Αντίσταση και κλεφτοπόλεμος κατά του Ιμπραήμ από τον Γενναίο Κολοκοτρώνη και η οχύρωση του κάστρου της Καρύταινας (Αύγουστος 1825-Απρίλιος 1826)
Γράφει ο Γιάννης Δασκαρόλης (δημοσίευση από το νέο βιβλίο του "Γενναίος Κολοκοτρώνης - ο έφηβος οπλαρχηγός του 1821 από τις εκδόσεις Παπαζήση)
Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, η επιστροφή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο μέσω Πατρών στις 30 Απριλίου με αισθητά μειωμένο στρατό[1] σήμανε την επαναδραστηριοποίηση του εχθρού, με την ελληνική παράταξη να έχει σαφώς λιγότερες δυνάμεις για να τον αντιμετωπίσει. Ο Ιμπραήμ αρχικά εκστράτευσε ξανά στην Ηλεία και στην ορεινή Αρκαδία, τις οποίες κατέκαψε, καταδιώκοντας για να σκλαβώσει τους αμάχους κατοίκους τους. Ο Θ. Κολοκοτρώνης εξαπέλυσε μια σειρά από τοπικές επιθέσεις[2] προς όλα τα τμήματα του Ιμπραήμ που διεξήγαγαν τις δηώσεις, ενώ ο Γενναίος με το τμήμα του είχε οχυρώσει το Δερβένι, όπου νίκησε τους επιτιθέμενους Αιγυπτίους. Σύντομα όμως η ελλιπής οργάνωση των Ελλήνων, αλλά κυρίως η έλλειψη ανεφοδιασμού που είχε καταστεί βασανιστική, διέσπασε τους σχηματισμούς τους, καθώς πολλοί στρατιώτες τούς εγκατέλειπαν.[3]
Ο Ιμπραήμ ύστερα
από μεγάλες ετοιμασίες εισέβαλε στη Μάνη με 8.000 άνδρες, ελπίζοντας να
καθυποτάξει τη λακωνική χερσόνησο στηριζόμενος στη διχόνοια και των ανταγωνισμό
των τοπικών φατριών της περιοχής. Στην επιστολή του, που ζητούσε την υποταγή
τους, οι Μανιάτες τού απάντησαν ότι τον περιμένουν με όσες δυνάμεις θα ήθελε
και συγκεντρώθηκαν όλοι οι επικεφαλής των φατριών τους μονιασμένοι στα σύνορα
Μεσσηνίας - Λακωνίας στη θέση Βέργα, την οποία και οχύρωσαν. Στην ολοήμερη
επίθεση που δέχθηκαν στις 22 Ιουνίου, οι 5.000 Μανιάτες νίκησαν και επέφεραν
στους Αιγυπτίους μεγάλες απώλειες. Επιπροσθέτως και κατεξοχήν, στην επίθεση της
24ης Ιουνίου, όταν ένα τμήμα των Αιγυπτίων που αποβιβάστηκε αιφνιδιαστικά στα
νώτα των αμυνόμενων στο Δηρό, αντιμετώπισε τον όλεθρο ακόμα και από αμάχους,
γυναίκες, ηλικιωμένους και παιδιά, που τους επιτέθηκαν ένοπλοι.[4] Σε
δεύτερη εκστρατεία του τον Ιούλιο στη Μάνη, ο Ιμπραήμ γνώρισε μια σειρά από ταπεινωτικές
ήττες σε όλα τα σημεία της χερσονήσου από τους Μανιάτες, που τον έπεισαν να μην
επαναλάβει το εγχείρημα.
Αφού ηττήθηκε από τους
Μανιάτες, ο Ιμπραήμ συνέχισε τις επιθέσεις του στην Κορινθία, στο παράλιο
Άστρος και εκ νέου στην ορεινή Αρκαδία, όπου οι κάτοικοι των περιοχών αυτών
βίωσαν εκ νέου τον απόλυτο τρόμο.[5] Αποσπάσματα
των Ελλήνων υπό τους Πλαπούτα, Γενναίο και Τσώκρη ακολουθούσαν κατά πόδας τα
στρατεύματα του Ιμπραήμ, σκοτώνοντας και αιχμαλωτίζοντας όσους περισσότερους
εχθρούς μπορούσαν με ενέδρες στα Βουρλιά και στα Βέργια, αλλά και με συνεχείς αιφνιδιαστικές
επιθέσεις.[6]
Πάντως, παρά την τρομοκρατία, τις καταστροφές, τις δηώσεις, τις δολοφονίες και τον εξανδραποδισμό που είχε επιβάλει στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, στα τέλη του 1826 ο Ιμπραήμ ήλεγχε στρατιωτικά μόνο την Τριπολιτσά και τα κάστρα της Μεσσηνίας. Πουθενά αλλού δεν ασκούσε απρόσκοπτη εξουσία, οι συγκοινωνίες και τα σταυροδρόμια κατέχονταν από τους Έλληνες, που αμφισβητούσαν επίμονα το έδαφος που κατείχε, σπιθαμή προς σπιθαμή, μέρα και νύχτα, ανά πάσα στιγμή.[7]
Τα
τμήματά του δεν μπορούσαν να κινηθούν πουθενά με σχετική ασφάλεια καθώς
αντιμετώπιζαν ακροβολισμούς Ελλήνων ενόπλων, ενώ η ελληνική αντίσταση εναντίον
του δεν έπαυσε ποτέ, είτε οργανωμένη και ισχυρή είτε όχι. Ο κλεφτοπόλεμος και η
συνεχής παρενόχληση κατά των Αιγυπτίων έλαβε παλλαϊκό χαρακτήρα και ο Γενναίος
μαζί με τον Νικηταρά πρωταγωνίστησαν σε αυτόν, ηγούμενοι ενός ανηλεούς κλεφτοπόλεμου
σε δεκάδες ενέδρες και μικροσυμπλοκές στην Αρκαδία και στην Αργολίδα.[8] Οπλαρχηγοί
όπως ο Αδάμ Κορέλας, ο Ηλίας Μπούναρος, ο Λάμπρος Ρηζιώτης και ο Νικολός
Μπερτσοβίτης εκπαίδευσαν τους στρατιώτες τους ώστε να εισέρχονται τη νύχτα καταδρομικά
στο στρατόπεδο του εχθρού και να αρπάζουν ανθρώπους, ζώα, προμήθειες και όπλα,
ενώ πολλούς τους σκότωναν στον ύπνο τους.[9]
Από τους 24.000
στρατιώτες που είχαν συνολικά εκστρατεύσει στην Ελλάδα, την άνοιξη του 1827
είχαν απομείνει στον Ιμπραήμ μόλις 8.000 σε κακή κατάσταση, υποσιτισμένοι, αρκετοί
εξ αυτών τραυματίες,[10] απλήρωτοι
και με πολύ χαμηλό ηθικό.[11] Σύμφωνα
με τον αυτόπτη μάρτυρα Γάλλο Lauvergne ο Ιμπραήμ
είχε μπροστά του έναν λαό που πολεμούσε με το πάθος της απελπισίας. Άρα ήταν
αναγκασμένος να συνεχίσει τον πόλεμο εξόντωσης ώσπου ένας από τους δύο
αντιπάλους να παραδεχθεί ότι ηττήθηκε. Αλλά αυτός δεν θα μπορούσε να είναι οι
Έλληνες, καθώς είχαν αποφασίσει να πολεμήσουν ως τον θάνατο. Η αρχική βάναυση
και άνανδρη συμπεριφορά του επίσης είχε εξαναγκάσει τους Έλληνες σε έναν
απελπισμένο αγώνα διαρκείας αργής αποδυνάμωσης των Αιγυπτίων, τους οποίους
εξόντωναν σε χαράδρες, σε ενέδρες και σε νυκτερινές επιθέσεις. Θερίζοντας ο
θάνατος τις μανάδες και τις συζύγους, όπλιζε το χέρι του γιου και του συζύγου.[12]
Πάντως και οι
Έλληνες ήταν πολύ καταπονημένοι και εξαντλημένοι, αδυνατούσαν να σχηματίσουν
ένα ενιαίο στρατόπεδο για να εκμεταλλευτούν την κόπωση των Αιγυπτίων και να
τους συντρίψουν, είτε λόγω έλλειψης πόρων[13] είτε
λόγω εσωτερικών ανταγωνισμών, που δεν έλειψαν ακόμη και σε εκείνη την τόσο
κρίσιμη συγκυρία.[14] Η
δυσκολία ανεφοδιασμού των Ελλήνων οπλοφόρων και οι παροτρύνσεις των αμάχων της
Καρύταινας και των γύρω περιοχών, έπεισαν τον Γενναίο να πάρει την πρωτοβουλία
για να οχυρώσει[15] και να εξοπλίσει με εννέα
κανόνια το παλαιό[16] βυζαντινό
κάστρο του Καρύταινας,[17]
χρησιμοποιώντας τους ντόπιους[18] και
τους αιχμαλώτους Αιγυπτίους[19] για
αγγαρείες.
Το κάστρο αυτό
χρησίμευσε ως καταφύγιο των αμάχων στις ληστρικές επιθέσεις του Ιμπραήμ που
ακολούθησαν. Η πρωτοβουλία του Γενναίου έγινε δεκτή με ευμένεια από όλους τους
κατοίκους των περιοχών αυτών, όπως φαίνεται από γραπτές αναφορές τους στην κυβέρνηση,[20] αλλά
και από τους ηγούμενους των μοναστηριών της περιοχής.[21] Στα
τέλη Ιανουαρίου 1827 το φρούριο ήταν πλέον έτοιμο να πολεμήσει καθώς διέθετε
υδατοδεξαμενές, φούρνους, αποθήκες πυρομαχικών και τροφίμων, ενώ ο Γενναίος
ζήτησε από την κυβέρνηση να το εφοδιάσει με όλα τα απαραίτητα για να καταστεί
πιο αξιόμαχο. Το φρούριο πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες καθώς βρισκόταν σε ύψωμα,
είχε πολύ καλή ορατότητα προς όλες τις κατευθύνσεις και με συνθηματικά
ενημέρωνε εγκαίρως όλη την Καρύταινα για τα κινήματα του τουρκικού στρατού.[22] Ακολούθως
με συνθηματικά από βουνό σε βουνό, οι Έλληνες μάθαιναν για τα κινήματα των
Τούρκων και κατέφευγαν στα όρη μετακομίζοντας όσα περισσότερα ζώα και τρόφιμα
μπορούσαν.[23] Όλοι οι καταδιωκόμενοι των
κοντινών περιοχών κατέφευγαν στο κάστρο, ενώ εκεί είχε την έδρα της η
δημογεροντία της Καρύταινας, που λειτουργούσε ως πολιτική διοίκηση των μερών
αυτών με αγαθά αποτελέσματα για τους πληθυσμούς, καθώς ο Ιμπραήμ δεν τόλμησε
ποτέ να του επιτεθεί.[24] Φρούραρχος
ορίστηκε ο άξιος οπλαρχηγός Βασίλειος Δημητρακόπουλος, που παρέμεινε στη θέση
αυτή μέχρι τέλους, επονομαζόμενος και Τουρκοβασίλης για τη σκληρότητα που
επιδείκνυε εναντίον όσων προσκυνούσαν και εγκατέλειπαν τον Αγώνα.[25]
[1] Οι Αιγύπτιοι είχαν σοβαρές
απώλειες τόσο κατά την πολιορκία όσο και την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου.
Σύμφωνα με τον Gordon,
ο Ιμπραήμ επέστρεψε με μόλις 3.500 στρατιώτες, αλλά έλαβε επικουρίες 2.500
στρατιώτες από τον Σουλεϊμάν Μπέη. Γόρδων Θωμάς, Ιστορία της Ελληνικής
Επαναστάσεως (τόμος Γ΄), σελ. 170.
[2] «Από το στρατόπεδον των Ελλήνων δεν έλειπον ποτέ να πηγαίνουν εις
αποσπάσματα δι’ ενέδρας, όπου καθ’ ημέραν εσκότωναν Τούρκους και έφερναν
ενδύματα, όπλα και ζώα Τουρκικά…» Κολοκοτρώνης Γενναίος, Απομνημονεύματα, σελ. 184.
[3] «Ο Γενναίος και ο Δ. Πλαπούτας είχον μεγάλην στέρησιν τροφών και δεν ηδύναντο
να συνάξουν αρκετόν σώμα διά να υπάγουν εναντίον του Ιμπραήμπασά…»
Κολοκοτρώνης Γενναίος, Απομνημονεύματα,
σελ. 189.
[5] Χρυσανθόπουλος Φώτιος
(Φωτάκος), Απομνημονεύματα (τόμος Β΄), σελ. 217-246.
[6] Κολοκοτρώνης Γενναίος, Απομνημονεύματα
(Χειρόγραφον Δεύτερον 1821-1862), σελ. 40.
[7] Βακαλόπουλος Απόστολος,
Ιστορία Νέου Ελληνισμού (τόμος Ζ΄), σελ. 559.
[8] Κολοκοτρώνης Γενναίος, Επιστολαί και διάφορα έγγραφα, σελ. 350-360.
[9] «… εβράδυαζαν αλλά δεν εξημερώνοντο…» Χρυσανθόπουλος Φώτιος (Φωτάκος),
Απομνημονεύματα (τόμος Β΄), σελ. 141.
[10] Χέρτσμπεργκ Γουσταύος, Ιστορία
της Ελληνικής επαναστάσεως (τόμος Γ΄), σελ. 95.
[11] Βακαλόπουλος Απόστολος,
Ιστορία Νέου Ελληνισμού (τόμος Ζ΄), σελ. 581.
[12] Σιμόπουλος Κυριάκος, Πώς
είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21(τόμος Δ΄), σελ. 273.
[13] «Ο Γενναίος και ο Δ. Πλαπούτας είχον μεγάλην στέρησιν τροφών και δεν
εδύναντο να συνάξουν αρκετό σώμα διά να υπάγουν εναντίον του Ιμπραήμπασά», Κολοκοτρώνης
Γενναίος, Απομνημονεύματα, σελ. 144.
[14] Οι ανταγωνισμοί μεταξύ
των Ελλήνων εντάθηκαν πάλι κυρίως στην Κορινθία και στη Βοστίτσα, και ήταν τόσο
σοβαρές ώστε να υπονομεύουν τις διεθνείς ενέργειες για την αίσια λύση του
ελληνικού ζητήματος. Επιστολή Δεριγνύ προς την Ελληνική κυβέρνηση, 22ης
Οκτωβρίου 1826. Κόκκινος Διονύσιος, Η Ελληνική
Επανάστασις (τόμος Ε΄), σελ. 463.
[15] «Ο Γενναίος εις Καρύταινα εσύναξε τους προκρίτους της Καρυταίνης και
εσύστησαν δημογεροντίαν φέροντας και μαστόρους, ξυλικήν, καρφικήν ύλην και
λοιπά και επροχώρει η επισκευή του φρουρίου…» Κολοκοτρώνης Γενναίος, Απομνημονεύματα, σελ. 191.
[16] «εις τας 16 του Οκτωβρίου, όπου επισκέφθη το σεσαθρωμένον φρούριον,
όπου ήτον από τόσους αιώνας κατακρημνισμένον, αλλά είχε τας στέρνας γεράς, και
αυτό τον έκαμε το περισσότερον να το επισκευάση…» Κολοκοτρώνης Γενναίος,
Απομνημονεύματα, σελ. 190.
[17] «Έστειλεν ο Γενναίος εις Ζάκυνθον και του έφερον παξιμάδι, δύο κανόνια,
πυρίτιδα, χαρτί και μολύβι διά εφόδια του φρουρίου. Έφερεν επίσης και δύο άλλα
κανόνια, τα οποία ήτον εις του Λάλα…» Κολοκοτρώνης Γενναίος, Απομνημονεύματα, σελ. 191.
[18] Ο άσπονδος εχθρός του
Κανέλλος Δεληγιάννης κατηγορεί τον Γενναίο ότι καταπίεζε τους ντόπιους, «γενόμενος σατράπης» για να
χτίσει το φρούριο.
[19] «Αλλά οι Έλληνες κάμνοντας καθημερινώς ενέδρας και πιάνοντας ζωντανούς
Άραβας δεν τους εφόνευσαν αλλά τους έστελναν εις το φρούριον της Καρυταίνης, οι
οποίοι χρησίμευσαν ως εργάται». Κολοκοτρώνης Γενναίος, Απομνημονεύματα, σελ. 144.
[20] Κολοκοτρώνης Γενναίος, Επιστολαί και διάφορα έγγραφα, σελ. 395.
Φραντζής Αμβρόσιος, Επιτομή της Ιστορίας (τόμος Β΄), σελ. 477.
[21] Δημητρακόπουλος
Βασίλειος, Συνοπτική έκθεσις περί των γερουσιαστικών προσόντων του στρατηγού
Ι. Θ. Κολοκοτρώνου, σελ. 37.
[22] Ο Νίκος Καζαντζάκης, στο Ταξιδεύοντας
στο Μοριά, είχε χαρακτηρίσει την Καρύταινα το «Τολέδο της Ελλάδας»:
«H Καρύταινα είναι αληθινά το Τολέδο
της Ελλάδας… το κάστρο έρημο, σταχτόμαυρο σα γεράκι, σηκώνεται στην κορφή και
βιγλίζει. … τα σύννεφα είχαν πληθύνει και περνούσαν γρήγορα, ρίχνοντας
τεράστιους ίσκιους απάνω στα βουνά και κάτω στον κάμπο. Κι όταν αντικρίσαμε
πάνω από το λόφο το ξακουστό κάστρο της Καρύταινας, νιώσαμε πως σήμερα, σε τέτοιο
ανήσυχο φωτισμό και με τέτοιες σύγχρονες έγνοιες, το κάστρο τούτο το άγριο, το
πολεμικό, το απότομο, διατυπώνει πιστότερα από κάθε ελληνικό ναό το τοπίο γύρα
μας και μέσα μας».
[23] Χρυσανθόπουλος Φώτιος
(Φωτάκος), Απομνημονεύματα (τόμος Β΄), σελ. 310.
[24] Κολοκοτρώνης Γενναίος, Απομνημονεύματα
(Χειρόγραφον Δεύτερον 1821-1862), σελ. 40.
[25] Απόγονος του Βασίλειου
Δημητρακόπουλου ήταν ο Θεόδωρος Τουρκοβασίλης,
[28] «… την αυτήν ημέραν εκοιμήθηκαν εις το Λεοντάρι από κάτω και επήγαν οι
Έλληνες διά νυκτός κατ’ επάνω τους, και χωριστά όπου τους πήραν ένα πλήθος
ζώων, τους έδωσαν και μιαν φωτιάν, ώστε κύριος οίδε τι έγινεν, εβάσταξαν ντουφέκι
ολίγον και μετά έφυγαν…» Επιστολή Γενναίου Κολοκοτρώνη προς Θεόδωρο
Κολοκοτρώνη 15ης Ιανουαρίου 1827. Κολοκοτρώνης
Γενναίος, Επιστολαί και διάφορα έγγραφα,
σελ. 396-397.
Άμεση αγορά βιβλίου: https://www.politeianet.gr/books/9789600237252-daskarolis-b-ioannis-papazisis-gennaios-kolokotronis-320847
Εντύπωση μου κάνει το ότι σε όλες σχεδόν τις εργασίες αλλά και τα βιβλία που αφορούν γεγονότα της Επανάστασης του '21 απουσιάζει έστω και απλή αναφορά στους Τσάκωνες, είτε του Πραστού/Λεωνιδίου (εκτός από την πολιορκία της Μονεμβασιάς και την Άλωση της Τριπολιτσάς βέβαια) είτε της Καστάνιτσας & Σίταινας. Το ίδιο συμβαίνει και στην παραπάνω εργασία, όπου αναφέρεται μόνον ότι "Αφού ηττήθηκε από τους Μανιάτες, ο Ιμπραήμ συνέχισε τις επιθέσεις του στην Κορινθία, στο παράλιο Άστρος και εκ νέου στην ορεινή Αρκαδία, όπου οι κάτοικοι των περιοχών αυτών βίωσαν εκ νέου τον απόλυτο τρόμο." Τίποτα για τις επιδρομές στην Τσακωνιά, τίποτα για την πυρπόληση του Πραστού, τίποτα γιά τη μάχη της Καστάνιτσας, τίποτα γιά την επιδρομή κατά μήκος του Μαλεβού (Πάρνωνα) τον Ιούλιο του 1826 και τις μάχες και τα ολοκαυτώματα κοντά στην Κρεμαστή και στο Βρονταμά κλπ. Η κατάσταση αυτή του να αγνοούν τους Τσάκωνες σαν να μην υπήρξαν ή -το χειρότερο- να μην πολέμησαν, μας βάζει σε υποψίες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣαν Τσάκωνας λοιπόν, έστω κι από μητέρα μόνο, ερωτώ τον συγγραφέα : Πουθενά στις 28 πηγές που αναφέρει δεν βρήκε κάποιο στοιχείο που να περιγράφει τα γεγονότα που λέω παραπάνω καθώς και πολλά άλλα ; Δεν μπορεί ! Κάτι θα υπάρχει. Και ο Φωτάκος και ο Γενναίος λένε πολλά για όλα τα παραπάνω, όπως και πολλοί άλλοι εκτός βέβαια από τον εμπαθή Σπυρ. Τρικούπη (που τον μέμφεται από τότε κι ο ίδιος ο Φωτάκος.
Για την ιστορική αλήθεια και πληρότητα προτρέπω τον άξιο -κατά τά άλλα- συγγραφέα να ρίξη λίγες ματιές στην αξιόλογη ηλεκτρονική βιβλιοθήκη του Αρχείου Τσακωνιάς που θα την βρεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση :
https://www.tsakonianarchives.gr/material/ergasies/e-library/
όπου μπορεί να βρει όχι μόνον τους 23 τόμους "Χρονικά των Τσακώνων" αλλά και άλλες σχετικές εργασίας και δημοσιεύματα.
Χρόνια Πολλά στην ένδοξη Πατρίδα μας, να τα χιλιάση !
Γιώργος Γαλέος
Πολιτ. Επιστήμων-
Ιστορ. Ερευνητής
Αγαπητέ κ. Γαλέο καλησπέρα, Πριν από όλα να πω ότι ο υπερσύνδεσμος που μας υποδεικνύετε είναι ομολογουμένως πολύ χρήσιμος και εμπεριέχει πολύ σημαντικό υλικό. Τώρα στο ζήτημα που θίγετε.
ΔιαγραφήΗ αποσιώπηση των Τσακώνων δεν έχει γίνει εσκεμμένα. Η μελέτη αφορά την δράση του Γενναίου Κολοκοτρώνη, έτσι η διήγηση μου για όλα τα υπόλοιπα ζητήματα είναι μοιραία συνοπτική. Θα φέρω ένα παράδειγμα που θυμάμαι πολύ καθαρά. Όταν ο Ιμπραήμ κατευθύνθηκε προς το Μεσολόγγι, προκάλεσε ανείπωτες σφαγές και καταστροφές στην Ηλεία. Τα συγκεκριμένα δραματικά γεγονότα που ομολογουμένως μου προκάλεσαν βαθιά εντύπωση, τα ανέφερα σε δύο σειρές. Αν επεκτεινόμουν περισσότερο θα ήμουν εκτός θέματος. Από την γενοκτονική δράση του Ιμπραήμ αναφέρω μόνο την ορεινή Αρκαδία με λεπτομέρειες γιατί είχε άμεση σχέση με την δράση του Γενναίου. Θα έλεγα ότι μια από τις σοβαρές δυσκολίες που αντιμετώπισα κατά την συγγραφή, ήταν η συνοπτική αναφορά της δραστηριότητας του Ιμπραήμ, καθώς από την στιγμή που αποβιβάστηκε στην Πύλο μέχρι τη ναυμαχία στο Ναυαρίνο δεν έμεινε αργός ούτε μέρα.
Ίσως σε μια δεύτερη έκδοση του βιβλίου (αν γίνει) να είμαι πιο αναλυτικός στο ζήτημα αυτό.
Θέτετε ένα μείζονος σημασίας θέμα κ. Γαλέο. Πράγματι οι ("Καποδιστριακοί") Τσάκωνες της Αρκαδίας και οι (επίσης "Καποδιστριακοί") Ντρέδες της ορεινής Μεσσηνίας δεν επέχουν (σκοπίμως) την θέση που τους αρμόζει στην "επίσημη" νεοελληνική ιστοριογραφία, είτε την παραδοσιακή είτε την αναθεωρητική. Αλλά η πραγματική ιστορία του 1821 --δηλαδή ιστορία χωρίς σκοπιμότητες ή ιδεοληψίες-- δεν έχει γραφτεί ακόμη. Βλέπετε, ακόμη και ο ρόλος του Μαυροκορδάτου για τις επεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων στο πλευρό των Ελλήνων υπερτονίζεται στην ιστοριογραφία και τον πολιτικό ή καθηγητικό λόγο, ενώ ο αντίστοιχος του Καποδίστρια διαστρεβλούται ή παρασιωπάται για λόγους που ανάγονται στις σκοπιμότητες των ηθικών και φυσικών αυτουργών της δολοφονίας του.
ΔιαγραφήΣε αυτό το πλαίσιο, η ανάδειξη τού τί πραγματικά συνέβη στην εικοσαετία 1813-1833, όπως προκύπτει από ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ πηγές, χρειάζεται υπομονή, μεγάλη επιμονή και πολύ χρόνο. Κάθε ανάρτηση και κάθε βιβλίο δεν μπορεί παρά να ρίχνει φως σε μία ή λίγες πτυχές από τις απίστευτα πολλές και συνυφαινόμενες πτυχές του ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ σημασίας φαινομένου του Αγώνα της Παλιγγενεσίας. Εξ ορισμού, κανένα άρθρο και κανένα βιβλίο δεν μπορεί και δεν πρόκειται να καλύψει όλο το ευρύτατο φάσμα παραγόντων εκείνου ΧΑΟΤΙΚΟΥ 20ετούς φαινομένου, τότε δηλαδή που οι Έλληνες δεν έλεγαν απλώς το επίγραμμα "ή ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ", αλλά το εννοούσαν, και το εννοούσαν πραγματικά, ψυχή τε και σώματι. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται και το νέο βιβλίο του κ. Δασκαρόλη, που προσπαθεί να ΕΠΙΚΕΝΤΡΩΣΕΙ τον αναγνώστη (και ειδικά τον νεαράς ηλικίας αναγνώστη) στο φαινόμενο "Γενναίος Κολοκοτρώνης", που σε ηλικία των σημερινών μαθητών α΄ ή β΄ Λυκείου ήταν καταξιωμένος στρατιώτης ή οπλαρχηγός αντίστοιχα, στην πρώτη γραμμή του πυρός, ήτοι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ήρωας, και πρότυπο μαχητικότητος για την Νεολαία όχι μόνον της Ελλάδος αλλά όλου του Κόσμου.
Κατανοητό, άλλωστε και για τους ναυτικούς αγώνες της Επανάστασης, ουδεμία περιγραφή υπάρχει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ κ. Δασκαρόλη
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι για την γρήγορη απάντησή σας, γεγονός που σημαίνει ότι είστε αρκετά δραστήριος αλλά και άξιος ερευνητής.
Φυσικά και δεν ισχυρίστηκα ότι αποσιωπήσατε τους Τσάκωνες εσκεμμένα.
Κάτι τέτοιο δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να συμβή στη σημερινή εποχή που οι αντιζηλίες της επαναστατικής αλλά και της μετεπαναστατικής περιόδου έχουν πιά κοπάσει.
Προς πληρέστερη ενημέρωσή σας, το θέμα των τεσσάρων επιδρομών του Ιμπραήμ σ’ όλη την Κυνουρία (1825 & 1826) έχει αναπτύξει παλαιότερα ο κ. Κων/νος Λ. Κοτσώνης, με σχετική εισήγησή του στο Αρκαδικό Πνευματικό Συμπόσιο (Λεωνίδιο 21-23 Νοεμβρίου 1992). Η εισήγηση αυτή περιλαμβάνεται στα Πρακτικά του Αρκαδικού Πνευματικού Συμποσίου 1992 που δημοσιεύθηκαν στο Παράρτημα 20 των «Πελοποννησιακών», που εκδίδονται από την Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, το 1994.
Την εισήγηση αυτή μπορείτε να τη διαβάσετε μέσω της ηλεκτρονικής βιβλιοθήκης του Αρχείου Τσακωνιάς, στην δνση :
https://www.tsakonianarchives.gr/ibrahim-kynouria/
και το σύνολο των Πρακτικών στην δνση :
https://www.tsakonianarchives.gr/praktika-arkadikou-symposiou-1992/ .
Το όνομα του Γενναίου δεν αναφέρεται βέβαια παρά μόνο δύο φορές, την πρώτη σαν ευρισκόμενου μαζί με άλλους οπλαρχηγούς στο στρατόπεδο των Βερβένων τον Ιούλιο του 1825 (2η επιδρομή), και την δεύτερη στο τέλος της 4ης επιδρομής όταν καταδιώκουν τις δυνάμεις του Ιμπραήμ τις οποίες και προσβάλλουν στις 19 Αυγούστου 1826 στην περιοχή του Βασσαρά, προξενώντας τους σημαντικές απώλειες (παραπομπή στα «Ελληνικά Υπομνήματα» του Γενναίου).
Φυσικά τα παραπάνω δεν εξαντλούν το θέμα.
Ευχαριστώ,
Γιώργος Γαλέος
[σημείωση : ο Κων.Λ. Κοτσώνης διετέλεσε πρόεδρος της Εταιρ. Πελοποννησιακών Σπουδών τα έτη 2008-2014]
[ΑΝ ΕΣΤΕΙΛΑ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΑΥΤΟ 2 ΦΟΡΕΣ, ΔΙΑΓΡΑΨΤΕ ΤΗ ΜΙΑ]