Η αρματομαχία του Κούρσκ στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο

Ανοιξε τον δρόμο προς το Βερολίνο
Του Στρατου Ν. Δορδανα*
Οταν τον Δεκέμβριο του 1941 η Βέρμαχτ βρέθηκε λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη Μόσχα, αλλά τελικά δεν κατάφερε να την εκπορθήσει χάρη και στη συνδρομή του «στρατηγού χειμώνα», τα πάντα συνέκλιναν στο συμπέρασμα πως μπροστά στις πύλες της σοβιετικής πρωτεύουσας είχε θρυμματιστεί ο μύθος του γερμανικού αήττητου.
Εκτοτε πολλές φονικές μάχες έλαβαν χώρα σε όλο το μήκος του Ανατολικού Μετώπου, διατηρώντας σταθερά η Βέρμαχτ και οι άλλοι μάχιμοι γερμανικοί σχηματισμοί την επιθετική πρωτοβουλία. Ολα αυτά μέχρι τη μάχη στο Στάλινγκραντ, η οποία αφενός σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τις γερμανικές επιθετικές ενέργειες και αφετέρου απετέλεσε το σημείο καμπής για την τελική έκβαση όχι μόνο της σύγκρουσης με τη Σοβιετική Ενωση, αλλά και συνολικά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αν οι δύο παραπάνω μάχες είχαν σημαντικές επιπτώσεις στις μετέπειτα εξελίξεις τόσο σε στρατιωτικό, όσο και σε συμβολικό επίπεδο, μια τρίτη μάχη, αυτή του Κουρσκ, ήρθε να επισφραγίσει τη σοβιετική υπεροχή και ταυτόχρονα να αφαιρέσει μια διά παντός την πρωτοβουλία των κινήσεων από τα γερμανικά χέρια. Μετά την τιτανομαχία του Κουρσκ η Βέρμαχτ αναγκάστηκε στο εξής να διεξάγει έναν καθαρά αμυντικό αγώνα, αντιδρώντας πλέον ως ένας ηττημένος στρατός που δεν μπορούσε να αντισταθεί στις συνεχείς και σφοδρές επιθέσεις του Κόκκινου Στρατού, σταθεροποιώντας τουλάχιστον το μέτωπο.

