24η Μαρτίου 1821: Η Φωκίδα επαναστατεί και αποτινάσσει τον Τουρκικό ζυγό.

Ο Ιωάννης Μητρόπουλος υψώνει την σημαία της επανάστασης στα Σάλωνα
γράφει ο Φιλίστωρ Ι. Β. Δ. 

Πρόλογος

Γεωγραφικά η Στερεά Ελλάδα γειτνίαζε με ισχυρά στρατιωτικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και για τον λόγο αυτό θεωρητικά η επανάσταση των Ελλήνων στις περιοχές αυτές θα αντιμετώπιζε πολύ μεγάλους άμεσους κινδύνους. Την ίδια στιγμή όμως οι περιοχές αυτές διέθεταν τους πλέον εμπειροπόλεμους αρματολούς με μεγάλες ικανότητες στα όπλα και την στρατιωτική διοίκηση. Στην περιοχή της Φωκίδας αναμφίβολα ξεχώριζε ο περίφημος οπλαρχηγός Πανουργιάς Ξηρός.

Ο Πανουργιάς είχε το αρματολίκι των Σαλώνων (Άμφισσας) από το 1820. Νωρίτερα διετέλεσε υπαρχηγός του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο οποίος τον μύησε στα μυστικά της στρατηγικής και των όπλων. Ο ίδιος ήταν ένας άνδρας με επιβλητικό παρουσιαστικό, αποφασιστικός, αγέρωχος, ατρόμητος. Ήταν ήδη μυημένος στην Φιλική εταιρεία, ήταν αποφασισμένος να συμμετάσχει στην επανάσταση και βρισκόταν σε επαφή μέσω επιστολών με τον Παπαφλέσσα.




Η Φωκίδα επαναστατεί (24 Μαρτίου 1821) 

Πανουργιάς
Όταν τα νέα από τις πρώτες επαναστατικές κινήσεις στην Πελοπόννησο έφτασαν γοργά στην περιοχή του, η πρώτη σκέψη του Πανουργιά ήταν η αποστασία. Διέθετε όμως μόλις 60 ενόπλους, ενώ στην ευρύτερη περιοχή των Σαλώνων συνέρρεαν Τούρκοι από την Βοστίτσα, αυξάνοντας τους ενόπλους Τούρκους σε 600. Το πάθος για την ελευθερία νίκησε τους δισταγμούς των στρατιωτικών αναλογιών και ο Πανουργιάς οδήγησε τους ενόπλους του στο εξωκλήσι του Αγίου Ηλία όπου συναντήθηκε με τους προκρίτους της περιοχής Αναγνώστη Γιαγτζή, Ρήγα Κοντορρήγα και Αναγνώστη Κεχαγιά αλλά και τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα, που ήταν φλογερός πατριώτης, μυημένος στην Φιλική εταιρεία και είχε εργαστεί το προηγούμενο διάστημα για να ετοιμάσει το έδαφος για την εξέγερση. Στη σύσκεψη που ακολούθησε, κάποιοι συνέστησαν υπομονή λόγω της τοπικής υπεροχής των Τούρκων. Ο Πανουργιάς όμως παρέσυρε με το θάρρος του τους παριστάμενους και την 24η Μαρτίου 1821 ύψωσε την εθνική σημαία των Ελλήνων οδηγώντας την Φωκίδα στην αποστασία, ενώ ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας ευλόγησε τα (λιγοστά) Ελληνικά όπλα.

Ακολούθως ο Πανουργιάς κινήθηκε μεθοδικά και προσπάθησε να αυξήσει τους οπλοφόρους του στέλνοντας τον ικανό αξιωματικό Γκούρα στο Γαλαξίδι για να ξεσηκώσει την περιοχή. Οι κάτοικοι ενημερώθηκαν για τις εξελίξεις και προσχώρησαν αμέσως στην επανάσταση, καθώς ήταν ήδη έτοιμοι για αυτό ενώ ούτως η άλλως η περιοχή τους δεν είχε καθόλου Τούρκους. Οι Γαλαξιδιώτες πρόσφεραν αμέσως εθελοντές για το σώμα του Πανουργιά, αλλά και τον πολύτιμο στόλο τους από 40 εξοπλισμένα πλοία που έδωσε τον έλεγχο του Κορινθιακού κόλπου στους επαναστάτες. Επίσης ανέλαβαν να εφοδιάσουν το στρατόπεδο του Πανουργιά με πολεμοφόδια, μεταφέροντας και μερικά μικρά κανόνια από τα πλοία τους.

Οι δυνάμεις του Πανουργιά αύξαναν, καθώς συνέρρεαν μεμονωμένοι επαναστάτες από την γύρω ύπαιθρο χώρα, αλλά ακόμη δεν είχαν αποκτήσει αριθμητική υπεροχή έναντι των Τούρκων. Καθώς όμως παρέμεναν άπρακτοι, ο Πανουργιάς φοβόταν ότι η απογοήτευση θα καταλάμβανε τους επαναστάτες, έτσι εκτέλεσε το ακόλουθο τέχνασμα. Το βράδυ της 26ης Μαρτίου εμφανίστηκε στο στρατόπεδο των Ελλήνων δήθεν ένας αγγελιαφόρος που ανήγγειλε ότι είχαν φανεί στον Κορινθιακό Ρώσσικα πλοία. Ο ενθουσιασμός επικράτησε στις τάξεις των επαναστατών με πανηγυρισμούς και πυροβολισμούς στον αέρα και τότε όλοι οι οπλαρχηγοί σηκώθηκαν όρθιοι και με προεξάρχοντα τον Πανουργιά, παρότρυναν τους επαναστάτες να εκστρατεύσουν στα Σάλωνα. Την επόμενη ημέρα, ο μικρός Ελληνικός συρφετός ενόπλων βάδισε με θάρρος στα Σάλωνα κατά του προαιώνιου εχθρού με επικεφαλής τους Πανουργιά, Γκούρα και Θανάση Μανίκα. Οι Τούρκοι τις προηγούμενες ημέρες είχαν φοβηθεί από τις φήμες για την παλλαϊκή Ελληνική αποστασία και όταν είδαν τους Έλληνες να πλησιάζουν αποφασιστικά, δεν τόλμησαν να αντισταθούν παρά την αριθμητική τους υπεροχή.

Νίκη των επαναστατών στα Σάλωνα και πτώση του κάστρου (27 Μαρτίου - 10 Απριλίου 1821)

Σάλωνα (Άμφισσα)
Όλοι οι Τούρκοι με τις οικογένειες τους κλείστηκαν στο κάστρο των Σαλώνων, ενώ ο Πανουργιάς κατέλαβε την πόλη και οχύρωσε τις γύρω περιοχές από το κάστρο, ξεκινώντας πολιορκία. Με την απελευθέρωση της πόλης των Σαλώνων, συγκροτήθηκε ελληνική διοίκηση. Την αποτελούσαν οι Αναγνώστης Κεχαγιάς, Αναγνώστης Γιαγτζής, Ρήγας Κοντορρήγας, Γιωργάκης Παπαηλιόπουλος, Ηλίας Κόκκαλης, Ευστάθιος Μαρκίδης ή Μαρκόπουλος, Δεσιερλής, Βασίλειος Χατζάρας, Ευθύμιος Κρανάκης, Λουκατζίκος, Παπαϊωάννης Οικονόμος και Χαρίτος, με πρόεδρο τον επίσκοπο Ησαΐα. 

Πολύ σύντομα οι Τούρκοι αντιμετώπισαν σοβαρό πρόβλημα έλλειψης νερού και αναγκάστηκαν να δοκιμάσουν έξοδο στις 8 Απριλίου. Στην μάχη που ακολούθησε οι Έλληνες τους συνέτριψαν και τους εξανάγκασαν να συνθηκολογήσουν. Στις 10 Απριλίου 1821 οι Τούρκοι παρέδωσαν τα όπλα τους και ο Ιωάννης Μητρόπουλος από το Γαλαξίδι ύψωσε την σημαία της επανάστασης στο κάστρο. Τους αιχμαλώτους Τούρκους περίμενε τρομερή μοίρα καθώς ο Πανουργιάς, αποφάσισε να τους εξοντώσει όλους. Η απόφαση πάρθηκε σε σύσκεψη του με τους Διάκο και Δυοβουνιώτη στις 10 Απριλίου στους Κομποτάδες της Λαμίας. "Απόφασις τοιαύτη κρίνεται βεβαίως και παράσπονδος και σκληρά λαμβανομένης όμως υπ´ όψιν της εποχής, ως και του ηθικού των Τούρκων, ωμολόγηται εξεναντίας έργον απολύτου ανάγκης". Από τους λίγους που γλίτωσαν ήταν ο Οσμάν μπέης, χάρη στη φιλική συμπεριφορά που επέδειξε, όντας γενικός διοικητής των Σαλώνων, κυρίως με την άρνηση του να δολοφονηθούν τα παιδιά των δημογερόντων που είχαν συλληφθεί ως αντίποινα κατά την αρχή της Επανάστασης. 

Τα κέρδη των Ελλήνων από την πτώση των Σαλώνων ήταν πολλαπλά: είχε πέσει στα χέρια τους το ισχυρότερο κάστρο της περιοχής, ενώ κατάφεραν να εξοπλίσουν 600 ακόμη εθελοντές. Τα Σάλωνα αποτελούσαν θέση-κλειδί όχι μόνον λόγω της προνομιούχου θέσης τους, αλλά και χάρη στο εξαιρετικά καλά οχυρωμένο κάστρο τους. Όσες φορές τα Σάλωνα κατέχονταν από τους Τούρκους, η Πελοπόννησος κινδύνευε και παρέλυαν όλες οι δραστηριότητες των Ελλήνων, η κυριαρχία των Οθωμανών στις διαβάσεις της Γραβιάς, της Άμπλιανης και στο Κρισσαίο πεδίο ήταν μια σοβαρή απειλή όχι μόνον για την Πελοπόννησο αλλά και για την Αττική. Δίκαια τα Σάλωνα τιμήθηκαν ως πρώτη πρωτεύουσα της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, αφού δικαιολογημένα εξεγέρθηκαν πρώτα μεταξύ πρώτων, όπως άρμοζε στη θέση τους. 

Το Λιδωρίκι επαναστατεί (28 Μαρτίου 1821) 

Την ίδια περίοδο, στις 28 Μαρτίου, υψώθηκε η σημαία της επανάστασης στο Λιδωρίκι από τους έμπειρους οπλαρχηγούς Δήμο Σκαλτσά, Αναγνώστη Λιδωρικιώτη και τον παπα Γιώργη Πολίτη. Όλος ο λαός της περιοχής προσήλθε με ενθουσιασμό κάτω από τα λάβαρα των επαναστατών, κάποιοι ελάχιστοι Τούρκοι που οχυρώθηκαν στα σπίτια τους εντός της πόλης συνετρίβησαν αυθημερόν. Κάποιοι άλλοι Τούρκοι που τόλμησαν να αντισταθούν στο Μαλανδρίνο κατεκόπησαν και τα όπλα τους διανεμήθηκαν στους επαναστάτες. Έτσι, χάρις τον ενθουσιασμό και τον πατριωτισμό λαού, κλήρου, προκρίτων και οπλαρχηγών, εντός 5 ημερών η Φωκίδα και η Δωρίδα προσήλθαν κάτω από την επαναστατική σημαία και λυτρώθηκαν από το μεσαιωνικό Οθωμανικό σκοτάδι αιώνων.             

Επίμετρο

Πανουργιάς Ξηρός (1759-1834)

Το όνομα της οικογένειάς του ήταν Ξηρός και το πραγματικό όνομα θα ήταν Δημήτριος, αλλά το όνομα "Πανουργιάς" το πήρε από λάθος του νονού του, που κατά μία εκδοχή τον πέρασε για κορίτσι και τον βάφτισε Πανωραία.

Σε νεαρή ακόμα ηλικία καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά ένας ισχυρός Οθωμανός της περιοχής, ο Δελή Αχμέτ αφού τον λυπήθηκε και μεσολάβησε ώστε να του χαρίσουν τη ζωή, τον πήρε στην υπηρεσία του. Όταν ο Δελή Αχμέτ έγινε κλέφτης τον πήρε μαζί του σαν πρωτοπαλίκαρο. Πεθαίνοντας ο Τούρκος κλέφτης, ο Πανουργιάς πήρε τη θέση του και συνεργαζόμενος με τον Ανδρέα Ανδρούτσο έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του Λάμπρου Κατσώνη την περίοδο 1770-1792 του Ρωσσοτουρκικού Πολέμου και των Ορλοφικών. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και προετοίμασε με επιτυχία την επανάσταση στην Παρνασσίδα στις 24 Μαρτίου 1821. Έλαβε μέρος στις μάχες της Αλαμάνας και στο Χάνι της Γραβιάς, όπου μαζί με τον Δυοβουνιώτη οχυρώθηκαν στα υψώματα γύρω από το χάνι. Λόγω ασθενείας δεν συμμετείχε στη Μάχη των Βασιλικών, αλλά έστειλε στη θέση του το γιο του, Νάκο, με το ένοπλο σώμα του. Συμμετείχε στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ως αντιπρόσωπος της επαρχίας Αμφίσσης και πρωταγωνίστησε στην παράδοση του Ακροκορίνθου τον Ιανουάριο του 1822.

Εκπόνησε το σχέδιο καύσεως των σιτηρών κατά την κάθοδο του Δράμαλη και αφού αποχώρησε λόγω γήρατος από τον Αγώνα, έχρισε διάδοχό του το γιο του Νάκο στην αρχηγία του σώματός του. Παρ΄ όλα αυτά, τον Ιούλιο του 1824, μετά από πρότασή του, οχυρώνεται στην Άμπλιανη όπου γίνεται μεγάλη μάχη και αποκρούονται πολυάριθμοι Τούρκοι με αρχηγούς τους Γιουσούφ και Αμπάζ Πασά. Ο Πανουργιάς δεν έλαβε μέρος στις εμφύλιες διαμάχες του 1825 και προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να σώσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, διαφωνώντας ακόμα και με το γιο του Νάκο. Διορίστηκε το 1833 μέλος της οκταμελούς επιτροπής η οποία συστάθηκε στο Ναύπλιο για να εξετάσει τις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει οι αγωνιστές κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Πέθανε στις 4 Αυγούστου του 1834 στην Άμφισσα.


Πηγές

Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (τόμος Ε΄), εκδόσεις Σταμούλη

Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής επανάστασεως (τόμος Α΄), εκδόσεις Γιοβάνης

Κόκκινος Διονύσης, Η Ελληνική επανάστασις (τόμος Α΄), εκδόσεις Μέλισσα

Φίνλεϋ Γεώργιος, Ιστορία της Ελληνικής επαναστάσεως (μτφ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης), Ίδρυμα της βουλής των Ελλήνων.


Σχόλια

"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας