
(Μια από τις ομορφιές της Ιστορίας είναι όταν μαθαίνεις την προέλευση στοιχείων της καθημερινής ζωής (ονόματα, τοπωνύμια, έθιμα), που εκ πρώτης όψεως φαντάζουν ανεξήγητα. Τέτοια στοιχεία είναι πολλές εκφράσεις και ιδιωματισμοί που χρησιμοποιούμε χωρίς να ξέρουμε το ιστορικό τους υπόβαθρο. Στο παρελθόν είχαμε ασχοληθεί ξανά με την προέλευση εκφράσεων. Σας παραθέτω μερικά ακόμη που βρήκα...)
«ΑΥΤΟΣ ΧΡΩΣΤΑΕΙ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΙΧΑΛΟΥΣ»: Στα χρόνια του Όθωνα βρισκόταν σε κάποιο σοκάκι του Ναυπλίου η ταβέρνα της Μιχαλους. Η Μιχαλου ήταν μια θηριώδης ζωντοχήρα, και αδίστακτη εκμεταλλεύτρια . στην ταβέρνα της είχε μια περιορισμένη πελατεία στην οποία παρείχε μια πίστωση για ένα συγκεκριμένο μικρό χρονικό διάστημα. Αλίμονο σε αυτόν που δεν πλήρωνε μετά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής. Η Μιχαλου θα περιερχόταν τους δρόμους του Ναυπλίου και με το απύλωτο στόμα της θα τον κατεξευτέλιζε. Έτσι κανείς δεν τολμούσε να της αφήνει χρέη. Έτσι έμεινε η οικεία έκφραση που υποδηλώνει κάποιον που είναι σε δίνη οικονομική θέση και χρωστάει κυριολεκτικά παντού.
(μια άλλη ερμηνεία για την προέλευση της έκφρασης εδώ:( http://www.sarantakos.com/fraseis/mixalou.html)
ΕΦΑΓΑ ΧΥΛΟΠΙΤΑ: Γύρω στα 1815 υπήρχε κάποιος κομπογιαννίτης, ο Παρθένης Νένιμος, ο οποίος ισχυριζόταν πως είχε βρει το φάρμακο για τους βαρύτατα ερωτευμένους. Επρόκειτο για ένα παρασκεύασμα από σιταρένιο χυλό ψημένο στο φούρνο. Όσοι λοιπόν αγαπούσαν χωρίς ανταπόκριση, θα έλυναν το πρόβλημά τους τρώγοντας αυτή τη θαυματουργή πίτα - και μάλιστα επί τρεις ημέρες, κάθε πρωί, τελείως νηστικοί.

ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΚΑΒΓΑ: Ένα από τα αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών, ήταν η ελεύθερη πάλη. Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν. Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο. Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατζουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, πράγμα, βέβαια, δυσκολότατο. Γιατί τα νύχια των δυστυχισμένων σκλάβων, που έμεναν συνέχεια μέσα στα κάτεργα, ήταν τεράστια και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν. Γι' αυτό, λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν καλύτερα και συνήθως με τα δόντια τους. Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».

ΜΟΥ ΕΦΥΓΕ ΤΟ ΚΑΦΑΣΙ: Στα Τούρκικα καφάς θα πει κεφάλι, κρανίο. Όταν, λοιπόν, η καρπαζιά, που έριξαν σε κάποιον είναι δυνατή λέμε: "του έφυγε το καφάσι", δηλαδή, του έφυγε το κεφάλι από τη δύναμη του κτυπήματος. Το ίδιο και όταν αντιληφθούμε κάτι σπουδαίο, λέμε: "μου έφυγε το καφάσι" , δηλαδή, μου έφυγε το κεφάλι από τη σπουδαιότητα.

ΤΟΥ ΕΨΗΣΕ ΤΟ ΨΑΡΙ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ: Ο λαός του Βυζαντίου γιόρταζε με μεγάλη κατάνυξη και πίστη όλες τις μέρες της Σαρακοστής. Το φαγητό του ήταν μαρουλόφυλλα βουτηγμένα

Κάποτε λοιπόν, ένας καλόγερος, ο Μεθόδιος, πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια μέσα σε μια σπηλιά, που ήταν κοντά στο μοναστήρι. Το αμάρτημά του θεωρήθηκε φοβερό. Το ηγουμενοσυμβούλιο τον καταδίκασε τότε στην εξής τιμωρία: Διάταξε και του γέμισαν το στόμα με αναμμένα κάρβουνα και κει πάνω έβαλαν ένα ωμό ψάρι, για να…ψηθεί! Το γεγονός αυτό το αναφέρει ο Θεοφάνης. Φυσικά ο καλόγερος πέθανε έπειτα από λίγο μέσα σε τρομερούς πόνους. Αλλά ωστόσο έμεινε η φράση «Μου έψησε το ψάρι στα χείλη» ή «Του έψησε το ψάρι στα χείλη».
ΤΟΥ ΜΠΗΚΑΝ ΨΥΛΛΟΙ ΣΤΑ ΑΥΤΙΑ: Οι Βυζαντινοί ήταν άφταστοι στο να εφευρίσκουν πρωτότυπες τιμωρίες. Όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ’ αφτιά και τον κούφαιναν. Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο αυτοκράτορας lουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια. Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλά έναν «ωτακουστή» ποτέ. Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι’ αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Είπαν δηλαδή -οι Συγκλητικοί- ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή

Ο lουλιανός θύμωσε, μα δέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό. Έβαζαν δηλαδή στ’ αφτιά του ωτακουστή…ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο. Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί. Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση «του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά», που σήμερα έφτασε να σημαίνει, ότι μου μπαίνουν υποψίες στο μυαλό για κάτι.
ΤΟΥ ΤΑ ΕΒΓΑΛΕ ΣΤΗ ΦΟΡΑ: Στη βυζαντινή εποχή, υπήρχε ένα είδος κηρύκων, που έκαναν μια πολύ περίεργη δουλειά…Όταν κατηγορούσαν κάποιον για κλοπή, για λεηλασία ή

«Αδελφοί του Χριστού! Ο τάδε έκανε αυτή την κακή πράξη και πρέπει να τιμωρηθεί από τον Θεό και τους νόμους. Δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά εναντίον του, για να τον παραδώσουμε στο δικαστήριο. Γι’ αυτό, όσοι γνωρίζουν κάτι σχετικό με την υπόθεση, να ‘ρθουν να μας το πουν. Αυτοί που γνωρίζουν κάτι και δεν τολμούν να παρουσιαστούν μπροστά μας, να τον καταγγείλουν, θα είναι καταραμένοι στη ζωή και στο θάνατο. Το κορμί τους θα βγάλει τις πληγές του Φαραώ και τα παιδιά τους, όπως και τα παιδιά των παιδιών τους, θα διψούν και δε θα βρίσκουν νερό…».
Οι κήρυκες αυτοί είχαν καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος του λαού. Όπως, όμως ήταν επόμενο, ύστερα από τις φοβερές αυτές κατάρες, εκείνος που ήξερε κάτι για τον ένοχο, έτρεχε να τον καταγγείλει στην αγορά (λατ.=forum και εξελληνισμένο=φόρα), για να γίνει ήσυχη η συνείδηση του. Δηλαδή, «του τα έβγαζε στη φόρα», όπως κατάντησε να λέγεται τότε.

Στον καιρό του Ρωμανού του Διογένη, ένας από τους στρατηγούς του, ο Ιωάννης Δημαράς, βγήκε μια νύχτα στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης μαζί με τη συντροφιά του και όσους διαβάτες έβλεπε μπροστά του, τους έπιανε μαζί με την παρέα του και τους…κολλούσε για πλάκα στον τοίχο μ’ ένα είδος ρετσινιού και πίσσας, που υπήρχαν σε κάθε γωνιά, για να φωτίζονται οι δρόμοι.
Το…αστείο αυτό έκανε τόση εντύπωση την επόμενη το πρωί, ώστε από εκείνη την ημέρα πολλοί άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, έβγαιναν σχεδόν κάθε νύχτα στους δρόμους, για να βρουν κανέναν αργοπορημένο και να τον κολλήσουν στον τοίχο. Από τότε, έμεινε ως τα χρόνια μας η συγκεκριμένη φράση.
:-))))
ΑπάντησηΔιαγραφήτι σημαίνει αυτό ρε;
ΑπάντησηΔιαγραφή