Η πολιτική κατάσταση στην Κύπρο την εποχή των βαλκανικών πολέμων (1911-1913)

Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Β΄ 
γράφει ο κ. Μιχάλης Μελετίου

Ο νέος Άγγλος αρμοστής εκείνης της εποχής, Χάμιλτον Γκουλντ-Ανταμς, έφθασε στο νησί τον Σεπτέμβριο του 1911. Από την πρώτη κιόλας συνάντησή του με τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κύριλλο προκάλεσε δυσφορία με τις τοποθετήσεις του, όταν ανέφερε ότι λυπόταν επειδή οι Κύπριοι πολιτικοί ασχολούντο μόνο με το εθνικό τους θέμα (εννοούσε την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα), αντί να επιδεικνύουν ενδιαφέρον για την ευημερία του κυπριακού λαού. Οι αντιδράσεις ήταν έντονες εκ μέρους των πολιτευτών της ελληνικής πλευράς της νήσου, οι οποίοι εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους σε υπόμνημα που κατατέθηκε τον Νοέμβριο, όπου διακήρυξαν τον «ισχυρόν και ακατάβλητον πόθον για την προσάρτηση του νησιού στο ελληνικό βασίλειο». Ταυτόχρονα ζητούσαν την κατάργηση του φόρου υποτελείας, την απόδοση στον λαό των «περισσευμάτων» του προϋπολογισμού και την αναδιάρθρωση του Εκτελεστικού και Νομοθετικού Συμβουλίου σύμφωνα με την πληθυσμιακή αναλογία.


Το βαρύ κλίμα επιδεινώθηκε από την τακτική του αρμοστή να μην επισκέπτεται κοινότητες που ήταν σημαιοστολισμένες με τα ελληνικά εθνικά σύμβολα. Η ολική ρήξη επήλθε στις 4 Απριλίου του 1912, όταν μπροστά από το κτίριο του Νομοθετικού Συμβουλίου οι Κύπριοι βουλευτές υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους. Λίγες ημέρες αργότερα πραγματοποιήθηκαν συλλαλητήρια διαμαρτυρίας σε ολόκληρο το νησί. Επιπλέον, εκλέχθηκε Επιτροπή Πολιτικού Αγώνα υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου και διακηρύχθηκε «ότι ουδεμία δύναμις εγκόσμιος δύναται να καταστείλει ή καταβάλει τα εθνικά φρονήματα του κυπριακού λαού και την αναλλοίωτον θέλησίν του, όπως προσαρτηθεί εις το ομόφυλον Βασίλειον της Ελλάδος».

Το πρώτο συλλαλητήριο έγινε στη Λάρνακα, και σε αυτό κύριος ομιλητής ήταν ο ελλαδίτης γιατρός, ιστορικός και πρώην μέλος του Νομοθετικού Φίλιος Ζαννέτος. Οι διαδηλωτές πορεύθηκαν προς το Διοικητήριο φωνάζοντας μάλιστα συνθήματα υπέρ της Ένωσης και επιδίδοντας σχετικό ψήφισμα. Λεπτομέρειες του συλλαλητηρίου αλιεύονται από την εγκυρότατη εφημερίδα της εποχής «Ελευθερία», της 7ης Απριλίου 1912: «…ο δε κόσμος συγκινημένος άρχισε να αλληλοκαλείται, μετά από λίγο δε, ακούστηκαν οι καμπάνες του Αγίου Λαζάρου και των τριών ενοριών της Λάρνακας και συγκαλούντες τον λαό ο οποίος κατά ενορίες αφού συνήλθε με σημαίες συγκεντρώθηκε παρά την πλατεία όπου βρίσκεται η εμπορική Λέσχη και κατέλαβε με ζητωκραυγές και πατριωτικά τραγούδια την πλατεία και τους γύρω δρόμους με σημαίες και φανούς. Τόσο πολυπληθές ήταν το συλλαλητήριο ώστε ουδέποτε άλλο συγκροτήθηκε ένα τέτοιο στη Λάρνακα. […] Ο ιατρός κ. Φ. Ζαννέτος αφού ανήλθε σε πρόχειρο βήμα ανέπτυξε στους διαδηλωτές για την παραίτηση των Ελλήνων βουλευτών διακοπτόμενος συνεχώς από ευφημίες «ζήτω η Ένωση» και «κάτω οι Άγγλοι».

Μακάριος Μυριανθεύς - εθελοντής στους Βαλκανικούς
Ανάλογη ένταση επικρατούσε την άνοιξη του 1912 και στις σχέσεις των Ελλήνων με τους Τούρκους της Κύπρου, εξαιτίας του Ιταλοτουρκικού Πολέμου που ξέσπασε στις γειτονικές με την Κύπρο περιοχές και είχε ως κατάληξη την κατάληψη της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς. Οι Κύπριοι έδειχναν με κάθε τρόπο την ευφορία τους για τις ήττες του τουρκικού στρατού και τη συμπάθειά τους υπέρ του «ενδόξου αδελφού ιταλικού έθνους». Επιπλέον, η στάση του αρμοστή αναμόχλευε συνεχώς τα πάθη και επέτεινε τη διαίρεση ανάμεσα στον πληθυσμό, αφού συνομιλούσε με τους «νομοταγείς» Τούρκους και απέφευγε τους Έλληνες. Η μεγάλη αναταραχή συνέβη τελικά τον Μάιο του 1912. Στις 11 του μηνός, μαθητές του Παγκυπρίου Γυμνασίου ξυλοκοπήθηκαν άγρια από Τούρκους χωρικούς όταν επέστρεφαν από μια εκδρομή στον Πενταδάκτυλο. Στην πρωτεύουσα και σε όλη την Κύπρο τα νέα διαδόθηκαν διογκωμένα και οι φήμες ήταν οργιαστικές, με αποτέλεσμα να σημειωθούν συμπλοκές σε πολλά σημεία του νησιού. Η επέμβαση της Αστυνομίας όξυνε τα πνεύματα περισσότερο αντί να τα κατευνάσει, καθώς η πλειονότητα των αστυνομικών ήταν Τούρκοι. Την 14η Μαΐου, τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος (Δευτέρα του Κατακλυσμού για τα κυπριακά ήθη), έλαβε χώρα στη Λεμεσό μια καθολική ελληνοτουρκική σύρραξη, με αποτέλεσμα δεκάδες τραυματίες αλλά και έξι νεκρούς: τέσσερις Έλληνες και δύο Τούρκους. Τα «γεγονότα του Κατακλυσμού» ήταν το αποκορύφωμα της πολιτικής κρίσης του 1912. Ακολούθησε μια σιωπηρή αλλά δραστική εκτόνωση της κατάστασης με την εσπευσμένη πρόσκληση στρατιωτικής δύναμης (αγγλικής) από την Αίγυπτο και την προσαγωγή στα δικαστήρια δεκάδων Κυπρίων (κυρίως Ελλήνων) με βαρύτατες κατηγορίες για τη συμμετοχή τους στα επεισόδια. Τελικά, η κρίση έληξε τον Αύγουστο, με τον πιο αμήχανο για τους Έλληνες της Κύπρου τρόπο, όταν τριμελής επιτροπή – που αποτελείτο από τους βουλευτές Θεοφάνη Θεοδότου, Πασχάλη Κωνσταντινίδη και Νικόλαο Κλ. Λανίτη – επισκέφθηκε στο Λονδίνο τον υπουργό των Αποικιών. Ουσιαστικά, ουδέν κέρδος επιτεύχθηκε από αυτήν τη συνάντηση παρά μόνο ακούστηκαν οι συνήθεις γενικές και αόριστες υποσχέσεις που πάντοτε διακήρυσσαν οι Άγγλοι.

Το σημαντικότερο ίσως γεγονός της περιόδου, από τα γεγονότα του Κατακλυσμού μέχρι και πριν από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων, ήταν η επίσκεψη που πραγματοποίησαν στο Λονδίνο δύο άλλοι κορυφαίοι Κύπριοι πολιτευτές που είχαν εκτοπιστεί από το Νομοθετικό Συμβούλιο μετά τις εκλογές του 1911, οι Χριστόδουλος Σώζος και Μιχαήλ Γ. Νικολαΐδης. Οι εν λόγω νέοι πολιτικοί επέδειξαν αξιοσημείωτη διορατικότητα και υψηλές διπλωματικές αρετές, αφού αντιλήφθηκαν ότι η ιταλική παρουσία στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο ανέτρεπε τα δεδομένα και οδηγούσε σε νέες συμμαχίες. Έτσι, υποστήριξαν το αδιανόητο για εκείνη την εποχή, ότι ήταν λανθασμένη η εμμονή στην απαίτηση της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, προτείνοντας ότι θα ήταν καλύτερα αν η Κύπρος κατάφερνε, σε πρώτο χρόνο, να πετύχει την αυτονομία της. Η ρηξικέλευθη αυτή πρόταση, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από την παραδοσιακή ηγεσία και τον Τύπο, οι οποίοι αντιμετώπισαν τους εισηγητές σχεδόν ως προδότες.

Ιωάννης Γεννάδιος
Όσον αφορά τη στάση του επίσημου ελληνικού κράτους, το ενδιαφέρον άρχισε για πρώτη φορά να διαγράφεται στον ορίζοντα το 1912. Την ελληνική πολιτική για το Κυπριακό χάραξε εν πολλοίς ο διπλωμάτης Ιωάννης Γεννάδιος, με δύο εκθέσεις που συνέταξε τα έτη 1911-12. Ο Γεννάδιος πρότεινε ότι είναι επιτακτική ανάγκη η πολιτική να χαράσσεται και να επιβάλλεται από το εθνικό κέντρο, την οποία όφειλαν οι Κύπριοι (αλλά και όλοι οι άλλοι υπόδουλοι Έλληνες) να ακολουθήσουν με αυστηρότητα. Στα υπόψη του ήταν ασφαλώς και οι γενικότερες γεωπολιτικές εξελίξεις που διαφαίνονταν στην Ευρώπη και στην Ανατολική Μεσόγειο, αφού τόνιζε ότι η Βρετανία θα χρησιμοποιούσε την Κύπρο ως αντάλλαγμα στη μεταβολή των ισορροπιών της περιοχής. Επίσης, ο πολύπειρος διπλωμάτης θεώρησε υπεύθυνους τους Έλληνες πολιτευτές της μεγαλονήσου (λόγω κακών χειρισμών) για την ανθοφορούσα βρετανοτουρκική προσέγγιση και συνιστούσε μετ’ επιτάσεως την ανάγκη για αγαστή συνεργασία των κατοίκων του νησιού με τους κατακτητές (ουσιαστικά να ανασταλεί ο εσωτερικός πολιτικός αγώνας) ως απαραίτητη προϋπόθεση για την Ένωση. Πάντως, τον Δεκέμβριο του 1912 είχαν διαρρεύσει πληροφορίες για το περιεχόμενο των συζητήσεων του Ελ. Βενιζέλου στο Λονδίνο, σχετικά με την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα με αντάλλαγμα τη χρήση του λιμανιού του Αργοστολίου από τον βρετανικό στόλο. Ήταν μια αγγλική πρόταση που δεν πραγματοποιήθηκε τότε, εξαιτίας των διαφοροποιήσεων που έφεραν η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου και ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος.

Τέλος, στις 17 Ιουνίου 1913, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Λάμπρος Κορομηλάς, απαντώντας με τηλεγράφημα σε υπόμνημα Κυπρίων βουλευτών που ζητούσαν και πάλι την «εθνική δικαίωση» της Κύπρου, ανέφερε: «Κατανοούμεν πληρέστατα και εκτιμώμεν προσήκοντως πατριωτικά αισθήματα αυτών, αλλά κρισιμώταται στιγμαί ας διερχόμεθα επιβάλλουσιν αυστηράν αποφυγήν δημιουργίας Κυπριακού Ζητήματος». Και συμπλήρωνε σε άλλο τηλεγράφημα στις 20 Ιουλίου 1913 ότι: «Εκ της εγνωσμένης φιλοπατρίας των Κυπρίων απεκδεχόμεθα συμμόρφωσιν προς ημετέρας υποδείξεις». Έτσι, η κυπριακή ηγεσία αναγκάστηκε να αποδεχθεί τις υποδείξεις για συμμόρφωση. Από αυτό το σημείο και μετά, το κυπριακό ζήτημα αποτέλεσε πρωτίστως εθνικό θέμα με την άμεση εμπλοκή της Ελλάδας στον καθορισμό της πολιτικής γραμμής.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου/Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων, Λευκωσία 1997
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ 1770-2000, τ. ΣΤ’, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003
Παπαπολυβίου Πέτρος: Η ΚΥΠΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ – ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΥ, Θεσσαλονίκη 1996

Στεφανίδης Στέφανος: «Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΣΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΚΑΙ Ο ΗΡΩΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΣΩΖΟΣ», Εθνική Φρουρά και Ιστορία, τχ. 30 (Ιούλιος-Δεκέμβριος 2012)

Σχόλια

"Encompass worlds but do not try to encompass me..."

Walt Whitmann

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας