Η υπέρβαση των ιδεοληπτικών αναγνώσεων της Κατοχής και του Εμφυλίου

Τον περασμένο Ιούλιο πραγματοποιήθηκε στην Καβάλα το ετήσιο συνέδριο του Δικτύου για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων με θέμα «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ΄40. Κριτικές ιστοριογραφικές αποτιμήσεις». Ολοκληρώθηκε με τον τρόπο αυτό μία δεκαετία έντονης ερευνητικής δραστηριότητας που ανανέωσε τη μελέτη και έρευνα μιας ιδιαίτερα δύσκολης ιστορικής περιόδου. Από το ιδιαίτερα πλούσιο πρόγραμμα του συνεδρίου της Καβάλας αξίζει να σημειωθούν τρεις τάσεις:

* Πρώτη και σημαντικότερη, η συστηματική πλέον έρευνα στα κρατικά αρχεία των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης. Τα περισσότερα από αυτά είναι ανοιχτά και προσβάσιμα στους ερευνητές τουλάχιστον από τα μέσα της δεκαετίας του ΄90, όμως το εμπόδιο της γλώσσας δεν επέτρεψε την αξιοποίησή τους μέχρι πρόσφατα. Οπως η πρόσβαση στα βρετανικά και αμερικανικά αρχεία έθεσε τις βάσεις της επιστημονικής θεώρησης της ιστορίας της Κατοχής και του Εμφυλίου στα τέλη της δεκαετίας του ΄70 και όπως η πρόσβαση στα αρχεία του ΚΚΕ, της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού και των τοπικών ΓΑΚ άλλαξε ριζικά την οπτική μας στη διάρκεια της δεκαετίας που πέρασε, έτσι και οι καινούργιες αυτές αρχειακές διαθεσιμότητες σηματοδοτούν μια καινούργια φάση καθώς καθιστούν δυνατή την ακριβέστερη και σφαιρικότερη προσέγγιση μιας σειράς «προβληματικών» ζητημάτων, όπως π.χ. του «παιδομαζώματος», της πολιτικής προσφυγιάς, των εσωτερικών διαμαχών του ΚΚΕ και των μειονοτήτων.


* Δεύτερη τάση είναι η ολοένα πιο συχνή ένταξη της ελληνικής εμπειρίας σε συγκριτικό πλαίσιο. Σιγά σιγά η ελληνική περίπτωση αρχίζει να μελετάται είτε σε σύγκριση με άλλους εμφυλίους είτε με αναφορά στις έρευνες που γίνονται για άλλους εμφυλίους, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στη διατύπωση νέων ερευνητικών υποθέσεων και στο ξεπέρασμα του έντονου ελληνοκεντρισμού και επαρχιωτισμού που κυριαρχεί. Καθώς τα πραγματολογικά κενά συμπληρώνονται σταδιακά, οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις θα κερδίζουν σε πληρότητα και εγκυρότητα χάρη στη συγκριτική μέθοδο.

* Τρίτη τάση είναι η συνέχιση και η ωρίμανση των τοπικών ερευνών που μας αποκαλύπτουν όλο και περισσότερες πτυχές του εμφυλίου. Μια σειρά ανακοινώσεων στην Καβάλα επικεντρώθηκε με ιδιαίτερα γόνιμο τρόπο στην περίπτωση της Θράκης και στον ρόλο της μουσουλμανικής μειονότητας στον εμφύλιο, ως τώρα μια ερευνητική «μαύρη τρύπα». Τα πορίσματα των ερευνών αυτών έχουν μεγάλο ενδιαφέρον και ρίχνουν φως σε σχετικά άγνωστες πτυχές του εμφυλίου, όπως π.χ. η τελικά αποτυχημένη προσπάθεια του ΚΚΕ να στρατολογήσει βίαια τους πομακικούς πληθυσμούς της Θράκης στο πλαίσιο της εξεύρεσης των ανθρώπινων πόρων που του έλειπαν. Οι έρευνες αυτές επιτρέπουν επίσης τη σφαιρικότερη μελέτη των μειονοτήτων συνδέοντας τες και με τις πολιτικές επιδιώξεις των όμορων κρατών.

Η γονιμότητα των ιστοριογραφικών αυτών αναζητήσεων επιτρέπει και μια αποτίμηση ενός εγχειρήματος που κλείνει δέκα χρόνια. Η ίδρυση και λειτουργία του Δικτύου για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων υπήρξε ένα πολύπλευρο στοίχημα. Οργανωτικά το ζητούμενο ήταν να στηθεί και λειτουργήσει ένας επιστημονικός χώρος με τρόπο αποκεντρωμένο, πλουραλιστικό και συλλογικό. Το Δίκτυο συνέβαλε στην άνθηση ενός πεδίου συνάντησης και διαλόγου που χαρακτηρίζεται από έναν ασυνήθιστο για τα ελληνικά δεδομένα ερευνητικό πλουραλισμό και δυναμισμό. Μέσα σε μια δεκαετία διοργανώθηκαν δέκα συνέδρια στην Ελλάδα και δύο στο εξωτερικό με μια θεματολογία που καταπιάστηκε με πλειάδα θεμάτων, ορισμένα από τα οποία παρέμεναν ως τότε ταμπού. Αρκεί μια απλή απαρίθμηση της θεματολογίας για να διαπιστωθεί το εύρος της προσπάθειας: «Η δυναμική των εμφυλίων πολέμων: προς μία διεπιστημονική προσέγγιση» (Θεσσαλονίκη 2000), «Οι εμφύλιοι: τοπικές διαστάσεις του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, 1943-1949» (Τσοτύλι 2001), «Εμφύλιοι πόλεμοι και πολιτική βία στην Ευρώπη του 20ού αιώνα» (Φλωρεντία 2002), «Η εμφύλια βία» (Βόλος 2002), «Οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στα ανατολικά κράτη» (Μονοδένδρι 2003), «Εχθρός εντός των τειχών: όψεις του δωσιλογισμού στην Ελλάδα της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου» (Σαμοθράκη 2004), «Η κοινωνία σε πόλεμο: στρατός και αντάρτες στη δεκαετία του 1940» (Πρέβεζα 2005), «Μνήμες των εμφυλίων πολέμων: τόποι και εργαλεία» (Κορησός, 2006), «Κατοχή, αντίσταση και εμφύλιος πόλεμος στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις» (Αίγινα 2007), «Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος- 60 χρόνια μετά» (Πράγα 2007), «Το Ολοκαύτωμα ως τοπική ιστορία: παρελθόν και παρόν μιας πολύπλοκης σχέσης» (Θεσσαλονίκη 2008) και «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ΄40: μια κριτική αποτίμηση» (Καβάλα 2009). Η ανασκόπηση της εκδοτικής δραστηριότητας που προέκυψε μέσα από τη διαδικασία των συνεδρίων και της σχετικής έρευνας αναδεικνύει τον κυρίαρχο ρόλο του Δικτύου και των συνεδρίων του στη διαμόρφωση της ερευνητικής ατζέντας.

Πολύπλευρη αναθεώρηση

Η ερευνητική αυτή άνθηση θα ήταν στείρα αν δεν συνοδευόταν από μια βελτίωση των ερμηνειών για την περίοδο αυτή παράλληλα με την αποδόμηση των πιο προβληματικών από αυτές υπό το φως των νέων στοιχείων. Πράγματι, αναθεώρηση έγινε και υπήρξε πολύπλευρη. Θα μπορούσε να συνοψιστεί στην ανάδειξη ενός ερευνητικού και ερμηνευτικού ιδιώματος που διακρίνεται σε σχέση με τα απλουστευτικά σχήματα του παρελθόντος καθώς αντιμετωπίζει τον εμφύλιο ως ένα σύνθετο, ρευστό και πολύμορφο φαινόμενο και όχι ως μια σύγκρουση ανάμεσα σε ήρωες και προδότες, εστιάζει σε ερωτήματα και μεθόδους που δεν είχαν τεθεί στο παρελθόν (όπως π.χ. τα κίνητρα των «απλών ανθρώπων» πέρα και εκτός από την ιδεολογία των οργανώσεων ή τις επιπτώσεις της βίας στην πολιτική συμπεριφορά τους), θέτει αντί να αποφεύγει ευαίσθητα θέματα όπως αυτά της βίας, του δωσιλογισμού, των μειονοτήτων κ.λπ. και βασίζεται στην τεκμηρίωση της έρευνας σε πλειάδα νέων πηγών (συμπεριλαμβανομένων των προφορικών μαρτυριών και των αναξιοποίητων τοπικών αρχείων).

Ενα μόνο παράδειγμα αφορά τη συμβολή των ερευνών της τελευταίας δεκαετίας στη μελέτη του «μαζικού επιπέδου», δηλαδή των μεγάλων συλλογικοτήτων, όχι πια ως αδιαφοροποίητων μονολιθικών κατηγοριών αλλά ως αθροίσματος μικρότερων ομάδων και ανθρώπων. Με εξαίρεση ελάχιστες μελέτες, οι άνθρωποι εμφανίζονταν ως τότε μέσα από εύκολες κατηγορίες-κλισέ («ο λαός», «η Δεξιά», «οι αντάρτες», «οι δωσίλογοι») που σπάνια ήταν αντικείμενο συστηματικής έρευνας με αποτέλεσμα να διατυπώνονται οι πιο απίθανοι ισχυρισμοί και γενικεύσεις χωρίς καμία απολύτως τεκμηρίωση.

Οπως είναι σαφές, μια τέτοια προσπάθεια θα ήταν αδύνατη δίχως την απαραίτητη αποφόρτιση και αποστασιοποίηση. Θεμελιώδης προϋπόθεση είναι η αποδοχή του γεγονότος πως ο εμφύλιος αποτελεί ιστορικό γεγονός που ανήκει στο παρελθόν και, επομένως, η μελέτη του δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ρεβάνς της ιστοριογραφίας πάνω στο παρελθόν. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως ο εμφύλιος ως θέμα θα πάψει να προκαλεί έντονο ενδιαφέρον και να ασκεί ισχυρή έλξη καθώς ως κομβικό ιστορικό σημείο βαραίνει ιδιαίτερα πάνω στη συλλογική μνήμη. Οπως, όμως, αντίστοιχα ιστορικά γεγονότα αλλού, π.χ. η Γαλλική Επανάσταση ή ο αμερικανικός εμφύλιος, το έντονο ενδιαφέρον και οι εκάστοτε διαμάχες των ιστορικών θα αποσυνδεθούν από την ιδεολογική, αγιογραφική ή «δαιμονοποιητική» ανάγνωση του παρελθόντος.

Η έρευνα και οι αντιδράσεις

Η ΕΠΙΤΥΧΙΑ της ανανέωσης της έρευνας για τη δεκαετία του ΄40 ίσως φαντάζει σήμερα αναπόφευκτη, μια τομή που ήταν λίγο- πολύ αναμενόμενη. Υπήρξε όμως κάθε άλλο παρά αυτονόητη. Καθώς οι μύθοι της Δεξιάς είχαν ήδη αποδομηθεί από το πρώτο κύμα της επιστημονικής έρευνας το 1970-1990, οι νέες έρευνες αναγκαστικά θα γκρέμιζαν τα είδωλα και μυθεύματα της Αριστεράς, που αν και όρθια ήταν ιδιαίτερα ευάλωτα. Ετσι ορισμένοι πανεπιστημιακοί και δημοσιογράφοι (αλλά και ένα πολιτικό κόμμα, το ΚΚΕ) βίωσαν το γκρέμισμα των ειδώλων ως υπαρξιακή απειλή. Η αντίδραση αυτή οφείλεται στο γεγονός πως η ιστορία της περιόδου αυτής εξακολουθεί να ενεργοποιεί τα νοσταλγικά αντανακλαστικά όσων είδαν στην αντίσταση και στον εμφύλιο την επανάσταση που ονειρεύτηκαν στη διάρκεια, ιδίως στην περίοδο της μεταπολίτευσης. Αναμφίβολα οι νέες έρευνες δεν αφήνουν ανέπαφο και το πολιτικό κεφάλαιο ενός κόμματος που επωφελήθηκε από την αγιοποίηση του παρελθόντος του και την αποσιώπηση των μελανών σελίδων του. Το αποτέλεσμα αυτό είναι όμως αναπόφευκτη συνέπεια της έρευνας και όχι στόχος των ερευνητών.

Οι ερευνητές βρέθηκαν λοιπόν μπροστά σε ένα κύμα υστερίας και χυδαιότητας. Προφανώς θεωρήθηκε πως η επιχείρηση διασυρμού και απονομιμοποίησης θα τους ανάγκαζε να μη θέτουν ενοχλητικά ερωτήματα και να αποφεύγουν να φέρνουν στο φως ενοχλητικά στοιχεία. Οντας άνθρωποι κατ΄ εξοχήν διαπαιδαγωγημένοι σε ένα κλειστό σύστημα και με ιδιαίτερα φτωχή αντίληψη της διεθνούς επιστημονικής πραγματικότητας, οι «αγανακτισμένοι» αυτοί πανεπιστημιακοί δεν κατόρθωσαν να αντιληφθούν πως η έρευνα ξεπερνάει τα στενά όρια του ελληνικού πανεπιστημίου και τα ακόμη στενότερα των κομμάτων και έτσι δεν ελέγχεται πελατειακά ούτε χειραγωγείται κομματικά. Δεν κατάφεραν, με άλλα λόγια, να αντιληφθούν πως ένα από τα ισχυρότερα κίνητρα της έρευνας είναι απλούστατα η επιστημονική περιέργεια.

Από την άποψη αυτή, η επιτυχία της δεκαετούς αυτής παρέμβασης ξεπερνά τα όρια της ιστοριογραφίας καθώς αναδεικνύει τη δυνατότητα που ενυπάρχει σε μιαν ανοιχτή κοινωνία να αντιμετωπίζει τους χειρότερους εφιάλτες του παρελθόντος της με τρόπο ώριμο και σοβαρό, παρακάμπτοντας τις αντιδράσεις, όσο έντονες και να είναι αυτές.

Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Υale των ΗΠΑ.

Σχόλια

"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας