George Orwell, Για τον εθνικισμό και άλλα δοκίμια, εκδόσεις Παττάκη

γράφει ο Νίκος Νικολούδης

Ο Άγγλος συγγραφέας και δοκιμιογράφος Τζωρτζ Όργουελ δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Το όνομά του ως επιθετικός προσδιορισμός («οργουελικός») έχει ταυτιστεί με δυσοίωνες μελλοντολογικές προβλέψεις για την πολιτική και, κατά δεύτερο λόγο, την κοινωνική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους τουλάχιστον ορισμένες από τις οποίες δείχνουν «επικίνδυνα» επίκαιρες (παρότι διατυπώθηκαν τουλάχιστον πριν από εβδομήντα χρόνια). Ο Όργουελ πέθανε από επιπλοκές φυματίωσης το 1950, σε ηλικία μόλις 46 ετών, την περίοδο της έναρξης του Ψυχρού Πολέμου. Οι παθογένειες όμως στον τρόπο της σκέψης και της δράσης του Δυτικού ανθρώπου τις οποίες είχε επισημάνει ο Όργουελ δεν δείχνουν να έχουν θεραπευτεί ακόμη – αντίθετα, θα έλεγε κανείς, μάλλον έχουν επιδεινωθεί.

Μέχρι πρόσφατα η επαφή των Ελλήνων αναγνωστών με το συγγραφικό έργο του Όργουελ αφορούσε τα δύο σημαντικότερα λογοτεχνικά του κείμενα (τη «Φάρμα των ζώων» και το «1984») και κατά δεύτερο λόγο τα «απομνημονεύματά» του από τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, στον οποίο έλαβε μέρος ως εθελοντής στο πλευρό των Δημοκρατικών το 1936-37, με τίτλο “Homage to Catalonia” (στα ελληνικά το έργο έχει εκδοθεί με τον τίτλο «Πεθαίνοντας στην Καταλωνία»). Η κεντρική ιδέα που διατρέχει αυτά τα κείμενα είναι η ανησυχία του για την πνευματική και κοινωνική εξέλιξη των ανθρώπων λόγω της σταδιακής εξοικείωσής τους με διαστρεβλωμένες θεωρήσεις  θεμελιωδών αντιλήψεων, όπως η γλωσσική ακρίβεια ή οι βασικές κοινωνικές σχέσεις στο επίπεδο της οικογένειας και του πολιτικοκοινωνικού περίγυρου κάθε ατόμου. Την ανησυχία του αυτή (που στηριζόταν στη μαζική αλλοτρίωση των συγχρόνων του από τα φασιστικά καθεστώτα του Μεσοπολέμου και την παράλληλη  διαμόρφωση του «νέου» σοβιετικού ανθρώπου μέσω των σταλινικών διωγμών, των δικών της Μόσχας κλπ.) την εκφράζει ιδιαίτερα παραστατικά με τις αλληγορίες της δημιουργίας «υποδειγματικών» κοινωνιών τόσο στο ζωικό βασίλειο (στη «Φάρμα των ζώων») όσο και σε ένα απροσδιόριστο ανθρώπινο μέλλον (στο «1984»), όχι όμως μόνο σε αυτά, καθώς είχε γράψει και αρκετά δοκίμια στα οποία τις εκθέτει πιο θεωρητικά αλλά εξίσου εύληπτα. Τα δοκίμια αυτά έχουν ιστορικό, πολιτικό και λογοτεχνικό περιεχόμενο και είχαν δημοσιευτεί όσο ζούσε σε διάφορα βρετανικά έντυπα. Μέχρι πρόσφατα δεν είχαν μεταφραστεί στη γλώσσα μας παραμένοντας ουσιαστικά άγνωστα στους Έλληνες αναγνώστες. Στην παρούσα έκδοση  δημοσιεύονται επτά από αυτά με ποικίλο περιεχόμενο, γραμμένα την περίοδο 1941-49, στα οποία αποτυπώνονται οι «αιρετικές» αλλά βαθιά ουμανιστικές αντιλήψεις του Όργουελ.

Στο πρώτο κείμενο, με τίτλο «Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος: αναμνήσεις και εκτιμήσεις» (γραμμένο πιθανόν το 1942), ο συγγραφέας αξιολογεί τις συνθήκες που συνέβαλαν στην έκρηξη και την εξάπλωση του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, εκδηλώνοντας την αμέριστη συμπάθειά του για τους απλούς ανθρώπους που υπέστησαν τις συνέπειές του, κυρίως όσους αντιστάθηκαν στην υπεροπλία των εθνικιστικών στρατευμάτων. Έχοντας βιώσει προσωπικά τις αυταπάτες που επικρατούσαν στις τάξεις των Δημοκρατικών, παρουσιάζει με ατράνταχτα επιχειρήματα τις καταστροφικές συνέπειές τους για τη Δύση: «Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ο μέσος Ισπανός βιομηχανικός εργάτης δεν ήξερε ούτε πώς να πυροβολεί (δεν υπήρχε ποτέ υποχρεωτική στρατιωτική θητεία στην Ισπανία)», οπότε «οι φασίστες νίκησαν γιατί ήταν ισχυρότεροι και καλύτερα εξοπλισμένοι» (σελ. 59-60). Η αντίσταση όμως των Δημοκρατικών δεν καθυστέρησε άραγε την πανευρωπαϊκή επέλαση του φασισμού; «Τα ρακένδυτα και με υποτυπώδη εξοπλισμό στρατεύματα της Ισπανικής Δημοκρατίας αντιστάθηκαν επί σχεδόν τρία χρόνια… Ωστόσο, είχε αυτό ως αποτέλεσμα να ματαιωθούν τα σχέδια των φασιστών για ένα διάστημα ή, αντιθέτως, ανέβαλε απλώς τη γενικότερη σύρραξη στην Ευρώπη, δίνοντας στους Ναζί τον επιπλέον χρόνο που χρειάζονταν για να ετοιμάσουν καλύτερα την πολεμική τους μηχανή; Να ένα ερώτημα που εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο» (σελ. 64).

Το δεύτερο δοκίμιο τιτλοφορείται «Σημειώσεις για τον “εθνικισμό”». Σε αυτό ο Όργουελ επικρίνει ανοικτά κάθε είδους ιδεοληψίες, πολιτικού περιεχομένου ή άλλες, που εκδηλώνονται είτε για την υπεράσπιση είτε για την απαξίωση κάποιας ιδέας. Κατ’ αρχήν διαχωρίζει τον εθνικισμό από τον πατριωτισμό: «Με την ευρύτερη έννοιά του ο “εθνικισμός” περιλαμβάνει κινήματα και ρεύματα όπως ο κομμουνισμός, ο τροτσκισμός, ο πασιφισμός. Δεν είναι απαραίτητο ο “εθνικισμός” να σημαίνει πίστη και αφοσίωση σε μια κυβέρνηση ή και μια χώρα – και ακόμη λιγότερο στη χώρα μας… Έννοιες τόσο γενικές και αόριστες όπως εβραϊσμός, Ισλάμ, χριστιανοσύνη, προλεταριάτο, λευκή φυλή, γεννούν και τροφοδοτούν εντονότατα αισθήματα ταύτισης, αλλά και πάθη που δεν διαφέρουν ουσιαστικά από εκείνα του εθνικισμού με τη στενότερη έννοια του όρου» (σελ. 81). «Εθνικιστής με αυτή την έννοια είναι εκείνος που σκέφτεται με όρους ανταγωνισμού, ισχύος και κύρους. Μπορεί να είναι θετικός ή αρνητικός εθνικιστής» (σελ. 82). Ως γενικούς τύπους εθνικισμού θεωρεί τις ψυχαναγκαστικές εμμονές, την αστάθεια των πεποιθήσεων («στην ηπειρωτική Ευρώπη πολλοί πρώην κομμουνιστές εντάχθηκαν σε φασιστικά κόμματα και κινήματα, ενώ δεν αποκλείεται τα αμέσως επόμενα χρόνια να δούμε να συμβαίνει και το αντίστροφο», σελ. 100) και την αγνόηση της πραγματικότητας («οι “εθνικιστές” κάθε είδους όχι μόνον αποφεύγουν να αποδοκιμάσουν τις θηριωδίες που διαπράττονται από τους “δικούς τους” αλλά διαθέτουν και την αξιοσημείωτη ικανότητα να μην τις πληροφορούνται καν», σελ. 105). Στη συνέχεια προβαίνει σε κατηγοριοποιήσεις «αρνητικού» και «θετικού» εθνικισμού. Ως υποκατηγορίες του πρώτου αναφέρει τον νεοσυντηρητισμό, τον κελτικό εθνικισμό (δηλ. τον αντιαγγλισμό), τον μετατοπισμένο εθνικισμό (πχ. τη φυλετική ανωτερότητα), το αίσθημα ταξικής ανωτερότητας και τον φιλειρηνισμό (πασιφισμό). Αντίθετα, στις υποκατηγορίες του αρνητικού εθνικισμού συμπεριλαμβάνει τη βρετανοφοβία, τον αντισημιτισμό και τον τροτσκισμό. Καταλήγοντας δηλώνει: «Από τη στιγμή που κυριαρχούν ο φόβος και το μίσος, η ζηλοφθονία και η λατρεία της ισχύος, η αίσθηση της πραγματικότητας κλονίζεται, όπως άλλωστε και η αίσθηση του τι είναι “καλό” και τι “κακό”. Δεν υπάρχει έγκλημα, ακόμα και το πιο αποτρόπαιο, που να μην μπορεί να δικαιολογηθεί, αρκεί αυτοί που το διέπραξαν να ήταν οι “δικοί μας”» (σελ. 137).

Το επόμενο δοκίμιο («Σκέψεις για τον Γκάντι»), το οποίο δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1949, ένα έτος μετά τον θάνατο του Ινδού «πατέρα» της παθητικής αντίστασης, ξεκινά με έναν ευφυή αφορισμό: «Οι άγιοι πρέπει πάντα να θεωρούνται ένοχοι, μέχρις ότου αποδείξουν την αθωότητά τους» (σελ. 143). Με αυτή τη διατύπωση ο Όργουελ επιχειρεί στη συνέχεια να αποδομήσει τον μύθο της ηθικής υπεροχής του Γκάντι αποδεικνύοντας ότι η παθητική αντίσταση δεν είναι δυνατόν να έχει καθολική εφαρμογή ως μέθοδος επιβολής επί ενός ισχυρότερου αντιπάλου. Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει, «από τη στιγμή που σε κάθε κρίση [ο Γκάντι] έκανε έκκληση να αποφευχθεί η βία – και επομένως να αποφευχθεί ουσιαστικά κάθε μορφή δυναμικής δράσης, οι Βρετανοί είναι πιθανόν να τον έβλεπαν σαν “δικό τους άνθρωπο”. Σε ορισμένες ιδιωτικές συζητήσεις, αυτή η άποψη εκφραζόταν, μάλιστα, απροκάλυπτα» (σελ. 146). Κατά τον Όργουελ, έναν έντονα πολιτικοποιημένο στοχαστή, η κοσμοθεωρία του Γκάντι είχε νόημα μόνο για άτομα με μεταφυσικές ανησυχίες, όχι ως τρόπος πολιτικής δράσης. Παραθέτει μάλιστα μια ακραία τοποθέτηση του Γκάντι σχετικά με τους ναζιστικούς διωγμούς των Εβραίων, διατυπωμένη το 1938, για να τονίσει την ουτοπιστική του θεώρηση: «Ο Γκάντι είχε την άποψη ότι οι Γερμανοί Εβραίοι θα έπρεπε να αυτοκτονήσουν ομαδικά, γεγονός που “θα ξεσήκωνε τον κόσμο όλο αλλά και τον γερμανικό λαό κατά του Χίτλερ και της βίας που το καθεστώς του χρησιμοποιούσε”. Μετά το τέλος του πολέμου, δικαιολογήθηκε γι’ αυτή του την άποψη λέγοντας ότι έτσι ή αλλιώς οι Εβραίοι εξοντώθηκαν και ότι με τη δική του πρόταση ο θάνατός τους θα μπορούσε να είχε αποκτήσει, αν μη τι άλλο, “νόημα”» (σελ. 162-3). Παράλληλα ο Όργουελ τονίζει ότι η επιτυχία του Γκάντι οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην ενημέρωση της παγκόσμιας κοινής γνώμης για τον αγώνα του, προσθέτοντας εύστοχα: «Δύσκολα οι μέθοδοι του Γκάντι θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε μια χώρα όπου οι αντίπαλοι του καθεστώτος εξαφανίζονται τη νύχτα και κανείς έκτοτε δε μαθαίνει τι απέγιναν. Αν δεν υπάρχει ελευθερία του Τύπου και τα δικαίωμα του συνέρχεσθαι, είναι αδύνατον όχι μόνο να ευαισθητοποιηθεί και να κινητοποιηθεί η διεθνής κοινή γνώμη, αλλά ακόμα και να υπάρξει μαζικό κίνημα ή να γίνουν γνωστά τα αιτήματά σου» (σελ. 164). Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρει στη συνέχεια τη Σοβιετική Ένωση, όπου θα ήταν αδύνατον να πετύχει η μέθοδος του Γκάντι, αφού η κρατική καταστολή θα είχε φροντίσει να εξαφανίσει κάθε επίδοξο μιμητή του καταπνίγοντας και κάθε μορφή σχετικής πληροφόρησης των πολιτών. Μετά από όλα αυτά, πάντως, ο Όργουελ δηλώνει με ειλικρίνεια: «Δεν κατάφερα ποτέ να συμπαθήσω ιδιαίτερα τον Γκάντι. Από την άλλη, όμως, δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι ως πολιτικός στοχαστής είχε άδικο στις βασικές του απόψεις, ούτε και πιστεύω ότι η ζωή του υπήρξε μια αποτυχία» (σελ. 167). Εξάλλου, αναγνωρίζει το μεγαλύτερο επίτευγμά του, την ειρηνική αποχώρηση των Βρετανών από την Ινδία, έστω κι αν αυτή πραγματοποιήθηκε σε μια πολιτική συγκυρία που ευνόησε αυτή την εξέλιξη.

Αν η «αποκαθήλωση» του Γκάντι εκπλήσσει δυσάρεστα τον ανυποψίαστο αναγνώστη, είναι
βέβαιο ότι πολύ περισσότερο θα τον δυσαρεστήσει η επιχειρηματολογία του Όργουελ στο επόμενο δοκίμιό του, με τίτλο «Περί “εγκληματιών πολέμου”», εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 1943, μεσούντος δηλαδή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και πολύ πριν κριθεί οριστικά η τύχη των ηγετών του Άξονα. Εδώ ο Όργουελ «υπερασπίζεται» τον Μουσολίνι αναδεικνύοντας την υποκρισία της Αριστεράς και των οπαδών της Realpolitik απέναντί του την περίοδο της ισχύος του. Σε κάποιο σημείο αναφέρει: «Δεν υπήρξε ενέργεια του Μουσολίνι μεταξύ 1922 και 1940 που να μην επιδοκιμάστηκε πανηγυρικά από όλους αυτούς που σήμερα υπόσχονται να τον οδηγήσουν ενώπιον του δικαστηρίου» (σελ. 172). Λίγο πιο κάτω μάλιστα συμπληρώνει: «την περίοδο 1935-39, όταν σχεδόν όλοι όσοι αντιτάσσονταν στον φασισμό θεωρούνταν αποδεκτοί, ορισμένοι αριστεροί δεν παρέλειπαν να εκθειάζουν τον Μουσταφά Κεμάλ…» (σελ. 183-4). Κατά τον Όργουελ, υπεύθυνοι για την τιμωρία των κάθε είδους «εγκληματιών πολέμου» πρέπει να είναι οι υπήκοοί τους, και μόνον αυτοί: «Όταν ένας τύραννος καταδικάζεται σε θάνατο, αυτοί που το αποφασίζουν θα πρέπει να είναι οι υπήκοοί του. Όταν την απόφαση την παίρνουν ξένοι, το θύμα μετατρέπεται αυτομάτως σε μάρτυρα και θρύλο» (σελ. 188). «Πάνω απ’ όλα, όχι πανηγυρικές και υποκριτικές “δίκες εγκληματιών πολέμου”, με μακρόσυρτες νομικές διαδικασίες, σαν αυτές που συνήθως, έπειτα από μερικά χρόνια, καταλήγουν κατά παράδοξο τρόπο να ρίχνουν ένα ρομαντικό φως στο πρόσωπο του καταδικασμένου και να μετατρέπουν ένα κάθαρμα σε ήρωα» (σελ. 190-1). Εδώ εύλογα προκύπτει η απορία τι γνώμη άραγε θα είχε ο Όργουελ για το δικαστήριο της Χάγης και τις δίκες των υπευθύνων για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας…

Στο δοκίμιο με τίτλο «Ο Ουέλς, ο Χίτλερ και το Παγκόσμιο Κράτος» ο Όργουελ ασκεί κριτική στις ιδέες του γνωστού φιλελεύθερου Άγγλου συγγραφέα και διανοούμενου Χέρμπερτ Τζωρτζ Ουέλς ο οποίος στις αρχές του 20ού αιώνα είχε διατυπώσει τη θεωρία ότι η τεχνολογική πρόοδος και η επιβολή του «κοινού νου» θα συνέβαλαν στη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου. Σχολιάζοντας αυτές τις ιδέες στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Όργουελ διατυπώνει εντελώς διαφορετικές θέσεις: «Η δυναμική που δίνει στον κόσμο τη σημερινή μορφή του απορρέει από αισθήματα φυλετικής υπεροχής, λατρείας του ηγέτη, θρησκευτικής πίστης, πολεμοχαρή κ.ά., τα οποία όμως οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι τα θεωρούν αναχρονιστικά. Κατά κανόνα, τα έχουν εξαλείψει πλήρως σε ότι τους αφορά, με αποτέλεσμα να είναι πλέον ανίκανοι για οποιουδήποτε είδους δράση» (σελ. 199). Η ουτοπία των ιδεών του Ουέλς αποδεικνύεται, κατά τον Όργουελ, από την εξέλιξη τόσο της Σοβιετικής Ένωσης όσο και της ναζιστικής Γερμανίας, για διαφορετικούς λόγους κατά περίπτωση: «Οι πρώτοι μπολσεβίκοι μπορεί να ήταν άγγελοι ή δαίμονες, ανάλογα με την οπτική γωνία του καθενός. Σίγουρα, πάντως, το «έλλογο» στοιχείο δεν ήταν αυτό που κυριαρχούσε στις επιλογές τους. Το καθεστώς που εγκαθίδρυσαν δεν ήταν μια ουτοπία σαν αυτές που ονειρευόταν ο Ουέλς, αλλά ένα είδος θεοκρατίας» (σελ. 204). «Η σημερινή Γερμανία είναι πολύ πιο προηγμένη επιστημονικά απ’ ότι η Βρετανία, αλλά και πολύ πιο βάρβαρη. Τα περισσότερα από τα επιστημονικά επιτεύγματα που ο Ουέλς φαντάστηκε έχουν γίνει σήμερα πραγματικότητα στη ναζιστική Γερμανία. Η τάξη, ο σχεδιασμός, η ενθάρρυνση της επιστημονικής έρευνας από το κράτος, το ατσάλι, το μπετόν, τα αεροπλάνα, είναι όλα υπαρκτά, αλλά υπηρετούν ιδέες που δε διαφέρουν πολύ από εκείνες της Εποχής του Λίθου» (σελ. 205).

Ακολουθεί ένα δοκίμιο με τίτλο «Άρθουρ Καίσλερ», στο οποίο ο Όργουελ εξετάζει το έργο του
Άρθουρ Καίσλερ
γνωστού Ούγγρου συγγραφέα υπό το πρίσμα όχι τόσο της λογοτεχνικής κριτικής όσο της κριτικής ιδεών, γεγονός που αναπόφευκτα καθιστά την κριτική του μια αξιολόγηση του υπαρκτού σοσιαλισμού της εποχής του. Ως γνωστόν, το κυριότερο έργο του ανανήψαντος κομμουνιστή Καίσλερ, «Το μηδέν και το άπειρο», αναφέρεται στις διαβόητες δίκες της Μόσχας, για τις οποίες οι πληροφορίες που ήταν γνωστές το 1944 (την εποχή που δημοσιεύτηκε το σχετικό κείμενο του Όργουελ) ήταν περιορισμένες. Σύμφωνα με τον Όργουελ, «η επανάσταση, φαίνεται να μας λέει ο Καίσλερ, φέρει πάντα τα σπέρματα του εκφυλισμού της… Δεν είναι μόνον ότι
η εξουσία διαφθείρει. Τα μέσα που χρησιμοποιεί κάποιος για να φτάσει στην εξουσία επίσης διαφθείρουν. Με άλλα λόγια κάθε απόπειρα να αναμορφωθεί η κοινωνία με βίαια μέσα καταλήγει στα κελιά κάποιας Γκεπεού. Ο Λένιν οδηγεί στον Στάλιν, και αν είχε επιζήσει θα είχε εξελιχθεί και ο ίδιος σε ένα είδος Στάλιν» (σελ. 237).

Το τελευταίο κείμενο του βιβλίου («Η πολιτική και η αγγλική γλώσσα») σχολιάζει την «παρακμή» της αγγλικής γλώσσας αποτελώντας ένα υποδειγματικό φιλολογικό δοκίμιο ανάλυσης του κοινωνικού υποστρώματος της εξέλιξής της. Παρά ταύτα, ο παρατηρητικός Έλληνας αναγνώστης δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι οι απόψεις του Όργουελ αφορούν και την εξέλιξη της σύγχρονης νεοελληνικής. Ο Όργουελ σωστά διαπιστώνει ότι το επίπεδο της γλώσσας αντανακλά το επίπεδο της σκέψης των ομιλητών της. Ως σημαντικότερα γλωσσικά σφάλματα επισημαίνει τις τετριμμένες αναφορές, τη χρήση σύνθετων εκφράσεων ή ουσιαστικών αντί για ρήματα, τη χρήση εξεζητημένων λέξεων και εκφράσεων, ή λέξεων με απροσδιόριστο ή ελαστικό νόημα, και το πομπώδες ύφος («έτσι οι λέξεις φασισμός και  φασίστας έχουν καταλήξει με τον καιρό να χρησιμοποιούνται για οτιδήποτε και οποιονδήποτε, αντίστοιχα, απλώς μας απαρέσκει. Οι λέξεις δημοκρατία, σοσιαλισμός, ελευθερία, πατριωτικό, δικαιοσύνη έχουν χρησιμοποιηθεί από διαφορετικούς ανθρώπους και με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Ειδικότερα σε ότι αφορά τη λέξη δημοκρατία, όχι μόνον δεν υπάρχει κοινά αποδεκτός ορισμός της, αλλά και κάθε απόπειρα να δοθεί ένας τέτοιος ορισμός συναντά αντιδράσεις από όλες τις πλευρές» (σελ. 266). Οι γλωσσικές παθογένειες της σύγχρονης νεοελληνικής «παρουσιάζονται» να αποτελούν θέματα και άλλων σχολίων του Όργουελ: «Η γενική τάση στα κείμενα της εποχής μας είναι προς τα αφηρημένα ουσιαστικά» (σελ. 270), «Όταν κάποιος υπαγορεύει βιαστικά ένα κείμενο ή μιλάει δημόσια, είναι πολύ συχνό, αλλά και πολύ βολικό, να χρησιμοποιεί τυποποιημένες εκφράσεις αλλά και τυποποιημένη σύνταξη… Χρησιμοποιώντας κανείς κοινότοπες μεταφορές, παρομοιώσεις και ιδιωματισμούς, εξοικονομεί πνευματικό κόπο, έστω και αν αυτό έχει ως συνέπεια να παραμένει εν πολλοίς ασαφές το περιεχόμενο όσων λέει ή γράφει – όχι μόνον για τον ακροατή / αναγνώστη, αλλά και για τον ίδιο» (σελ. 273). Ο Όργουελ προτείνει συγκεκριμένες λύσεις στους συγγραφείς που θέλουν να βελτιώσουν το ύφος τους, καυτηριάζοντας όμως ταυτόχρονα την αμφισημία του πολιτικού λόγου που διαφθείρει εσκεμμένα την ποιότητα της γλώσσας: «Στις μέρες μας, οι πολιτικές ομιλίες και τα πολιτικά κείμενα καλούνται κατά κανόνα να υπερασπιστούν υποθέσεις  που είναι πολύ δύσκολα «υπερασπίσιμες»… Γι’ αυτό και ο πολιτικός λόγος οφείλει σήμερα να είναι γεμάτος ευφημισμούς, αοριστολογίες, νεφελώδεις διακηρύξεις. Έτσι, μπορεί να γίνεται λόγος για ειρηνευτική αποστολή, και ουσιαστικά να μιλάμε για βομβαρδισμένα χωριά, ξεκληρισμένους κατοίκους, με καμένα τα σπίτια τους και σκοτωμένα τα ζώα τους» (σελ. 278-9). Η επιχειρηματολογία του μπορεί να συνοψιστεί εύστοχα στο παρακάτω σχόλιο: «Ο μεγάλος εχθρός της σαφήνειας στη γλώσσα είναι η ανειλικρίνεια, η υποκρισία. Όταν ανάμεσα σε αυτό που έχει κάποιος κατά νου και σε αυτό που δηλώνει ή γράφει υπάρχει χάσμα, σχεδόν ενστικτωδώς ο ομιλητής ή ο συγγραφέας στρέφεται προς τις μεγαλοστομίες και τις επιτηδευμένες εκφράσεις, σαν τη σουπιά που αμολάει το μελάνι της» (σελ. 281).

Η μετάφραση και ο ενδιαφέρων πρόλογος του βιβλίου (που έχει συμπεριληφθεί στη σειρά με τον εύστοχο τίτλο «Πολύτιμοι λίθοι», των Εκδόσεων Πατάκη) οφείλονται στον Ανδρέα Παππά. Ο τελευταίος έχει αποδώσει με ιδιαίτερη επιτυχία τις λεπτές αποχρώσεις της σκέψης του Όργουελ που, όπως προαναφέρθηκε, σχολιάζει (άθελά του!) πολλά κακώς κείμενα της σημερινής νεοελληνικής πραγματικότητας. Τελικά, πάντως, μπορεί κανείς να ελπίζει ότι το μέλλον θα είναι καλύτερο από το παρελθόν; Ο Όργουελ, βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ψυχολογίας, δίνει μια αμφίσημη απάντηση: «Από το 1930 περίπου και έπειτα, οι λόγοι για τους οποίους η ανθρωπότητα θα μπορούσε να είναι αισιόδοξη έχουν μειωθεί δραστικά. Ο ορίζοντας δείχνει να περιλαμβάνει ψέματα, μίσος, σκληρότητα και άγνοια, ενώ στο βάθος, πίσω από τα σημερινά μας βάσανα, διαγράφονται αμυδρώς άλλα χειρότερα, που μόλις έχει αρχίσει να τα διακρίνει η ευρωπαϊκή μας συνείδηση. Είναι πολύ πιθανό τα μείζονα προβλήματα του ανθρώπου να μη λυθούν ποτέ. Την ίδια στιγμή, κάτι τέτοιο φαίνεται αδιανόητο!» (σελ. 247).

Σχόλια

"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας