Η αφήγηση του Ιωάννη Μεταξά στην Καθημερινή για την νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1940

Ιωάννης Δασκαρόλης*

 (https://www.kathimerini.gr/istoria/563910463/den-ito-anagki-na-skeftho-poly/) 

Oι συνθήκες επίδοσης του ιταλικού τελεσιγράφου τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 είχαν μεταφερθεί στον τότε ημερήσιο Τύπο σε αδρές γραμμές, χωρίς όμως να δοθούν ιδιαίτερες λεπτομέρειες. Αντιθέτως, από την 29η Οκτωβρίου ο Γεώργιος Βλάχος με πρωτοσέλιδα άρθρα του στην «Καθημερινή», που υπέγραφε με το γνωστό Γ.Α.Β., είχε δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην ηθική διάσταση του τρόπου με τον οποίον επιδόθηκε το τελεσίγραφο: στις τρεις τα ξημερώματα, σε μια προσπάθεια απόλυτου αιφνιδιασμού, με λίγες ώρες διορία, ώστε η Ελλάδα να έχει τα μικρότερα δυνατά περιθώρια αντίδρασης («Το στιλέτο», 29/10/1940 – «Η επιβουλή», 30/10/1940 – «Το τελεσίγραφον», 1/11/1940 – «Το λάθος της ώρας», 2/11/1940). Για τον λόγο αυτό ίσως δεν ήταν τυχαίο ότι επιλέχθηκε η «Καθημερινή» για να δοθεί από τον Ιωάννη Μεταξά μια λεπτομερής αφήγηση του χρονικού απόρριψης του ιταλικού τελεσιγράφου.

«Alors, c’ est la guerre!»

Η εν λόγω αφήγηση («Μια ιστορική στιγμή: 28η Οκτωβρίου, ώρα 3η π.μ. Συνομιλία με τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως κ. Ι. Μεταξάν») δημοσιεύθηκε στην πρώτη σελίδα της «Καθημερινής» στις 9 Νοεμβρίου 1940, με υπογραφή Β. Η συνομιλία έγινε σε μια σχετικά θετική πολεμική συγκυρία για την Ελλάδα: η VIII Μεραρχία υπό τη διοίκηση του υποστράτηγου Χαράλαμπου Κατσιμήτρου είχε αποκρούσει τις πρώτες ισχυρές ιταλικές επιθέσεις στο Καλπάκι προκαλώντας μεγάλες απώλειες στον εχθρό. Η ελληνική επιστράτευση έβαινε προς την ολοκλήρωσή της, το ηθικό των Ελλήνων ήταν πολύ υψηλό, παρά το γεγονός ότι, με τα μέτρα εκείνης της εποχής, αντιμετώπιζαν μια στρατιωτική υπερδύναμη, ενώ το σύνολο πλέον του ελληνικού στρατού ετοιμαζόταν να εμπλακεί στην πολεμική σύρραξη με προοπτική αντεπίθεσης στον τομέα της Κορυτσάς.

«Δεν ήτο ανάγκη να σκεφθώ πολύ»

Στην πρώτη σελίδα της «Καθημερινής» της 9ης Νοεμβρίου 1940 φιλοξενήθηκε η συνέντευξη υπό τον τίτλο: «Μια ιστορική στιγμή: 28η Οκτωβρίου, ώρα 3η π.μ. Συνομιλία με τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως κ. Ι. Μεταξάν». Το κείμενο έφερε υπογραφή Β.

Η αφήγηση του Μεταξά για την ιστορική νύχτα ξεκινάει με μια σύντομη γενική ανασκόπηση της κατάστασης το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου: η ελληνική κυβέρνηση γνώριζε τις επιθετικές κινήσεις ιταλικών μονάδων στην ελληνοαλβανική μεθόριο και ότι ήταν πολύ πιθανό ακόμη και κατά τη διάρκεια της νύχτας να εκδηλωθεί ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας. Η απόλυτη σιγή της ιταλικής πρεσβείας έδωσε ελπίδες στον Μεταξά ότι ίσως η επίθεση τελικά αναβαλλόταν, και με αυτές κατακλίθηκε στις 11.30 το βράδυ.

Ο Μεταξάς περιγράφει ότι ο αιφνιδιασμός του προέκυψε όταν τον ξύπνησαν στις 3 π.μ. και τον ενημέρωσαν ότι είχε έρθει στην οικία του ο πρέσβης της Γαλλίας και όχι της Ιταλίας. Ο ίδιος άνοιξε την εξωτερική θύρα της οικίας του και αντίκρισε τον Ιταλό πρέσβη Εμανουέλε Γκράτσι (Emanuele Grazzi). Οι δύο άνδρες κάθισαν στο σαλόνι και ο Ιταλός πρέσβης τού επέδωσε αμέσως το γνωστό τελεσίγραφο. Ο Μεταξάς διάβασε αργά το έγγραφο και μετά την ανάγνωσή του σηκώθηκε όρθιος και του είπε σταθερά: «Κύριε πρέσβη, το περιεχόμενο του τελεσιγράφου και ο τρόπος κατά τον οποίο μου επεδόθη ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου». Βλέπουμε ότι η απάντηση του Μεταξά δεν επικεντρώνεται μόνο στο περιεχόμενο του τελεσιγράφου, αλλά και στον τρόπο που αυτό επιδόθηκε (αιφνιδιαστικά, χωρίς να δοθεί εύλογο χρονικό περιθώριο αντίδρασης). Ο Γκράτσι τότε προσπάθησε να δώσει μια διέξοδο στη συζήτηση λέγοντας στον Μεταξά ότι αν έδινε διαταγή στα ελληνικά στρατεύματα να αφήσουν ελεύθερη τη δίοδο…

Ωστόσο, ο Ελληνας πρωθυπουργός τον διέκοψε και του είπε: «Δεν πρόκειται να δώσω καμμίαν διαταγήν εις τα στρατεύματά μας να αφήσουν εις τα ιταλικά ελευθέραν την δίοδον!». Επίσης προσέθεσε: «[…] γνωρίζω ότι η Ιταλία μη καταλείπουσα ουδεμίαν εκλογήν μεταξύ συρράξεως και ειρήνης, κηρύσσει εις την Ελλάδαν τον πόλεμον!». Και τότε, για να δώσει στον Γκράτσι να καταλάβει ότι η συζήτηση τελείωσε, του είπε το περίφημο «Alors, c’ est la guerre!». (Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο.) Σύμφωνα με τον Μεταξά, ο Γκράτσι ήταν ταραγμένος, θέλησε να πει κάτι, όμως τελικά δεν είπε τίποτε, υποκλίθηκε και έφυγε, ενώ οι δύο άνδρες δεν αντάλλαξαν χειραψία.

Μετά το «Οχι»

Στη συνέχεια της συνομιλίας, ο Μεταξάς περιέγραψε την εργώδη προσπάθειά του, μετά την αποχώρηση του Γκράτσι, να ενημερώσει όσο το δυνατόν ταχύτερα όλους τους αρμόδιους φορείς του κράτους, τηλεφωνώντας διαδοχικά στον βασιλιά Γεώργιο Β΄, στον αρχιστράτηγο Παπάγο, στους υπουργούς Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας, σε άλλους υπουργούς, στους διοικητές των τραπεζών, ενώ διέταξε να ετοιμαστεί αμέσως το διάταγμα της επιστράτευσης. Στις 4.10 π.μ. ειδοποιήθηκε, όπως αναφέρει, ο αρχισυντάκτης της «Καθημερινής» να κρατήσει κενό το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ώστε να δημοσιευθούν τα διαγγέλματα του βασιλιά, του Μεταξά, αλλά και η διαταγή της γενικής επιστράτευσης.

Ο συντάκτης της «Καθημερινής» ρώτησε τον Μεταξά αν κατά τη διάρκεια ανάγνωσης του τελεσιγράφου δίστασε, κι αυτός απάντησε: «Ούδ’ επί μίαν στιγμήν. Από την πρώτην λέξιν του τελεσιγράφου μέχρι της τελευταίας, καθώς εδιάβαζα, είχον αρκετόν καιρόν να εννοήσω ότι οι Ελληνες καλούμεθα να ζήσωμεν ή ελεύθεροι ή δούλοι. Δεν ήτο ανάγκη λοιπόν να σκεφθώ πολύ…».

Η συνομιλία τελείωσε κάπως απότομα, καθώς ο αξιωματικός υπηρεσίας εισήλθε στο γραφείο του πρωθυπουργού και ανακοίνωσε την παρουσία του πρέσβη της Αγγλίας.

Η άλλη εξιστόρηση

Οπως είδαμε, η αφήγηση του Μεταξά για τη μεταμεσονύχτια συνάντησή του με τον Γκράτσι και την απόρριψη του ιταλικού τελεσιγράφου είναι σε γενικές γραμμές όμοια με την αντίστοιχη μεταγενέστερη περιγραφή του Ιταλού πρέσβη που γνωρίζουμε. Εχουν όμως και κάποιες διαφορές: ο Μεταξάς παρουσιάζει τον εαυτό του αποφασιστικό, σταθερό και απόλυτο στον τρόπο έκφρασης και απόρριψης του τελεσιγράφου, χωρίς καμία διάθεση για περαιτέρω συζητήσεις. Επίσης εμφανίζει τον Γκράτσι διστακτικό και ταραγμένο.

Αντιθέτως ο Γκράτσι παρουσιάζει τον Μεταξά αδύναμο, τρεμάμενο, θλιμμένο, να έχει μια σχεδόν αξιολύπητη εικόνα ηττοπάθειας, ακόμη ίσως και φευγαλέας διακύμανσης όταν ο Ελληνας πρωθυπουργός ζήτησε να μάθει ποια στρατηγικά σημεία θέλει να καταλάβει η Ιταλία. Ο ίδιος παρουσιάζει τον εαυτό του στενοχωρημένο, καθώς όφειλε ως επαγγελματίας διπλωμάτης να διεκπεραιώσει τυπικά ένα θλιβερό καθήκον.

Μάλιστα, υπάρχει και μια ακόμη διαφορά που έχει ενδιαφέρον: ο Γκράτσι περιγράφει ότι στο τέλος της συζήτησής τους ο Μεταξάς, εμφανώς συγκινημένος και εξουθενωμένος, του είπε στα γαλλικά ότι οι Ιταλοί ήταν πιο ισχυροί, υπονοώντας ότι πιθανώς θα ήταν και οι τελικοί νικητές του πολέμου μεταξύ των δύο χωρών (Emanuele Grazzi, «Η αρχή του τέλους», Εστία, Αθήνα 1980, σ.σ. 284-286).

Οι δύο αφηγήσεις της ιστορικής νύχτας της 28ης Οκτωβρίου δόθηκαν από τους δύο συμμετέχοντες με μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους και χωρίς ο ένας να γνωρίζει τι αφηγήθηκε ο άλλος. Η αφήγηση του Μεταξά έγινε έντεκα ημέρες μετά την επίμαχη βραδιά, άρα είχε την εικόνα της συνάντησης πολύ πιο πρόσφατη και ζωντανή. Ισως, όμως, είναι επηρεασμένη και από τη συγκυρία του πολέμου, που μοιάζει θετική για τα ελληνικά όπλα, ενώ και ο ίδιος προφανώς ήθελε να τονίσει θετικά τον δικό του ρόλο, αλλά και να ανυψώσει το ηθικό των Ελλήνων. Η αφήγηση του Γκράτσι δημοσιεύθηκε μεταπολεμικά, το 1946, με αρκετή απόσταση από την 28η Οκτωβρίου 1940, και ήταν εμφανώς διανθισμένη από τις προσωπικές του ενοχές για τον δικό του ρόλο, κάτι που είχε επίπτωση και στην ατμόσφαιρα της σχετικής του αφήγησης.

Ειλημμένη απόφαση

Στην ιστοριογραφία, στη δημόσια συζήτηση αλλά και στη συλλογική μνήμη έχει λίγο-πολύ καθιερωθεί και κατακυρωθεί η περιγραφή της συνάντησης από τον Γκράτσι, αφού άλλωστε η εν λόγω αφήγηση του Μεταξά δεν έχει τύχει ανάλογης δημοσιότητας. Ομως, αν συνυπολογίσει κανείς το γεγονός ότι η απόφαση του Μεταξά να πολεμήσει ήταν ειλημμένη και καταγεγραμμένη στα αρχεία του Foreign Office ήδη από το καλοκαίρι του 1939 και εκφράστηκε απερίφραστα και στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο της 25ης Οκτωβρίου 1940, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι πιθανό η δική του αφήγηση να είναι πιο κοντά στα γεγονότα.

Τέλος, στην αφήγηση του Μεταξά επιβεβαιώνεται η περίφημη φράση «Αlors, c’ est la guerre» ως η εμβληματική απάντηση – αποδοχή του τετελεσμένου κήρυξης πολέμου. Στην αφήγηση δεν υπάρχει η λέξη «Οχι», είτε στα ελληνικά είτε στα γαλλικά (καθιερώθηκε εκ των υστέρων στον Τύπο και στην κοινή γνώμη), επιβεβαιώνεται όμως εμμέσως και από τον Μεταξά ότι η συζήτηση μεταξύ τους έγινε στα γαλλικά.

*Ο κ. Ιωάννης Δασκαρόλης είναι ιστορικός, διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου.

Σχόλια

"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας