William Martin, Η μάχη του Βερντέν (1916) Osprey Publishing-Εκδόσεις Γκοβόστη

γράφει ο Νίκος Νικολούδης, διδάκτωρ Ιστορίας πανεπιστημίου Λονδίνου

«Ανατολικά και βόρεια του Βερντέν απλώνεται μια πλατιά, καφετιά λωρίδα γης… Λίγους μήνες νωρίτερα - πριν από τη Μάχη του Βερντέν – πεδινές εκτάσεις με καλλιέργειες, αγροκτήματα και χωριά συνέθεταν την εικόνα του όμορφου και γαλήνιου αυτού τοπίου. Τώρα το μόνο που υπάρχει είναι αυτή η επάρατη καφετιά ζώνη, μια λωρίδα κατεστραμμένου φυσικού περιβάλλοντος. Φαίνεται να ανήκει σε έναν άλλο κόσμο. Δεν υπάρχει κανένα ίχνος ανθρώπινης παρουσίας… Δεν είναι δυνατόν να ξεχωρίσει κανείς κρατήρες από τις εκρήξεις των οβίδων, όπως συμβαίνει στις πεδινές εκτάσεις εκατέρωθεν της καφετιάς λωρίδας γης. Στην τελευταία οι κρατήρες είναι τόσο κοντά ο ένας στον άλλο, ώστε δίνεται η εικόνα μιας άμορφης μάζας γης που έχει υποστεί ισχυρό κλονισμό… Στήλες πυκνού μαύρου καπνού υψώνονταν συνεχώς καθώς βλήματα υψηλής εκρηκτικότητας εισχωρούσαν ολοένα και βαθύτερα σε αυτή τη χαίνουσα πληγή. Κατά τη διάρκεια σφοδρών βομβαρδισμών και επιθέσεων έχω δει τα βλήματα να πέφτουν σαν βροχή… Το πέπλο καπνού που τυλίγει τον τομέα ο οποίος δέχεται τις επιθέσεις του εχθρού φθάνει σε τόσο μεγάλο ύψος, που σε ύψος 1.000 ποδών έχει κανείς την εντύπωση ότι έχει πέσει ομίχλη». 


Με αυτά την παραστατική περιγραφή (στις σελίδες 11-12 του βιβλίου), που κόβει την ανάσα του αναγνώστη εξαιτίας της φρίκης που προκαλεί, δίνει το κλίμα της Μάχης του Βερντέν ο Τζέημς Μακόνελ, ένας Αμερικανός πιλότος που πετούσε με τα χρώματα της γαλλικής Αεροπορίας πάνω από το Δυτικό μέτωπο, στο οποίο βρήκε και ο ίδιος τραγικό θάνατο λίγο καιρό αργότερα (1917). Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολικός ο χαρακτηρισμός αυτής της εμβληματικής μάχης του Δυτικού μετώπου ως σφαγείου για τους αντίπαλους στρατιώτες που συγκρούστηκαν στη διάρκειά της. Ακόμη και σήμερα, ακριβώς 100 χρόνια μετά, και ενώ έχει ήδη μεσολαβήσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος με τους πολύ μεγαλύτερους αριθμούς των νεκρών του, εξακολουθούν να εντυπωσιάζουν με το μέγεθός τους οι απώλειες των αντιπάλων στη μάχη του Βερντέν: για τους Γάλλους, 61.000 νεκροί, 101.000 αγνοούμενοι και 216.000 τραυματίες, ενώ για τους Γερμανούς 142.000 νεκροί και αγνοούμενοι και 187.000 τραυματίες.

Πώς όμως κατέληξε στις εκατόμβες του Βερντέν, μόλις δύο χρόνια μετά την έναρξή του, ένας
πόλεμος για τον οποίο οι ηγέτες τόσο της Αντάντ όσο και των Κεντρικών Δυνάμεων προέβλεπαν ότι θα έληγε σε λιγότερο από έξι μήνες; Η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί κυρίως στα σφάλματα της γερμανικής στρατιωτικής ηγεσίας, η οποία, επηρεασμένη από την εύκολη νίκη της επί των Γάλλων κατά τον Γαλλογερμανικό Πόλεμο του 1870, υποτίμησε επανειλημμένα τόσο τη διάθεση όσο και τη δυνατότητα των Γάλλων να προβάλουν σοβαρή αντίσταση κατά την επόμενη, πολύ πιο δραματική σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών. Έτσι, παρά τα επανειλημμένα δείγματα της αδυναμίας της να καταβάλει τους Γάλλους με κατά μέτωπον επιθέσεις στα δύο πρώτα χρόνια του «Μεγάλου Πολέμου», η γερμανική ηγεσία (συγκεκριμένα, ο έως τότε υπουργός Στρατιωτικών του κρατιδίου της Πρωσσίας, στρατηγός Έριχ φον Φάλκενχαϋν) αποφάσισε να εξαπολύσει μια μαζική επίθεση κατά της ιδιαίτερα οχυρής θέσης του Βερντέν, προκειμένου να καθηλώσει τον Γαλλικό Στρατό σε έναν πόλεμο φθοράς για την υπεράσπισή της. Ας σημειωθεί ότι το Βερντέν βρισκόταν σε μια ιδιαίτερα στρατηγική θέση του Δυτικού μετώπου: επάνω στον ποταμό Μεύση, κοντά στα τότε γαλλογερμανικά σύνορα (καθώς οι γειτονικές Αλσατία και Λωρραίνη αποτελούσαν γερμανικές κτήσεις, ως αποτέλεσμα της γαλλικής ήττας του 1870), σε μια εξέχουσα της γαλλικής πλευράς του μετώπου, προς την οποία όμως οι Γερμανοί είχαν καλύτερη πρόσβαση. Από την άλλη, το Βερντέν είχε ιδιαίτερη συμβολική σημασία για τους Γάλλους, αφού εκεί είχε συμφωνηθεί το έτος 843 η διαίρεση της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου σε ένα γαλλικό και ένα γερμανικό βασίλειο (προδρόμους των δύο αντίστοιχων σύγχρονων κρατών), ενώ μετά την λήξη του Γαλλογερμανικού Πολέμου, το 1873, είχε σταδιακά οχυρωθεί με ένα αμυντικό σύστημα δώδεκα οχυρών.

Η διαρρύθμιση αυτή όμως δεν στάθηκε ικανή να αποτρέψει τον αιφνιδιασμό των Γάλλων, οι οποίοι είχαν εφησυχάσει λόγω της ηρεμίας που επικρατούσε σε αυτό τον τομέα του μετώπου, έχοντας αποσύρει μεγάλο μέρος των δυνάμεων και του οπλισμού των οχυρών. Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1916. Τέσσερις ημέρες αργότερα καταλήφθηκε το κομβικό οχυρό Douaumont, ενώ, μετά από πολλές μάχες, έπεσε και το εξίσου σημαντικό οχυρό Vaux (στις 8 Ιουνίου). Στο μεταξύ όμως οι Γάλλοι είχαν επιδείξει την αποφασιστικότητά τους να μην υποκύψουν. Στη διάρκεια του Μαρτίου και του Απριλίου ο στρατηγός Φιλίπ Πεταίν, ο οποίος στα τέλη Φεβρουαρίου είχε αναλάβει τη διοίκηση του τομέα του Βερντέν, κατόρθωσε χάρη στις υπεράνθρωπες θυσίες των ανδρών του να αναχαιτίσει την αρχική ορμή των Γερμανών. Τον Ιούλιο οι γερμανικές επιθέσεις σταμάτησαν και τον Οκτώβριο άρχισε η γαλλική αντεπίθεση που διήρκεσε έως τον Δεκέμβριο, με σημαντικά οφέλη, όπως την ανακατάληψη του οχυρού Vaux. Τον Αύγουστο του 1917 και τον Σεπτέμβριο του 1918 επαναλήφθηκαν οι γαλλικές επιθέσεις στον τομέα του Βερντέν, οι οποίες επανέφεραν τη γραμμή του μετώπου εκεί που βρισκόταν κατά την έναρξη της αρχικής γερμανικής επίθεσης.

Η δραματική Μάχη του Βερντέν ανέδειξε τον στρατηγό Πεταίν σε εθνικό ήρωα της Γαλλίας, με
τραγικές όμως μακροπρόθεσμες συνέπειες για τον ίδιο, καθώς, παρά το φωτοστέφανο της δόξας του, κατέστη ένας αρχετυπικός δωσίλογος μετά την ήττα της Γαλλίας το 1940, οπότε ανέλαβε την ηγεσία της «κυβέρνησης» του Βισύ. Όπως χαρακτηριστικά μάλιστα επισημαίνει ο συγγραφέας του βιβλίου (παλαιότερα στέλεχος της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Βασιλικού Ναυτικού της Μ. Βρετανίας), η ακραία αντίφαση μεταξύ της δράσης του κατά τους δύο παγκοσμίους πολέμους (εθνικός ήρωας στον Πρώτο, προδότης στον Δεύτερο) έχει αναστείλει επ’ αόριστον τη μεταφορά της σορού του στο Βερντέν, η οποία είχε αποφασιστεί παλαιότερα από τις γαλλικές Αρχές.

Εκτός από την ανάλυση των ίδιων των πολεμικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επισημάνσεις του συγγραφέα για τη φθορά που προκλήθηκε στους δύο στρατούς κατά τις διαδοχικές φάσεις της μάχης: «Σαράντα οκτώ γερμανικές μεραρχίες – οι μισές και πλέον γερμανικές δυνάμεις στο Δυτικό μέτωπο – αλέστηκαν στις μυλόπετρες του Μεύση. Πολλές από αυτές κλήθηκαν να πολεμήσουν στο Βερντέν δύο φορές… Έως το Δεκέμβριο [του 1916] το 75% του Γαλλικού Στρατού είχε πολεμήσει στο Βερντέν. 43 μεραρχίες είχαν προσφέρει τις υπηρεσίες τους στο πεδίο της μάχης μία φορά, 23 δύο φορές και 7 τρεις ή περισσότερες φορές. Οι γαλλικές μεραρχίες παρέμεναν συνήθως στη γραμμή μετώπου δύο εβδομάδες. Οι απώλειές τους στο διάστημα αυτό ανέρχονταν κατά μέσον όρο στο 33% των ανδρών τους» (σελ. 141-2). Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν είναι καθόλου περίεργο ότι πολλοί από τους γνωστότερους στρατιωτικούς ηγέτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πολέμησαν στο μέτωπο του Βερντέν. Από την πλευρά των Γάλλων, εκτός από τον στρατηγό Πεταίν, στο Βερντέν πολέμησε ως διοικητής πυροβολαρχίας ο μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης του Βισύ και διοικητής της γαλλικής Αλγερίας, μετέπειτα ναύαρχος Ζαν Νταρλάν. Επίσης ο Κάρολος ντε Γκωλ, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε με τον λόχο του κατά την πρώτη εβδομάδα της μάχης. Επιπλέον, ο δαφνοστεφής στρατηγός του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Ζαν Μαρί ντε Λατρ ντε Τασινύ, όπως και ο στρατηγός Ραούλ Σαλάν, ένας από τους επικεφαλής του αποτυχημένου πραξικοπήματος στο Αλγέρι εναντίον της κυβέρνησης του στρατηγού Ντε Γκωλ, το 1961, και μετέπειτα ηγέτης της τρομοκρατικής οργάνωσης OAS.

Από τη γερμανική πλευρά ο αριθμός των επωνύμων που έλαβαν μέρος στη Μάχη του Βερντέν είναι ακόμη πιο εντυπωσιακός: οι μετέπειτα στρατάρχες φον Μανστάιν, φον Κλούγκε, φον Μπράουχιτς, Πάουλους και Κάιτελ, οι στρατηγοί Γκουντέριαν και φον Στυλπνάγκελ (στρατιωτικός διοικητής του Παρισιού κατά την απόβαση στη Νορμανδία και μέλος της αντιχιτλερικής συνωμοσίας της 20ής Ιουλίου 1944), καθώς και οι Ρούντολφ Ες (υπαρχηγός του Χίτλερ στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα) και Ερνστ Ραιμ (αρχηγός των διαβόητων Ταγμάτων Εφόδου – SA και θύμα του Χίτλερ κατά τις εκκαθαρίσεις της Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών, το 1934).


Όσοι ερευνητές της στρατιωτικής ιστορίας και ειδικότερα της ιστορίας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (για τον οποίο η ελληνική βιβλιογραφία είναι αρκετά περιορισμένη) αναζητούν μια σοβαρή μελέτη για μια από τις χαρακτηριστικότερες συγκρούσεις του, θα βρουν σε αυτό το εμπεριστατωμένο βιβλίο πολλές χρήσιμες και ενδιαφέρουσες πληροφορίες. 

Σχόλια

"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας