Ρήγας Ρηγόπουλος, ΑΔΕΡΦΙΑ, ΑΔΕΡΦΙΑ Εκδόσεις Παπαζήση

γράφει ο Νίκος Νικολούδηςδιδάκτωρ Ιστορίας πανεπιστημίου Λονδίνου

Τα τελευταία χρόνια ο εντοπισμός νέων στοιχείων (αρχειακών πηγών, μαρτυριών κλπ.) για την Κατοχή έχει συμβάλει στη αναθεώρηση  παλαιότερων συμπερασμάτων γι’ αυτή την τραγική περίοδο. Παρά ταύτα, ορισμένες σημαντικές πτυχές της εξακολουθούν να παραμένουν εκτός των ενδιαφερόντων των περισσότερων ιστορικών, ιδιαίτερα εκείνες που αφορούν την ιστορία των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, και μάλιστα των τότε καταδρομικών μονάδων.
Συνήθως οι ελληνικές καταδρομικές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή την περίοδο 1941-44 ταυτίζονται με τον Ιερό Λόχο και τον δαφνοστεφή αρχηγό του, τον θρυλικό συνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε. Ταυτόχρονα  όμως με τον Ιερό Λόχο έδρασε και μια μικρότερη μονάδα που προήλθε εν μέρει από τις τάξεις του, ο Αγγλοελληνικός Στολίσκος Ημιολιών (γνωστότερος με την αγγλική του ονομασία: Anglo-Hellenic Levant Schooner Flotilla). Η μονάδα αυτή, πρόδρομος των σημερινών μονάδων των πεζοναυτών, υπήρξε δημιούργημα ενός άλλου παράτολμου και ευφυούς αξιωματικού, του (απόστρατου το 1940) αντιπλοιάρχου του Βασιλικού Ναυτικού Αντρέα Λόντου.


Η ιδέα της συγκρότησης ενός στολίσκου ημιολιών ανέκυψε μετά την αποτυχημένη βρετανική επιχείρηση κατάληψης της Λέρου (το 1943) και της αντικατάστασης της ιταλικής παρουσίας στο Νότιο Αιγαίο με τη βρετανική, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο εκείνου του έτους. Οι συμμαχικές όμως δυνάμεις που αποβιβάστηκαν τότε σε αρκετά νησιά του Αιγαίου (στις οποίες συμπεριλαμβανόταν και ο Ιερός Λόχος που κατέλαβε με αεραπόβαση τη Σάμο) δεν μπόρεσαν να αποκρούσουν τη γερμανική αντεπίθεση. Γι’ αυτό τον λόγο το Βρετανικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής αποφάσισε να συνεχίσει τις επιχειρήσεις με θαλάσσιες καταδρομές τις οποίες ανέλαβε αρχικά να εκτελεί ένας βρετανικός στολίσκος ημιολιών, με έδρα τη Βηρυττό. Η μονάδα αυτή απαρτιζόταν από καμουφλαρισμένα καϊκια που έφεραν πολυβόλα διαφόρων τύπων, στελεχώνονταν από Βρετανούς που είχαν γνώσεις ιστιοπλοϊας (όχι όμως στελέχη του βρετανικύ Βασιλικού Ναυτικού) και μετέφεραν καταδρομείς που διενεργούσαν επιθέσεις σε μεμονωμένα γερμανικά φυλάκια και αποθήκες εφοδιασμού σε διάφορα νησιά του Αιγαίου. 

Για τον σκοπό αυτό αξιοποιούσαν την ευμενή ουδετερότητα της Τουρκίας που ανεχόταν τη
συγκεκαλυμμένη χρήση απομακρυσμένων κολπίσκων στα παράλιά της ως ναυτικών βάσεων (μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία για τη δράση αυτής της μονάδας αποτελεί το αυτοβιογραφικό έργο του W.E. Benyon-Tinker, “Dust upon the Sea”, εκδ. Hodder and Soughton, Λονδίνο 1947). Το μοντέλο της δράσης του βρετανικού Στολίσκου, που έδρασε κυρίως μεταξύ του φθινοπώρου του 1943 και του φθινοπώρου του 1944, υιοθέτησε ο αντιπλοίαρχος Λόντος. Ο Αγγλοελληνικός Στολίσκος που ιδρύθηκε με έδρα την Αλεξάνδρεια στελεχώθηκε με πληρώματα που αποτελούνταν από ψαράδες ή σφουγγαράδες (με προέλευση κυρίως από τα Δωδεκάνησα) και εθελοντές αξιωματικούς ή εφέδρους του Ιερού Λόχου ή άλλων υπηρεσιών (και πάντως όχι του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, προκειμένου να μην αποδυναμωθεί το έμψυχο δυναμικό του). Ο Αγγλοελληνικός Στολίσκος έδρασε σε συνεργασία με τον Ιερό Λόχο και βρετανικές ειδικές δυνάμεις (κυρίως την SBS) με ιδιαίτερη επιτυχία έως το τέλος του πολέμου, ενώ ήταν και η πρώτη ελληνική μονάδα που αποβιβάστηκε σε ελληνικό έδαφος (στο Μικρολίμανο), ως προπομπός της άφιξης της κυβέρνησης του Καϊου στην απελευθερωμένη Αθήνα. Η μικρή όμως αριθμητική του δύναμη (μόλις επτά καϊκια) και η σχετικά περιορισμένη χρονική παρουσία του συνέτειναν στη μεταπολεμική συσκότιση της δράσης του. Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε γι’ αυτόν περιορίζονται στην επίσημη μεταπολεμική έκθεση της δράσης του που υπέβαλε ο Λόντος, στα απομνημονεύματα δύο κυβερνητών καϊκιών (του Γ. Πασπάτη, με τίτλο «Τυφλή πορεία», από τις εκδ. Εστία, Αθήνα 2011, και του Ευτ. Ξηράκη, με τίτλο «Ιστορία των 7 ελληνικών καϊκιών», αυτοέκδοση, Αθήνα 1986), καθώς και στη λογοτεχνική μετάπλαση των εντυπώσεων δύο άλλων κυβερνητών: του Ρήγα Ρηγόπουλου (πρόκειται για το βιβλίο που παρουσιάζουμε εδώ) και του Αλέξη Λαδά (στα αγγλικά, με τίτλο “Falconera”, από τις εκδ. Lycabettus Press, Αθήνα 2010).

Ο Ρήγας Δ. Ρηγόπουλος (που πέθανε το 2012 σε ηλικία 98 ετών!) υπήρξε μια δραστήρια, αν και σχετικά άγνωστη μορφή της Αντίστασης. Σπούδασε οικονομικά και κοινωνιολογία και κατά την Κατοχή υπήρξε ιδρυτής και αρχηγός της ανεξάρτητης αντιστασιακής οργάνωσης ΕΠΕ (Εθνική Πατριωτική Εταιρεία), γνωστής και ως «Υπηρεσία 5-165», που έστελνε πληροφορίες στη Μέση Ανατολή μέσω ασυρμάτου ή καϊκιών (η οργάνωση αυτή θρήνησε έξι θύματα που εκτελέστηκαν για κατασκοπεία). Αργότερα κατέφυγε στη Μέση Ανατολή, κατατάχθηκε στον Ιερό Λοχο, συμετέσχε στην αεραπόβαση στη Σάμο και, τελικά, εντάχθηκε στον Αγγλοελληνικό Στολίσκο Ημιολιών ως κυβερνήτης καϊκιού, το οποίο όμως βυθίστηκε από τους Γερμανούς ενώ τελούσε υπό τη διοίκηση προσωρινού αντικαταστάτη του. Το βιβλίο του «Αδέρφια, αδέρφια» αποτελεί μια λογοτεχνική ανασύνθεση περιστατικών από τη δράση των ανδρών του Στολίσκου. Σ’ αυτό ο συγγραφέας (ο αφηγητής) έχει περιορισμένη παρουσία. Στην πραγματικότητα πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο μυθιστορηματικός ήρωας Γεράσιμος Ζησιμάτος, πλαισιωμένος από τους συμπολεμιστές και στενούς φίλους του Άρη και Περικλή. Την ιστορία και τις περιπέτειές τους πληροφορούμαστε από τις ανακατεμένες (σύμφωνα με τον αφηγητή) ημερολογιακές καταγραφές του Γεράσιμου. Οι τρεις φίλοι κατατάσσονται αρχικά στον Ιερό Λόχο, για να αποσπαστούν αργότερα στον Στολίσκο των Ημιολιών. Οι περιπέτειές τους συνδυάζονται με ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ιστορία και τη σκληρή εκπαίδευση των Ιερολοχιτών αλλά και των πληρωμάτων των Ημιολιών. 

Στο περιθώριο της αφήγησης περιγράφεται με ζωηρά χρώματα η πληθωρική προσωπικότητα του Τσιγάντε, διευκολύνοντας τον αναγνώστη να αντιληφθεί γιατί ο Ιερός Λόχος κατόρθωσε να αποφύγει τη μοίρα των άλλων ελληνικών μονάδων της Μέσης Ανατολής που ταλανίστηκαν από έριδες και στάσεις. Η όλη αφήγηση αποπνέει τον έντονο πατριωτισμό που χαρακτήριζε τους Ιερολοχίτες και τα πληρώματα των Ημιολιών, ενώ οι ναυτικές περιγραφές θυμίζουν έντονα τα «Λόγια της πλώρης» του Ανδρέα Καρκαβίτσα (προκειμένου μάλιστα να διευκολύνει τους αναγνώστες, ο συγγραφέας συμπεριέλαβε στο τέλος του έργου ένα λεξιλόγιο ναυτικών όρων καθώς και ένα διάγραμμα με τις ναυτικές ονομασίες των ανέμων).

Μέσα από την «ταξινόμηση» των σημειώσεων του Γεράσιμου και κάποια φλας μπακ, πληροφορoύμαστε την τραγική μοίρα των τριών φίλων. Το κυρίαρχο όμως αίσθημα του αναγνώστη στο τέλος του έργου δεν είναι η θλίψη για το τέλος τους αλλά η υπερηφάνεια για την πατριωτική τους δράση και την ανιδιοτελή τους αυτοθυσία, στοιχεία τα οποία, σε συνδυασμό με τον πλούτο των ιστορικών του πληροφοριών, καθιστούν το βιβλίο ένα κλασικό ανάγνωσμα που αξίζει να τύχει ευρείας αναγνώρισης.

Σχόλια

"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας