον χαρακτήρα όσο και την προοπτική της νεωτερικότητας και διαχωρίζεται από το παρελθόν. Η εποχή της αρχαιολογίας χαράζει. Στο πλαίσιο αυτό συντελείται και η τελική στροφή του ενδιαφέροντος της δυτικής λογιοσύνης προς την ελληνική αρχαιότητα και ειδικότερα την Αθήνα.
Οι δρόμοι που έφεραν την Αθήνα στο προσκήνιο του δυτικού ενδιαφέροντος στα τέλη του 17ου αι. είναι πολλοί: η ωρίμαση της ιδέας της Ευρώπης ως οντότητας πολιτιστικής και η αναζήτηση των απαρχών της. Tο κλασικό ιδεώδες που επιβάλλει την αρχαία τέχνη ως πρότυπο της νεώτερης και η συνακόλουθη θεαματική αύξηση της ζήτησης αρχαίων καλλιτεχνημάτων. H τελευταία φάση του ενετοτουρκικού ανταγωνισμού που θα οδηγήσει στην απώλεια της Κρήτης και στην πρόσκαιρη βενετική κατάκτηση των νότιων ελληνικών περιοχών. H οικονομική διείσδυση στην οθωμανική Ανατολή των ευρωπαϊκών συμφερόντων και η εγκατάσταση προξένων στη Αθήνα. H εγκατάσταση των καθολικών μοναχικών ταγμάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Πράγματι, στη γνωριμία της Αθήνας ενεπλάκησαν άμεσα όσο και έμμεσα οι Ιησουίτες και οι Kαπουτσίνοι που στο μέσον του 17ου αι. εγκαθίστανται στην πόλη (1641 οι Ιησουίτες, 1659 οι Καπουτσίνοι). Μια από τις πρώτες μεθοδικές περιγραφές της Αθήνας, είναι εκείνη του Ιησουίτη αδελφού Μπαμπέν, η οποία δίνει έμφαση στη μνημειακή τοπογραφία της πόλης, ενώ στη μονή των Καπουτσίνων της Αθήνας, που περιλάμβανε στα τείχη της και το μνημείο του Λυσικράτη, οι μοναχοί χαρτογραφούσαν την πόλη και τις αρχαιότητές της, φιλοξενούσαν τους πρώτους επισκέπτες, συνέλεγαν και μελετούσαν αρχαιολογικά ευρήματα.
Στα 1674 πραγματοποιείται η επίσκεψη του Γάλλου πρέσβη μαρκησίου του Νουαντέλ, ο οποίος με το κύρος του καταφέρνει να περιηγηθεί στην Ακρόπολη. Ο ζωγράφος του πρέσβη, Ζακ Κάρεϊ, θα αποτυπώσει τον γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα, λίγο πριν την έκρηξη που επέφερε σημαντικές ζημιές στο μνημείο κατά την πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών από τον Μοροζίνι (1687). Ακολουθούν οι επιτόπου αρχαιολογικές έρευνες των Ζακόμπ Σπον και Τζορτζ Γουίλερ (1676). Οι εκδόσεις που θα προκύψουν, με τις αναλυτικές τους περιγραφές των θησαυρών της Αθήνας θα στρέψουν προς την πόλη αυτήν την προσοχή των φιλότεχνων και της διανόησης: η Αθήνα θα ενταχθεί στο ευρετήριο των ιστορικών κέντρων του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Από τα 1680 και μετά θα πληθαίνουν ολοένα και περισσότερο επισκέψεις, αναλύσεις, εκτιμήσεις και περιγραφές. Αθηναϊκές εικόνες και κείμενα θα κατακλύζουν το δυτικό κοινό. Ο μύθος της πόλης έχει αρχίσει τον νέο κύκλο του.
Πηγή
Καθημερινή
Στην Ακρόπολη των Αθηνών, την άνοιξη του 1936, ο Ζίγκμουντ Φρόιντ διαπίστωνε έκπληκτος ότι η πόλη πράγματι υπήρχε κι ότι δεν ήταν άλλη μια ανάμνηση από τις αφηγήσεις των σχολικών χρόνων. Τη συνειδητοποίηση αυτή την ονόμασε «διατάραξη της μνήμης», μια αναπάντεχη εισβολή της πραγματικότητας στον κοιμισμένο χώρο των μύθων: ένιωσε -όπως ο ίδιος έγραψε- σαν να έβλεπε μπροστά του το τέρας του Λοχ Νες.
«Ο Περικλής ρητορεύει στην Πνύκα». Eργο του Φίλιπ φον Φολτζ, 1852, ενδεικτικό του μύθου της κλασικής aθήνας στη συνείδηση του δυτικού κόσμου. Eικόνα ανδρείας και καλλιέργειας από μια πόλη- σύμβολο του τι μπορεί να κατακτήσει μια κυρίαρχη κοινωνία ελεύθερων πολιτών, στην τέχνη, τον λόγο και τον στοχασμό. Tο έργο καταστράφηκε στον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (πηγή: «Παγκόσμιος Iστορία», εκδ. Eλευθερουδάκη, aθήναι 1932). |
Oπως όλοι οι μύθοι έτσι και ο μύθος της Αθήνας θέλει να είναι αρχετυπικός: ένα βαθιά ριζωμένο παράδειγμα που δίνει το μέτρο των όσων ακολουθούν. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν αληθεύει και οι αναλύσεις έρχονται να πιστοποιήσουν ότι οι περισσότεροι ενεργοί μύθοι είναι επεξεργάσματα της νεωτερικότητας. Για τον λόγο αυτό θα επιχειρήσουμε μια άλλη «μνημονική διατάραξη» και θα περιγράψουμε σχηματικά την ιστορική τύχη της Αθήνας στις συνειδήσεις Ελλήνων και Δυτικών κατά τους πρώιμους νεώτερους χρόνους.
H πόλη - σύμβολο
Η Αναγέννηση διαθέτει πλήθος εστιών και απομακρύνεται από τη δισημία που κυριαρχούσε προηγουμένως, με τη σχεδόν αποκλειστική αναφορά στο δίπολο της χριστιανοσύνης, την Ιερουσαλήμ και την Ρώμη. Σταδιακά, μέσα από την αυξανόμενη πολυσημία των εστιών της, η Αναγέννηση καθίσταται άκεντρη. Ασφαλώς τα παλαιά κέντρα του μεσαιωνικού κόσμου, η Ρώμη και η Ιερουσαλήμ, διατηρούν αλώβητη την αίγλη τους και τη συμβολική τους έλξη.
Ο Πετράρχης, που θα δώσει τον τόνο των ουμανιστικών αναζητήσεων για δύο και πλέον αιώνες, θα επιχειρήσει το ταξίδι και στις δυο και θα περιγράψει τα αρχαία και τα ιερά μνημεία τους. Περισσότερο και από τα Ιεροσόλυμα, η Ρώμη, μετά την επιστροφή των παπών από την εξορία τους στην Αβινιόν, θα αποβεί ένας ισχυρός ιστορικός, πνευματικός και πολιτικός πόλος, που αντισταθμίζεται ωστόσο από εκείνους της Φλωρεντίας ή της Βενετίας. Κοντά στα ιταλικά κέντρα εξουσίας και πολιτισμού αναδύονται νέα, στα δυτικά και τα βόρεια. Σταδιακά, μέσα από την εργασία των ουμανιστών και των αρχαιογνωστών του 15ου και του 16ου αι., τα αναγεννησιακά κέντρα θα αποκτήσουν τη γενεαλογία τους, θα συνδεθούν με το ρωμαϊκό ή το κελτικό παρελθόν, ενώ τα περισσότερα από αυτά θα αποσκιρτήσουν με τη Μεταρρύθμιση από την ηγεμονία της Ρώμης.
Το σχήμα αυτό αντικατοπτρίζει ορισμένες από τις κυρίαρχες όψεις της ιστορικής πραγματικότητας. Σίγουρα, η Αθήνα δεν σήμαινε για την αναγεννησιακή διανόηση αυτά που θα σημάνει αργότερα, από τον φθίνοντα 17ο αι. και μετά. Ωστόσο, θα ήταν αναλυτικό σφάλμα να εκλάβει κανείς ως απουσία από τον πολιτιστικό χάρτη της αναγεννησιακής Ευρώπης το στίγμα της Αθήνας.
Καθώς η αναγεννησιακή πόλη, η κοινωνία της, οι θεσμοί και ο πολιτισμός της παίζουν νέους, καθοριστικούς ρόλους δημιουργείται μια ψευδαίσθηση συγγένειας με τις πόλεις του αρχαίου κόσμου, ιδίως την Αθήνα, τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια, πράγμα που επισημαίνεται από τους ιστορικούς της εποχής. Εν τούτοις η αναγεννησιακή πόλη είναι ένα μόρφωμα της νεωτερικότητας και έχει σαν πυρήνα της την ηγεμονική αυλή, πράγμα που δεν έχει αρχαίο αντίστοιχο.
Δεν έχει έως τώρα διενεργηθεί καμία συστηματική έρευνα για την αναγεννησιακή πρόσληψη της Αθήνας, τους ρόλους και τις λειτουργίες της. Ωστόσο, η αθηναϊκή θεματολογία δεν απουσιάζει από την πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή της εποχής. Ο Σαίξπηρ θα επιλέξει την αρχαία Αθήνα ως πλαίσιο δράσης του Τίμωνα, ενώ ο ιδρυτικός μύθος της πόλης, η διαμάχη μεταξύ Αθηνάς και Ποσειδώνα, συναντάται συχνά στην εικονογραφία της εποχής. Τα παραδείγματα των αναπαραστάσεων αυτών είναι πολλά, τα συναντάμε ακόμη και σε μετάλλια της εποχής, γεγονός που δηλώνει την ευρεία διάδοση του συμβόλου.
Ωστόσο, η συμβολική σηματοδότηση της Αθήνας ολοκληρώνεται στο πλαίσιο των αναγεννησιακών ηγεμονικών αυλών. Και εδώ τα παραδείγματα είναι πολλά, όπως το κεραμικό ανάγλυφο στο ανάκτορο των Μεδίκων Ρικάρντι, στη Φλωρεντία, φιλοτεχνημένο στα μέσα του 15ου αι., πιθανότατα από τον Ντονατέλο, που παρουσιάζει την αθηναϊκή διαμάχη των δύο θεών, ή το γλυπτό σύμπλεγμα που φιλοτέχνησε ο Λορέντζο Μπερνίνι για το σιντριβάνι της Βίλα Αντριάνα, στο Τίβολι.
Μια άλλη συμβολική λειτουργία της αρχαίας Αθήνας διαπιστώνεται στο πλαίσιο του ουμανιστικού χριστιανισμού. Πρόκειται για την περίφημη «Σχολή των Αθηνών», που ζωγράφισε στα 1540 ο Ραφαήλ για το επίσημο γραφείο του πάπα (Sala de la signatora) και που αναπαριστά την αρμονική σύζευξη της φιλοσοφίας του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη με τη χριστιανική θεολογία.
H φανταστική πόλη
Οι πόλεις, η ιστορία τους, τα αξιοθαύμαστά τους και οι διάσημοι κάτοικοί τους κυριαρχούν στη χειρόγραφη και την έντυπη παραγωγή του 15ου και του 16ου αι. Τα βιβλία των χρονικών και οι κοσμογραφίες θα αρθρώσουν ουσιαστικά τις αφηγήσεις τους γύρω από αυτές ενώ, παράλληλα, ένα νέο εγκυκλοπαιδικό είδος θα ανθήσει, οι άτλαντες των πόλεων, που θα αναδείξει τον αναγεννησιακό αστερισμό των πολλαπλών κέντρων.
Η Αθήνα είναι πάντα παρούσα στο δίκτυο των πολιτιστικών αστικών εστιών κατά τον πρώτο αιώνα της Αναγέννησης. Αυτό είναι απολύτως φυσικό καθώς -κοντά στην αρχαία αίγλη της- αποτελούσε ένα παράρτημα του δυτικού κόσμου στην ελληνική Ανατολή. Η συγκυρία μάλιστα θέλησε τις τελευταίες δεκαετίες πριν από την οθωμανική κατάληψη, η Αθήνα να βρίσκεται στα χέρια του φλωρεντινού οίκου των Ατσαϊόλι.
Μέσα στο πυκνό πλέγμα περιγραφών και απεικονίσεων που προτείνει η Αναγέννηση, η Αθήνα παρουσιάζεται φανταστικά, όπως στην περίπτωση των αναπαραστάσεων που κοσμούν το Χρονικό της Νυρεμβέργης ή το Χρονικό του Ζαν ντε Κουρσί του 15ου αι. Η Αθήνα διαθέτει ξεχωριστό κύρος: είναι μνημειώδης και επιβλητική παρ' όλη τη γερμανική ή τη φλαμανδική αρχιτεκτονική της μεταμφίεση. Στο Χρονικό του Ζαν ντε Κουρσί, η πόλη παρουσιάζεται μάλιστα σε πλήρη οικοδομικό οργασμό.
Κατά το πρώτο μισό του 15ου αι. την αυλή των Ατσαϊόλι στην Αθήνα θα επισκεφθεί ο Φλωρεντίνος λόγιος Χριστόφορος Μπουοντελμόντι και ο εξ Αγκώνος Κυριακός. Ο πρώτος θα σχεδιάσει ένα μικρό χάρτη του δουκάτου, στον οποίο το κύριο βάρος πέφτει στη Θήβα, το οικονομικό κέντρο της περιοχής. Ο δεύτερος, μια από τις πλέον εξέχουσες μορφές του ουμανισμού, και ένας από τους προδρόμους της αρχαιολογίας, θα επισκεφτεί την πόλη δύο φορές, στα 1436 και στα 1444, θα την περιγράψει και θα αποτυπώσει τα μνημεία της. Από τα ελάχιστα σωζόμενα κατάλοιπα ή αντίγραφα έργων του Κυριακού (η ιστορία της αρχαιολογίας ξεκινά με μια καταστροφή, καθώς το έργο του Κυριάκου χάθηκε στην πυρκαγιά της βιβλιοθήκης των Σφόρτσα στα 1514), βλέπουμε τον αμέριστο θαυμασμό για την πόλη και τα μνημεία της: «Το πλέον εξαίρετο μνημείο ορθώνεται στην Ακρόπολη. Είναι ο μεγαλοπρεπής και αξιοθαύμαστος μαρμάρινος ναός της Αθηνάς Παλλάδας, το θείο έργο του Φειδία με τους 58 εξαίρετους κίονες. Παντού είναι στολισμένος με τα ευγενέστερα ανάγλυφα που σκαλίστηκαν ποτέ από χέρι γλύπτη».
H έρημη πόλη
Η οθωμανική κατάκτηση έκλεισε βίαια την πόρτα που είχε ανοίξει ο ουμανισμός ανάμεσα στη λατινική Δύση και την ελληνική aνατολή. Οι επισκέψεις των Δυτικών στην Αθήνα θα σταματήσουν, καθώς οι οικονομικοί και πολιτικοί ρόλοι της πόλης δεν δικαιολογούν πλέον την ένταξή της στα μεγάλα, διεθνή δρομολόγια. Oποια κι αν ήταν η πραγματικότητα, οι Δυτικοί προσλαμβάνουν την οθωμανική κυριαρχία στην Ελλάδα ως φυσική εξέλιξη μιας μακραίωνης παρακμής και ως θεία τιμωρία των σχισματικών Ελλήνων, των απογόνων εκείνων που κατέστρεψαν την Τροία.
Αν για τον Κριτόβουλο και για τους μεταγενέστερους αναλυτές ο Σουλτάνος εμφανιζόταν ως κληρονόμος και εκδικητής των Τρώων, δεν συνέβαινε το ίδιο για τους ουμανιστές. Στα τέλη του 15ου αιώνα, ο πάπας-κοσμογράφος, ο Αινείας Σύλβιος Πικολόμινι, θα θεωρήσει τους κατακτητές της Ελλάδας ως εχθρούς της πίστης και των γραμμάτων: «Αλίμονο, τόσες ισχυρές πόλεις από τη φήμη και τον πλούτο τους είναι σήμερα χαλάσματα. Εκεί όπου ορθώνονταν η Θήβα, η Αθήνα, οι Μυκήνες, η Λάρισα, η Σπάρτη και η πόλη της Κορίνθου, αν ψάξεις σήμερα για τα τείχη τους, δεν θα βρεις ούτε ερείπια... και τώρα που οι Τούρκοι νίκησαν και κατέχουν όσα εξουσίαζαν πρωτύτερα οι Eλληνες, φοβάμαι ότι για τα ελληνικά γράμματα σήμανε πλέον το τέλος...».
Η κοσμογραφία της Αναγέννησης, η πληρέστερη μορφή μεθοδικής και εγκυκλοπαιδικής θεώρησης, ορίζει το συμβολικό και γεωγραφικό σύμπαν του 15ου και του 16ου αι. Στις μεγάλες αυτές εγκυκλοπαιδικές συνθέσεις, η Ελλάδα και η Αθήνα θα έχουν τη θέση τους. Συνεχίζοντας το έργο του Ηρόδοτου και του Στράβωνα, του Πλίνιου, αλλά και του Ισίδωρου της Σεβίλλης, οι αναγεννησιακοί ιστοριοκοσμογράφοι (ο όρος οφείλεται στον Ζαν Μποντέν, 1560), όπως ο Σεμπάστιαν Μίνστερ, o Αντρέ Τεβέ ή o Φρανσουά Μπελφορέ, αφιερώνουν σελίδες και εικόνες στην αρχαία αίγλη και την τωρινή ερήμωση των Αθηνών, δίνοντας έμφαση στη φανταστική αναπαράσταση της ερειπωμένης πόλης. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησης βρίσκεται ακόμη σε πρωτογενές στάδιο και τα ερείπια συμβολίζουν πάντοτε τη θεία δίκη και τη μοιραία κατάληξη της ανθρώπινης ματαιότητας.
Η Αθήνα των κοσμογράφων του 16ου αι. είναι συνάθροιση πολλαπλών ιστορικών στρωμάτων. Είναι πρώτιστα η πόλη του Αποστόλου Παύλου, του Αγνώστου Θεού και του Διονυσίου, του πρώτου χριστιανού επισκόπου της. Είναι ακόμη η πόλη του Θουκυδίδη, του Σωκράτη και του Πλάτωνα, αλλά και η πόλη των ρωμαϊκών χρόνων, όπως την περιγράφει ο Παυσανίας, ήδη ένα «αρχαιολογικό» αξιοθέατο. Τέλος, είναι η πόλη όπου η αλαζονεία των ανθρώπων τιμωρείται από τον Θεό.
Συναφής είναι και η αντιμετώπιση των Ελλήνων λογίων όσοι διαβιούν στην οθωμανική Ελλάδα. Οι Θρήνοι για την άλωση και την αιχμαλωσία της «Αττικής Αθήνας» που συντάσσονται στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης, ταυτίζουν τη σύγχρονη με την αρχαία πόλη, τους Οθωμανούς κατακτητές με τους Πέρσες και αναφέρονται έμμεσα στη θεία τιμωρία. Αργότερα, σε κείμενα που προέρχονται από τον χώρο της Εκκλησίας, θα βρούμε την Αθήνα και τους κατοίκους της συνδεδεμένους με την αρνητική εικόνα του αρχαίου παγανιστικού πνεύματος, που απαξίωνε και καταδίκαζε η χριστιανική θεολογία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα παραμένει η οργή μιας εξέχουσας aθηναίας αρχόντισσας και μοναχής του 16ου αι., της οσίας Φιλοθέης, όπως αποτυπώνεται σε ένα από τα ελάχιστα κείμενά της που σώζεται. Η αφορμή της οργής αυτής είναι δευτερεύουσας σημασίας (μια κτηματική διαφορά ανάμεσα στην εκκλησία και τους κατοίκους της πόλης). aυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι το γεγονός ότι η μοναχή Φιλοθέη αφού προσάψει όλα τα ελαττώματα στους συγχρόνους της Αθηναίους («αγοραίον γένος, αχρείον και άτιμον... βαρβαρόφωνον, φιλαίτιον, φιλοτάραχον...»), θα τους παραλληλίσει με τους αρχαίους κατοίκους των Αθηνών, που κυνήγησαν τους αρίστους ανάμεσά τους, τον Σωκράτη, τον Μιλτιάδη, τον Θεμιστοκλή: «Τοιούτοι πολλάκις Αττικοί», θα καταλήξει.
Στα τέλη του 16ου αιώνα (1575) ο Μαρτίνος Κρούσιος θα αναζητήσει πληροφορίες για την παρούσα κατάσταση των Αθηνών από τον Θεοδόσιο Ζυγομαλά. Προκειμένου να ανταποκριθεί στο αίτημα αυτό, ο Ζυγομαλάς, πέρα από την κατάθεση της προσωπικής του μαρτυρίας (είχε ο ίδιος επισκεφθεί την πόλη και είχε περιηγηθεί στις εξοχές της), θα κινητοποιήσει ένα ευρύ δίκτυο πληροφοριοδοτών και θα συγκεντρώσει στοιχεία σχετικά με τα μνημεία και την τοπογραφία των Αθηνών, την εκκλησιαστική τους διοίκηση, τα ήθη, την εκπαίδευση, τις οικογένειες και τις διαλέκτους του τόπου. Συγκινημένος, ο Κρούσιος θα ζητήσει μια αναπαράσταση της πόλης («ευξαίμην δ΄αν και απεικόνισμα») για να τη δείξει στους μαθητές του, και θα εκφράσει τη γνήσια συγκίνησή του που η πόλη αυτή, «εξ ής αι τέχναι και αι επιστήμαι πανταχόθεν διεσπάρησαν», υπήρχε πάντοτε, καθώς οι Δυτικοί ιστορικοί διαβεβαίωναν ότι είχε εκ βάθρων ανασκαφεί κι ότι απόμεναν μόνο καλύβες ψαράδων.
Το πρώτο παράδειγμα προσφέρει ο Νικόλαος Σοφιανός με τον μεγάλο χάρτη της Ελλάδας που πρωτοεκδόθηκε στο Βατικανό στα 1540, κατά το ποντιφικάτο του Παύλου Γ΄. Πρόκειται για έναν μεγάλο ιστορικό χάρτη της ελληνικής Ανατολής (περιλαμβάνει όλη τη βαλκανική και τη δυτική Μικρά Ασία) που περιλαμβάνει τοπωνύμια από το ιστορικό φάσμα που εκτείνεται από τα ομηρικά έπη (Τροία) έως τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους (Νικόπολη, Αδριανούπολη, Κωνσταντινούπολη). Στο γεωγραφικό κέντρο του χάρτη, με μια επιβλητική βινιέτα που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της Αττικής, δεσπόζει η Αθήνα με τον Πειραιά και τα μακρά τείχη.
Η «εισαγωγή» στον χάρτη, γραμμένη από τον μαθητή του Eρασμου τον ελληνιστή Νικόλαους Γκέρμπελ (Βασιλεία, 1545) λύνει τις απορίες γύρω από το ποια ακριβώς είναι η Αθήνα του Σοφιανού: είναι η Αθήνα των κλασικών χρόνων, αλλά και εκείνη της διάδοσης του χριστιανισμού, όπως την είδε ο Απόστολος Παύλος και όπως την περιέγραψε ο Παυσανίας.
Στην κεντρική θέση της Αθήνας στον ελληνικό, αλλά και τον παγκόσμιο πολιτισμό θα εστιάσει την περιγραφή του και ο μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος Μήτρου, εκατόν πενήντα χρόνια μετά τον Σοφιανό. Η Παλαιά και Νέα Γεωγραφία ολοκληρώθηκε τα τελευταία χρόνια του 17ου αι., και φέρει έντονες επιρροές από τα διαδεδομένα εγχειρίδια αρχαιογνωστικής γεωγραφίας της ύστερης Αναγέννησης. Στο έργο αυτό ο Μελέτιος θα αφιερώσει δεκατρείς σελίδες στην Αττική, από τις οποίες οι μισές περίπου αφορούν την Αθήνα: «Εστάθη αύτη η πόλις μήτηρ και τροφός πασών των επιστημών και πάσης μαθήσεως, και ιστορίας. Αύτη καλείται υπό του Θουκιδίδου: Παίδευσις Ελλάδος· υπό Διοδώρου του Σικελιώτη: κοινόν πάντων ανθρώπων παιδευτήριον· υπό του Στράβωνος: σοφών οικητήριον. υπό του Αριστείδου: σοφίας πρυτανείον, και τα εξής. Εις αυτήν έτρεχον πλήθος ανθρώπων, ή διά να μάθωσιν, ή διά να διδάξωσι. Διότι η Ελλάς επέχει τον μέσον τόπον του Κόσμου, το μέσον της Ελλάδος η Αττική, το μέσον της Αττικής αι Αθήναι. Ωστε αύτη η πόλις εστάθη όντως η κατοικία των Σοφών, η Ελλάς της Ελλάδος, ψυχή, καρδία, οφθαλμός, και είτε άλλο καλόν και επαινετόν είποις».
Iστορικό κέντρο του ευρωπαϊκού πολιτισμού
Τον καιρό που συγγράφει ο Μελέτιος τη Γεωγραφία του, στις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αι. η Αναγέννηση έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της. Πρόσφατες έρευνες, ιδίως εκείνες της Νάσιας Γιακωβάκη, έχουν διερευνήσει τις διεργασίες της δυτικής «ανακάλυψης» της Αθήνας και φωτίσει την ανάδυση της πόλης στο δυτικό στερέωμα: η ευρωπαϊκή σκέψη αντιλαμβάνεται με ωριμότερο τρόπο, τόσο τον χαρακτήρα όσο και την προοπτική της νεωτερικότητας και διαχωρίζεται από το παρελθόν. Η εποχή της αρχαιολογίας χαράζει. Στο πλαίσιο αυτό συντελείται και η τελική στροφή του ενδιαφέροντος της δυτικής λογιοσύνης προς την ελληνική αρχαιότητα και ειδικότερα την Αθήνα.
Οι δρόμοι που έφεραν την Αθήνα στο προσκήνιο του δυτικού ενδιαφέροντος στα τέλη του 17ου αι. είναι πολλοί: η ωρίμαση της ιδέας της Ευρώπης ως οντότητας πολιτιστικής και η αναζήτηση των απαρχών της. Tο κλασικό ιδεώδες που επιβάλλει την αρχαία τέχνη ως πρότυπο της νεώτερης και η συνακόλουθη θεαματική αύξηση της ζήτησης αρχαίων καλλιτεχνημάτων. H τελευταία φάση του ενετοτουρκικού ανταγωνισμού που θα οδηγήσει στην απώλεια της Κρήτης και στην πρόσκαιρη βενετική κατάκτηση των νότιων ελληνικών περιοχών. H οικονομική διείσδυση στην οθωμανική Ανατολή των ευρωπαϊκών συμφερόντων και η εγκατάσταση προξένων στη Αθήνα. H εγκατάσταση των καθολικών μοναχικών ταγμάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Πράγματι, στη γνωριμία της Αθήνας ενεπλάκησαν άμεσα όσο και έμμεσα οι Ιησουίτες και οι Kαπουτσίνοι που στο μέσον του 17ου αι. εγκαθίστανται στην πόλη (1641 οι Ιησουίτες, 1659 οι Καπουτσίνοι). Μια από τις πρώτες μεθοδικές περιγραφές της Αθήνας, είναι εκείνη του Ιησουίτη αδελφού Μπαμπέν, η οποία δίνει έμφαση στη μνημειακή τοπογραφία της πόλης, ενώ στη μονή των Καπουτσίνων της Αθήνας, που περιλάμβανε στα τείχη της και το μνημείο του Λυσικράτη, οι μοναχοί χαρτογραφούσαν την πόλη και τις αρχαιότητές της, φιλοξενούσαν τους πρώτους επισκέπτες, συνέλεγαν και μελετούσαν αρχαιολογικά ευρήματα.
Στα 1674 πραγματοποιείται η επίσκεψη του Γάλλου πρέσβη μαρκησίου του Νουαντέλ, ο οποίος με το κύρος του καταφέρνει να περιηγηθεί στην Ακρόπολη. Ο ζωγράφος του πρέσβη, Ζακ Κάρεϊ, θα αποτυπώσει τον γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα, λίγο πριν την έκρηξη που επέφερε σημαντικές ζημιές στο μνημείο κατά την πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών από τον Μοροζίνι (1687). Ακολουθούν οι επιτόπου αρχαιολογικές έρευνες των Ζακόμπ Σπον και Τζορτζ Γουίλερ (1676). Οι εκδόσεις που θα προκύψουν, με τις αναλυτικές τους περιγραφές των θησαυρών της Αθήνας θα στρέψουν προς την πόλη αυτήν την προσοχή των φιλότεχνων και της διανόησης: η Αθήνα θα ενταχθεί στο ευρετήριο των ιστορικών κέντρων του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Από τα 1680 και μετά θα πληθαίνουν ολοένα και περισσότερο επισκέψεις, αναλύσεις, εκτιμήσεις και περιγραφές. Αθηναϊκές εικόνες και κείμενα θα κατακλύζουν το δυτικό κοινό. Ο μύθος της πόλης έχει αρχίσει τον νέο κύκλο του.
Πηγή
Καθημερινή
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Ο σχολιασμός του αναγνώστη (ενημερωμένου η μη) είναι το καύσιμο για το ιστολόγιο αυτό, έτσι σας προτρέπουμε να μας πείτε την γνώμη σας. Τα σχόλια οφείλουν να είναι κόσμια, εντός θέματος και γραμμένα με Ελληνικούς χαρακτήρες (όχι greeklish και κεφαλαία).
Καλό είναι όποιος θέλει να διατηρεί την ανωνυμία του να χρησιμοποιεί ένα ψευδώνυμο έτσι ώστε σε περίπτωση διαλόγου, να γίνεται αντιληπτό ποιος είπε τι. Κάθε σχόλιο το οποίο είναι υβριστικό η εμπαθές, θα διαγράφεται αυτομάτως.