Ο διωγμός των Χριστιανών επί Νέρωνα (μύθοι και αλήθειες)

γράφει ο Αρχιμ. π. Κύριλλος ΚεφαλόπουλοςD.S.Litt., Δρ. Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου BIU Μαδρίτης, Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Μάρκου Ευγενικού Κάτω Πατησίων.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

            Στην συνείδηση της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων αλλά και στα κείμενα των εκκλησιαστικών συγγραφέων, το ζήτημα των διωγμών των χριστιανών από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες και τις επίσημες ρωμαϊκές αρχές ήταν αρκετά υψηλά στα ενδιαφέροντά τους. Οι αφηγήσεις και οι  αναφορές στις διώξεις και τα βασανιστήρια των πρώτων χριστιανών που ωδηγούντο στον μαρτυρικό θάνατο υπέρ της πίστεως του Χριστού, αφθονούν και δίνουν τον κυρίαρχο τόνο στα κείμενα των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Ειδικώς, στην "Εκκλησιαστική Ιστορία" του Ευσεβίου, του πρώτου χριστιανού συγγραφέως που συνέθεσε Εκκλησιαστική Ιστορία μέχρι τς εποχής του (4ος μ.Χ. αι.), απαριθμεί δέκα μεγάλους διωγμούς  που εξαπέλυσαν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, αρχής γενομένης από του Νέρωνος. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες διώκτες των χριστιανών ήσαν οι Νέρων, Δομιτιανός, Τραϊανός, Μάρκος Αυρήλιος, Σεβήρος, Μάξιμος, Δέκιος, Βαλεριανός, Αυρηλιανός και Διοκλητιανός. Ο Ευσέβιος αποδίδει τον πρώτον μεγάλον διωγμόν του 1ου αι. μ.Χ. στον Νέρωνα (Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία Β', 15).

            Αλλά και ο λατίνος εκκλησιαστικός συγγραφέας Λακτάντιος, σύγχρονος του Ευσεβίου, που έζησε τον 4ον αι., απηχεί παρόμοιες απόψεις. Ο Λακτάντιος στο έργο του "De mortibus persecutorum" (=περί του θανάτου των διωκτών), αν και απαριθμεί τους μεγάλους διωγμούς επί Νέρωνος, Δομιτιανού, Δεκίου, Βαλεριανού, Αυρηλιανού, Διοκλητιανού, Γαλερίου, Μαξιμίνου, και Λικινίου, διαφοροποιούμενος εν τινι από τον Ευσέβιον, συμφωνεί ωστόσο ότι ο πρώτος διωγμός συνέβη επί Νέρωνος (Λακτάντιος,  De mortibus persecutorum, II). Επίσης, ο Ορόσιος, λατίνος εκκλησιατικός συγγραφέας του 5ου αι., στο έργο του "Historia adversus paganos libri septum" (= Ιστορία κατά των ειδωλολατρών εις βιβλία επτά), κατ' απομίμησιν του Ευσεβίου και του Λακτάντιου, υιοθετεί το σχήμα των δέκα μεγάλων διωγμών, θεωρών ότι οι διωγμοί των χριστιανών εγένοντο υπό των δέκα Ρωμαίων αυτοκρατόρων, που αντιστοιχούν στα δέκα κέρατα του θηρίου της Αποκαλύψεως, πάντοτε αρχής γενομένης από του Νέρωνος, (Ορόσιος, Historia VII, 27.3,16).

            Αλλά και σε άλλα κείμενα του 2ου και 3ου αι. μ.Χ., όπως στην Α' Επιστολή του Κλήμεντος Ρώμης (Α' Κλήμεντος V-VII) και στην Απολογία του Τερτυλλιανού (Απολογητικός V.3-4), ο Νέρων θεωρείται ως ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτωρ διώκτης των χριστιανών. Η ομοφωνία των εκκλησιαστικών συγγραφέων και ιστορικών της πρώιμης αυτής περιόδου υπήρξε αποφασιστική ώστε στην συνείδηση των χριστιανών μέχρις σήμερον ο Νέρων να έχει ταυτοποιηθεί ως ο πρώτος μεγάλος διώκτης. Η παρούσα εργασία σκοπόν έχει να εξετάσει κατά πόσον ο Νέρων ευθύνεται για τον πρώτον διωγμόν των χριστιανών και σε ποιον βαθμόν, κατά πόσον ευσταθεί η κατηγορία ότι για την μεγάλη πυρκαγιά της Ρώμης το 64 μ.Χ. ευθύνονται οι χριστιανοί ή ο ίδιος ο Νέρων, που επέρριψε εν συνεχεία την κατηγορία του εμπρησμού στους χριστιανούς, η έκταση του διωγμού των πρώτων χριστιανών της Ρώμης και ο μαρτυρικός θάνατος των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου.

             Θα προσπαθήσουμε μέσα από την εξέταση των γραπτών πηγών, συγχρόνων και ολίγον μεταγενεστέρων της εποχής του 1ου αι., τόσον των αναφορών στα έργα του Τακίτου, Σουητωνίου, Δίωνος Κασσίου, Ιωσήπυ και Πλινίου, όσον και των χριστιανικών πηγών, όπου υπάρχουν σεχτικές αναφορές στις επιστολές του Πέτρου, του Κλήμεντος Ρώμης, του Τερτυλλιανού, άλλων χριστιανών απολογητών του 2ου και 3ου αι. μ.Χ., καθώς και στις ιστορίες του Ευσεβίου, Λακτάντιου, και Οροσίου, να διευκρινήσουμε τα όποια αμφιλεγόμενα σημεία, να διαλύσουμε μύθους και κυρίαρχες λαϊκές αντιλήψεις που έχουν υπεισέλθει στο υποσυνείδητο των πολλών, και να ρίξουμε φως στα αληθινά γεγονότα του διωγμού των χριστιανών επί Νέρωνος, δίδοντες στα γεγονότα τις πραγματικές τους διαστάσεις και αναζητούντες τα αίτια πίσω από τις πράξεις. Ευελπιστούντες ότι η παρούσα εργασία θα ανταποκριθεί στα ζητήματα που έχει θέσει υπό έρευναν και ότι θα δοθούν απαντήσεις στηριζόμενες επί των ιστορικών γεγονότων και πηγών, παραδίδεται στο αναγνωστικό κοινό με την ελπίδα ότι θα διεγείρε το ενδιαφέρον  του και θα το παρακινήσει έτι περαιτέρω στην αναζήτηση της ιστορικής αληθείας.

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΝΕΡΩΝ; (Το πρόσωπο και η προσωπικότητα).

            Στην διάρκεια των αυτοκρατορικών χρόνων της Ρώμης, μία σειρά φιλόδοξων, εγωπαθών,
αυτοκαταστροφικών αυτοκρατόρων κυβέρνησαν την Ρώμη. Μετά τις ευτυχισμένες ημέρες του Οκταβιανού Αυγούστου και της Pax Romana, οι διάδοχοί του απεδείχθησαν λιγότερο ικανοί και σώφρονες. Πολλών εξ αυτών τα ονόματα έγιναν συνώνυμα κάθε είδους φρικαλεότητος και παράφρονος συμπεριφοράς (βλ. Καλιγούλας).
            Μετά την δολοφονία του Καλιγούλα, ο θείος του Κλαύδιος τον διαδέχθηκε στον θρόνο της Ρώμης, και υπό την προτροπήν της γυναικός του Μεσσαλίνας, προέβη σε εκκαθαρίσεις αντιπάλων και αδιάκριτες εκτελέσεις συγκλητικών και Ρωμαίων αριστοκρατών. Όταν η Μεσσαλίνα παντρεύθηκε τον εραστή της κι επεχείρησε να ανατρέψει τον Κλαύδιο, ο τελευταίος διέταξε την εκτέλεση αμφοτέρων. Τότε, ο Κλαύδιος ενυμφεύθη την νεωτέρα αδελφή του Καλιγούλα, την ίδια του την ανηψιά Αγριππίνα, η οποία από πρότερον γάμον της είχε αποκτήσει ένα γιο, τον Λούκιο Δομίτιο. Ο Κλαύδιος τον υιοθέτησε επισήμως, δίδοντάς του το οικογενειακό όνομα Νέρων.
            Το 51 μ.Χ., ο Κλαύδιος ανεκήρυξε τον Νέρωνα ως διάδοχό του για τον θρόνο. Η μητέρα του Νέρωνος, Αγριππίνα, είδε την εξέλιξη αυτή ως μία ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τον γιο της πρώτον για να διασφαλίσει την ζωή της από τον Κλαύδιο (Τάκιτος, Annales XII.62,280) και εν συνεχεία ως όργανον για να κατακτήσει τον θρόνο της Ρώμης.

            Η Αγριππίνα απεφάσισε να δράσει αδίστακτα. Έβαλε δηλητήριο στο φαγητό του Κλαυδίου, και όταν το δηλητήριο απεδείχθη πως δεν ήταν αρκετά δραστικό, διέταξε τον προσωπικόν ιατρόν του Κλαυδίου, ο οποίος συμμετείχε στην συνωμοσία, να του δώσει μεγαλυτέρα δόση δηλητηρίου. Έτσι, το 54 μ.Χ.  ο Κλαύδιος δολοφονήθηκε δηλητηριασμένος και έτσι άνοιξε ο δρόμος για τον Νέρωνα να εμφανισθεί στο προσκήνιο.  Ο Νέρων ανηγορεύθη αυτοκράτωρ στις 14 Οκτωβρίου 54 μ.Χ., μία ημέρα μόλις μετά τον θάνατον του Κλαυδίου, και παρέμεινε στον θρόνο έως τις 9 Ιουνίου 68 μ.Χ., οπότε και αυτοκτόνησε ευρισκόμενος εκτός Ρώμης, όταν η Πραιτωριανή Φρουρά τον εγκατέλειψε και υπεστήριξε τον Γάλβα για τον ρωμαϊκό θρόνο ( Σουητώνιος, Νέρων, VIII, XLIX). Παρά τις έντονες φήμες που εκυκλοφόρησαν περί αναμείξεως του Νέρωνος στον θάνατο του θετού του πατρός Κλαυδίου, ο Νέρων φρόντισε να κηδεύσει με πολλές τιμές τον Κλαύδιο και να τον θεοποιήσει (Σουητώνιος, Νέρων, IX, XXXIII).
            Έτσι, ο Νέρων σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών, έγινε ο νεώτερος αυτοκράτωρ της Ρώμης. Ο Νέρων ξεκίνησε την διακυβέρνησή του με το να εξαγοράσει με άφθονο χρήμα την Πραιτωριανή Φρουρά, ώστε να εξασφαλίσει την υποστήριξή της. Εν συνεχεία, στον ενθρονιστήριο λόγο του, γραμμένο από τον παιδαγωγό του Σενέκα,
                                                                                                          
υπεσχέθη στην Σύγκλητο ότι θα κυβερνούσε με επιείκεια και μετριοπάθεια, ακολουθώντας το παράδειγμα του Αυγούστου, και μάλιστα είπε ότι θα αποκαθιστούσε κάποιες από τις αρμοδιότητες και εξουσίες της Συγκλήτου (Τάκιτος, Annales XIII.4). Η διακυβέρνηση του Νέρωνος, τουλάχιστον σε επίπεδο δηλώσεων και καλών προθέσεων, ξεκινούσε θετικά.  Μία γενική διαπίστωση είναι ότι ο Νέρων αποτελεί μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες. Έχει κατηγορηθεί για πολλά και φρικτά εγκλήματα όπως και βάναυσες συμπεριφορές. Οπωσδήποτε, η βίαιη προσωπικότητα του Νέρωνος επηρεάσθηκε από το γεγονός ότι μεγάλωσε σε ένα τέτοιο οικογενειακό περιβάλλον που εδιακρίνετο γα την ανηθικότητα και την εγκληματικότητα. Η μητέρα του Αγριππίνα τον εδίδαξε με το παράδειγμά της ότι για να φθάσει κάποιος στην εξουσία πρέπει να είναι αδίστακτος και να μην διστάζει να καταφεύγει σε δολοφονίες. Άλλωστε, η Αγριππίνα θέλησε να χρησιμοποιήσει τον γιο της Νέρωνα ως πειθήνιο όργανό της για να έχει την πραγματική εξουσία στην Ρώμη. Τελικώς, ο Νέρων φρόντισε να απαλλαγεί από την αδίστακτη και δολοπλόκο μητέρα του. Πρώτα την εξόρισε από το παλάτι και κατόπιν διέταξε την δολοφονία της, όπως θα δούμε εν συνεχεία.
            Υπάρχει βεβαίως κια η άλλη θετική πλευρά του Νέρωνος. από τον παιδαγωγό του, τον φημισμένο Σενέκα, έλαβε επιμελημένη μόρφωση. Υπό την επίδραση και καθοδήγηση του Σενέκα, τα πέντε πρώτα χρόνια της διακυβερνήσεως του Νέρωνος υπήρξαν θετικά και ευεργετικά για την αυτοκρατορία, ώστε οι Ρωμαίοι τα ονόμασαν "πενταετία Νέρωνος" (Quinquennium Neronis). Κατά την διάρκεια αυτής της πενταετίας ο Νέρων εισήγαγε αρκετά φιλολαϊκά νομοθετήματα, που σκοπόν είχαν να περιορίσουν τις αυθαιρεσίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και να προστατεύσουν τα λαϊκά στρώματα. Επίσης, έλαβε μέτρα οικονομικής φύσεως που ελάφρυναν τα φορολογικά βάρη των πτωχοτέρων πολιτών της αυτοκρατορίας (Τάκιτος, Annales XIII.54).

            Υπάρχει βεβαίως εξήγηση για την στάση αυτή του Νέρωνος. Ήθελε να είναι λαοφιλής και να έχει την στήριξη των λαϊκών στρωμάτων της Ρώμης όχι τόσον από αγάπη για τον λαό όσον για να έχει την στήριξή τους έναντι των αριστοκρατών συγκλητικών που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την εξουσία του.  Σύντομα όμως ο Νέρων άρχισε να παραμελεί τα καθήκοντά του ως αυτοκράτωρ και επεδόθη στις τέχνες και τους αγώνες. Μάλιστα, τον περισσότερον καιρόν διέμενε εκτός Ρώμης. (Σουητώνιος, Νέρων ΧΧ). Όπως προείπαμε, ο Νέρων υπήρξε μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που μπορούσε να συνδυάζει την εγκληματική συμπεριφορά με τις ευαισθησίες ενός καλλιτέχνη, την βαρβαρότητα με την εκλεπτυσμένη παιδεία. Ο Νέρων ήταν λάτρης του ελληνικού πολιτισμού.

Επεσκέφθη την Ελλάδα και πολλαπλώς εξεδήλωσε τον θαυμασμό του για τους Έλληνες, συμμετείχε δε σε μουσικούς αγώνες στους οποίους κατέλαβε την πρώτη θέση, την οποίαν του απένειμαν οι Έλληνες από σεβασμό προς τον φιλέλληνα αυτοκράτορα. Επίσης, ο Νέρων ανεκήρυξε "την ελευθερία της Ελλάδος" (δηλ. της ρωμαϊκής επαρχίας της Αχαϊας). Η ελευθερία αυτή βεβαίως υπήρξε τυπική και όχι ουσιαστική. Απλώς  εσήμαινε κάποιες φορολογικές ατέλειες των Ελλήνων.
            Αυτές οι καλλιτεχνικές ενασχολήσεις του Νέρωνος, η παραμέληση των καθηκόντων του, η μακρόχρονη απουσία του από την Ρώμη, αλλά και ο έντονος φιλελληνισμός του, υπήρξαν αιτίες δυσαρεσκείας για τους τοπικιστές Ρωμαίους που θεωρούσαν ότι τέτοιες συμπεριφορές ήσαν απαξιωτικές για την Ρώμη και δεν ταίριαζαν σε ένα Ρωμαίο αυτοκράτορα.

            Ένας επιπλέον λόγος για τον οποίον οι ρωμαίοι αριστοκράτες δεν πολυσυμπαθούσαν τον Νέρωνα, ήταν και η καταγωγή του. Δεν ανήκε στους κύκους των μεγάλων και ισχυρών αριστοκρατικών οικογενειών της Ρώμης. Μάλιστα, ο Νέρων δεν ήταν καν ρωμαϊκής καταγωγής. Ο πατέρας του, ο Γνάιος Δομίτιος Αηνόβαρβος, ανήκε στον λαό των Ουόλσκων, που κατοικούσαν νοτίως του Λατίου αλλά είχαν πλήρως εκλατινισθεί. άλλωστε, ο Νέρων περνούσε πολύ από τον καιρό του στην γενέτειρά του πόλη του Άντιου, νοτίως της Ρώμης. Υπήρχε λοιπόν δυσαρέσκεια ιδίως των ανωτέρων στρωμάτων (των αριστοκρατών και των συγκλητικών), η οποία επετάθη όταν άρχισε να εκδηλώνεται πιο έντονα η πιο σκοτεινή πλευρά του χαρακτήρος του, η πιο βίαιη και αποκρουστική. Πλέον η ευδαίμων  "πενταετία του Νέρωνος" είχε παρέλθει και την θέση της θα ελάμβανε μία σκοτεινή περίοδος διακυβερνήσεως. Καθώς ο Νέρων είχε υπερβεί την ηλικία των είκοσι ετών, η επιρροή του παιδαγωγού του Σενέκα έβαινε μειουμένη καθώς ο σοφός παιδαγωγός δεν μπορούσε πλέον να χαλιναγωγήσει τον παρορμητικό χαρακτήρα και τις αποκλίνουσες συμπεριφορές του αυτοκράτορος.

            Έτσι, το 58 μ.Χ., ο Νέρων ερωτεύθηκε την Ποππαία, σύζυγο του φίλου του Όθωνος. Ο Νέρων τοποθέτησε τον Όθωνα σε μία απομεμακρυσμένη επαρχία του ρωμαϊκού κράτους, την Λουσιτανία, και κάλεσε την Ποππαία να μείνει μαζί του στο παλάτι. Το 59 μ.Χ. ο Νέρων απεφάσισε να ξεφορτωθεί την μητέρα του Αγριππίνα. Την ανάγκασε να επιβιβασθεί σε ένα πλοιάριο το οποίο σχεδόν αμέσως εβυθίσθη, όμως η Αγριππίνα κατόρθωσε να κολυμβήσει ως την ακτή, όπου εκεί την περίμενε ένας υπηρέτης με εντολή να την μαχαιρώσει μέχρι θανάτου. Έτσι, ο Νέρων έβαλε να δολοφονήσουν την μητέρα του για να απαλλαγεί οριστικώς από τις ραδιουργίες της. Εν συνεχεία, ο Νέρων χώρισε την πρώτη του σύζυγο, έβαλε να την δολοφονήσουν, και προσέφερε την κεφαλή της ως τρόπαιο στην ερωμένη του την Ποππαία. Ανάγκασε τον σύζυγό της Όθωνα να της δώσει διαζύγιο, και τελικώς ο Νέρων ενυμφεύθη την Ποππαία.
            Αξίζει να σταθούμε στην μορφή της Ποππαίας. Η γοητεία της και η φιλοδοξία της Ποππαίας άσκησε μεγάλη επιρροή στον Νέρωνα. Η Ποππαία γεννήθηκε στην Πομπηία το 30 μ.Χ. από μία οικογένεια μεσαίας κοινωνικής καταστάσεως. Η Ποππαία διεκρίνετο για την ομορφιά, την γοητεία, αλλά και την άμετρη φιλοδοξία. Παντρεύθηκε τον Όθωνα, στενό και καλό φίλο του αυτοκράτορος Νέρωνος. Έτσι, ευρέθη κοντά στον Νέρωνα και τον γοήτευσε. Ο Νέρων διέταξε την απομάκρυνση του Όθωνος στην Λουσιτανία (σημερινή Πορτογαλία) και τον ανάγκασε να χωρίσει την Ποππαία, ώστε η τελευταία να γίνει η επίσημη ερωμένη του αυτοκράτορος το 58 μ.Χ. (Σουητώνιος, Όθων ΙΙΙ).
            Ο Τάκιτος υποστηρίζει ότι η Ποππαία είχε ανάμειξη στην δολοφονία της Αγριππίνας, καθώς την θεωρούσε εμπόδιο προς την εξουσία, και παρακίνησε τον Νέρωνα στην δολοφονία της μητέρας του, ώστε εν συνεχεία να μπορέσει να παντρευθεί τον Νέρωνα (Τάκιτος, Annales XIV.1). Βεβαίως, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι οι δολοπλοκίες της Αγριππίνας αποτελούσαν ικανό κίνητρο για τον Νέρωνα ώστε να την δολοφονήσει, και δεν εχρειάζετο την παρακίνηση της Ποππαίας.

            Ο Τάκιτος επίσης ισχυρίζεται ότι η φιλόδοξη και σκληρή Ποππαία ώθησε τον Νέρωνα να χωρίσει και να δολοφονήσει την πρώτη του γυναίκα Κλαυδία Οκταβία (η οποίως, παρεπιμπτόντως, ήταν ετεροθαλής αδελφή του Νέρωνος). Όντως, ο Νέρων προέβη σε αυτές τις ενέργειες, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, αλλά μόλις το 62 μ.Χ. ενυμφεύθη επισήμως την Ποππαία. Έμελλε όμως να έχει σύντομο και άδοξο τέλος. Ο Νέρων, σε ένα βίαιο ξέπασμα, και ενώ η Ποππαία ήταν έγκυος, την κλώτσησε στην κοιλιά με τόση οργή και αγριότητα ώστε να προκαλέσει τον θάνατό της το 65 μ.Χ. (Σουητώνιος, Νέρων XXXV.3 , Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκή Ιστορία LXII.27).
            Μετά τον θάνατο της Ποππαίας, ο Νέρων βυθίσθηκε ακόμη περισσότερο στην θλίψη και την παράνοια. Μετανοημένος θέλησε να τιμήσει μετά θάνατον την μεγάλη του αγάπη. Διέταξε να ταριχευθεί το σώμα της Ποππαίας, να γίνει η κηδεία της δημοσία με όλες τις τιμές μιας Αυγούστας. Λέγεται ότι κατά την διάρκειαν της κηδείας εκάησαν μεγάλες ποσότητες πανάκριβου και πολυτίμου θυμιάματος από την Αραβία (Πλίνιος, Historia Naturalis XII.41.83). Βυθισμένος μέσα την θλίψη και την παράνοια, ο Νέρων διέταξε να ευνουχίσουν ένα νεαρό άνδρα, ονόματι Σπόρος, ο οποίος είχε την ατυχία να ομοιάζει εμφανισιακώς με την Ποππαία, τον οποίον παντρεύθηκε επισήμως και τον αποκαλούσε με το όνομα της νεκρής του γυναίκας Ποππαίας (Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκή Ιστορία LXIII.11-13).

            Βεβαίως, το πλέον γνωστό περιστατικό του βίου του Νέρωνος, είναι η μεγάλη πυρκαγιά της
Ρώμης το 64 μ. Χ., που κατέστρεψε μεγάλο τμήμα της πόλεως, και ο συνακόλουθος διωγμός των χριστιανών, πολλοί εξ αυτών εμαρτύρησαν με απάνθρωπα βασανιστήρια και φρικτό θάνατο. Αλλά τα γεγονότα τα συνδεόμενα με την πυρκαγιά της Ρώμης και τον διωγμό των χριστιανών θα τα εξετάσουμε σε άλλο μέρος της παρούσης εργασίας. Επανερχόμενοι λοιπόν στην διαρκώς αυξανόμενη εγκληματική συμπεριφορά του Νέρωνος, θα λέγαμε πως αισθανόταν ανασφαλής για τον θρόνο του, παντού έβλεπε πιθανούς εχθρούς που συνωμοτούσαν εναντίον του, προς όλους άρχισε να αισθάνεται καχυποψία και ανεκάλυπτε υπαρκτές ή φαναταστικές μηχανορραφίες εναντίον του. Αυτή η γενικευμένη καχυποψία τον εξώθησε σε πιο βίαιες και εγκληματικές συμπεριφορές.

            Έτσι, λίγο μετά ΅την δολοφονία της Αγριππίνας, που θεωρούσε ότι απειλούσε την ζωή του και σχεδίαζε διάφορες μηχανορραφίες, έδωσε εντολή να εκτελεσθούν μερικοί πλούσιοι Ρωμαίοι αριστοκράτες απλώς επειδή τους υποπτευόταν γενικώς και αορίστως (Σουητώνιος, Νέρων XXXV-XXXVII).   Αργότερα, και μετά την καταστροφική πυρκαγιά της Ρώμης, όταν η δυσαρέσκεια προς το πρόσωπο και τις πράξεις του αυτοκράτορος είχε ενταθεί μεταξύ των ανωτέρων ρωμαϊκών τάξεων, ανεκάλυψε ευρεία συνωμοσία που εξυφάνη το 66 μ.Χ., στην οποία ήσαν αναμεμειγμένοι πολλοί συγκλητικοί και Ρωμαίοι αριστοκράτες, με σκοπόν την απομάκρυνση του Νέρωνος από τον θρόνο. Η εκδίκηση του Νέρωνος ξέσπασε με οργή και αδιακρίτως πολλούς εξετέλεσε απλώς και μόνον με την υποψία ότι πιθανώς να συμμετείχαν στην συνωμοσία εναντίον του (Σουητώνιος, Νέρων  XXXVI). Τότε ήταν που και ο Σενέκας, ο οποίος φαίνεται να είχε κάποια ανάμειξη στην συνωμοσία, αναγκάσθηκε να αυτοκτονήσει για να μην πέσει στα εκδικητικά χέρια του Νέρωνος και υποστεί τα χειρότερα.
            Γενικώς, ο Νέρων είχε βυθισθεί σε μία κατάσταση ανεξέλεγκτη, όπου πράξεις βίαιες, εκδηλώσεις παράνοιας και παρορμητικών συμπεριφορών, συχνές οινοποσίες, προκλητικές και σπάταλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και απολαύσεις, είχαν προκαλέσει την αποστροφή του ρωμαϊκού λαού προς το πρόσωπό του. Η παράξενη συμπεριφορά του Νέρωνος, οι ακρότητες, οι βάναυσες δολοφονίες υποτιθεμένων εχθρών από τις ανώτερες τάξεις της ρωμαϊκής κοινωνίας, η παραμέληση των καθηκόντων του, και η αύξηση των φόρων για να καλυφθούν οι πολυδάπανες απαιτήσεις και διασκεδάσεις του αυτοκράτορος και της αυλής του, είχαν προκαλέσει την γενική δυσαρέσκεια.

            Το 66 μ.Χ. ο Νέρων έλαβε μία ακόμη καταστροφική απόφαση. Στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας προϋπήρχε μία μακροχρόνια αντιπαράθεση και διεκδίκηση της Αρμενίας μεταξύ Ρώμης και Παρθίας. Ήδη από το 53 μ.Χ., ένα έτος προ του θανάτου του αυτοκράτορος Κλαυδίου, τα ρωμαϊκά στρατεύματα επιχειρούσαν να απωθήσουν τους Πάρθους εισβολείς. Όμως, η πολεμική αντιπαράθεση κατέληξε σε ένα μακροχρόνιο και στείρο πόλεμο που ήδη διαρκούσε δεκατέσσερεις χρόνους. Ο Νέρων επίσης αντιμετώπιζε προβλήματα και σε άλλες ρωμαϊκές επαρχίες. Γενικώς, επικρατούσε γενικευμένη δυσαρέσκεια και αναταραχή για την υψηλή φορολογία των επαρχιών από την αυτοκρατορική διοίκηση. Ο Νέρων απεφάσισε ότι ήταν προς το καλό συμφέρον της Ρώμης να συνάψει ειρήνη με τους Πάρθους. Απεφάσισε να παραχωρήσει την Αρμενία στους Πάρθους και να ορίσει βασιλέα της Αρμενίας τον Τιριδάτη, αδελφό του βασιλέως της Παρθίας. Σε μία επίδειξη μεγαλοπρεπείας και ρωμαϊκού μεγαλείου, τρεις χιλιάδες Πάρθοι ταξίδεψαν μαζί με τον Τιριδάτη στην Ρώμη, όπου ο Νέρων σε μία επίσημη τελετή θα παρέδιδε το στέμμα της Αρμενίας στον Τιριδάτη. Ο Νέρων διέταξε τις πύλες του Ναού του Ιανού να κλείσουν, σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη μιας ειρηνικής περιόδου για τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Αυτό που για τα μάτια του Νέρωνος αποτελούσε μία διπλωματική επιτυχία μιας φιλειρηνικής πολιτικής, για την πλειοψηφία των Ρωμαίων πολιτών εσήμαινε μία ήττα για τα ρωμαϊκά συμφέροντα και βαρύ πλήγμα για το ρωμαϊκό γόητρο.
            Δύο χρόνους μετά την παραχώρηση της Αρμενίας στους Πάρθους, ο αρχηγός της Πραιτωριανής Φρουράς απέσυρε την στήριξή της στον Νέρωνα και δήλωσε ότι θα στήριζε τον διοικητή της Ισπανίας, ένα έμπειρο στρατιωτικό διοικητή, ήδη στην προχωρημένη ηλικία των εβδομήντα ετών, ονόματι Γάλβα. Ο Γάλβας, στον δρόμο για τον θρόνο της Ρώμης, είχε την πλήρη υποστήριξη των ρωμαϊκών λεγεώνων της Ισπανίας αλλά και της Λουσιτανίας, όπου διοικητής ήταν ο Όθων, ο πρώην στενός φίλος του Νέρωνος και πρώην σύζυγος της Ποππαίας, που είχε επαρκείς λόγους να στηρίξει τον Γάλβα προς ανατροπήν του Νέρωνος.  Όταν ο Νέρων συνειδητοποίησε ότι είχε χάσει την στήριξη των Πραιτωριανών και επρόκειτο να χάσει και τον θρόνο, προσπάθησε να διαφύγει με πλοίο από τον λιμένα της Όστιας. Οι Πραιτωριανοί τον ακολούθησαν και, αφού πλέον δεν μπορούσε να διαφύγει, ο Νέρων απεφάσισε να αυτοκτονήσει με την βοήθεια ενός ακολούθου του που του έδωσε το τελειωτικό χτύπημα με ένα μικρό εγχειρίδιο. Η ημερομηνία ήταν 9 Ιουνίου 68 μ.Χ. Ο Νέρων κυβέρνησε για δεκατέσσερεις χρόνους. Όταν μαθεύτηκε η είδηση του θανάτου του Νέρωνος, τόση ήταν η δημόσια αγαλλίαση, γράφει ο Σουητώνιος, ώστε ο κόσμος βγήκε στους δρόμους τρέχοντας με ξέφρενη χαρά (Σουητώνιος, Νέρων 57).

          Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΥΡΚΑΓΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ.

            Η μεγάλη πυρκαγιά της Ρώμης, το 64 μ.Χ., αποτελεί ένα σημαντικό γεγονός στην ιστορία της
πόλεως της Ρώμης, και από τα πλέον κομβικά γεγονότα που συνέβησαν επί της διακυβερνήσεως του Νέρωνος. Τα καταστροφικά αποτελέσματα της πυρκαγιάς, σε συνδυασμό με τις διαδόσεις ότι υπεύθυνος της φωτιάς ήταν ο ίδιος ο Νέρων, επέτειναν την λαϊκή δυσαρέσκεια. Ο Νέρων επέρριψε την ευθύνη στους χριστιανούς και έγινε αφορμή για τον πρώτο μεγάλο διωγμό κατά των χριστιανών.
            Το 64 μ.Χ., στις 19 Ιουνίου, μία πυρκαγιά ξέσπασε στο κέντρο της Ρώμης, στα καταστήματα του Circus Maximus. Η φωτιά γρήγορα επεξετάθη στις κεντρικές συνοικίες της πόλεως  που είχαν πολλά καταστήματα με εύφλεκτα υλικά, και σε συνδυασμό με τον δυνατό άνεμο, εξαπλώθηκε στις πτωχότερες συνοικίες με τις ξύλινες οικίες. Η πυρκαγιά έκαιγε για έξι ημέρες, γνώρισε μία μικρή κάμψη, και ύστερα αναζωπυρώθηκε με μεγαλύτερη ένταση και δεν έσβησε παρά μόνον μετά την εννάτη ημέρα.
            Τα αποτελέσματα της πυρκαγιάς ήσαν καταστροφικά. Από τις δεκατέσσερεις συνοικίες της πόλεως, οι δέκα κατεστράφησαν ολοσχερώς και μόνον τέσσερεις δεν επλήγησαν. Χιλιάδες ξύλινες οικίες των πιο λαϊκών στρωμάτων κατεστράφησαν, ο αριθμός των νεκρών δεν μπορούσε να υπολογισθεί αλλά ήταν υπερβολικά μεγάλος. Επίσης, πολλά δημόσια κτίρια και μνηνεία κατεστράφησαν, όπως η Αγορά, ο ναός του Ηρακλέους, ο ναός του Διός στον Παλατίνο λόφο (Τάκιτος, Annales XV.38-44, Σουητώνιος, Νέρων  XXXVIII).  Ο Δίων Κάσσιος γράφει ότι ολόκληρος ο Παλατίνος λόφος και τα δύο τρίτα της πόλεως εκάησαν και αμέτρητο πλήθος ανθρώπων έχασαν την ζωή τους. Η καταστροφή ήταν ανυπολόγιστη και δεν είχε παράλληλό της στην ιστορία της Ρώμης (Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκή Ιστορία LXII 16.1).
            Όταν ξέσπασε η πυρκαγιά, ο Νέρων  ευρίσκετο στην γενέτειρα πόλη του, το Άντιον, νοτίως της Ρώμης, και επέστρεψε στην Ρώμη όταν ήδη οι καταστροφές έλαβαν ανυπολόγιστες διαστάσεις. Ακόμη και η αυτοκρατορική κατοικία κατεστράφη ολοσχερώς. Ο Νέρων έλαβε μέτρα για να ανακουφίσει τους πληγέντες, να χορηγήσει τρόφιμα και νερό. να στεγάσει τους αστέγους ακόμη και φιλοξενώντας τους στους αυτοκρατορικούς κήπους (Τάκιτος, Annales, XV). Μετά την κατάσβεση της πυρκαγιάς, ο Νέρων αξιοποίησε τους χώρους που είχαν ελευθερωθεί από τα αποτελέσματα της καταστροφικής πυρκαγιάς, για να κτίσει ένα νέο μεγαλοπρεπές παλάτι.

ΠΟΙΟΣ ΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΥΡΚΑΓΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ.
                        Ο ρόλος του Νέρωνος.
            Η στερεότυπη εικόνα του Νέρωνος ως ενός παράφρονος και πυρομανούς αυτοκράτορος (Σουητώνιος, Νέρων, XXXVIII), η οποία έχει ενισχυθεί από τις περιγραφές αρχαίων συγγραφέων, αλλά και από σύγχρονα μυθιστορήματα και κινηματογραφικές ταινίες, έχει συμβάλλει στην παγίωση μιας ευρέως διαδεδομένης αντιλήψεως ότι ο Νέρων υπήρξε εκείνος που διέταξε την πυρκαγιά και άρα είναι ο κύριος υπεύθυνος για την μεγάλη καταστροφή. Υπάρχει βεβαίως η γνωστή εικόνα του αυτοκράτορος, ο οποίος βλέπει το παλάτι και την πόλη να φλέγεται και εκείνος, ντυμένος ως ηθοποιός, να απαγγέλλει στίχους εμπνεόμενος από την άλωση της Τροίας (Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκη Ιστορία, LXII. 16.1 και 18.1).
            Θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε το ζήτημα εξετάζοντας τις μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων, συγχρόνων και μεταγενεστέρων των γεγονότων. Από τις ρωμαϊκές πηγές, υπάρχει μία ομοφωνία που αποδίδει την ευθύνη της πυρκαγιάς στον Νέρωνα (Σουητώνιος, Νέρων XXXVIII, Πλίνιος, Historia Naturalis, XVII.1, 5, Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκή Ιστορία LXII.16). Ωστόσο, υπάρχει η αξιοσημείωτη διαφοροποίηση του Τακίτου, ο οποίος εκφράζει την αμφιβολία του έαν η πυρκαγιά ξεκίνησε από τυχαίο γεγονός είτε ο Νέρων υπήρξε ο πραγματικός αυτουργός (Τάκιτος, Annales XV.38,1). Η μαρτυρία του Τακίτου είναι σημαντική (θα την εξετάσουμε εκτενεστέρως εν συνεχεία) καθώς υπήρξε σύγχρονος των γεγονότων. Ο Τάκιτος έζησε μεταξύ 55-117 μ.Χ. και γράφει στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., γύρω στο 115 μ.Χ.).
            Υπάρχει σημαντική πιθανότητα όντως η πυρκαγιά να προεκλήθη από τυχαίο γεγονός. Άλλωστε, οι πυρκαγιές στην Ρώμη δεν ήσαν σπάνιες, καθώς σε μία πυκνοκατοικημένη πόλη, όπου η πλειοψηφία των κατοικιών ήταν ξύλινης κατασκευής, και η χρήση της φωτιάς καθημερινή για φωτισμό, θέρμανση, μαγείρεμα. Πολύ εύκολα λοιπόν από κάποια απροσεξία μπορούσε να ξεσπάσει πυρκαγιά, να εξαπλωθεί και να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Γνωρίζουμε επίσης και για άλλες πυρκαγιές που έπληξαν την Ρώμη, όπως αυτή του 69 μ.Χ., όταν το Καπιτώλιο και τα γειτνιάζοντα κτίρια κατεστράφησαν, ή η μεγάλη πυρκαγιά του 80 μ.Χ., επί τίτου, που κατέκαυσε το Campus Martius (Πεδίον του Άρεως) και πολλά σημαντικά δημόσια κτίρια.
            Άλλες θεωρίες και ερμηνείες που προετάθησαν για το ποιος έχει την ευθύνη για την μεγάλη πυρκαγιά της Ρώμης, αποδίδουν ευθύνη στον Νέρωνα, στους χριστιανούς που εθεωρήθησαν ο εύκολος στόχος, ο αποδιοπομπαίος τράγος πάνω στον οποίον μετεφέρθησαν οι ευθύνες, ακόμη και σε συωμοτικούς κύκλους συγκλητικών και Ρωμαίων αριστοκρατών που απεχθάνοντο τον Νέρωνα, όπως η πολιτική συνωμοσία του Πείσωνος που απεκαλύφθη το 65 μ.Χ. και οδήγησε σε εκτεταμμένες διώξεις και εκτελέσεις εκ μέρους του Νέρωνος.
            Οι συμμετέχοντες στην συνωμοσία του Πείσωνος πίστευαν ότι αποδίδοντες την ευθύνη της πυρκαγιάς στον Νέρωνα, σπέρνοντες την σχετική φημολογία, θα καθιστούσαν τον Νέρωνα περισσότερον αντιπαθή στον λαό και έτσι θα μπορούσαν να επιτύχουν ευκολώτερα την εκθρόνισή του. Βεβαίως, η τελευταία θεωρία παραμένει ανεπιβεβαίωτη στο επίπεδο της εικασίας και της συνωμοσιολογίας.
            Οι κυριότερες θεωρίες για την μεγάλη πυρκαγιά της Ρώμης αποδίδουν ευθύνες στον Νέρωνα και τους χριστιανούς, θεωρίες που θα εξετάσουμε εν συνεχεία πιο ενδελεχώς και επί τη βάσει των γραπτών πηγών. Το μόνο βέβαιον είναι ότι από την μελέτη των πηγών της εποχής και των έργων των συγχρόνων ιστορικών, προκύπτει ότι, εάν η πυρκαγιά δεν ξεκίνησε από κάποιο τυχαίο γεγονός, ο πραγματικός αυτουργός δεν μπορεί να προσδιορισθεί μετά βεβαιότητος [1].
           
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΡΩΜΑΙΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΤΑΚΙΤΟΥ.
            Η πιο κοντινή χρονολογικώς αναφορά στην πυρκαγιά της Ρώμης προέρχεται από τον Ρωμαίο ιστορικό Τάκιτο, που  ήταν σύγχρονος των γεγονότων και το έργο του θεωρείται ως αξιόπιστη ιστορική πηγή. Γράφει λοιπόν ο Τάκιτος:
            ''Sed non ope humana, non largitionibus principis aut deum placementis decedebat infamia quin iussum incendium crederetur. Ergo abolendo rumori Nero subdidit reos et quqesitissimis poenis adfecit, quos per flagitia invisos vulgus Christianos appelabat. Auctor nominis eius Christus Tiberio imperitante per procuratorem Pontium Pilatum, supplicio adfectus erat; repressaque in praesens exitiabilis superstitio rursum erumpebat, non modo per Iudaeam, originem eius mali, sed per urbem etiam, quo confluunt celebranturque. Igitur primum correpti qui fatebantur, deinde indicio eorum multitudo ingens haud proinde in crimine incedii quam odio humani generis convicti sunt. Et pereuntibus additu ludibria, ut ferarum tergis contecti laniatu canum interirent, multi crucibus adfixi aut flamma usti, aliique, ubi defecisset dies, in usum nocturni luminis urerentur. Hortos suos ei spectaculo Nero obtulerat et circense iudicrum edebat, habitu aurique permixtus plebi vel curruculo insistens. Unde quamquam adversus sontes et novissima exempla meritos miseratio oriebatur, tamquam non utilitate publica, sed in saevitiam unius absumerentur" (Τάκιτος, Annales, XV.44,3-9).
            (= Όμως ούτε τα ανθρώπινα έργα ούτε τα πολυδάπανα δώρα του αυτοκράτορος και οι εξιλαστήριες θυσίες στους θεούς δεν μπόρεσαν να παύσουν το σκάνδαλο και την φήμη ότι η πυρκαγιά ήταν αποτέλεσμα διαταγής. Έτσι, για να απαλλαγεί από την φήμη αυτή ο Νέρων κατέστησε υπαιτίους και τιμώρησε με τα πιο εξεζητημένα βασανιστήρια εκείνους που για τα βδελύγματά τους είναι μισητοί και ο λαός τους αποκαλεί χριστιανούς. Το όνομά τους προέρχεται από τον Χριστό που εκτελέσθηκε από τον διοικητή Πόντιο Πιλάτο επί αυτοκράτορος Τιβερίου. Αν και περιορίσθηκε προς στιγμήν αυτή η ολέθρια δεισιδαιμονία, ξέσπασε πάλι όχι μόνον στην Ιουδαία, την πηγή του κακού, αλλά ακόμη και στην πόλη (της Ρώμης), όπου κάθε τι αποτρόπαιο και χυδαίο από κάθε μέρος της γης συγκεντρώνεται και αναπτύσσεται. Έτσι λοιπόν, όσοι πρώτοι ομολόγησαν συνελήφθησαν, κατόπιν από τις πληροφορίες τους ένα μεγάλο πλήθος καταδικάστηκε, όχι τόσον για το έγκλημα του εμπρησμού, όσον για το μίσος τους προς το ανθρώπινο γένος. Ο εξευτελισμός προσετέθη στην καταδίκη τους σε θάνατο. Άλλους τους έντυναν με δέρματα αγρίων θηρίων, και τους κατασπάραξαν τα σκυλιά, πολλούς εσταύρωσαν ή τους παρέδωσαν στις φλόγες, ενώ άλλους τους έκαιγαν για να φωτίζουν την νύκτα μετά την δύση του ηλίου. Ο Νέρων είχε προσφέρει τους κήπους του για το θέαμα αυτό, και οργάνωνε αγώνες για τον ιππόδρομο, όπου ντυμένος ως αρματηλάτης αναμειγνυόταν με τον λαό ή τριγυρνούσε μέσα στο άρμα του. Αν και ήσαν ένοχοι και τους άξιζε η πιο σκληρή τιμωρία, ένα αίσθημα οίκτου προεκλήθη, διότι οδηγούνταν στον θάνατο όχι προς το δημόσιο συμφέρον αλλά για να ικανοποιηθεί η οργή ενός ανθρώπου (εννοείται του Νέρωνος)".

            Όπως φαίνεται από το ανωτέρω χωρίο, ο Τάκιτος δεν αποδίδει στους χριστιανούς την ευθύνη για την πυρκαγιά. Γράφει ότι ο Νέρων για να εξευμενίσει την κοινή γνώμη και να διασκεδάσει τις φήμες που κυκοφορούσαν εναντίον του, φρόντισε να ρίξει την ευθύνη στους χριστιανούς, να τους καταστήσει τον αποδιοπομπαίο τράγο για το έγκλημα του εμπρησμού. Μία τέτοια κατηγορία έγινε πιστευτή και ευήκοος στον λαό, που δεν πολυσυμπαθούσε τους χριστιανούς. Ο Τάκιτος αφήνει να εννοηθεί ότι φήμες κυκλοφορούσαν εναντίον του Νέρωνος ως υπαιτίου για την πυρκαγιά, τις οποίες όμως δεν υιοθετεί, αλλά αφήνει σκοπίμως την διήγησή του να είναι ασαφής. Επίσης, περιγράφει τις διώξεις, τα βασανιστήρια, τις θανατώσεις χριστιανών που καταδικάσθηκαν με την κατηγορία του εμπρησμού, τη εντολή του Νέρωνος. Ήσαν μάλιστα τόσο φρικτά τα βασανιστήρια των χριστιανών ώστε προεκάλεσαν τον οίκτο του ρωμαϊκού λαού.

            Εκείνο που έχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε είναι ότι από τις αρχαίες πηγές, μόνον ο
Τάκιτος
Τάκιτος διασυνδέει τον διωγμό του Νέρωνος κατά των χριστιανών με την κατηγορία του εμπρησμού, την οποία σαφώς δεν ασπάζεται. Κατά μίαν έννοια, ο Τάκιτος θα λέγαμε ότι "ευθύνεται" για το ότι συνέβαλε στην διαμόρφωση της εικόνος του Νέρωνος ως απηνούς διώκτου των χριστιανών [2]. Δεν έχουμε άλλη μαρτυρία χριστιανική ή εξωχριστιανική, ρωμαϊκή, που να συνδέει τον διωγμό των χριστιανών επί Νέρωνος με την κατηγορία του εμπρησμού (Τάκιτος,
Annales XV.44). Ακόμη και ο ίδιος ο Τάκιτος, παρ' ότι το αναφέρει, δεν φαίνεται να το αποδέχεται.
            Ωστόσο, η παγιωθείσα αντίληψη τόσον στους ακαδημαϊκούς κύκλους  όσον και στην ευρεία γνώμη είναι ότι ο διωγμός των χριστιανών επί Νέρωνος υπήρξε το αποτέλεσμα της ψευδούς κατηγορίας του εμπρησμού της Ρώμης [3]. Μάλιστα, ο ίδιος ο Τάκιτος λίγο παρακάτω, στο ίδιο χωρίο που παραθέσαμε, γράφει ότι ένα μεγάλο πλήθος συλληφθέντων χρισταινών καταδικάσθηκε όχι τόσον για το έγκλημα του εμπρησμού, όσον για το μίσος τους προς το ανθρώπινον γένος ("deinde incidio eorum multitudo ingens haud proinde in crimine incendii quam odio humani generis convicti sunt").   Εφ' όσον η ομολογία των συλληφθέντων χριστιανών δεν εσχετίζετο με την κατηγορία του εμπρησμού, προφανώς θα εσχετίζετο με την ομολογία της χριστιανικής τους πίστεως. Επομένως, ο πρώτος διωγμός των χριστιανών επί Νέρωνος εγένετο για λόγους θρησκευτικούς.

            Ο Τάκιτος ωστόσο υιοθετεί τις κατηγορίες και τις στερεότυπες προκαταλήψεις κατά των χριστιανών, όταν κάνει λόγο για τα βδελύγματά του ( flagitia), την ολέθρια δεισιδαιμονία τους (  exitiabilis superstitio) και τις χυδαίες και αποτρόπαιες δοξασίες τους. Ο Τάκιτος υιοθετεί ακρίτως τις κατηγορίες κατά των χριστιανών και προσθέτει ότι καταδικάσθηκαν για το μίσος τους κατά του ανθρωπίνου γένους, για τις μισάνθρωπες αντιλήψεις τους, για τις οποίες κάθε σκληρά τιμωρία τους άξιζε ("odio humani generis convicti sunt... sontes et novissima exempla meritos").
            Όπως υποστηρίζουν διακεκριμένοι ιστορικοί και αποδέχονται σοβαροί ερευνητές, ο Τάκιτος είχε υπ' όψιν του δύο διαφορετικές εκδοχές των γεγονότων. Πρώτον, ότι ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά στην Ρώμη, και δεύτερον, ότι λίγο μετά την πυρκαγιά, οι χριστιανοί της Ρώμης κατηγορήθηκαν, εδιώχθησαν, εβασανίσθησαν και εθανατώθησαν. Αυτή η ερμηνεία εξηγεί και την σκόπιμη ασάφεια του συγκεκριμένου χωρίου του Τακίτου [4].  Ο Τάκιτος συνέδεσε τα δύο περιστατικά (πυρκαγιά της Ρώμης και διωγμός των χριστιανών) σε μία ενιαία αφήγηση με σκοπόν να δώσει μία μεγαλύτερη δραματική έμφαση στα γεγονότα. Ωστόσο, επειδή διατηρεί τις αμφιβολίες του, η αφήγησή του παραμένει σκοπίμως ασαφής [5].
            Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι ο Τάκιτος σκοπίμως συνέδεσε τα δύο γεγονότα και έδωσε έμφαση στην περιγραφή των φρικτών βασανιστηρίων που υπέστησαν οι χριστιανοί, θέλοντας έτσι να τονίσει τα εγκλήματα του Νέρωνος κατά του ρωμαϊκού λαού. Ως προς τούτο, ο Τάκιτος αναδεικνύεατι ως "σπουδαίος δραματουργός και τραγικός συγγραφέας της ιστορίας", σύμφωνα με τους χαρακτηρισμούς που του αποδίδει ο  Paul Keresztes  . Γράφει λοιπόν ο  Paul Keresztes: " Με το να συνενώσει τους χριστιανούς, τους απόβλητους της ρωμαϊκής κοινωνίας, και τον Νέρωνα, εξ ίσου, αν όχι περισσότερον μισητόν από τους Ρωμαίους, και με το να συνενώσει την πυρκαγιά της Ρώμης και την σφαγή των χριστιανών, ο Ρωμαίος ιστορικός απεικονίζει μία τραγωδία στο απόλυτο μαύρο χρώμα, και αυτό, πιθανώς, για να κάνει τον χαρακτήρα του Νέρωνος να μοιάζει περισσότερον σκοτεινός" [6].
            Ο Τάκιτος, με το να απεικονίζει τους χριστιανούς με τα μελανώτερα χρώματα, ως τα πιο κακοήθη και βδεύκτά πρόσωπα της ρωμαϊκής κοινωνίας, και να περιγράφει τα φρικτά τους βασανιστήρια (ρίξιμο στα σκυλιά να τους κατασπαράξουν, σταύρωση, ρίξιμο στην πυρά), τιμωρίες σκληρές που επεβάλοντο για τα πιο σοβαρά εγκλήματα, και για τα οποία ο τάκιτος θεωρεί ότι οι χριστιανοί ήσαν άξιοι τέτοιας τιμωρίας, συνδυάζοντας αυτά με την σκληρότητα και την βαναυσότητα του Νέρωνος, κατορθώνει να δώσει μία πιο εντυπωσιακά και δραματικά αρνητική εικόνα ενός μισητού αυτοκράτορος που άφησε το ίχνος του στην Ιστορία ως μία προσωπικότητα βίαιη, βάναυση, εγκληματική.
            Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι ο Τάκιτος φέρει σε μεγάλο βαθμό την ευθύνη για την στερεότυπη εικόνα που έχουμε σχηματίσει για τον Νέρωνα και τον πρώτο διωγμό των χριστιανών επί των ημερών του.
           
ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ (ΣΟΥΗΤΩΝΙΟΣ, ΔΙΩΝ ΚΑΣΣΙΟΣ) ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ.

            Στην ενότητα αυτή της παρούσης εργασίας θα εξετάσουμε όσες γραπτές μαρτυρίες έχουμε από Ρωμαίους ιστορικούς και άλλους εθνικούς συγγραφείς (Ρωμαίους και Έλληνες) που ήσαν σύγχρονοι ή ολίγον μεταγενέστεροι των γεγονότων του 64 μ.Χ. Θα εξετάσουμε και θα αξιολογήσουμε τις μαρτυρίες τους, θα τις συγκρίνουμε και θα διαπιστώσουμε τυχούσες παραλείψεις, διαφοροποιήσεις, ακόμη και την όποια έλλειψη αναφορών στα γεγονότα του 64 μ.Χ.
            Η πιο σημαντική μαρτυρία μετά από αυτήν του Τακίτου, προέρχεται από τον Σουητώνιο, ο οποίος υπήρξε σύγχρονος του Τακίτου και συνέγραψε Βίους Καισάρων, και εν προκειμένω, τον Βίον του Νέρωνος. Ο Σουητώνιος έζησε περί το 69-140 μ.Χ., και γράφει λίγο μετά τον Τάκιτο, περί το 120 μ.Χ. Είναι αξιοσημείωτον ότι ενώ ο Σουητώνιος είναι σύγχρονος του Τακίτου και αμφότεροι γράφουν τα έργα τους την ίδια περίπου εποχή, και ενώ ο Σουητώνιος γνωρίζει το έργο του Τακίτου, παραδόξως δεν διασυνδέει τους χριστιανούς με την πυρκαγιά. Μάλιστα, η περιγραφή των δύο γεγονότων γίνεται ξεχωριστά και μεταξύ αυτών μεσολαβούν πολλά κεφάλαια στον Βίον του Νέρωνος που  συνέγραψε ο Σουητώνιος. Αναφέρεται στον διωγμό των χριστιανών στο κεφάλαιο  XVI  , ενώ αφιερώνει το κεφάλαιο  XXXVIII    διαπραγματευόμενος την πυρκαγιά της Ρώμης.
            Γράφει λοιπόν ο Σουητώνιος:" Multa sub eo et animadversa severe et coercita nec minus instituta... afflicti suppliciis Christiani, genus hominum superstitionis novae ac maleficae" (Σουητώνιος, Νέρων XVI). (= επί Νέρωνος πολλά πράγματα τιμωρήθηκαν σοβαρά και περιορίσθηκαν, και πολλά νέα πράγματα θεσμοθετήθηκαν.... τιμωρία επεβλήθη στους χριστιανούς, μία τάξη ανθρώπων νέας και κακοποιού δεισιδαιμονίας).
            Η αναφορά αυτή του Σουητωνίου δείχνει ότι ο διωγμός των χριστιανών δεν είχε καμία σχέση με την πυρκαγιά της Ρώμης, αλλά μάλλον ότι συνεδέετο με την γενικότερη πολιτική του Νέρωνος και με κάποια περιοριστικά δημόσια μέτρα που αυτός επέβαλε.
Στο κεφάλαιο XXXVIII   , όπου περιγράφει την πυρκαγιά της Ρώμης, ο Σουητώνιος σαφώς ρίχνει την ευθύνη στον Νέρωνα και τον παρουσιάζει να απαγγέλλει στίχους από την "Ιλίου Άλωσιν" ντυμένος ως καλλιτέχνης ηθοποιός, εμπνεόμενος από το θέαμα της πυρκαγιάς (Σουητώνιος, Νέρων XXXVIII), λεπτομέρεια που δεν αναφέρει ο Τάκιτος, αλλά στους μεταγενεστέρους συγγραφείς, αρχής γενομένης από τον Σουητώνιο, αποτελεί μία φήμη αναπαραγόμενη που καταλήγει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Νερώνειου μύθου.
            Ο Δίων Κάσσιος (163-225 μ.Χ.), που συνέγραψε "Ρωμαϊκή Ιστορία", σε δύο σημεία του έργου του αναφέρεται στην μεγάλη πυρκαγιά της Ρώμης και σαφώς θεωρεί υπεύθυνο τον Νέρωνα, ο οποίος απολάμβανε το θέαμα της φλεγομένης πόλεως, και απήγγειλε στίχους παραλληλίζων την καταστροφική φωτιά της Ρώμης με την πυρπόληση της Τροίας. Μάλιστα, όπως γράφει ο Δίων Κάσσιος, ο Νέρων επιθυμούσε στην διάρκεια της ζωής του να δει την Ρώμη να καταστρέφεται: " μετά δε ταύτα επεθύμησεν όπερ που αεί ηύχετο, την τε πόλιν όλην και την βασιλείαν ζων αναλώσαι" (Δίων Κάσσιος, "Ρωμαϊκή Ιστορία" LXII. 16,1).

            Ο Δίων Κάσσιος, ακολουθώντας τον Σουητώνιο, διατηρεί την εικόνα του παρανοϊκού Νέρωνος που άδει ενώ η πόλη καίγεται. Γράφει ότι "τον γουν Πρίαμον και αυτός θαυμαστής εμακάριζεν ότι και την πατρίδα άμα και την αρχήν, απολομένας είδε" (Δίων Κάσσιος,"Ρωμαϊκή ιστορία",  LXII.16,1) και ότι "ο Νέρων ες τε το άκρον του παλατίου, όθεν μάλιστα σύνοπτα τα πολλά των καιομένων ην, ανήλθε, και την σκευήν την κιθαρωδικήν λαβών ήσεν άλωσιν, ως μεν αυτος έλεγε, Ιλίου, ως δε εωράτο, Ρώμης" (Δίων Κάσσιος, "Ρωμαϊκή Ιστορία", LXII.18,1). Πάντως, ούτε ο Δίων Κάσσιος αναφέρεται στους χριστιανούς ούτε τους συνδέει με την πυρκαγιά.
            Φαίνεται πως κατά την διάρκεια της πυρκαγιάς εθεάθησαν άνθρωποι του περιβάλλοντος του Νέρωνος που έβαζαν φωτιά ταυτοχρόνως σε διάφορα σημεία της πόλεως, ενώ πολίτες ανέφεραν ότι είδαν στρατιώτες που ήσαν υπεύθυνοι για την κατάσβεση της πυρκαγιάς, αντιθέτως να την υποδαυλίζουν, ιδίως μετά την προσωρινή ύφεση της έκτης ημέρας, και να παρεμποδίζουν τις προσπάθειες κατασβέσεως σαν να είχαν  λάβει επίσημη εντολή γι' αυτό. Αυτές οι πληροφορίες ή φήμες κυκλοφορούσαν στην Ρώμη και στοχοποιούσαν τον Νέρωνα ως υπεύθυνο που διέταξε την πυρπόληση της Ρώμης επειδή εζήλωσε την δόξα του Πριάμου της Τροίας. Αυτές οι φήμες ενισχύονταν από το γεγονός ότι μετά την κατάσβεση της πυρκαγιάς, ο Νέρων εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία για να κτίσει ένα νέο μεγαλοπρεπές ανάκτορο και να οικοδομήσει πολλά δημόσια κτίρια κατά τα ελληνικά αρχιτεκτονικά πρότυπα που τόσον εθαύμαζε.
            Αυτές τις διαδόσεις που εκυκλοφόρησαν ανάμεσα στους Ρωμαίους πολίτες τις υιοθετούν οι Σουητώνιος και Δίων Κάσσιος με σκοπόν να ενισχύσουν την αρνητική εικόνα  ενός μισητού και παράφρονος αυτοκράτορος. Οι αναφορές τους ως ιστορική πηγή έχουν την αξία τους, αν και είναι μεταγενέστερες των γεγονότων του 64 μ.Χ., και πιθανώς να εμπεριέχουν και το στοιχείο της μεροληψίας εναντίον του Νέρωνος. Πάντως, το μόνον βέβαιον, όπως γράφει ο Τάκιτος, η πλησιέστερη χρονολογικώς πηγή στα γεγονότα που περιγράφει, είναι ότι ο Νέρων ευρίσκετο εκτός Ρώμης, στην γενέτειρά του πόλη Άντιον, όταν ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά, αποτέλεσμα ενός τυχαίου γεγονότος, όπως πιθανολογεί ο Τάκιτος: "sequitur clades, forte an dolo principis incertum (num utrumque auctores prodidere" (Τάκιτος, Annales, XV.38,1)= (= στην συνέχεια ξέσπασε η συμφορά, χωρίς να γνωρίζει κανείς αν ήταν τυχαία ή οφειλόταν στην κακότητα του πρίγκηπος- εννοείται του Νέρωνος-, γιατί και οι δύο απόψεις έχουν τα υπέρ τους).

            Γενικότερα, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι μέσα στην παραζάλη και την θλίψη από την μεγάλη καταστροφή της Ρώμης από την πυρκαγιά, οι Ρωμαίοι πολίτες αναζητούσαν εξηγήσεις και υπευθύνους. Στο πλαίσιο αυτό εκυκλοφόρησαν διάφορες διαδόσεις, φήμες, πλήροφορίες, τις οποίες μας μεταφέρουν οι Ρωμαίοι ιστορικοί (Τάκιτος, Σουητώνιος, Δίων Κάσσιος), χωρίς ωστόσο εμείς να δυνάμεθα μετά βεβαιότητος, βασιζόμενοι στις αναφορές τους, να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα. Μία άλλη σύντομη και λιτή αναφορά στην πυρκαγιά της Ρώμης προέρχεται από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο (26-79 μ.Χ.), ο οποίος έζησε τα γεγονότα του 64 μ.Χ. Η μοναδική του αναφορά στην μεγάλη πυρκαγιά είναι ότι  στους χρόνους της νεότητός του είχε δει κάποια μεγάλα δένδρα, πολύ παλαιά, που εκάησαν κατά την πυρκαγιά του αυτοκράτορος Νέρωνος (Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Historia Naturalis, XVII, 1, 5). Σε αυτήν την σύντομη φράση ο Πλίνιος αποδίδει την πυρκαγιά στον Νέρωνα χωρίς να κάνει κανένα περαιτέρω σχόλιο.
            Ένας άλλος σύγχρονος των γεγονότων ιστορικός, ο Ιουδαίος Φλάβιος Ιώσηπος (41-100 μ.Χ.), ενώ το 64 μ.Χ. ευρίσκετο στην Ρώμη, παραδόξως δεν αναφέρει τίποτε για την μεγάλη πυρκαγιά. Η σιωπή του είναι ιδιαιτέρως παράδοξη, εάν σκεφθούμε ότι το 70 μ.Χ. η Ιερουσαλήμ κατελήφθη από τους Ρωμαίους μετά από μακρά πολιορκία και διετάχθη η καταστροφή της. Απορούμε πως ο Ιώσηπος δεν έχει κανένα σχόλιο ή έστω κάποια σύγκριση να κάνει περί της κοινής τύχης της γενέτειράς του Ιερουσαλήμ, και της πρωτεύουσας του τότε κόσμου, Ρώμης, οι οποίες αμφότερες κατεστράφησαν.
            Μία εξήγηση για την σιωπή του Ιωσήπου είναι ότι δεν θέλησε να υιοθετήσει τις κατηγορίες κατά του Νέρωνος, τις οποίες πιθανώς να θεώρησε ψευδείς. Αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι ψέγει εκείνους τους προκατειλημμένους ιστορικούς που έχουν ξεφύγει μακράν της αληθείας των γεγονότων, εξ αιτίας του μίσους τους προς τον Νέρωνα, και αναισχύντως εστράφησαν εναντίον του με τα ψέμματά τους (Ιώσηπος, "Ιουδαϊκός Πόλεμος", ΧΧ. 7,2-3).
            Άλλοι συγγραφείς του 1ου μ.Χ. αι., έστω και αν αναφέρονται αποσπασματικώς στον Νέρωνα, εν τούτοις δεν αναφέρονται στην μεγάλη πυρκαγιά του 64 μ.Χ. ούτε συνδέουν αυτήν με τον Νέρωνα ή τους χριστιανούς. Για παράδειγμα, ο Πλούταρχος (46-120 μ.Χ.) στον "Βίο του Γάλβα" αναφέρεται στον Νέρωνα, την κακοδιοίκηση και τις αυθαιρεσίες του, που δικαιολόγησαν την εξέγερση του Γάλβα και οδήγησαν τον Νέρωνα στην αυτοκτονία το 68 μ.Χ. Επίσης, ο Επίκτητος (50-130 μ.Χ.), ο γνωστός στωικός φιλόσοφος, έζησε στην Ρώμη του 1ου μ.Χ. αι. Υπήρξε σκλάβος του Επαφρόδιτου, γραμματέως του Νέρωνος και σημαίνοντος στελέχους της νερώνειας αυτοκρατορικής διοικήσεως, και σαφώς εγνώριζε τα περί της πυρκαγιάς και του διωγμού των χριστιανών. Ωστόσο, το μοναδικό σχόλιο που κάνει είναι ότι επί Νέρωνος εδιώχθησαν κάποιοι καλοί άνθρωποι που αρνήθηκαν να παραστούν στις καλλιτεχνικές παραστάσεις του Νέρωνος.
            Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι πολλοί σύγχρονοι των γεγονότων συγγραφείς, που έζησαν στην Ρώμη του 1ου μ.Χ. αι., και ασφαλώς εγνώριζαν τα γεγονότα, είτε σιωπούν είτε αναφέρονται παρεπιμπτόντως και αποσπασματικώς, ενώ όσοι κάνουν κάποια αξιόλογη ή εκτενέστερη αναφορά στην μεγάλη πυρκαγιά και τις διώξεις των χρστιανών, εμφανίζουν ασάφειες και αντικρουόμενες απόψεις που δεν μας επιτρέπουν να οδηγηθούμε σε ασφαλή συμπεράσματα.

ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΠΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ.
            Η αρχαιότερη χριστιανική πηγή για τον διωγμόν επί Νέρωνος είναι η Α' Επιστολή του Κλήμεντος Ρώμης, που χρονολογείται την τελευταία δεκαετία του 1ου μ.Χ. αι. Στην επιστολή του, απευθυνόμενος προς τους χριστιανούς της Κορίνθου, τους προειδοποιεί για τα ολέθρια αποτελέσματα του ζήλου και του φθόνου που οδηγούν σε εγκληματικές πράξεις και φόνους, όπως ο φόνος του Άβελ από τον Κάιν, η πώληση του Ιωσήφ ως δούλου από τους αδελφούς του, η φυγή του Μωυσέως από την Αίγυπτο, το μίσος του Σαούλ κατά του Δαυίδ. Αναφερόμενος ο Κλήμης Ρώμης και σε παραδείγματα ζήλου και φθόνου επί των ημερών του, μνημονεύει ως παράδειγμα τον μαρτυρικό θάνατο των αποστόλων Πέτρου και Παύλου επί Νέρωνος. Γράφει λοιπόν:

            "Αλλ' ίνα των αρχαίων υποδειγμάτων παυσώμεθα, έλθωμεν επί τους έγγιστα γενομένους αθλητάς' λάβωμεν της γενεάς ημών τα γενναία υποδείγματα. Διά ζήλον και φθόνον οι μέγιστοι και δικαιότατοι στύλοι εδιώχθησαν και έως θανάτου ήθλησαν. Λάβωμεν προ οφθαλμών ημών  τους αγαθούς αποστόλους, Πέτρον, ος διά ζήλον άδικον ουχ ένα ουδέ δύο πλείονας υπήνεγκεν πόνους, και ούτω μαρτυρήσας επορεύθη εις τον οφειλόμενον τόπον της δόξης. Διά ζήλον και έριν Παύλος υπομονής βραβείον υπέδειξεν, επτάκις δεσμά φορέσας, φυγαδευθείς, λιθασθείς, κήρυξ γενόμενος εν τε τη ανατολή και εν τη δύσει, το γενναίον της πίστεως αυτού κλέος έλαβεν, δικαιοσύνην διδάξας όλον τον κόσμον και επί το τέρμα της δύσεως ελθών, και μαρτυρήσας επί των ηγουμένων, ούτως απηλλάγη του κόσμου και εις τον άγιον τόπον επορεύθη, υπομονής γενόμενος μέγιστος υπογραμμός. Τούτοις τοις ανδράσιν οσίως πολιτευσαμένοις συνηθροίσθη πολύ πλήθος εκλεκτών, οίτινες πολλαίς αικίαις και βασάνοις, διά ζήλος παθόντες, υπόδειγμα κάλλιστον εγένοντο εν ημίν. Διά ζήλος διωχθείσαι γυναίκες, Δαναϊδες και Δίρκας, αικίσματα δεινά και ανόσια παθούσαι,  επί τον της πίστεως βέβαιον δρόμον κατήντησαν, και έλαβον γέρας γενναίον αι ασθενείς τω σώματι. Ζήλος απηλλοτρίωσαν γαμετάς ανδρών και ηλλοίωσεν το ρηθέν υπό του πατρός ημών Αδάμ, τούτο νυν οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου. Ζήλος και έρις πόλεις μεγάλας κατέστρεψεν και έθνη μεγάλα εξερίζωσεν" (Α' Κλήμεντος V-VI) [7].

            Η μαρτυρία του Κλήμεντος έχει ιδιαιτέρα αξία καθώς γράφει κάπου 30 έτη μετά την εποχή του Νέρωνος, και ως επίσκοπος της Ρώμης, εκφράζει την εκκλησιαστική συνείδηση και παράδοση της τοπικής Εκκλησίας. Είναι επομένως αξιοπρόσεκτο το ότι δεν αναφέρει την πυρκαγιά ούτε την κατηγορία του εμπρησμού που επερρίφθη στους χριστιανούς, αλλά και ούτε θεωρεί τον Νέρωνα υπεύθυνο. Η εξήγηση που δίνει είναι ότι κάποιοι άνθρωποι φθόνησαν τους χριστιανούς, τους κατηγόρησαν και εξήψαν τον ζήλο και τον φθόνο των ρωμαϊκών αρχών ώστε να ξεσπάσει ο διωγμός και να οδηγηθούν πολλοί χριστιανοί στο μαρτυρίο, μεταξύ αυτών και οι πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος.
            Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η ερμηνεία του Κλήμεντος για τον διωγμό των χριστιανών διαφέρει εντελώς από την ερμηνεία των άλλων εξωχριστιανικών πηγών, των Ρωμαίων συγγραφέων και ιστορικών. Επειδή όμως η μαρτυρία του Κλήμεντος πρέρχεται ακριβώς μέσα από την ίδια την χριστιανική κοινότητα της Ρώμης και είναι εγγύς χρονικώς των γεγονότων επί Νέρωνος, έχει ιδιαιτέρα βαρύτητα. Η επόμενη αναφορά στον διωγμόν επί Νέρωνος προέρχεται από τον Μελίτων αΣάρδεων (2ος μ.Χ. αι.), ο οποίος γράφει αρκετές δεκαετίες μετά τον Κλήμεντα Ρώμης. Ο Μελίτων συνέγραψε μία "Απολογία" υπέρ των χριστιανών απευθυνόμενη στον αυτοκράτορα Μάρκον Αυρήλιον περί το 170 μ.Χ., αποσπάσματα της οποίας διέσωσε ο Ευσέβιος στην "Εκλησιαστική Ιστορία" του. Ο Μελίτων Σάρδεων, αναφερόμενος στην "Απολογία" του στον διωγμόν των χριστιανών επί Νέρωνος, γράφει:
            "μόνοι πάντων, αναπεισθέντες υπό τινων βασκάνων ανθρώπων, τον καθ' ημάς εν διαβολή καταστήσαι λόγον ηθέλησαν Νέρων και Δομετιανός. Αφ' ων και το της συκοφαντίας αλόγω συνηθεία περί τους τοιούτους ρυήναι συμβέβηκεν ψεύδος" (Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, Δ' 26.9).
            Ο Μελίτων ακολουθεί τον Κλήμεντα Ρώμης στην ερμηνεία που δίνει για τον διωγμό των χριστιανών. Δεν αναφέρει ούτε την πυρκαγιά ούτε την κατηγορία του εμπρησμού επί των χριστιανών, αλλά αναφέρεται σε κάποιους κακοήθεις συκοφάντες που διέβαλαν την πίστη των χριστιανών με ψευδείς κατηγορίες στον Νέρωνα. Ωστόσο, δεν κατονομάζει ούτε τους συκοφάντες ούτε το περιεχόμενο των ψευδών κατηγοριών κατά των χριστιανών.
            Ένας άλλος χριστιανός συγγραφέας και απολογητής, που έζησε τον 2ο μ.Χ. αι. και τις αρχές του 3ου μ.Χ. αι., ο Τερτυλλιανός (145-220 μ.Χ.), υπήρξε σημαντικός Λατίνος εκκλησιαστικός συγγραφέας από την Βόρειο Αφρική. Στα έργα του, επιχειρεί να υπερασπισθεί την χριστιανική πίστη από τις κακόβουλες συκοφαντίες των εχθρών της, που κατηγορούσαν τους χριστιανούς  για καννιβαλισμό, ανθρωποθυσίες και ανθρωποφαγία, για θυέστεια δείπνα, βρεφοκτονίες, οιδιπόδειες μείξεις, και άλλες γελοίες και ανυπόστατες κατηγορίες βδελυγμάτων. Ο Τερτυλλιανός αναλαμβάνει στον "Απολογητικό" του να ανασκευάσει αυτές τις ψευδείς κατηγορίες κατά των χριστιανών. Μεταξύ αυτών, δεν αναφέρει την κατηγορία του εμπρησμού, η οποία οπωσδήποτε σοβαρή, δεν θα μπορούσε να διαφύγει της προσοχής του. Σαφέστατα, ο Τερτυλλιανός ως λίαν πεπαιδευμένος άνθρωπος, γνώστης της λατινικής γραμματείας και με νομικές γνώσεις, εγνώριζε το έργο του Τακίτου, αλλά ο ίδιος δεν κάνει καμμία αναφορά ούτε στην πυρκαγιά της Ρώμης ούτε στην κατηγορία του εμπρησμού που απεδόθη στους χριστιανούς, διότι προφανώς θεωρεί ότι δεν σχετίζονται με τον διωγμό του Νέρωνος. Εκείνο που επισημαίνει ο Τερτυλλιανός είναι ότι οι χριστιανοί αδίκως κατηγορήθησαν και εδιώχθησαν για εγκλήματα που δεν έπραξαν από ένα σκληρό και τυραννικό αυτοκράτορα όπως ήταν ο Νέρων.

            Παραθέτουμε το σχετικό χωρίο του Τερτυλλιανού: "Consulite commentarios vestros, illic reperietis primum Neronem in hanc sectam cum maximae Romae orientem Caesariano gladio ferocisse. Tali dedicatore damnationis nostrae etiam gloriamur. Qui enim scit illum, intellegere potest non nisi grande aliquod bonum a Nerone damnatum. Temptaverat et Domitianus, portio Neronis de crudelitate; sed qua et homo, facile coeptum repressit, restitutis etiam quos relegaverat. Tales semper nobi insecutores iniusti inpii turpes, quos et ipsi damnare cosuestis, a quibus damnatos restituere estis" (Τερτυλλιανός, "Απολογητικός" V.3-4)= (= συμβουλευθείτε τα ιστορικά σας υπομνήματα-εννοεί τα "Χρονικά" του Τακίτου- εκεί θα βρείτε ότι ο Νέρων ήταν ο πρώτος που έστρεψε το αυτοκρατορικό ξίφος εναντίον αυτής της σέκτας (του χριστιανισμού), η οποία ηύξανε τότε ιδίως στην Ρώμη. Δοξάζουμε το ότι είχαμε ένα τέτοιον άνθρωπο υπεύθυνο για την καταδίκη μας. Διότι όποιος τον γνωρίζει μπορεί να καταλάβει ότι τίποτε δεν κατεδικάζετο από τον Νέρωνα εκτός εάν ήταν εξαιρετικά ανώτερο. Ο Δομιτιανός, επίσης, συμμέτοχος και σύντροφος του Νέρωνος στην αγριότητα, ξεκίνησε διωγμόν, αλλά εφ' όσον μέχρις ενός βαθμού ήταν ανθρώπινος, συντόμως έβαλε τέλος σε αυτό που είχε αρχίσει, αποκαθιστώντας ακόμη και εκείνους που έστειλε στην εξορία. Τέτοιοι άνδρες όπως αυτοί υπήρξαν πάντοτε οι διώκτες μας, άδικοι καταπιεστές, ασεβείς, κακόφημοι, άνδρες τους οποίους εσείς πάντοτε τους καταδικάζατε, και τα θύματα της καταδίκης αυτών θα θέλατε να αποκαταστήσετε στην  προτέρα τους κατάσταση).
            Η λογική του επιχειρήματος του Τερτυλλιανού είναι ότι οι χριστιανοί υπήρξαν θύματα διωγμού από κακούς και ασεβείς αυτοκράτορες, όπως ο Νέρων και ο Δομιτιανός, για τους οποίους και οι ίδιοι οι Ρωμαίοι είχαν σχηματίσει αρνητική εικόνα.
            Ο Ευσέβιος, ο πρώτος χριστιανός συγγραφέας που συνέθεσε Εκκλησιαστική Ιστορία, η οποία
μας διεσώθη, σύγχρονος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο οποίος γράφει όταν πλέον η Εκκλησία μετά τους διωγμούς είχε θριαμβεύσει και αναγνωρισθεί επισήμως από το ρωμαϊκό κράτος, έχει επίσης μία κάπως εκτενή αναφορά στον διωγμόν επί Νέρωνος. Γράφει λοιπόν ο Ευσέβιος: " Κραταιουμένης δ' ήδη τω Νέρωνι της αρχής, εις ανοσίους οκείλας επιτηδεύσεις, κατ' αυτής ωπλίζετο της εις τον όλων Θεόν ευσεβείας. Γράφειν μεν ουν οίος τις ούτος γεγένηται την μοχθηρίαν, ου της παρούσης γένοιτ' αν σχολής' πολλών γε μην τα κατ' αυτόν ακριβεστάταις παραδεδωκότων διηγήσεσιν, πάρεστιν ότω φίλον, εξ αυτών την σκαιότητα της τανδρός εκ τόπου καταθεωρήσαι μανίας, καθ' ην ου μετά λογισμού μυρίων όσων απώλειας διεξελθών, επί τοσαύτην ήλασε μιαιφονίαν, ως μηδέ των οικειοτήτων τε και φιλτάτων επισχείν, μητέρα δε ομοίως και αδελφούς και γυναίκα συν και άλλοις μυρίοις τω γένει προσήκουσιν τρόπον εχθρών και πολεμίων ποικίλαις θανάτων ιδέαις διαχρήσασθαι. Ενέδει δ' άρα τοις πάσι και τουτ' επιγραφήναι αυτώ, ως αν πρώτος αυτοκρατόρων της εις το θείον ευσεβείας πολέμιος αναδειχθείη".
            "Τούτον πάλιν ο Ρωμαίος Τερτυλλιανός ώδε πως λέγων μνημνονεύει, "εντύχετε τοις υπομνήμασιν υμών, εκεί ευρήσετε πρώτον Νέρωνα τούτο το δόγμα, ηνίκα μάλιστα εν Ρώμη, την Ανατολήν πάσαν υποτάξας, ωμός ην εις πάντας, διώξαντα. Τοιούτω της κολάσεως ημών αρχηγώ καυχώμεθα. Ο γαρ ειδώς εκείνον νοήσαι δύναται ως ουκ αν, ει μη μέγα τι αγαθόν ην, υπό Νέρωνος κατακριθήναι".
            "Ταύτη γουν ούτος, θεόμαχος εν τοις μάλιστα πρώτος ανακηρυχθείς, επί τας κατά των αποστόλων επήρθη σφαγάς. Παύλος δη ουν επ' αυτής Ρώμης την κεφαλήν αποτμηθήναι και Πέτρος ωσαύτως ανασκολοπισθήναι κατ' αυτόν ιστορούνται, και πιστούται γε την ιστορίαν η Πέτρου και Παύλου εις δεύρο κρατήσασα επί των αυτόθι κοιμητηρίων πρόσρησις, ουδέν δε ήττον και εκκλησιαστικός ανήρ, Γάϊος όνομα, κατά Ζεφυρίνον Ρωμαίων γεγονώς επίσκοπον' ος δη Πρόκλω της κατά Φρύγας προϊσταμένω γνώμης εγγράφως διαλεχθείς, αυτά δη ταύτα περί των τόπων, ένθα των ειρημένων Αποστόλων τα ιερά σκηνώματα κατατέθειται, φησίν, ''εγώ δε τα τρόπαια των Αποστόλων έχω δείξαι. Εάν γαρ θελήσης απελθείν επί τον Βατικανόν ή επί την οδόν την Ωστίαν, ευρήσεις τα τρόπαια των ταύτην ιδρυσαμένων την Εκκλησίαν" (Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, Β', 25).
            Η μαρτυρία του Ευσεβίου είναι σημαντική, καθώς επιβεβαιώνει την παραδεδομένη εικόνα του Νέρωνος ως ενός βάναυσου και εγκληματικού ανδρός, που ευθύνεται για τον θάνατο πολλών Ρωμαίων αρχής γενομένης από τον οικογενειακόν του κύκλο και τα αγαπημένα του πρόσωπα. Επίσης, ο ευσέβιος πιστοποιεί ότι ο Νέρων υπήρξε ο πρώτος αυτοκράτωρ που ήταν θεομάχος και διώκτης των χριστιανών. Εις επίρρωσι όσων γράφει ο Ευσέβιος, επικαλείται την μαρτυρία του Τερτυλλιανού, όπως έχουμε ήδη αναφέρει ανωτέρω, και ετέρα μαρτυρία του Γαϊου, πρεσβυτέρου της Εκκλησίας της Ρώμης, ο οποίος μνημονεύει του μαρτυρικού θανάτου των Αποστόλων Παύλου διά αποτομής της κεφαλής και Πέτρου διά σταυρώσεως, και μάλιστα αναφέρει και τους τόπους ταφής των Αποστόλων και τα μνημεία τους.
            Ο Ιερώνυμος, τέλος, αναφέρεται στην πυρκαγιά της Ρώμης του 64 μ.Χ. και τον διωγμό των χριστιανών επί Νέρωνος, αλλά διαχωρίζει τα δύο αυτά γεγονότα κατά τέσσερεις χρόνους. Ουσιαστικώς, ο Ιερώνυμος γράφει Χρονικό από εποχής Αβραάμ (Ab Abraham) και χρονολογεί τα γεγονότα κατά Ολυμπιάδες. Σημειώνει ο Ιερώνυμος ότι κατά την 210η Ολυμπιάδα, "Nero ut similitudinem Troiae ardentis inspiceret plurimum partem Romanae urbis incendit" (= ο Νέρων, θέλοντας να έχει μία παρόμοια εμπειρία με την πυρπόληση της Τροίας, έκαψε ένα μεγάλο μέρος της πόλεως της Ρώμης). Κατά την 211η Ολυμπιάδα, γράφει ο Ιερώνυμος, "Primus Nero super omnia scelera sua etiam persecutionem in Christianos facit in qua Petrus et Paulus gloriose Romae obcubuerunt" (=ο Νέρων, πάνω από όλα του τα εγκλήματα, πρώτος εκήρυξε διωγμό κατά των Χριστιανών, κατά τον οποίον ο Πέτρος και ο Παύλος ενδόξως ηύραν τον θάνατόν τους στην Ρώμη).
 Ουσιαστικώς, ο Ιερώνυμος επιγραμματικώς επαναλαμβάνει όσα ήδη γνωρίζαμε από προγενεστέρους συγγραφείς, ότι ο Νέρων ευθύνεται για την πυρκαγιά της Ρώμης και για τον πρώτο διωγμό των χριστιανών, χωρίς όμως να συσχετίζει τα δύο γεγονότα.

Η ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ. ΜΙΑ ΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΩΓΜΟ ΤΟΥ ΝΕΡΩΝΟΣ;

            Ο διωγμός των χριστιανών επί Νέρωνος μπορεί να υπαγορεύθηκε από λόγους προσωπικής και πολιτικής σκοπιμότητος του αυτοκράτορος (ο Νέρων, θέλων να εξευμενίσει την ρωμαϊκή κοινή γνώμη και να στρέψει το ενδιαφέρον της από τις αυτοκρατορικές πράξεις σε κάτι άλλο), επέλεξε τους χριστιανούς ως τον εύκολο στόχο. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο διωγμός έγινε ευμενώς δεκτός από την ρωμαϊκή κοινή γνώμη υποδηλώνει ότι υπάρχουσες θρησκευτικές προκαταλήψεις κατά των χριστιανών διευκόλυναν την επίρριψη ευθυνών και κατηγοριών εναντίον τους. Για να κατανοήσουμε αυτό το κοινωνικό υπόβαθρο των ρωμαϊκών προκαταλήψεων έναντι των ξένων θρησκειών και εν προκειμένω του χριστιανισμού, οφείλουμε να εξετάσουμε τις βάσεις της ρωμαϊκής θρησκευτικότητος.
            Η ρωμαϊκή θρησκεία (religio) ουσιαστικώς αποτελούσε ένα σύστημα λατρευτικών εκδηλώσεων, μία επίσημη κρατική θρησκεία. Οι ιερείς της ήσαν κρατικοί αξιωματούχοι. Βεβαίως υπήρχε και η οικογενειακή λατρεία στα πλαίσια της  familia, όπου ο αρχηγός του οίκου τελούσε τις οικογενειακές λατρευτικές εκδηλώσεις. Εκείνο που ήταν σημαντικό στην λατρεία ήταν ότι έπρεπε να ακολουθούνται με θρησκευτική τυπικότητα όλες οι λατρευτικές τελετές, όπως αυτές είχαν καθιερωθεί από τους προγόνους. Γράφει ο K. Latte, ιστορικός της ρωμαϊκής θρησκείας ότι " για τους Ρωμαίους, η θρησκεία είναι μέρος της κοινωνικής τους συμπεριφοράς... υπάρχει μία ορισμένη τεχνική θρησκευτικής συμπεριφοράς, σχηματισμένη μέσα από την πείρα πολλών γενεών, και οποιαδήποτε αυθόρμητη απόκλιση είναι αδιανόητη" [8].
            Οι Ρωμαίοι ήσαν υπερήφανοι για την λατρεία τους και αυστηροί τηρητές της "λατρείας των θεών", στην εύνοια των οποίων απέδιδαν την δόξα και ισχύ του ρωμαϊκού κράτους (Κικέρων, De natura deorum II.8). Καθώς η Ρωμαϊκή ισχύς εξαπλούτο προς ανατολάς και ηύξανε η ελληνική επιρροή στην Ρώμη, στην ρωμαϊκή λατρεία εισήχθησαν νέες θεότητες. Ακόμη και η οργιαστική λατρεία της Κυβέλης, με τους γάλλους, τους ευνούχους ιερείς της, ανεγνωρίσθη επισήμως από την ρωμαϊκή Σύγκλητο ως Magna Mater   το 204 π.Χ. και μάλιστα με κρατικά έξοδα οικοδομήθηκε ναός της στον Παλατίνο λόφο (Λίβιος, Ρωμαϊκή Ιστορία, ΧΧΧΙΧ 10-14).
            Γενικώς, οι Ρωμαίοι διατηρούσαν με αυστηρότητα τα ήθη και τις λατρευτικές τους συνήθειες, ωστόσο ήσαν διατιθεμένοι να αναγνωρίσουν και να σεβαστούν τις   άλλες λατρείες των κατακτημένων λαών με την προϋπόθεση ότι δεν θα διεταράσσετο η ειρήνη στην αυτοκρατορία. Προϊόντος μάλιστα του χρόνου επήλθε τέτοια ταύτιση διαφορετικών θεοτήτων του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Η εποχή ευνοούσε τον θρησκευτικό συγκρητισμό. Ωστόσο, η άρχουσα τάξη αντιλαμβανόταν την ρωμαϊκή θρησκεία περισσότερον ως μία κρατική υπόθεση δημοσίου ιερού χαρακτήρος (ius divinum), η οποία βασιζόταν στην αυθεντία της πατρογονικής παραδόσεως ( auctoritas maiorum, βλ. Κικέρων, De natura deorum III.5-9). Επομένως, η διατήρηση της θρησκευτικής τάξεως μέσω της λατρείας εξασφάλιζε την θρησκευτική αρμονία (pax deorum) και την ευημερία της Ρώμης. Οτιδήποτε απειλούσε αυτήν την αρμονία, ήταν επιζήμιο για τα συμφέροντα του ρωμαϊκού κράτους και έπρεπε να καταπολεμηθεί.

            Έτσι λοιπόν, μία εξήγηση για τον διωγμό των χριστιανών επί Νέρωνος θα μπορούσε να στηριχθεί στην επίσημη θρησκευτική πολιτική της Ρώμης. Η θρησκεία αποτελούσε ζωτικό συστατικό της ζωής των Ρωμαίων και ισχυρά συνεκτική δύναμη πολιτική και κοινωνική. Ό,τι απειλούσε να διασαλεύσει την θρησκευτική τάξη και την σχέση των Ρωμαίων με τους θεούς τους, την περίφημη pax deorum , εθεωρείτο εχθρικό προς το ρωμαϊκό κράτος.
            Το επιχείρημά μας ενισχύεται από την μαρτυρία του Λακτάντιου, που σημειώνει ότι ο διωγμός του Νέρωνος ήταν το αποτέλεσμα του επιτυχούς κηρύγματος του Πέτρου στην Ρώμη, που κήρυττε κατά της ρωμαϊκής ειδωλολατρείας και πολλούς προσηλύτους έφερε στην Εκκλησία (Λακτάντιος, De mortibus persecutorum, II). Η επιτυχία του χριστιανικού κηρύγματος θα μπορούσε να προκαλέσει την αντίδραση της Ρώμης και να προσφέρει στον Νέρωνα ένα θρησκευτικό υπόβαθρο για τον διωγμό των χριστιανών.

            Το πόσο πολύ προσηλωμένοι ήσαν οι Ρωμαίοι στην παραδοσιακή τους λατρεία και διστακτικοί έως εχθρικοί στο να υιοθετήσουν νέους θεούς και λατρείες, το φανερώνει το ακόλουθο χωρίο του Κικέρωνος: "Separatim nemo habessit deos neve novos neve advenas nisi publice adscritos; privatim colunto, quos rito a patribus cultos acceperint. Suosque deos aut novos aut alienigenas coli confusionem habet religionum et ignotas caerimonias nos sacerdotibus. Nam a patribus acceptos deos ita placet coli, si huic legi paruerint" (Κικέρων   , De legibus II.8.19)= (= κανείς να μην έχει ιδιωτικούς θεούς, ούτε νέους ούτε ξένους, εκτός αν έχουν δημοσίως αναγνωρισθεί η λατρεία τους' ας τελούν κατ' ιδίαν τις λατρείες του θεού που έχουν παραλάβει από τους προγόνους ως κατάλληλα αντικείμενα λατρείας. Το να  λατρεύει κανείς τους δικούς του θεούς, είτε νέους είτε ξένους, φέρνει σε σύγχυση τις θρησκείες και τις τελετές που είναι άγνωστες στους ιερείς μας. Διότι, εάν οι πατέρες μας υπήκουσαν σε αυτόν τον νόμον, επομένως είναι δεδομένο ότι οι θεοί που τους απεδέχθησαν οι πατέρες μας πρέπε να λατρεύονται).

            Κατ' αντίστοιχο τρόπο γράφει και ο   Δίων Κάσσιος, που υποστηρίζει ότι πρέπει τα πάτρια έθιμα να γίνονται σεβαστά, και όποιος καταφρονήσει τους πατρώους θεούς και προτιμήσει ξένους ή νέους θεούς, να τιμωρείται αυστηρώς ως άθεος και ενάντιος στα συμφέροντα του κράτους. Γράφει ο Δίων Κάσσιος: " ταύτα τε ούτω πράττε, και προσέτι το μεν θείον πάντα πάντως αυτός τε σέβου κατά τα πάτρια και τους άλλους τιμάν ανάγκαζε, τους δε δη ξενίζοντάς τι περί αυτό και μίσει και κόλαζε, μη μόνον των θεών ένεκα, ων ο καταφρονήσας ουδ' άλλου άν τινος προτιμήσειεν, αλλ' ότι και καινά τινα δαιμόνια οι τοιούτοι αντεσφέροντες πολλούς αναπείθουσιν αλλοτριονομείν, κακ τούτου και συνωμοσίαι και συστάσεις εταιρείαι τε γίγνονται, όπερ ήκιστα μοναρχία συμφέρει. Μητ' ουν αθέω τινί μήτε γόητι συγχωρήσης είναι" (Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκή Ιστορία, LII.36.2).
            Οι απόψεις του Κικέρωνος και του Δίωνος Κασσίου εκφράζουν αυτήν ακριβώς την επιφυλακτικότητα και καχυποψία της ρωμαϊκής άρχουσας τάξεως και της πλειοψηφίας των Ρωμαίων πολιτών έναντι των ξένων θρησκειών και όσων τις διέδιδαν ως εν δυνάμει συνωμότες και εχθρούς του κράτους. Ό,τι απειλούσε την παραδοσιακή θρησκεία, δεν ήταν ανεκτό. Και αυτό φάνηκε ξεκάθαρα με τους χριστιανούς [9].

            Έχουμε δύο ιστορικά προηγούμενα του τρόπου που η Ρωμαϊκή Πολιτεία αντιμετώπισε τις ξένες θρησκείες όταν αισθάνθηκε απειλούμεν από αυτές. Στην πρώτη των περιπτώσεων, έχουμε τους λατρευτές των Βακχαναλίων, οι οποίοι τελούσαν τις βακχικές τελετές που εθεωρήθησαν οργιαστικές και ανήθικες. Η λατρεία αυτή εισήλθε στην Ρώμη το έτος 186 π.Χ. Ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος περιγράφει τις βακχικές τελετές ως εξής: "από την στιγμή που οι τελετές αυτές
                                                                                        
ετελούντο από κοινού, με την μείξη των ανδρών με τις γυναίκες, και την προσθήκη της ελευθερίας που προσφέρει το σκότος της νύκτας, καμμία μορφή εγκλήματος, κανένα είδος βδελυράς συμπεριφοράς δεν έμεινε χωρίς να τις δοκιμάσουν. Υπήρχαν περισσότερες λάγνες πράξεις μεταξύ των ανδρών παρά μεταξύ των γυναικών. Εάν κάποιοι δεν ήσαν διατιθεμένοι να υπομείνουν την κακοποίηση ή απρόθυμοι να διαπράξουν έγκλημα, αυτοί εθυσιάζοντο ως θύματα. Το να μην θεωρείται τίποτε κακό ήταν το ύψιστο της θρησκείας γι' αυτούς" (Λίβιος, Ρωμαϊκή Ιστορία, ΧΧΧΙΧ.8).

            Το επίσημο ρωμαϊκό κράτος διηξήγε έρευνες γαι το περιεχόμενο της συγκεκριμένης λατρείας και έλαβε πολύ αυστηρά μέτρα. Έγινε δίκη και με επίσημη απόφαση της Ρωμαϊκής Συγκλήτου απηγορεύθησαν οι βακχικές τελετές στην Ρώμη, από τους επτά χιλιάδες περίπου οπαδούς της η πλειοψηφία εξετελέσθη, ενώ κάποιοι λίγοι φυλακίσθησαν (Λίβιος, Ρωμαϊκή Ιστορία, ΧΧΧΙΧ.18). Βλέπουμε λοιπόν με πόσον άμεσον και αποφασιστικόν τρόπον εκινήθη το ρωμαϊκό κράτος για να καταστείλει μία ξένη θρησκεία που εθεωρήθη επικίνδυνη για το κράτος και τους πολίτες.
            Μία ανάλογη περίπτωση διωγμού ξένης θρησκευτικής λατρείας σχετίζεται με την λατρεία της Ίσιδος στην Ρώμη, η οποία άρχισε να διαδίδεται κατά τον 1ο αι. π.Χ. και να αποκτά οπαδούς. Το ρωμαϊκό κράτος εκινήθη προς την  κατεύθυνση περιορισμού της λατρείας της Ίσιδος. Το 58 π.Χ. οι ιερείς της εξεδιώχθησαν από την Ρώμη, και λίγους χρόνους αργότερα οι ιδιωτικοί βωμοί και οι ναοί της Ίσιδος και του Σεράπιδος με εντολή της Συγκλήτου κατεστράφησαν. Ωστόσο, η λατρεία της Ίσιδος κατώρθωσε να επιβιώσει , για να δεχθεί νέο ισχυρό πλήγμα επί αυτοκράτορος Τιβερίου, όπου και πάλι οι ναοί της κατεστράφησαν, οι ιερείς της Ίσιδος υπέστησαν σταυρικό θάνατο και οι οπαδοί της εξωρίσθησαν από την Ρώμη (Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκή Ιστορία, XL.47,  Τάκιτος, Annales II.85) [10].
            Με βάση αυτά τα δύο ανάλογα ιστορικά προηγούμενα μπορούμε να εξηγήσουμε και να κατανοήσουμε τα πολιτικά και θρησκευτικά κίνητρα του διωγμού των χριστιανών επί Νέρωνος. Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναφερθούμε στην ιδιαιτέρα θέση της Ιουδαϊκής θρησκείας. Όσο και αν ο ιουδαϊκός μονοθεϊσμός ήταν ακατανόητος στους Ρωμαίους και εν γένει στον αρχαίο κόσμο που ήταν συνηθισμένος στην λατρεία πολλών θεών, ακόμη και αν η αποκλειστικότητα που απαιτούσε στην λατρεία ο Θεός των Ιουδαίων φαινόταν περισσότερο παράδοξη στους Ρωμαίους, ωστόσο η ιουδαϊκή θρησκεία εθεωρείτο σεβαστή και ανεκτή από τις ρωμαϊκές αρχές λόγω ακριβώς της αρχαιότητός της. Όσο και αν οι Ιουδαίοι και τα θρησκευτικά τους έθιμα ήσαν αντιπαθή στους Ρωμαίους, επειδή ακριβώς ακολουθούσαν τις πανάρχαιες πατρογονικές τους παραδόσεις, εγένοντο ανεκτά: "antiquitate defenduntur" = ως έχουν τα διαπιστευτήρια της αρχαιότητος, ( Τάκιτος,  Annales V.5). Οφείλουμε όμως να επισημάνουμε ότι και οι Ιουδαίοι υπήρξαν στόχος θρησκευτικών διώξεων.  Επειδή εθεωρήθη ότι η θρησκεία τους μόλυνε τον ρωμαϊκό τρόπο ζωής, κατά διαστημάτα διετάσσετο η απέλαση τους από την Ρώμη, όπως συνέβη το 139 π.Χ., το 19 π.Χ. επί Τιβερίου (Τάκιτος, Annales ΙΙ.85) και επί Κλαυδίου διότι εθεωρήθησαν υπαίτιοι φασαριών και αναταραχών εξ αιτίας κάποιου Chrestus (Χριστού), όπως γράφει ο Σουητώνιος (Βίος Κλαυδίου XXV).

            Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι οι χριστιανοί δεν ήσαν τα πρώτα θύματα θρησκευτικού διωγμού, ιδίως αν αναλογισθούμε ότι τους πρώτους χρόνους εμφανίσεως του χριστιανισμού οι ρωμαϊκές αρχές δεν έκαναν σαφή διάκριση μεταξύ Ιουδαίων και χριστιανών. Υπήρχε ωστόσο μία σημαντική διαφορά. Οι Ιουδαίοι ακολουθούσαν την προγονική τους πίστη, ενώ οι χριστιανοί πίστευαν σε μία "νέα δεισιδαιμονία" (nova superstitio), κάτι που στα μάτια των Ρωμαίων τους καθιστούσε ακόμη πιο απεχθείς και υπόπτους, όπως είχε συμβεί και στο παρελθόν με τις ξένες λατρείες του Βάκχου και της Ίσιδος. Ως προς τούτο, ο διωγμός των χριστιανών επί Νέρωνος δεν διέφερε από τις προηγούμενες θρησκευτικές διώξεις. Το ιδιαίτερο θρησκευτικό αίτιο για τον διωγμό των χριστιανών επί Νέρωνος καταγράφεται από τον Τάκιτο και τον Σουητώνιο. Οι χριστιανοί, όπως έχουμε ήδη πει, περιγράφονται από τον Τάκιτο ως "μισητοί για τα βδελύγματά τους" (per flagitia invisos) , για την "απεχθή δεισιδαιμονία" τους (exitiabilis superstitio) και ένοχοι "μίσους προς το ανθρώπινο γένος" (odio humani generis)- ( Τάκιτος, Annales XV.44), κατηγορίες   για τις οποίες άξιζαν να τιμωρηθούν αυστηρώς. Ο δε Σουητώνιος περιγράφει τους χριστιανούς ως "γένος ανθρώπων που πίστευαν σε μία νέα και βλαβερή δεισιδαιμονία" ( genus hominum superstitionis novae ac maleficiae, Σουητώνιος, Νέρων  XVI,2).
            Βλέπουμε λοιπόν ότι η προκατάληψη των Ρωμαίων έναντι των χριστιανών ως υπευθύνων βδελυρών πράξεων, διευκόλυνε τον Νέρωνα να επιρρίψει τις ευθύνες στους χριστιανούς, και η ρωμαϊκή κοινή γνώμη ήταν έτοιμη να αποδεχθεί προθύμως την ενοχή των χριστιανών.
            Η νοηματοδότηση της θρησκευτικής "δεισιδαιμονίας" (superstitio) για τους Ρωμαίους είχε αρνητικό χαρακτήρα. Η συγκεκριμένη λέξη εχρησιμοποιείτο για να περιγράψει δοξασίες και λατρευτικές πρακτικές ξένες ως προς τα ήθη και την θρησκεία την ρωμαϊκή. Οι ξένες θρησκείες, όπως αυτές των Κελτών, των Ιουδαίων, των Αιγυπτίων, στα μάτια των Ρωμαίων εθεωρούντο ως "δεισιδαιμονίες". Αλλά και ο όρος "διεσιδαιμονία" είχε επι πλέον μία άλλη έννοια, αυτή της βεβηλότητος [11], εθεωρείτο δε ως χαρακτηριστικό ανθρώπων φανατικών που διεκρίνοντο από άγνοια και ασέβεια προς τους θεούς. Ειδική πραγματεία "Περί δεισιδαιμονίας" συνέγραψε ο Πλούταρχος που έζησε τον 1ο μ.Χ. αι. και αρχές του 2ου μ.Χ. αι., όπου περιγράφει τον δεισιδαίμονα άνθρωπο με τους όρους που αναφέραμε ανωτέρω. Επί πλέον, θεωρεί ότι η δεισιδαιμονία είναι επιβλαβής διότι διαστρέφει την αληθινή θρησκεία και οδηγεί τους ανθρώπους να αμφισβητούν τους θεούς. Έτσι, αντικαθιστούν την αληθινή ευσέβεια προς τους θεούς με μία ψευδή θρησκευτικότητα που τους αποξενώνει από τον κόσμο(Πλούταρχος, Περί δεισιδαιμονίας, 165-171).
            Το ζήτημα της "δεισιδαιμονίας" για τους Ρωμαίους ήταν πολύ σοβαρό και έπρεπε να αντιμετωπισθεί ως μία σοβαρά απειλή απειλή για την κοινωνία. Η δεισιδαιμονία απειλούσε να διασαλεύσει την θεϊκή αρμονία (pax deorum) και να υπονομεύσει την κοινωνική και πολιτική ευημερία. Όσοι ακολουθούσαν νέες δεισιδαιμονίες και δεν απέδιδαν τις οφειλόμενες τιμές στους θεούς, προκαλούσαν την θεϊκή οργή και εθεωρούντο υπαίτιοι και πρόξενοι μεγάλων κακών [12].
            Έτσι λοιπόν, η ρωμαϊκή κοινή γνώμη για ό,τι κακό συνέβαινε θεωρούσε υπαιτίους τους χριστιανούς. Γράφει σχετικώς ο Τερτυλλιανός:" Si Tiberis ascendit in moenia, si Nilus non ascendit in rura, si caelum stetit, si terra movit, si fames, si lues, statim, Christianos ad leonem" (Τερτυλιαννός, "Απολογητικός", XL.2) = (= αν ο Τίβερης υπερχειλίσει ή αν η στάθμη του Νείλου δεν ανέβει, αν υπάρχει ξηρασία ή σεισμός, λιμός ή λοιμός, αμέσως υψώνεται η κραυγή: 'οι χριστιανοί στα λιοντάρια).
            Αλλά και ο Νέρων, σύμφωνα με την μαρτυρία του Σουητωνίου, συμμεριζόταν την ρωμαϊκή απέχθεια έναντι των ξένων θρησκειών, εξαιρέσει της λατρείας της Μεγάλης Μητέρας, της θεάς Κυβέλης (Σουητώνιος, Νέρων LVI).

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ ΣΤΟΝ ΔΙΩΓΜΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ.
           
  Μία άλλη ερμηνεία για τον διωγμό των χριστιανών επί Νέρωνος, η οποία ωστόσο δεν έχει τύχει της δεούσης προσοχής  από τους ερευνητές, είναι η πιθανή εμπλοκή των Εβραίων στην όλη υπόθεση. Αφορμή για μία τέτοια ερμηνεία μας δίνει η μαρτυρία του Μελίτωνος Σάρδεων, ο οποίος στην "Απολογία" του προς τον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο αποδίδει τον διωγμό επί Νέρωνος σε ανθρώπους βάσκανους και συκοφάντες, που διέβαλαν τους χριστιανούς στα μάτια του αυτοκράτορος, ώστε να στρέψουν το μένος του εναντίον της χριστιανικής κοινότητος της Ρώμης.
            Γράφει λοιπόν ο Μελίτων Σάρδεων: "μόνοι πάντων αναπεισθέντες υπό τινων βασκάνων ανθρώπων, τον καθ'  ημάς εν διαβολή καατστήσαι λόγον ηθέλησαν Νέρων και Δομετιανός, αφ' ων και το της συκοφαντίας αλόγω συνηθεία περί τους τοιούτους ρυήναι συμβέβηκεν ψεύδος" (αναφέρεται από τον Ευσέβιο, Εκκλησιαστική Ιστορία, Δ' 26.9).
            Δεν αποκλείεται οι Εβραίοι της Ρώμης να εκμεταλλεύθηκαν την κακή συγκυρία μετά την μεγάλη πυρκαγιά του 64 μ.Χ. με την γενική απαίτηση των Ρωμαίων να αποδοθούν ευθύνες, και με την ρωμαϊκή προκατάληψη και απέχθεια προς τους χριστιανούς, ώστε να καταστήσουν τους τελευταίους τον εύκολο στόχο [13].
            Ποιοι μπορεί να ήσαν αυτοί οι βάσκανοι και κακοήθεις άνθρωποι στο περιβάλλον του Νέρωνος, που τον επηρέασαν ώστε να ρίψει την ευθύνη στους χριστιανούς και να διατάξει τον διωγμό τους; Αποδεδειγμένως, υπήρχαν κοντά στον Νέρωνα άνθρωποι που είτε ήσαν εβραϊκής καταγωγής είτε ευνοϊκώς διακείμενοι προς τους Ιουδαίους. Και πρώτη από όλους η σύζυγος του Νέρωνος, η Ποππαία, που εξασκούσε μεγάλη επιρροή και γοητεία επί του αυτοκράτορος. Η εικόνα που έχουμε για την Ποππαία από τους Ρωμαίους ιστορικούς είναι αυτή μιας φιλόδοξης και αδίστακτης γυναίκας. Όμως, ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος μας δίνει μία διαφορετική εικόνα, αυτήν μιας βαθέως θρησκευόμενης γυναίκας που εσέβετο τον Θεόν, φράση που σημαίνει ότι πιθανώς ήταν προσήλυτη στον Ιουδαϊσμό (Ιώσηπος, "Ιουδαϊκή Αρχαιολογία", ΧΧ.8.3).

            Ο Ιώσηπος, στην αρχή της βιογραφίας του, αναφέρεται στην γνωριμία του με την Ποππαία. Ο Ιώσηπος ευρέθη στην Ρώμη για μία ειδική αποστολή. Όταν διοικητής στην Ιουδαία ήταν ο Φήλιξ, κάποιοι Ιουδαίοι ιερείς είχαν συλληφθεί και εστάλησαν στην Ρώμη. Ο Ιώσηπος τους συνόδευσε στην Ρώμη με σκοπόν να τους υπερασπισθεί, αλλά κατά την διάρκεια του θαλασσίου ταξιδίου, το πλοίο ναυάγησε, όμως ο Ιώσηπος διεσώθη και κατόρθωσε να φθάσει στην Ρώμη.
            Τον διοικητή Φήλικα αναφέρει και ο Απόστολος Παύλος, όταν ωδηγήθηκε δέσμιος ενώπιόν του, του εδόθη η δυνατότητα να απολογηθεί περί της πίστεώς του στον Χριστό. Ο Φήλιξ τον εκράτησε δέσμιον επί δύο έτη (Πράξεις, κεφ. 24), ώσπου για την σκληρότητά του και την κακοδιοίκηση ο Φήλιξ ανεκλήθη στην Ρώμη και αντικαταστάθηκε από τον Φήστο Πόρκιο (60 μ.Χ.). Ο Παύλος, επικαλούμενος το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτου να απολογηθεί ενώπιον του Καίσαρος, εστάλη στην Ρώμη, όπου περίμενε να παρουσιασθεί η υπόθεσή του στον Νέρωνα (Πράξεις 25:4-12).
            Επανερχόμενοι στον Ιώσηπο, αυτός κατόρθωσε να πλησιάσει την Ποππαία μέσω ενός Ιουδαίου μίμου που υπηρετούσε στο παλάτι του Νέρωνος, ονόματι Αλιτύρω, να γνωστοποιήσει την υπόθεσή του, και τελικώς να επιτύχει την απελευθέρωση των Ιουδαίων ιερέων και την επιστροφή τους στην Ιερουσαλήμ. Γράφει λοιπόν ο Ιώσηπος στην αυτοβιογραφία του ότι "διά φιλίας αφικόμην Αλιτύρω, μιμολόγος δ' ην ούτος μάλιστα τω Νέρωνι καταθύμιος Ιουδαίος το γένος, και δι' αυτού Ποππαία του Καίσαρος γυναικί γνωσθείς προνοώ ως τάχιστα, παρακαλέσας αυτήν τους ιερείς λυθήναι. Μεγάλων δε δωρεών προς τη ευεργεσία ταύτη τυχών παρά της Ποππαίας υπέστρεφον επί την οικείαν".
            Είναι γνωστό το μένος των Ιουδαίων κατά των χριστιανών, τους οποίους θεωρούσαν ως αποστάτες της πίστεως και προδότες των ιερών και οσίων παραδόσεων  του ιουδαϊκού λαού. Έχουμε πολλές αναφορές στην Καινή Διαθήκη, ιδίως στις Πράξεις, όπου οι Ιουδαίοι κυνηγούσαν απηνώς τους χριστιανούς και συχνά τους κατήγγειλαν στις ρωμαϊκές αρχές ως ταραχοποιούς, με αποτέλεσμα, ιδίως ο Παύλος και οι συνεργάτες του, να συλλαμβάνονται και να κακοποιούνται (Πράξεις 9:25, Β' Κορ. 11:32, Πράξεις 14:2-4,  Πράξεις 16:19-24, Πράξεις 17:5-8, Πράξεις 18:12-17).
            Εάν συνδυάσουμε τα ανωτέρω στοιχεία, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο οι Ιουδαίοι της Ρώμης, με την επιρροή και τις υψηλές τους                                                            γνωριμίες, να επηρέασαν δυσμενώς τον Νέρωνα κατά των χριστιανών έως του σημείου να προκαλέσουν τον διωγμό επί Νέρωνος. Δεν είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε μετά απολύτου βεβαιότητος αυτήν την εκδοχή, ωστόσο ως μία ιστορική υπόθεση εργασίας εμφανίζεται ως έχουσα κάποια στοιχεία να την στηρίζουν. Επομένως, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε αυτήν την εξήγηση για τον διωγμό των χριστιανών επί Νέρωνος, εφ' όσον έχουμε και τις γραπτές μαρτυρίες χριστιανών συγγραφέων, ιδίως του Μελίτωνος Σάρδεων, που υπαινίσσονται κάτι τέτοιο, χωρίς όμως να το διατυπώνουν σαφώς και ευκρινώς.Πάντως, αποτελεί μία πρόταση ιστορικής ερμηνείας που δεν πρέπει να παραθεωρήσουμε.

ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΤΟΥ ΔΙΩΓΜΟΥ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ.

            Είναι κάπως δύσκολο να προσδορίσουμε το μέγεθος του διωγμού και τον αριθμό των χριστιανών που μαρτύρησαν. Οι πηγές δεν μας βοηθούν ως προς αυτό. Μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητος πως για την μικρή αριθμητικώς χριστιανική κοινότητα της Ρώμης, το πλήγμα ήταν ισχυρό και η σκληρότητα των μεθόδων βασανισμού και θανατώσεως άφησε έντονα τα σημάδια της στην συνείδηση της Εκκλησίας. Επίσης, ο διωγμός φαίνεται να περιορίσθηκε στην Ρώμη και να μην επεκτάθηκε σε άλλες επαρχίες της αυτοκρατορίας. Ως προς το πλήθος των χριστιανών που συνελήφθησαν και θανατώθησαν, ο Τάκιτος αναφέρεται αορίστως σε ένα μεγάλο πλήθος (multitudo ingens). Από χριστιανικής απόψεως, ο Κλήμης Ρώμης στην Επιστολή του προς την Εκκλησία των Κορινθίων, και αναφερόμενος στα θύματα του διωγμού επί Νέωρνος, ομιλεί για "πολύ πλήθος" (Α' Κλήμεντος 1.6).
            Η μοναδική αριθμητική ένδειξη ως προς τα θύματα του διωγμού προέρχεται από μία πολύ μεταγενέστερη πηγή, του 7ου μ.Χ. αι., το Martyrologium Hieronymianum, που αναφέρει ότι η Εκκλησία της Ρώμης τιμούσε την μνήμη των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου μαζί με άλλους 977 μάρτυρες στις 29 Ιουνίου. Ωστόσο, η αναφορά αυτή απέχει πολύ χρονολογικώς από τα γεγονότα του 1ου μ.Χ. αι. και έχει αμφισβητηθεί η αξιοπιστία της από τους ερευνητές, ωστόσο παραμένει η μόνη αναφορά που διαθέτουμε ως μία προσεγγιστική τάξη μεγέθους του αριθμού των μαρτυρησάντων επί Νέρωνος [14].
            Οπωσδήποτε, ο αντίκτυπος για την μικρή και εν τη γενέσει της χριστιανική κοινότητα της Ρώμης θα ήταν πολύ μεγάλος και θα άφηνε έντονα τα σημάδια, ιδίως επειδή οι εκκλησιαστικοί της ηγέτες, οι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος, μαρτύρησαν. Άλλωστε, αυτά είναι τα δύο μόνα γνωστά ονόματα εξ όσων μαρτύρησαν επί Νέρωνος. Ο μαρτυρικός τους θάνατος είναι πλήρως τεκμηριωμένος και αναφέρεται από διαφόρους εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Ο Πέτρος σταυρώθηκε ανάποδα με την κεφαλή προς τα κάτω, ενώ ο Παύλος αποτμηθείς την κεφαλήν (Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, Β' 25.4-7, Ορόσιος, Ιστορία, VII.7,  Ιερώνυμος, De viris illustribus, 1).

            Ο διωγμός διήρκεσε μόνον για ένα πολύ σύντομο διάστημα, περιορίσθηκε στην Ρώμη, και δεν επεκτάθηκε χρονικώς ούτε γεωγραφικώς. Ωστόσο, οι εντυπώσει που άφησε ήσαν έντονες και βαθειές. Ο Νέρων χαρακτηρίσθηκε ως ο πρώτης διώκτης αυτοκράτωρ σε μία σειρά Ρωμαίων αυτοκρατόρων, που εξαπέλυσαν απηνείς διωγμούς κατά των χριστιανών και κατέταξαν στις τάξεις των αγίων μαρτύρων εκατομμύρια χριστιανούς στην διάρκεια των τεσσάρων πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων. Τελικώς, η χριστιανική πίστη άντεξε και η Εκκλησία εξήλθε των διωγμών θριαμβεύουσα και ένδοξη, έως του σημείυ να αναγνωρισθεί ως κυρίαρχη θρησκεία της αυτοκρατορίας από τον Μέγα Κωνσταντίνο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Μαλιγκούδης Φαίδων, "Θεωρίες συνωμοσίας στη Ρώμη του 64 μ.Χ." Ελευθεροτυπία, 31 Αυγούστου 2007).
[2] Canfield, Leon, The Early Persecutions and the Christians, New York 1968, σελ. 44.
[3] De St Croix, G.E.M., "Why Were the Early Christians Persecuted?", in M.I. Finley (ed.), Studies in Ancient Society, London, Routledge, 1974,  σελ. 213.  Holland, Richard, Nero: The Man behind the Myth, Sparkford, 2001, σσ. 165-180. Hulsen, C., "The burning of Rome Under Nero", AJA 13 (1909),  σσ. 45-48.
[4] Clayton, F.W., "Tacitus and Nero's Persecution of the Christians", CQ 41 (1947), 82. Momigliano, A., Cambridge Ancient History (CAH), vol. X, 887.
[5] Blumell, Lincoln H., The Early Roman Emperors And The Christians: An Examination of the Early Emperors' Ascribed Position as "Persecutors" of the Christians, Calgary, 2003, σελ. 27.
[6] Keresztes, Paul, Imperial Rome and the Christians: From Herod the Great to about 200 A.D., Lanham, MD, University Press of America, 1989, σελ. 73.
[7]βλ. και Κωνσταντίνου Γ. Μπόνη, Κλήμεντος Ρώμης Επιστολή Α' προς Κορινθίους- εισαγωγή, κείμενον, σχόλια, Αθήναι, 1973, σσ. 90-92.
[8] Latte, K., Romische Religion Geschichte, Μόναχο 1960, σελ. 61. Το αναφέρει ο G.E.M. de Ste Croix,  , Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη. Διωγμοί, αιρέσεις και ήθη, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2005, σελ. 8.
[9] Blumell, L.H., ό.π., σελ. 31.
[10] Blumell, L.H., ό.π., σσ. 32-33.
[11] Wilken, R.L., The Christians as the Romans Saw Them, New Haven, Yale University Press, 1984, σσ. 50-54.
[12] Blumell, ό.π., σελ. 36.
[13] Βάση σε αυτό το ενδεχόμενο δίνει ο  L. Canfield, The Early Persecutions of the Christians, 1968, σελ. 52. Πρβλ.επίσης   Blumell, ό.π., σσ.28-29, υποσημείωση 100.
[14] Keresztes, P. Rome and the Christian Church, σελ. 255. Πρβλ.  Blumell, ό.π., σελ. 46.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Beaujeu, Jean, "L' incendie de Rome en 64 et les Chretiens", Latomus 19 (1960), 291-311.
Canfield, Leon, The Early Persecutions of the Christians, New York, 1968.
Champlin, Edward, Nero, Harvard University Press 2005.
Clayton, F.W., "Tacitus and Nero's Persecution of the Christians", Classical Quarterly 41 (1947),  81-85.
Croix, G.E.M.  De Ste, "Why Were the Early Christians Persecuted?",  in M.I.Finley (ed.), Studies in Ancient Society, London 1974, 210-249.
Croix, G.E.M. De Ste, Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη, Διωγμοί, αιρέσεις και ήθη, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2005.
Holland, Richard, Nero: The Man Behind the Myth, Sparkford, 2001.
Hulsen, C., "The burning of Rome Under Nero", American Journal of Archaeology 13 (1909), 45-48.
Keresztes, Paul, Imperial Rome and the Christians: From Herod the Great to about 200 A.D., Lanham, MD, University Press of America, 1989.
Latte, K., Romische Religiongeschichte, Munich 1960.
Μαλιγκούδης, Φαίδων, "Θεωρίες συνωμοσίας στη Ρώμη του 64 μ.Χ.", Ελευθεροτυπία, 31 Αυγούστου 2007.
Μπόνης, Κλήμεντος Ρώμης Επιστολή Α' προς Κορινθίους (εισαγωγή, κείμενον, σχόλια(, Αθήναι 1973.
Warmington, B.H., Nero: Reality and Legend, London 1969.
Wilken, R.L., The Christians as the Romans Saw Them, New Haven, Yale University Press, 1984.

Σχόλια

"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας