Ποιους τρομάζουν τα αρχεία; Απάντηση στο δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» για τις αποκαλύψεις των αρχείων της Τσεχοσλοβακίας
Η ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού παρέμενε μέχρι πρόσφατα αποκλειστικά σχεδόν στα χέρια των οπαδών της Αριστεράς. Παρά τις σοβαρές εργασίες αρκετών από αυτούς, πολλά από τα θέματα-ταμπού ήταν δύσκολο να αγγιχτούν λόγω ιδεολογικών ευαισθησιών και προσωπικών βιωμάτων.
Οπως όμως και με την ιστορία του φασισμού, και κάθε άλλου ολοκληρωτικού και μεσσιανικού κινήματος, είναι απολύτως απαραίτητη η συναισθηματική και ιδεολογική αποστασιοποίηση από το υπό μελέτη φαινόμενο, προκειμένου να προχωρήσουμε στην αποκάλυψη των «σκοτεινών» πλευρών και κυρίως στη σε βάθος ανάλυση των μηχανισμών λειτουργίας αυτών των κινημάτων. Εντέλει, όπως η ιστορία του φασισμού δεν γράφηκε, ευτυχώς, από φασίστες ιστορικούς, έτσι και η ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού δεν είναι απαραίτητο να γραφεί μόνο από στρατευμένους ιστορικούς της Αριστεράς.
Με άρθρο μας (Ν. Μαραντζίδης, Κ. Τσίβος, «Οι κόκκινοι κατάσκοποι») στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής παρουσιάσαμε μια άγνωστη στο ευρύ κοινό πτυχή της δράσης του ΚΚΕ αμέσως μετά τον Εμφύλιο: τη λειτουργία της σχολής πρακτόρων που οργάνωσαν και διεύθυναν οι υπηρεσίες ασφαλείας του τσεχοσλοβακικού κράτους σε συνεργασία με το ΚΚΕ. Στις σχολές αυτές (παρόμοιές τους λειτούργησαν και σε άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ) εκπαιδεύτηκαν μυστικά άνθρωποι σε μια σειρά δραστηριότητες, όπως ήταν η χρήση ασυρμάτων, η φωτογράφιση και παραχάραξη εγγράφων, η χρήση όπλων, η κατασκευή και τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών, η οργάνωση σαμποτάζ κτλ.
Το άρθρο προκάλεσε ποικίλα σχόλια και αντιδράσεις. Οι πλέον διασκεδαστικές (αλλά λιγότερο σοβαρές) προήλθαν από το επίσημο ΚΚΕ, που μας αντιμετώπισε ως «προβοκάτορες», ανθρώπους στην υπηρεσία της CΙΑ, του υπό κατάρρευση καπιταλισμού και του ΠαΣοΚ! Αξιομνημόνευτο βέβαια είναι το γεγονός ότι ούτε καν το ίδιο το ΚΚΕ δεν αμφισβήτησε την αξιοπιστία των τσεχικών αρχείων στα οποία στηριχθήκαμε και εντέλει την ιδιαίτερη και ιδιόμορφη διασύνδεση ανάμεσα στα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης και στο ΚΚΕ.
Από άλλες πλευρές εκφράστηκαν ερωτήματα και αμφιβολίες για το ορθό της χρήσης των όρων «πράκτορες» και «κατάσκοποι». Κατ΄ αρχάς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι είναι όροι που χρησιμοποιούνται από τα ίδια τα στελέχη του ΚΚΕ και υπάρχουν στα απόρρητα έγγραφα. Πέρα όμως από αυτό, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το όλο εγχείρημα της λειτουργίας της «Σχολής» και της αποστολής πρακτόρων στην Ελλάδα οργανώθηκε και επιμελήθηκε από την ηγεσία των μυστικών υπηρεσιών της Τσεχοσλοβακίας. Υπό την αιγίδα αυτών των μυστικών υπηρεσιών εκπαιδεύτηκαν και απεστάλησαν στην Ελλάδα οι έλληνες σύντροφοι.
Οι πράκτορες αυτοί είχαν πολλά και διαφορετικά καθήκοντα. Από την πλευρά του ΚΚΕ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ιδιαίτερο βάρος αποδόθηκε στην παράνομη πολιτική δράση, στην επαφή και καθοδήγηση των διαλυμένων κομματικών οργανώσεων. Από την πλευρά των ανατολικών συντρόφων, όμως, το βάρος έπεφτε στη συλλογή στρατιωτικών πληροφοριών. Πρέπει εδώ να υπενθυμιστεί ότι το 1949 δημιουργήθηκε το ΝΑΤΟ και το 1950 ξέσπασε ο πόλεμος της Κορέας, με ελληνική μάλιστα συμμετοχή. Ως εκ τούτου, το βασικό ενδιαφέρον των Ανατολικών δεν ήταν φυσικά η ανασυγκρότηση των οργανώσεων του Αγροτικού Κόμματος, αλλά η δυνατότητα συλλογής πληροφοριών με στρατιωτική ή διπλωματική σημασία για αυτούς. Κανένα κράτος δεν θα διακινδύνευε την οργάνωση ενός τέτοιου εγχειρήματος αν δεν είχε συγκεκριμένα πρακτικά οφέλη από αυτό, ειδικότερα μάλιστα κράτη όπως το τσεχοσλοβακικό που δραστηριοποιήθηκαν έντονα σε διεθνές επίπεδο στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.
Από αρκετούς τέθηκε επίσης το ερώτημα των ιδεολογικών κινήτρων. Μπορούν να αποκαλούνται «πράκτορες» άνθρωποι με τόσο βαθύ ιδεολογικό προσανατολισμό; Η απάντηση δεν είναι απαραίτητα αρνητική. Οπως εξάλλου έχει αποκαλυφθεί πρόσφατα σε άλλες περιπτώσεις πρακτόρων, αυτοί ήταν απόλυτα πεισμένοι για τον θετικό ρόλο που προσέφεραν. Επιπλέον, στα τσεχοσλοβακικά αρχεία καταγράφεται μια μικρή λεπτομέρεια: η επαγγελματική αποκατάσταση των συντρόφων με το πέρας της αποστολής τους.
Στην Ανατολική Ευρώπη υπάρχει ένας πλούτος στοιχείων για τη σχέση των κομμουνιστικών καθεστώτων με το ΚΚΕ κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και μετέπειτα. Πλήθος στοιχείων αποκαλύπτει το μέγεθος της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης του ΚΚΕ από τα ανατολικά καθεστώτα, που ενημερώνονταν από τους έλληνες συντρόφους για κάθε σχεδόν πολιτική και οργανωτική κίνηση του κόμματος.
Είναι αξιομνημόνευτη από αυτή την άποψη η ιδιαίτερα επιφυλακτική έως και φοβική στάση αρκετών αριστερών διανοουμένων και ιστορικών απέναντι στα αρχεία των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης. Σοβαροί ιστορικοί της Αριστεράς θεωρούν ότι υπάρχει κίνδυνος υπερτίμησης αυτών των αρχείων τη στιγμή που ο πλούτος τους παραμένει ανεκμετάλλευτος. Στην πραγματικότητα, οι επιφυλάξεις αυτές πηγάζουν από ένα βασικό άγχος: να μην επιβεβαιωθεί ο ισχυρός βαθμός εξάρτησης του ΚΚΕ από το διεθνές κομμουνιστικό σύστημα και τις στρατηγικές του.
Το γεγονός αυτό θα είχε ως συνέπεια τη δικαίωση της αντίπαλης ιστοριογραφίας. Πόσο καιρό όμως μπορεί κανείς να αρνείται την πραγματικότητα; Οσο νωρίτερα η επιστημονική κοινότητα μπορέσει να λύσει τον γρίφο ανάμεσα στη διεθνή διάσταση της λειτουργίας των κομμουνιστικών κομμάτων σε σχέση με την εθνική τους πραγματικότητα τόσο γρηγορότερα θα κατανοηθεί η φυσιογνωμία του ελληνικού κομμουνισμού.
Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
ΠΗΓΗ tovima.gr
Οπως όμως και με την ιστορία του φασισμού, και κάθε άλλου ολοκληρωτικού και μεσσιανικού κινήματος, είναι απολύτως απαραίτητη η συναισθηματική και ιδεολογική αποστασιοποίηση από το υπό μελέτη φαινόμενο, προκειμένου να προχωρήσουμε στην αποκάλυψη των «σκοτεινών» πλευρών και κυρίως στη σε βάθος ανάλυση των μηχανισμών λειτουργίας αυτών των κινημάτων. Εντέλει, όπως η ιστορία του φασισμού δεν γράφηκε, ευτυχώς, από φασίστες ιστορικούς, έτσι και η ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού δεν είναι απαραίτητο να γραφεί μόνο από στρατευμένους ιστορικούς της Αριστεράς.
Με άρθρο μας (Ν. Μαραντζίδης, Κ. Τσίβος, «Οι κόκκινοι κατάσκοποι») στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής παρουσιάσαμε μια άγνωστη στο ευρύ κοινό πτυχή της δράσης του ΚΚΕ αμέσως μετά τον Εμφύλιο: τη λειτουργία της σχολής πρακτόρων που οργάνωσαν και διεύθυναν οι υπηρεσίες ασφαλείας του τσεχοσλοβακικού κράτους σε συνεργασία με το ΚΚΕ. Στις σχολές αυτές (παρόμοιές τους λειτούργησαν και σε άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ) εκπαιδεύτηκαν μυστικά άνθρωποι σε μια σειρά δραστηριότητες, όπως ήταν η χρήση ασυρμάτων, η φωτογράφιση και παραχάραξη εγγράφων, η χρήση όπλων, η κατασκευή και τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών, η οργάνωση σαμποτάζ κτλ.
Το άρθρο προκάλεσε ποικίλα σχόλια και αντιδράσεις. Οι πλέον διασκεδαστικές (αλλά λιγότερο σοβαρές) προήλθαν από το επίσημο ΚΚΕ, που μας αντιμετώπισε ως «προβοκάτορες», ανθρώπους στην υπηρεσία της CΙΑ, του υπό κατάρρευση καπιταλισμού και του ΠαΣοΚ! Αξιομνημόνευτο βέβαια είναι το γεγονός ότι ούτε καν το ίδιο το ΚΚΕ δεν αμφισβήτησε την αξιοπιστία των τσεχικών αρχείων στα οποία στηριχθήκαμε και εντέλει την ιδιαίτερη και ιδιόμορφη διασύνδεση ανάμεσα στα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης και στο ΚΚΕ.
Από άλλες πλευρές εκφράστηκαν ερωτήματα και αμφιβολίες για το ορθό της χρήσης των όρων «πράκτορες» και «κατάσκοποι». Κατ΄ αρχάς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι είναι όροι που χρησιμοποιούνται από τα ίδια τα στελέχη του ΚΚΕ και υπάρχουν στα απόρρητα έγγραφα. Πέρα όμως από αυτό, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το όλο εγχείρημα της λειτουργίας της «Σχολής» και της αποστολής πρακτόρων στην Ελλάδα οργανώθηκε και επιμελήθηκε από την ηγεσία των μυστικών υπηρεσιών της Τσεχοσλοβακίας. Υπό την αιγίδα αυτών των μυστικών υπηρεσιών εκπαιδεύτηκαν και απεστάλησαν στην Ελλάδα οι έλληνες σύντροφοι.
Οι πράκτορες αυτοί είχαν πολλά και διαφορετικά καθήκοντα. Από την πλευρά του ΚΚΕ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ιδιαίτερο βάρος αποδόθηκε στην παράνομη πολιτική δράση, στην επαφή και καθοδήγηση των διαλυμένων κομματικών οργανώσεων. Από την πλευρά των ανατολικών συντρόφων, όμως, το βάρος έπεφτε στη συλλογή στρατιωτικών πληροφοριών. Πρέπει εδώ να υπενθυμιστεί ότι το 1949 δημιουργήθηκε το ΝΑΤΟ και το 1950 ξέσπασε ο πόλεμος της Κορέας, με ελληνική μάλιστα συμμετοχή. Ως εκ τούτου, το βασικό ενδιαφέρον των Ανατολικών δεν ήταν φυσικά η ανασυγκρότηση των οργανώσεων του Αγροτικού Κόμματος, αλλά η δυνατότητα συλλογής πληροφοριών με στρατιωτική ή διπλωματική σημασία για αυτούς. Κανένα κράτος δεν θα διακινδύνευε την οργάνωση ενός τέτοιου εγχειρήματος αν δεν είχε συγκεκριμένα πρακτικά οφέλη από αυτό, ειδικότερα μάλιστα κράτη όπως το τσεχοσλοβακικό που δραστηριοποιήθηκαν έντονα σε διεθνές επίπεδο στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.
Από αρκετούς τέθηκε επίσης το ερώτημα των ιδεολογικών κινήτρων. Μπορούν να αποκαλούνται «πράκτορες» άνθρωποι με τόσο βαθύ ιδεολογικό προσανατολισμό; Η απάντηση δεν είναι απαραίτητα αρνητική. Οπως εξάλλου έχει αποκαλυφθεί πρόσφατα σε άλλες περιπτώσεις πρακτόρων, αυτοί ήταν απόλυτα πεισμένοι για τον θετικό ρόλο που προσέφεραν. Επιπλέον, στα τσεχοσλοβακικά αρχεία καταγράφεται μια μικρή λεπτομέρεια: η επαγγελματική αποκατάσταση των συντρόφων με το πέρας της αποστολής τους.
Στην Ανατολική Ευρώπη υπάρχει ένας πλούτος στοιχείων για τη σχέση των κομμουνιστικών καθεστώτων με το ΚΚΕ κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και μετέπειτα. Πλήθος στοιχείων αποκαλύπτει το μέγεθος της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης του ΚΚΕ από τα ανατολικά καθεστώτα, που ενημερώνονταν από τους έλληνες συντρόφους για κάθε σχεδόν πολιτική και οργανωτική κίνηση του κόμματος.
Είναι αξιομνημόνευτη από αυτή την άποψη η ιδιαίτερα επιφυλακτική έως και φοβική στάση αρκετών αριστερών διανοουμένων και ιστορικών απέναντι στα αρχεία των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης. Σοβαροί ιστορικοί της Αριστεράς θεωρούν ότι υπάρχει κίνδυνος υπερτίμησης αυτών των αρχείων τη στιγμή που ο πλούτος τους παραμένει ανεκμετάλλευτος. Στην πραγματικότητα, οι επιφυλάξεις αυτές πηγάζουν από ένα βασικό άγχος: να μην επιβεβαιωθεί ο ισχυρός βαθμός εξάρτησης του ΚΚΕ από το διεθνές κομμουνιστικό σύστημα και τις στρατηγικές του.
Το γεγονός αυτό θα είχε ως συνέπεια τη δικαίωση της αντίπαλης ιστοριογραφίας. Πόσο καιρό όμως μπορεί κανείς να αρνείται την πραγματικότητα; Οσο νωρίτερα η επιστημονική κοινότητα μπορέσει να λύσει τον γρίφο ανάμεσα στη διεθνή διάσταση της λειτουργίας των κομμουνιστικών κομμάτων σε σχέση με την εθνική τους πραγματικότητα τόσο γρηγορότερα θα κατανοηθεί η φυσιογνωμία του ελληνικού κομμουνισμού.
Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
ΠΗΓΗ tovima.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Ο σχολιασμός του αναγνώστη (ενημερωμένου η μη) είναι το καύσιμο για το ιστολόγιο αυτό, έτσι σας προτρέπουμε να μας πείτε την γνώμη σας. Τα σχόλια οφείλουν να είναι κόσμια, εντός θέματος και γραμμένα με Ελληνικούς χαρακτήρες (όχι greeklish και κεφαλαία).
Καλό είναι όποιος θέλει να διατηρεί την ανωνυμία του να χρησιμοποιεί ένα ψευδώνυμο έτσι ώστε σε περίπτωση διαλόγου, να γίνεται αντιληπτό ποιος είπε τι. Κάθε σχόλιο το οποίο είναι υβριστικό η εμπαθές, θα διαγράφεται αυτομάτως.