Για μια ακόμη φορά οι στρατιωτικοί είχαν εγκλωβιστεί στο «αλάθητο» του Χίτλερ, ο οποίος ήταν έτοιμος να αντιπαρατεθεί με τον εχθρό σε μια μάχη που κάλλιστα θα μπορούσε να αποκληθεί η «μητέρα όλων των μαχών», μέχρι την επόμενη. Παρά τη συντριπτική ήττα στο Στάλινγκραντ, ο Χίτλερ εξακολουθούσε να πιστεύει πως η Ρωσία είχε δεχθεί έως τότε καίρια χτυπήματα και είχε υποστεί ανυπολόγιστες απώλειες, εκείνο επομένως που συγκρατούσε τον εχθρό από την οριστική κατάρρευση ήταν μόνο ο φανατισμός της κομματικής ηγεσίας και των στρατιωτών της και όχι οι πραγματικές δυνατότητές του να αναπληρώνει τις απώλειες αυτές με νέες και ξεκούραστες δυνάμεις. Το καλοκαίρι του 1943 ήταν μια ιδανική περίοδος για να επιχειρηθεί η ανασυγκρότηση των γερμανικών στρατιών με σκοπό να αναληφθεί μια σημαντική επιθετική ενέργεια στο πλαίσιο εφαρμογής του σχεδίου Zitadelle (Ακρόπολη). Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα τα τεθωρακισμένα και των δύο πλευρών καλούνταν να δικαιώσουν τη φήμη που είχαν αποκτήσει σε εκείνον τον πόλεμο, συγκεντρώνοντας τη δύναμη πυρός τους με τελικό έπαθλο την πόλη του Κουρσκ. Πίσω όμως από τα υλικά του πολέμου βρίσκονταν το ανθρώπινο δυναμικό και το ηθικό των μαχητών, οι πηγές ανεφοδιασμού και συλλογής πολύτιμων πληροφοριών από την αντικατασκοπεία, οι δυνατότητες αναπλήρωσης των κάθε είδους απωλειών και τελικά η αριθμητική υπεροχή, παράγοντες με τη δική τους σημασία, που έμελλε να αντισταθμίσουν τις όποιες αδυναμίες στρατηγικής και να γείρουν την πλάστιγγα προς τη σοβιετική πλευρά.
Ολο το προηγούμενο διάστημα οι εκατέρωθεν επιθέσεις και αντεπιθέσεις είχαν ως αποτέλεσμα να σχηματιστεί στο μέτωπο της ανατολικής Ουκρανίας μια σοβιετική σφήνα, μήκους αρκετών χιλιομέτρων, που το σημείο αιχμής της εντοπιζόταν στο Κουρσκ. Η επικράτηση στον τομέα αυτόν ήταν κρίσιμης σημασίας και για τις δύο πλευρές: σοβιετική νίκη θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τη γερμανική Ομάδα Στρατιών «Κέντρο», ενώ τον ίδιο κίνδυνο θα διέτρεχε και η Μόσχα σε περίπτωση γερμανικής επικράτησης. Στο συγκεκριμένο λοιπόν θέατρο ενός αδυσώπητου, όπως εξελισσόταν, πολέμου παρατάχθηκαν μεταξύ 5 Ιουλίου και 23 Αυγούστου 1943 από τη μια πλευρά ισχυρές γερμανικές δυνάμεις με επικεφαλής τους στρατάρχες Γκίντερ φον Κλούγκε της Ομάδας Στρατιών «Κέντρο» και Εριχ φον Μανστάιν της Ομάδας Στρατιών «Νότος», ενώ από την άλλη τις κινήσεις του Κόκκινου Στρατού διηύθυναν οι στρατάρχες Γκεόργκι Ζούκοφ και Αλεξάντερ Βασιλιέφσκι.

Τεράστιες οι απώλειες

Σύμφωνα με τα γερμανικά σχέδια, τα μηχανοκίνητα τμήματα των Κλούγκε και Μανστάιν θα εισέβαλαν στην προεξοχή από το Ορέλ και το Μπέλγκοροντ και θα κατευθύνονταν από Βορρά και Νότο αντίστοιχα εναντίον του Κουρσκ, σε μια προσπάθεια να κλείσουν στην πορεία σε μια λαβίδα παγιδεύοντας και αποδεκατίζοντας τους Σοβιετικούς. Ωστόσο, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα υπολόγιζε το γενικό στρατηγείο του Χίτλερ, καθώς γρήγορα τα προελαύνοντα τμήματα αναγκάστηκαν να επιβραδύνουν ή και να ανακόψουν τελείως την πορεία τους, εξαιτίας των πυκνών αμυντικών οχυρώσεων, των σφοδρών αντεπιθέσεων αλλά και της έλλειψης επαρκών εφεδρειών. Ακόμα όμως και εκεί που κατάφεραν να διασπάσουν τις γραμμές του σοβιετικού στρατού, όπως συνέβη από τον Μανστάιν, υπολείπονταν κατά πολύ των αρχικών στόχων, έχοντας καλύψει περίπου το μισό της απόστασης μέχρι το Κουρσκ.

Μια από τις πλέον αποφασιστικές μάχες, το τέλος της οποίας βρήκε τη γερμανική ορμή να ατονεί, δόθηκε μεταξύ 11-14 Ιουλίου (στον απόηχο της συμμαχικής απόβασης στη Σικελία) κοντά στη νευραλγικής σημασίας πόλη Προχορόβκα, όπου είχε συγκεντρωθεί η «αφρόκρεμα» των γερμανικών και σοβιετικών τεθωρακισμένων: σύμφωνα με υπολογισμούς, συμμετείχαν 700 γερμανικά και 850 σοβιετικά άρματα μάχης, σε μια από τις πλέον κορυφαίες συγκρούσεις τεθωρακισμένων που έχει έως τώρα καταγραφεί στην παγκόσμια πολεμική ιστορία. Αν και τελικά οι Σοβιετικοί υπέστησαν στο πεδίο της μάχης μεγαλύτερες απώλειες από τους Γερμανούς, οι δύο πλευρές συμφωνούσαν πως τελικά επρόκειτο για μια κόλαση καπνού, πυρωμένου σίδερου και τεράστιου φόρου αίματος. Οσοι συμμετείχαν, ξαναζωντάνεψαν αργότερα μέσα από τα απομνημονεύματά τους τις στιγμές φρίκης που είχαν ζήσει, πολεμώντας ανάμεσα σε εκατοντάδες κατεστραμμένα άρματα, οχήματα όλων των ειδών, κουφάρια αεροπλάνων και σε χιλιάδες άψυχα σώματα. Οι συνολικές απώλειες το διάστημα Ιουλίου-Αυγούστου ανέρχονταν για τους Γερμανούς σε περίπου μισό εκατομμύριο άντρες, 900 άρματα μάχης και 200 αεροπλάνα, ενώ οι Σοβιετικοί έχασαν πάνω από 600.000 άντρες, 1.500 άρματα και χίλια αεροπλάνα.

Στις 23 Αυγούστου το Χάρκοβο βρέθηκε και πάλι, έπειτα από δύο χρόνια, στα χέρια του Κόκκινου Στρατού, ενώ η Βέρμαχτ λάμβανε διαταγή να αναδιπλωθεί πέρα από τον Δνείπερο. Ωστόσο, το πλωτό φράγμα δεν ήταν δυνατόν να συγκρατήσει πλέον τη μεγάλη σοβιετική αντεπίθεση. Η νικηφόρα κατάληξη της μάχης του Δνείπερου τοποθέτησε οριστικά σε θέση υπεροχής τις σοβιετικές δυνάμεις και άνοιξε τον δρόμο όχι μόνο για την απελευθέρωση όλων των κατεχομένων εδαφών, αλλά και για την προέλαση εντός του «χιλιόχρονου» Τρίτου Ράιχ, με τελικό σταθμό το Βερολίνο.
Και μπορεί οι ρωσικές απώλειες να ήταν πράγματι τεράστιες και οι ανθρώπινες θυσίες ανυπολόγιστες αλλά η Μόσχα διέθετε ένα ανεξάντλητο ανθρώπινο δυναμικό, τέσσερις φορές μεγαλύτερο σε στρατεύσιμες ηλικίες σε σχέση με τον αντίπαλό της. Εκτός αυτού μαχόταν για την πατρίδα εναντίον ενός μόνο εχθρού και πάλι σε αντίθεση με τη Γερμανία που το ίδιο καλοκαίρι είχε δεχθεί καίριο πλήγμα από τους Συμμάχους, με την απόβαση στη Σικελία και την ενεργοποίηση του δεύτερου μετώπου στην Ευρώπη. Ηταν το ίδιο καλοκαίρι που πολλοί υψηλόβαθμοι του ναζιστικού καθεστώτος είχαν πλέον συνειδητοποιήσει πως ο σοβιετικός εχθρός είχε προσλάβει τη μορφή της Λερναίας Υδρας και επομένως οποιαδήποτε νίκη εις βάρος του μόνο ως εφήμερη μπορούσε να εκληφθεί. Αυτό το «τέρας», με την απίστευτη δύναμη αναγέννησης, δεν είχαν καμία ψευδαίσθηση πως σε λίγο θα καλούνταν να το αντιμετωπίσουν, όχι όπως μέχρι πρότινος στις μακρινές στέπες αλλά στους δρόμους του ίδιου του Βερολίνου.


Πηγή

www.kathimerini.gr

Σχόλια

"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας